ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:B534
(2015) 2 ΑΑΔ 564
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 133/2015)
22 Ιουλίου, 2015
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΠΕΤΡΟΣ ΠΟΡΑΣ,
Εφεσείοντας,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
_________________________
Α. Μάγος με Χρ. Μάγο, για τον Εφεσείοντα.
Χρ. Κυθραιώτου (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
__________________________
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει
ο Νικολάτος, Π..
_______________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(ex-tempore)
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Με την υπό εξέταση έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης ημερ. 11.6.2015, με την οποία διατάχθηκε η κράτηση του κατηγορούμενου-εφεσείοντα μέχρι τις 14.9.2015 που η υπόθεση εναντίον του ορίστηκε για ακρόαση.
Ο κατηγορούμενος-εφεσείοντας αντιμετωπίζει συνολικά 23 κατηγορίες εκ των οποίων οι 9 αφορούν στα αδικήματα του βιασμού κατά παράβαση των άρθρων 144 και 145 του Ποινικού Κώδικα και οι 14 αφορούν στα αδικήματα της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού κατά παράβαση των άρθρων 2 και 6(4) (γ) του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου του 2014, Ν 91(Ι)/2014.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, στην εμπεριστατωμένη αγόρευση του η οποία μας δόθηκε γραπτώς, δίνει βάρος εις το κατ΄ ισχυρισμό σφάλμα του πρωτοδίκου δικαστηρίου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι υπάρχει ενδεχόμενο καταδίκης του κατηγορουμένου. Σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα υπήρχε μαρτυρία ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου ότι ο παρθενικός υμένας της ανήλικης δεν είχε υποστεί οποιαδήποτε ρήξη και ότι η ανήλικη προέτρεπε τον εφεσείοντα να χρησιμοποιεί προφυλακτικό για να μην μείνει έγκυος.
Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία καθοδηγούμενοι από τις αρχές της νομολογίας. Η κράτηση ενός κατηγορουμένου μέχρι τη δίκη του ή η εξασφάλιση της παρουσίας του με όρους, εμπίπτει στη διακριτική εξουσία του πρωτόδικου δικαστηρίου και το Εφετείο επεμβαίνει εκεί όπου διαπιστώνει ότι η διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν ασκήθηκε κατά τρόπο δικαστικό, είτε όπου εμφιλοχώρησαν εξωγενείς παράγοντες ή παραγνωρίστηκαν παράγοντες και κριτήρια που, σύμφωνα με τη νομολογία, είναι σχετικά. Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στην υπόθεση Μαυρομιχάλης ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 62/14, ημερ. 9.4.2014, ECLI:CY:AD:2014:B251.
Στην προκείμενη περίπτωση, το Κακουργιοδικείο εξέτασε ενδελεχώς και σε λεπτομέρεια όλα τα ενώπιον του στοιχεία και, κατά την κρίση μας, κατέληξε σε ορθά συμπεράσματα καθοδηγούμενο από τις ορθές αρχές της νομολογίας. Εξέτασε συναφώς τη σοβαρότητα των αδικημάτων που αντιμετωπίζει ο εφεσείων και την ανώτατη προβλεπόμενη από το Νόμο ποινή, που είναι η ποινή της δια βίου φυλάκισης, η οποία είναι ενδεικτική και της σοβαρότητας των αδικημάτων αυτών. Εν πάση περιπτώσει η σοβαρότητα των αδικημάτων που αντιμετωπίζει ο εφεσείων δεν αμφισβητήθηκε. Το Κακουργιοδικείο εξέτασε επίσης την εκτιμούμενη πιθανότητα καταδίκης του εφεσείοντα με βάση τη διαθέσιμη μαρτυρία. Αναφερόμενο, το πρωτόδικο δικαστήριο, σε σχετική νομολογία παρατήρησε ότι ενώπιον του βρίσκονταν τα τεκμήρια Α, Β, Γ και Δ, τα οποία ήταν σχετικά με την πιθανολόγηση ενοχής και καταδίκης του εφεσείοντα, και σημείωσε ότι τα τεκμήρια εκείνα θα έπρεπε να εξεταστούν, χωρίς οριστικές διαπιστώσεις και με ένα μόνο σκοπό, τη διαπίστωση του κατά πόσον πιθανολογείται, στη βάση των μαρτυριών εκείνων, καταδίκη του εφεσείοντα. Αυτό, όπως ορθά πρόσθεσε το Κακουργιοδικείο, γίνεται χωρίς να υπεισέρχεται το δικαστήριο σε θέματα αποδεκτότητας της μαρτυρίας ή αξιοπιστίας των μαρτύρων, αντιφάσεων και άλλων στοιχείων τα οποία ανάγονται στο πεδίο της πλήρους εξέτασης της υπόθεσης, από το δικαστήριο, κατά το στάδιο της εκδίκασης της υπόθεσης.
