ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ερωτοκρίτου, Γεώργιος Κυριάκου Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Σταματίου, Κατερίνα Γ. Χριστοδούλου με Μ. Κωνσταντίνου (κα), για εφεσείοντα Γ. Παναγίδης, για εφεσίβλητη 1 CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2015-07-10 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΛΕΟΝΤΙΟΥ ΚΩΣΤΡΙΚΗ ν. 4 ΜΟΤΙΟN AUTOMOTIVES LTD κ.α., Ποινική Έφεση Αρ. 226/2014, 10/7/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2015:B514

(2015) 2 ΑΑΔ 515

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Ποινική Έφεση Αρ. 226/2014

 

 10 Ιουλίου, 2015

 

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ., ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ., ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.]

 

 

ΜΕΤΑΞΥ:

ΛΕΟΝΤΙΟΥ ΚΩΣΤΡΙΚΗ

Εφεσείοντα

-  v-

                             

                              1.       4 ΜΟΤΙΟN AUTOMOTIVES LTD

                              2.       ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΑΛΚΙΒΙΑΔΟΥΣ

Εφεσιβλήτων

 

......

Γ. Χριστοδούλου με Μ. Κωνσταντίνου (κα), για εφεσείοντα

Γ. Παναγίδης, για εφεσίβλητη 1

Εφεσίβλητος 2, προσωπικά

......

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:  Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη.  Την απόφαση της πλειοψηφίας θα δώσει ο Δικαστής Μ. Χριστοδούλου, ενώ εγώ θα δώσω διιστάμενη απόφαση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

     ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.:         Τον Αύγουστο του 2008, ο εφεσείοντας και η σύζυγος του επισκέφθηκαν κατάστημα της εταιρείας 4 Μotion Automotives Ltd στη Λευκωσία (εφεσίβλητη 1), αντιπροσώπου στην Κύπρο των αυτοκινήτων Jeep, για αγορά αυτοκινήτου.

 

     Στη βιτρίνα του καταστήματος υπήρχε ένα Jeep Wrangler Sahara το οποίο τους άρεσε, εκτός από το χρώμα που το ήθελαν γκρίζο.  Διερευνώντας το θέμα, ο πωλητής του καταστήματος Κ. Αλκιβιάδης (εφεσίβλητος 2) τους ανέφερε ότι στην τελωνειακή αποθήκη της εφεσίβλητης 1 υπήρχε αυτοκίνητο του ιδίου μοντέλου χρώματος γκρίζου, το οποίο τελικά ο εφεσείοντας αγόρασε αντί του ποσού των €54.700.

 

     Με την εξόφληση του τιμήματος αγοράς του αυτοκινήτου, στις 5.9.08, το αυτοκίνητο υποβλήθηκε επιτυχώς σε τεχνικό έλεγχο και στις 14.10.08 γράφτηκε στο όνομα του εφεσείοντα με αριθμό εγγραφής KUJ 537 (στο εξής το αυτοκίνητο), ως το σχετικό Πιστοποιητικό Εγγραφής του δόθηκε αυθημερόν στον εφεσείοντα από τον εφεσίβλητο 2.

 

     Δύο περίπου χρόνια μετά την εγγραφή του αυτοκινήτου, στις 4.11.2010, ο εφεσείοντας καταγγέλθηκε εξωδίκως για τροχαία παράβαση και ο αστυνομικός που τον κατήγγειλε του υπέδειξε ότι το αυτοκίνητό θα έπρεπε να περάσει από τεχνικό έλεγχο.  Ήταν ισχυρισμός του εφεσείοντα, ο οποίος έγινε αποδεκτός από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι ανάφερε στον αστυνομικό πως κάποιο λάθος κάνει αφού το αυτοκίνητο το είχε αγοράσει καινούργιο, πλην όμως την επομένη του έγινε η ίδια υπόδειξη και στον αστυνομικό σταθμό όπου είχε μεταβεί για πληρωμή του εξώδικου.  Ενόψει τούτου μετέφερε, στις 12.11.10, το αυτοκίνητο σε συνεργείο για τεχνικό έλεγχο και ακολούθως επικοινώνησε με διευθυντή της εφεσίβλητης 1, στον οποίο παραπονέθηκε ότι τον εξαπάτησαν εφόσον του είχαν αποκρύψει ότι το αυτοκίνητο είχε εγγραφεί προηγουμένως στην Αγγλία. Δεν ικανοποιήθηκε όμως από τις εξηγήσεις που του δόθηκαν και προχώρησε σε καταχώριση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας της υπ΄ αρ. 1311/2011 ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης, με την οποία προσήψε εναντίον της εφεσίβλητης 1, των διευθυντών της Β. Ouzounian, A. Ouzounian, K. Ζυντίλη και του εφεσίβλητου 2 (κατηγορομένων 1-5, αντίστοιχα) τέσσερις κατηγορίες.  Αφορούσαν απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις κατά παράβαση προνοιών του Ποινικού Κώδικα (ΠΚ), παροχή ανακριβών ενδείξεων σε σχέση με την προμήθεια αγαθών,  διενέργεια ανακριβούς δήλωσης κατά τη διεξαγωγή εμπορίου κατά παράβαση των άρθρων 11(1)(α), 16 και 17 του Νόμου και διενέργεια απερίσκεπτης ανακριβούς δήλωσης κατά τη διεξαγωγή εμπορίου, κατά παράβαση προνοιών του περί Εμπορικών Περιγραφών Νόμου του 1987 (Ν.5/1987, όπως τροποποιήθηκε, στο εξής ο Νόμος).

 

     Η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση, στο πλαίσιο της οποίας κατέθεσαν ως μάρτυρες κατηγορίας (ΜΚ) ο τεχνικός στο Τμήμα Οδικών Μεταφορών Μ. Παρασκευάς (ΜΚ.1), ο εφεσείοντας (ΜΚ.2) και ο μηχανολόγος-μηχανικός Χρ. Μανούρης (ΜΚ.3).

 

     Με την ολοκλήρωση της μαρτυρίας των τριών ΜΚ, ο εφεσείοντας απέσυρε τις κατηγορίες 3 και 4 και στη συνέχεια το Δικαστήριο επιλήφθηκε εισήγησης του ευπαιδεύτου συνηγόρου των κατηγορουμένων ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον τους ώστε να κληθούν σε απολογία.  Έκρινε, με ενδιάμεση απόφαση ημερ. 15.5.14, ότι στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας ο εφεσείοντας απέτυχε να αποδείξει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον των κατηγορουμένων 2, 3 και 4 - των διευθυντών δηλαδή της εφεσίβλητης εταιρείας - τους οποίους και αθώωσε, ενώ οι εφεσίβλητοι κλήθηκαν σε απολογία μόνο σε σχέση με τη δεύτερη κατηγορία που αφορούσε παροχή ανακριβών ενδείξεων σε σχέση με την προμήθεια αγαθών, κατά παράβαση των άρθρων 10, 16 και 17 του Νόμου.

 

     Με την κλήση τους σε απολογία, η εφεσίβλητη 1 άσκησε το δικαίωμα της σιωπής ενώ ο εφεσίβλητος 2 επέλεξε να προβεί σε ανώμοτη δήλωση και τελικώς το πρωτόδικο Δικαστήριο τους αθώωσε και αυτούς, κρίνοντας πως ο εφεσείοντας απέτυχε να αποδείξει την υπόθεση του στον απαιτούμενο για ποινικές υποθέσεις βαθμό.