Η αρχή ότι στο στάδιο της εξέτασης του ζητήματος της πιθανολόγησης της μαρτυρίας ενός κατηγορουμένου δεν προσφέρεται για μια, σε βάθος, ανάλυση της ολότητας του μαρτυρικού υλικού τονίστηκε, πολύ πρόσφατα, και στην Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 138/15, ημερ. 10.7.2015, ECLI:CY:AD:2015:B513.
Το Κακουργιοδικείο, κατά την κρίση μας, εξέτασε σε ικανοποιητικό βαθμό το ενώπιον του μαρτυρικό υλικό για να καταλήξει στο συμπέρασμα της πιθανολόγησης ενοχής και καταδίκης. Αναφέρθηκε στο μεγάλο χρονικό διάστημα, γύρω στους 6 μήνες, που σύμφωνα με την υπάρχουσα μαρτυρία γινόταν συνεχής και επανειλημμένη σεξουαλική κακοποίηση της ανήλικης παραπονούμενης από τον κατηγορούμενο-εφεσείοντα. Το Κακουργιοδικείο δεν παρέλειψε να υπεισέλθει και στην ενώπιον του ιατρική μαρτυρία και συγκεκριμένα έλαβε υπόψιν τη διαπίστωση ότι ο παρθενικός υμένας της παραπονούμενης ήταν άθικτος και χωρίς εκδορές. Συνυπολόγισε όμως συναφή ιατρική μαρτυρία σύμφωνα με την οποία η ανατομική κατάσταση της παραπονούμενης δεν ήταν κλασσικού τύπου, με συνακόλουθη εκτίμηση ότι η μη ρήξη του δεν απέκλειε την όποια πιθανότητα σεξουαλικής επαφής. Η οποιαδήποτε τυχόν συναίνεση του παιδιού στη σεξουαλική κακοποίηση του, δεν εξουδετερώνει την ενοχή του κατηγορούμενου.
Υπό το φως των προαναφερομένων στοιχείων το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι πιθανολογείτο η καταδίκη του κατηγόρουμενου-εφεσείοντα σύμφωνα με την υπάρχουσα μαρτυρία. Το Κακουργιοδικείο προχώρησε επίσης στην εξέταση και των προσωπικών και οικογενειακών περιστάσεων και συνθηκών του εφεσείοντα και πάλι καθοδηγούμενο, ορθά, από σχετική νομολογία. Αναφερόμενο στις υποθέσεις Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 48, Γενικός Εισαγγελέας ν. Σιδερένιος κ.α. (2008) 2 ΑΑΔ 319 και Κρασοπούλη κ.α. ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 450, το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι, συνυπολογιζομένων όλων των σχετικών δεδομένων, δεν μπορούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι σχέσεις του εφεσείοντα, ο οποίος είναι Κύπριος και κάτοικος Κύπρου, με την Κύπρο, ανέτρεπαν τη δυνατότητα και τη σκέψη από τον κατηγορούμενο να μην εμφανιστεί στο δικαστήριο με σκοπό να αποφύγει την αντιμετώπιση των εναντίον του σοβαρών κατηγοριών, της πιθανής καταδίκης του και της πιθανής αυστηρής ποινής. Τελικά το Κακουργιοδικείο συνυπολόγισε και το χρόνο κράτησης του υποδίκου, δηλαδή το χρόνο από 11.6.2015 μέχρι 14.9.2015. Παρατήρησε σχετικά ότι, παρά τη μη ύπαρξη ρητής πρόνοιας στο Σύνταγμα μας για περιορισμό του συνολικού χρόνου κράτησης ενός κατηγορουμένου, ο χρόνος αυτός θα πρέπει να συνυπολογίζεται και να λαμβάνεται υπόψιν από το δικαστήριο. Σύμφωνα με τη νομολογία μας χρόνος κράτησης περίπου 3 μέχρι 4 μηνών, όπως στην προκείμενη περίπτωση, δεν θεωρείται ανεπίτρεπτα μεγάλος ώστε να διαταχθεί η απελευθέρωση κατηγορουμένου που, κατά τα άλλα, το δικαστήριο έχει κρίνει ότι θα πρέπει να παραμείνει υπό κράτηση. Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει και πάλι στην πολύ πρόσφατη απόφαση Χαραλάμπους (ανωτέρω).
Με τα προαναφερόμενα δεδομένα θεωρούμε ότι η πρωτόδικη απόφαση ήταν ορθή και δίκαιη και ότι δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος επέμβασης του Εφετείου προς ανατροπή της. Κατά συνέπεια η έφεση απορρίπτεται.
Π.
Δ.
/ΕΑΠ. Δ.