 

     Η αντίδραση του εφεσείοντα στην αθώωση των κατηγορουμένων 2, 3 και 4 από το εκ πρώτης όψεως στάδιο εκδηλώθηκε με την καταχώριση έφεσης, η οποία δεν αποτελεί αντικείμενο εξέτασης της παρούσης.  Αντικείμενο της παρούσης είναι η τελική απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για απαλλαγή και αθώωση των εφεσιβλήτων (κατηγορουμένων 1 και 5 πρωτοδίκως) στη δεύτερη κατηγορία που αφορά παροχή ανακριβών ενδείξεων σε σχέση με την προμήθεια αγαθών κατά παράβαση των άρθρων 10, 16 και 17 του Νόμου, η ορθότητα της οποίας προσβάλλεται με πέντε λόγους έφεσης τους οποίους θα εξετάσουμε αφού πρώτα παραθέσουμε σε συντομία το αδιαμφισβήτητο ιστορικό του αυτοκινήτου και, στη συνέχεια, την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την αμφισβητηθείσα μαρτυρία που προσκόμισε η πλευρά του εφεσείοντα.

 

     Το αυτοκίνητο αγοράστηκε στην Αγγλία από την (αγγλική) εταιρεία Four Motions Automotive Ltd, όπου και γράφτηκε στο όνομα της στις 18.3.08 και ακολούθως εισήχθηκε στην Κύπρο ως μεταχειρισμένο και αποθηκεύτηκε σε τελωνειακή αποθήκη.

 

     Ο εφεσείοντας αγόρασε το αυτοκίνητο στις 28.8.08 ως η παραγγελία 00128 (Τεκμ.4), την οποία συμπλήρωσε ο εφεσίβλητος 2.  Το μέρος όμως της παραγγελίας υπό τον τίτλο «USED MODEL & REGISTRATION NO.» δεν συμπληρώθηκε, αλλά παρέμεινε κενό.

 

     Μια εβδομάδα μετά την αποπληρωμή του τιμήματος πωλήσεως, στις 12.9.08, το αυτοκίνητο εκτελωνίστηκε και παραδόθηκε για δοκιμή στον εφεσείοντα, με ένδειξη στο μιλίμετρο 120 με 125 μίλια.  Ένα μήνα δε μετά, στις 13.10.08, το αυτοκίνητο υποβλήθηκε σε τεχνικό έλεγχο, ο οποίος κατέδειξε ότι δεν παρουσίαζε οποιοδήποτε λειτουργικό ή μηχανικό πρόβλημα.  Ακολούθησε, την ίδια ημέρα, η υποβολή αίτησης (τεκμ.1) από την εφεσίβλητη 1 στο Τμήμα Οδικών Μεταφορών για εγγραφή του αυτοκινήτου στο όνομα του εφεσείοντα, στην οποία καταγραφόταν ότι το αυτοκίνητο ήταν μεταχειρισμένο.  Η αίτηση έφερε την υπογραφή της εφεσίβλητης 1, ως πωλήτριας του αυτοκινήτου, καθώς επίσης και υπογραφή του αγοραστή που αποδίδεται στον εφεσείοντα, τη γνησιότητα της οποίας ο τελευταίος αμφισβήτησε πρωτοδίκως αφού ολοκληρώθηκαν οι τελικές αγορεύσεις των συνηγόρων του εφεσείοντα και της εφεσίβλητης 1, αλλά πριν την αγόρευση του συνηγόρου του εφεσίβλητου 2.  Υποβλήθηκε συναφώς αίτηση του συνηγόρου του όπως του επιτραπεί να προσκομίσει μαρτυρία περί πλαστογραφίας της υπογραφής του, αλλά το αίτημα του απορρίφθηκε με ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερ. 17.7.14. 

 

     H αίτηση για εγγραφή του αυτοκινήτου στο όνομα του εφεσείοντα έγινε αποδεκτή και στις 14.10.08 ο εφεσίβλητος 2 παρέδωσε το σχετικό πιστοποιητικό (Τεκμ.9) στον εφεσείοντα, στο οποίο αναγράφεται ότι η πρώτη εγγραφή του αυτοκινήτου είχε γίνει στις 18.3.08 και αυτή στην Κύπρο στις 14.10.08.

 

     Τρία, βασικά, ήταν τα σημεία της μαρτυρίας του εφεσείοντα που έτυχαν αμφισβήτησης κατά την ακροαματική διαδικασία.  Αφορούσαν τους ισχυρισμούς του ότι ο εφεσίβλητος 2 δεν του ανέφερε ότι το αυτοκίνητο αγοράστηκε στην Αγγλία όπου και γράφτηκε στις 18.3.08, δεν του ανέφερε ότι για να εκδοθεί Πιστοποιητικό Εγγραφής του αυτοκινήτου θα έπρεπε αυτό να υποβληθεί σε τεχνικό έλεγχο και, το τρίτο, δεν του εξήγησε το περιεχόμενο του Πιστοποιητικού Εγγραφής. Ο ίδιος, ισχυρίστηκε, ήταν με την εντύπωση ότι αγόρασε αυτοκίνητο καινούργιο - από τη βιτρίνα, όπως είπε - και ο εφεσίβλητος 2 τον διαβεβαίωσε ότι όντως το αυτοκίνητο ήταν καινούργιο, ενώ δεν ήταν αφού είχε πρώτη εγγραφή στην Αγγλία και εισήχθηκε στην Κύπρο μεταχειρισμένο.  Εάν, ισχυρίστηκε, του αποκάλυπταν το στοιχείο αυτό δεν θα προέβαινε στην αγορά του αυτοκινήτου και αρνήθηκε  ότι γνώριζε για την πρώτη εγγραφή του αυτοκινήτου.  Όπως αρνήθηκε και τη θέση των εφεσιβλήτων ότι ο εφεσίβλητος 2 του ανέφερε ρητώς πως για να εκδοθεί Πιστοποιητικό Εγγραφής θα έπρεπε το αυτοκίνητο να υποβληθεί σε τεχνικό έλεγχο ΜΟΤ.  Σε σχέση δε με το περιεχόμενο του Πιστοποιητικού Εγγραφής, ισχυρίστηκε ότι δεν το ήλεγξε εφόσον ήταν πεπεισμένος ότι αγόρασε καινούργιο αυτοκίνητο και απέρριψε τη θέση των εφεσιβλήτων ότι ο εφεσίβλητος 2 του εξήγησε το περιεχόμενο του εν λόγω Πιστοποιητικού.

 

     Αμφισβήτησης έτυχε και η μαρτυρία του μηχανολόγου-μηχανικού ΜΚ.3, ο οποίος προέβη σε εκτίμηση της αξίας του αυτοκινήτου.  Από τη στιγμή, υποστήριξε ο εν λόγω μάρτυρας, που ένα αυτοκίνητο εγγράφεται και στη συνέχεια πωλείται, χάνει από την αξία του τουλάχιστον 15%.  Όμως, όταν ένα αυτοκίνητο εγγράφεται στην Αγγλία και ακολούθως εισάγεται και πωλείται στην Κύπρο, χάνει από την αξία του τουλάχιστο 20% γιατί θεωρείται εισαγόμενο και μεταχειρισμένο.  Και αυτό ανεξάρτητα από την κατάσταση του, κάτι που ισχύει και για το επίδικο αυτοκίνητο που ήταν σε άριστη κατάσταση.

 

     Με τη σειρά του, ο εφεσίβλητος 2 δήλωσε ανώμοτα ότι είχε αναφέρει στον εφεσείοντα ότι το αυτοκίνητο είχε αγοραστεί καινούργιο στην Αγγλία, όπου και γράφτηκε και είναι γι΄ αυτό το λόγο που στην παραγγελία (τεκμ. 4) που υπέγραψε ο εφεσείοντας, το μέρος «Used model & Registration No» είναι κενό.  Δήλωσε επίσης ότι είχε αναφέρει στον εφεσείοντα ότι το αυτοκίνητο, παρόλο που ήταν καινούργιο, θα έπρεπε να υποβληθεί σε τεχνικό έλεγχο ΜΟΤ λόγω του ότι είχε προηγουμένως γραφτεί στην Αγγλία και, τέλος, ότι όταν παρέδωσε στον εφεσείοντα τον τίτλο ιδιοκτησίας του εξήγησε το περιεχόμενο του και ταυτόχρονα του παρέδωσε και το πιστοποιητικό ελέγχου ΜΟΤ.

 

     Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα, κρίνοντας πως παρουσίαζε αρκετές αδυναμίες και κενά τα οποία δημιουργούσαν αρνητική εικόνα και ερωτηματικά ως προς την ειλικρίνεια του.  Τα εξειδίκευσε με αναφορά (α) στην αίτηση για εγγραφή του αυτοκινήτου (τεκμ.1) που φέρει και την υπογραφή του, όπου στη σελίδα 2 αναγράφεται κάτω από τον τίτλο «κατάσταση εισαγωγής» η ένδειξη «μεταχειρισμένο», επισημαίνοντας πως ο εφεσείοντας δεν έδωσε οποιαδήποτε λογική εξήγηση πως ενώ διατείνεται ότι οι εφεσίβλητοι του απέκρυψαν το γεγονός της πρώτης εγγραφής εντούτοις υπέγραψε το εν λόγω έγγραφο και (β) στο Πιστοποιητικό Εγγραφής του αυτοκινήτου (τεκμ.9) όπου αναγράφεται η (πρώτη) εγγραφή ημερ. 18.3.08, θεωρώντας ότι δεν ήταν λογικοφανής η εξήγηση που έδωσε ότι δεν εξέτασε το περιεχόμενο του εν λόγω πιστοποιητικού καθότι είχε αγοράσει και προηγουμένως αυτοκίνητο για €100.000 και δεν εξέτασε ούτε αυτού το Πιστοποιητικό Εγγραφής.  Περαιτέρω κρίθηκε πως η μαρτυρία του δεν ήταν αξιόπιστη για τρεις επιπρόσθετους λόγους.  Ο πρώτος γιατί ισχυρίστηκε ότι παρέδωσε το αυτοκίνητο στον εφεσίβλητο 2 για εγγραφή το πρωί της 13.10.08 και του το επέστρεψε μαζί με το Πιστοποιητικό Εγγραφής το απόγευμα της ίδιας ημέρας, ενώ το Πιστοποιητικό Εγγραφής εκδόθηκε στις 14.10.08, ο δεύτερος, ενώ πληροφορήθηκε από τον αστυνομικό στις 4.11.10 ότι το αυτοκίνητο θα έπρεπε να υποβληθεί σε τεχνικό έλεγχο εντούτοις ισχυρίστηκε ότι έλεγξε το Πιστοποιητικό στις 13.10.08, ενώ κατά την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου το φυσιολογικώς αναμενόμενο ήταν να το ελέγξει αμέσως εάν πράγματι τελούσε υπό πλήρη άγνοια ως  προς το ότι το αυτοκίνητο είχε εισαχθεί στην Κύπρο ως μεταχειρισμένο.  Τέλος, το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία του συνδυάζοντας τα πιο πάνω με την αρνητική εντύπωση που σχημάτισε παρακολουθώντας «. τον τρόπο και το ύφος του ενώ έδιδε ένορκη μαρτυρία, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο των απαντήσεων του στις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν.».

 

     Μη αξιόπιστη κρίθηκε και η μαρτυρία του ΜΚ.3, παρόλο που το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε τη μαρτυρία του ως προερχόμενη από μάρτυρα-εμπειρογνώμονα στον τομέα της εκτίμησης της αξίας των αυτοκινήτων.  Και αυτό καθότι κρίθηκε πως η μέθοδος που χρησιμοποίησε για να καταλήξει στο συμπέρασμα περί μείωσης της αξίας του αυτοκινήτου κατά 20%, επειδή είχε πρώτη εγγραφή στην Αγγλία, ήταν ατεκμηρίωτη σε βαθμό που δεν αισθανόταν καθόλου ασφάλεια για να στηριχθεί στη μαρτυρία του.  Σ΄ ότι δε αφορά την ανώμοτη δήλωση του εφεσίβλητου 2, σ΄ αυτή το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε οποιαδήποτε βαρύτητα κρίνοντας πως παρέμεινε ως μια απλή δήλωση.

 

     Κατ΄ ακολουθία της απόρριψης της μαρτυρίας του εφεσείοντα και του ΜΚ.3, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε δύο καθοριστικά για την τύχη της υπόθεσης ευρήματα.  Το πρώτο ότι ο εφεσίβλητος 2 ανάφερε στον εφεσείοντα ότι το αυτοκίνητο είχε αγοραστεί στην Αγγλία καινούργιο και στη συνέχεια εισήχθηκε στην Κύπρο για πώληση και, το δεύτερο, ότι η υπογραφή του εφεσείοντα στην αίτηση για εγγραφή του αυτοκινήτου (τεκμ.1) επιβεβαίωνε ότι γνώριζε πως το αυτοκίνητο είχε πρωτοεγγραφεί στην Αγγλία.  Με αποτέλεσμα την απαλλαγή των εφεσιβλήτων και στη δεύτερη κατηγορία που είχε ως νομική βάση τα άρθρα 10, 16 και 17 του Νόμου.

 

     Με την αθώωση των εφεσιβλήτων στη δεύτερη κατηγορία, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα εξασφάλισε έγκριση από το Γενικό Εισαγγελέα για καταχώριση έφεσης από αθωωτική απόφαση  «. για οποιοδήποτε λόγο ο οποίος συνεπάγεται νομικό ζήτημα μόνο» (Άρθρα  131(2) και 137(1)(α) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155).    Κατά συνέπεια το πρώτο ζήτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο οι 4 λόγοι έφεσης που προώθησε με το περίγραμμα αγόρευσης του έχουν στο επίκεντρο τους «νομικό ζήτημα μόνο», το οποίο θα εξεταστεί αφού πρώτα παραθέσουμε τους λόγους έφεσης.

 

     Παραπονείται συναφώς ο εφεσείοντας ότι η απαλλαγή των εφεσιβλήτων παραβιάζει τα άρθρα 10[1], 16[2] και 17[3] του Νόμου (1ος λόγος έφεσης), καθότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αίτηση για εγγραφή του αυτοκινήτου (τεκμ.1) υπογράφτηκε από τον ίδιο είναι λανθασμένο (2ος λόγος έφεσης) και λανθασμένα έκρινε τόσο τον ίδιο όσο και τον ΜΚ.3 αναξιόπιστους (4ος και 5ος λόγος έφεσης).  Σ΄ ότι δε αφορά τον 3ο λόγο έφεσης, ότι δηλαδή λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα του να προσκομίσει μαρτυρία για να δείξει ότι η υπογραφή στην αίτηση εγγραφής του αυτοκινήτου δεν ήταν δική του, ο λόγος αυτός δεν προωθήθηκε.

 

     Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, γνωρίζοντας προφανώς ότι το άρθρο 137 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου είναι δικαιοδοτικό και ως εκ τούτου η έφεση θα μπορούσε να προωθηθεί μόνο για «νομικό λόγο» (βλ. πρόσφατες αποφάσεις της Πλήρους Ολομέλειας στην Ποιν. Εφ. 162/13 ημερ. 19.12.14, ECLI:CY:AD:2014:D981, Γενικός Εισαγγελέας ν. Μάρκου Κυπριανού, όπου γίνεται πλήρης ανασκόπηση της νομολογίας επί του θέματος), ανέπτυξε τους λόγους έφεσης 1, 2 και 4 από κοινού, με άξονα τη θέση ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα ότι η αίτηση για εγγραφή του αυτοκινήτου (τεκμ.1) φέρει την υπογραφή του εφεσείοντα.  Και αυτό στη βάση ότι κατά την αντεξέταση του εφεσείοντα δεν του υποβλήθηκε ότι η υπογραφή στο τεκμ. 1 ήταν δική του, ώστε να του δοθεί η δυνατότητα να την αμφισβητήσει.  Παρέπεμψε συναφώς στις Frederickou Schools Co Ltd v. Acuac Inc (2002) 1(Γ)  A.A.Δ. 1527 και Αdidas v. Jonitexo Ltd (1987) 1 C.L.R. 383, οι οποίες πραγματεύονται τις συνέπειες από την παράλειψη αντεξέτασης ενός μάρτυρα επί όλων των ουσιαστικών γεγονότων τα οποία αμφισβητούνται, όπως παρέπεμψε και στο σύγγραμμα των Πική και Λοΐζου Criminal Procedure in Cyprus όπου τονίζεται ότι οι αρχές που εφαρμόζονται σε σχέση με την παράλειψη αντεξέτασης στις πολιτικές υποθέσεις εφαρμόζονται και στις ποινικές.

 

     Θεωρούμε το προαναφερθέν παράπονο του εφεσείοντα, το οποίο βεβαίως απορρίπτεται από τους εφεσίβλητους, ως το μόνο «νομικό σημείο» που εγείρεται στους λόγους έφεσης 1, 2 και 4 εφόσον, όπως διευκρινίστηκε στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου κ.α. (2010) 2 Α.Α.Δ. 94, ο όρος «νομικό σημείο» στοιχειωδώς «. δεν περιλαμβάνει τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου επί των γεγονότων, εκτός αν, όπως εξηγήθηκε προκύπτουν από λανθασμένη καθοδήγηση ως προς το νόμο».  Το ερώτημα επομένως που εγείρεται είναι κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε λανθασμένα ως προς το νόμο κατά την προσέγγιση του ζητήματος.  Η απάντηση κατά την άποψη μας είναι αρνητική.  Το τεκμ. 1 κατατέθηκε από τον ΜΚ.1 κατά την πρώτη δικάσιμο, στις 22.1.14 (Σημ.:  Στο σχετικό πρακτικό αναγράφεται ως ημερ. 22.1.13 που προφανώς πρόκειται για τυπογραφικό λάθος) και σ΄ αυτό υπάρχουν δύο υπογραφές. Του αιτητή/αγοραστή του αυτοκινήτου και του εμπόρου/πωλητή. Ως αιτητής/αγοραστής δε του αυτοκινήτου στο εν λόγω έγγραφο αναγράφεται ο εφεσείοντας και ως έμπορας/πωλητής η εφεσίβλητη 1 και ουδείς άλλος.  Επομένως εάν ο εφεσείοντας αμφισβητούσε ότι η υπογραφή στο τεκμ. 1 ήταν δική του - όπως προβλήθηκε μέσω του δικηγόρου στο τέλος της ακροαματικής διαδικασίας - θα έπρεπε να το είχε θέσει όταν έδιδε μαρτυρία κατά τις δικασίμους ημερ. 24 και 25.2.14.  Δεν το έπραξε όμως και το παράπονο του ότι δεν αντεξετάστηκε επί θέματος που ο ίδιος ή οι άλλοι δύο μάρτυρες του δεν έθεσαν, δεν ευσταθεί.  Όπως δεν έθεσε και ισχυρισμούς που ενδεχομένως να έθεταν το υπόβαθρο για εξέταση του νομικού δόγματος non est factum.  Έπεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν κατέληξε σε διαπιστώσεις επί γεγονότων ως αποτέλεσμα λανθασμένης καθοδήγησης προς το νόμο και οι υπό συζήτηση λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.

 

     Ορθώς λοιπόν το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η υπογραφή στο τεκμ. 1 ήταν του εφεσείοντα αφού ο ίδιος δεν την αμφισβήτησε με τη μαρτυρία που προσκόμισε.  Όπως ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο χρησιμοποίησε το περιεχόμενο του εν λόγω εγγράφου για να καταλήξει σε εύρημα ότι ο εφεσείων γνώριζε για την πρώτη εγγραφή του αυτοκινήτου αφού η κατάσταση του αυτοκινήτου ως «μεταχειρισμένου» - υπό την έννοια και μόνο ότι είχε πρώτη εγγραφή  - επιβεβαιώθηκε και με την υπογραφή του.  Έπεται ότι οι υπό συζήτηση λόγοι έφεσης - οι υπ΄ αρ. 1, 2 και 4 - δεν ευσταθούν και απορρίπτονται, καθιστώντας αχρείαστη την εξέταση του πέμπτου λόγου έφεσης αφού το ζητούμενο της υπόθεσης ήταν κατά πόσο ήταν σε γνώση του εφεσείοντα ότι το αυτοκίνητο είχε πρώτη εγγραφή στην Αγγλία.

 

     Υπό το φως των ανωτέρω η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

     Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να τεθούν ενώπιον του Εφετείου προς έγκριση.

 

 

                                                                     

                                                                      Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

                   

                                                                      Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

/κβπ



[1] 10. Ουδέν πρόσωπο κατά τη διεξαγωγή εμπορίου, επιχείρησης ή επαγγέλματος παρέχει με οποιοδήποτε τρόπο ανακριβή ένδειξη, άμεση ή έμμεση, ότι οποιαδήποτε αγαθά που προμηθεύει ή οποιεσδήποτε υπηρεσίες που παρέχει είναι του είδους που προμηθεύονται ή παρέχονται σε οποιοδήποτε πρόσωπο.

 

[2] 16.—(1)  Πρόσωπο το οποίο παραβαίνει ή παραλείπει να τηρήσει οποιαδήποτε από τις διατάξεις:

                

...............

 

(γ) του άρθρου 10, τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, διαπράττει αδίκημα και υπόκειται, σε περίπτωση καταδίκης του, σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εφτακόσιες πενήντα λίρες ή σε φυλάκιση για χρονική περίοδο που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες, ή και στις δυο αυτές ποινές σε περίπτωση όμως δεύτερης ή μεταγενέστερης καταδίκης, σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες ή σε φυλάκιση για χρονική περίοδο που δεν υπερβαίνει τα δυο έτη, ή και στις δυο αυτές ποινές. (2) Επιπρόσθετα το εκδικάζον δικαστήριο έχει εξουσία να διατάξει την κατάσχεση των αγαθών ή των αντικειμένων με τα οποία ή σε σχέση με τα οποία έχει διαπραχθεί το αδίκημα.

 

[3] 17.   Όταν αδίκημα δυνάμει του παρόντος Νόμου, το οποίο έχει διαπραχθεί από νομικό πρόσωπο, αποδεικνύεται ότι έχει διαπραχθεί με τη συγκατάθεση ή ανοχή, ή ότι οφείλεται σε αμέλεια, οποιουδήποτε διευθύνοντος συμβούλου, διευθυντή, γραμματέα ή άλλου παρόμοιου αξιωματούχου του νομικού προσώπου, ή οποιουδήποτε προσώπου το οποίο εμφανιζόταν ότι ενεργεί με οποιαδήποτε τέτοια ιδιότητα, το πρόσωπο αυτό καθώς και το νομικό πρόσωπο είναι ένοχο του αδικήματος τούτου και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται στις ποινές που προβλέπει ο παρών Νόμος για το συγκεκριμένο αδίκημα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο