ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παναγή, Περσεφόνη Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Χρίστος Χριστούδιας, για τον Εφεσείοντα. Μάνος Μαμαντόπουλος, για τους Εφεσίβλητους. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2015-06-23 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ ν. ΔΗΜΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 179/2013, 23/6/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2015:B446

(2015) 2 ΑΑΔ 448

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

  ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 179/2013

 

23 Ιουνίου, 2015

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/Δ]

 

ΜΕΤΑΞΥ:

 ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ,

                                                  Εφεσείοντα,

-        ν -  

 

ΔΗΜΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,

                                                        Εφεσιβλήτων.

----------------------

 

Χρίστος Χριστούδιας, για τον Εφεσείοντα.

Μάνος Μαμαντόπουλος, για τους Εφεσίβλητους.

----------------------

  Δικαστήριο:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη Δικαστή Π. Παναγή.

 

----------------------

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

    Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:- Μετά που ο εφεσείων παρέλειψε να συμμορφωθεί με ειδοποίηση του εφεσίβλητου Δήμου Λευκωσίας για άρση οχληρίας η οποία οφειλόταν στη διατήρηση, τοποθέτηση και συσσώρευση παλαιών οχημάτων στο πίσω μέρος της αυλής της κατοικίας που βρίσκεται στην οδό Κέννετυ 30, τεμάχιο 256, Φ.Σχ 21.47.04.02, τμήμα Β, ενορία Παναγίας στη Λευκωσία, στην οποία, κατά τον εφεσίβλητο, ο εφεσείων ζούσε μόνιμα, ο εφεσίβλητος στις 16.10.2012 καταχώρησε αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, σύμφωνα με τον Κανονισμό 3 των περί Δήμων (Οχληρίαι) Κανονισμούς, Κεφ.252 (Municipal Corporations (Nuisances) Rules, Cap.252), στο εξής «οι Κανονισμοί»,  ακολουθώντας τον Τύπο Αρ.1 που προβλέπεται από τους Κανονισμούς, για την έκδοση κλήσης προς τον εφεσείοντα με σκοπό την άρση της οχληρίας.  Η αίτηση πήρε τον αριθμό 6/2012.  Επιλαμβανόμενο της αιτήσεως, το Επαρχιακό Δικαστήριο εξέδωσε κλήση με την οποία διατασσόταν ο εφεσείων να εμφανιστεί ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου στις 22.11.2012 κατά την ακρόαση της διαδικασίας αίτησης προς έκδοση διαταγής με την οποία να διατάσσεται να τερματίσει και να άρει την εν λόγω οχληρία.

 

Στις 22.11.2012, αφού το Επαρχιακό Δικαστήριο σημείωσε την απουσία του εφεσείοντα και το γεγονός ότι ένορκη δήλωση επίδοσης στον ίδιο προσωπικά υπήρχε καταχωρημένη στο φάκελο της υπόθεσης, ζητήθηκε από το συνήγορο του εφεσίβλητου Δήμου όπως η υπόθεση οριστεί για απόδειξη.  Εγκρίνοντας το αίτημα, το Επαρχιακό Δικαστήριο όρισε την υπόθεση για απόδειξη στις 8.1.2013.  Την ημέρα εκείνη υποβλήθηκε αίτημα για αναβολή, επειδή ο συνήγορος του εφεσίβλητου δεν ήταν έτοιμος για απόδειξη, το οποίο το Δικαστήριο ενέκρινε, ορίζοντας την υπόθεση εκ νέου για απόδειξη στις 31.1.2013, ημερομηνία κατά την οποία η υπόθεση προχώρησε σε απόδειξη στη βάση ένορκης δήλωσης που παρουσίασε ο συνήγορος του εφεσίβλητου.

 

Η επιφυλαχθείσα απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου εκδόθηκε στις 14.2.2013.  Σ' αυτή γίνεται μνεία ότι  «Η αίτηση και η σχετική κλήση επιδόθηκε νομότυπα στον καθ' ου η αίτηση [εφεσείοντα], πλην όμως αυτός παρέλειψε να εμφανιστεί», με αποτέλεσμα να προχωρήσει η υπόθεση σε απόδειξη.  Στη συνέχεια γίνεται αναφορά στο περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που ο εφεσίβλητος παρουσίασε προς απόδειξη της αίτησης του, στη βάση της οποίας το Επαρχιακό Δικαστήριο έκρινε ότι στο επίδικο ακίνητο «υφίσταται κοινή (ή δημόσια) οχληρία».  Ως εκ τούτου, εξέδωσε διάταγμα για άρση της οχληρίας εντός 30 ημερών από την επίδοση του διατάγματος στον εφεσείοντα.  Όταν το διάταγμα επιδόθηκε στον εφεσείοντα, αυτός αντέδρασε με την καταχώρηση της παρούσας έφεσης.

 

Ένας είναι ο λόγος έφεσης.  Το ουσιαστικό παράπονο του εφεσείοντα είναι ότι δεν του επιδόθηκε σχετική κλήση για να εμφανιστεί ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου πριν από την έκδοση του διατάγματος για άρση της οχληρίας και ότι εσφαλμένα και παραπλανητικά θεώρησε το Επαρχιακό Δικαστήριο ότι είχε γίνει νομότυπη επίδοση της κλήσης στον ίδιο.  Ισχυρίζεται συναφώς πως η ένορκη δήλωση του επιδότη ότι παρέδωσε την κλήση είναι ψευδής και αναληθής, ενώ οποιαδήποτε υπογραφή «παραλαβής της κλήσης» είναι πλαστογραφημένη.  

 

Τη θέση αυτή υποστηρίζει ο εφεσείων και στο διάγραμμα αγόρευσης του προβάλλοντας ότι λόγω της μη επίδοσης της κλήσης, αποστερήθηκε του δικαιώματος του να προβάλει την υπεράσπιση του ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου.  Υποστηρίζεται ακόμη ότι η απουσία αναφοράς στην ένορκη δήλωση επίδοσης ότι η κλήση επιδόθηκε προσωπικά στον εφεσείοντα έναντι της υπογραφής του, καθιστά την επίδοση άκυρη.

 

Στην αντίπερα όχθη  ο εφεσίβλητος στο δικό του διάγραμμα χαρακτηρίζει τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα ψευδείς και ανυπόστατους.  Προβάλλεται, μεταξύ άλλων, ότι ο επιδότης παρέδωσε το δικόγραφο της αίτησης 6/2012 στον εφεσείοντα καλώντας τον να υπογράψει ότι το παρέλαβε, αλλά αυτός αρνήθηκε να υπογράψει, ενώ παρατίθενται και άλλα γεγονότα που ουδέποτε ήταν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να απασχολήσουν στα πλαίσια της έφεσης. 

 

Θα πρέπει, κατ' αρχάς, να διευκρινιστεί ότι στο φάκελο της πρωτόδικης διαδικασίας υπάρχει ένορκη δήλωση επίδοσης της επίδικης κλήσης, όπως άλλωστε ήταν και η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στις 22.12.2012.   Η ένορκη δήλωση έχει τη μορφή εντύπου, με ανάλογες διαγραφές και προσθήκες.  Με αυτή ορκίζεται επιδότης, ο Πανίκος Αριστείδου, ότι στις 4.11.2012 επέδωσε προσωπικά στον εφεσείοντα αντίγραφο «αίτησης», όπως χαρακτηρίζει την κλήση, ημερομηνίας 16.10.2012, αντίγραφο της οποίας επισυνάπτεται στην εν λόγω ένορκη δήλωση, αφήνοντας το στην παρουσία του  εφεσείοντα «χωρίς» την υπογραφή του τελευταίου.  Στο κάτω μέρος της ένορκης δήλωσης, υπάρχει βεβαίωση του Πρωτοκολλητή ότι ο ομνύων υπέγραψε και ορκίστηκε την ένορκη δήλωση ενώπιον του στις 5.11.2012.   Δεν αναφέρεται στην ένορκη δήλωση οποιοσδήποτε λόγος γιατί ο εφεσείων δεν αναγνώρισε την επίδοση/παραλαβή της κλήσης με την υπογραφή του και δη ότι αρνήθηκε να υπογράψει, όπως ισχυρίζεται ο εφεσίβλητος στο διάγραμμα του.

 

Όπως προκύπτει από τη νομική βάση της επίδικης αίτησης, ο εφεσίβλητος Δήμος επέλεξε να προχωρήσει στην άρση της οχληρίας με βάση τα άρθρα 91, 92 και 93 του περί Δήμων Νόμου, Ν.111/1985.  Εφαρμοστέα λοιπόν ήταν και η διαδικασία που προβλέπουν οι Municipal Corporationsuisances) Rules.  

 

Kαθώς υποδεικνύεται στην Δήμος Λευκωσίας ν. Νικολάου (2008) 2 Α.Α.Δ. 361:

         

«Οι Municipal Corporations (Nuisances) Rules δημοσιεύθηκαν αρχικά το 1930 και εκδόθηκαν με βάση τις πρόνοιες του Municipal Corporations Law 1930 ο οποίος με όλες τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις του ενσωματώθηκε στην αναθεωρημένη έκδοση των Νόμων της Κύπρου του 1949 ως Κεφ.252.  Οι Municipal Corporations (Nuisances) Rules επανεκδόθηκαν με βάση το ’ρθρο 154 του Municipal Corporations Law Cap. 252Στην τελευταία αναθεώρηση των Νόμων της Κύπρου πριν την Ανεξαρτησία ενσωματώθηκε ο Municipal Corporations Law Cap.240 ο οποίος, με βάση το ’ρθρο 188.2 του Συντάγματος έπαυσε να ισχύει και αναβίωσε με βάση το Νόμο 64/64 και επανάκτησε την ισχύ του μέχρι που αντικαταστάθηκε από τον περί Δήμων Νόμο, Νόμος 111/85.

 

Οι Municipal Corporations (Nuisances) Rules ουδέποτε ακυρώθηκαν ή αντικαταστάθηκαν με νέους κανονισμούς και καθώς έχει αποφασισθεί στην Cleovoulou, οι εν λόγω κανονισμοί εξακολουθούν να βρίσκονται σε ισχύ δυνάμει συνδυασμού των ’ρθρων 11 και 2 του περί Ερμηνείας Νόμου Κεφ. 1 εφόσον δεν αντιβαίνουν ούτε είναι ultra vires των διατάξεων του Νόμου 111/85, ως έχει τροποποιηθεί.»

 

 

 

Σκοπός δε των Κανονισμών 3 και 4, κατά την Municipality of Nicosia v. Cleovoulou (1988) 2 C.L.R. 100, είναι να δοθεί εφαρμογή στις πρόνοιες του άρθρου 93(1) και (2) του Ν.111/1985.  Αναφέρονται σχετικά τα εξής :

 

« The object of Rules 3 and 4 of the Municipal Corporations (Nuisances) Rules is to give effect to the provisions of s. 93(1) and (2) for presenting a person causing nuisance before the Court with the object of securing an abatement of the nuisance Then such proceedings come to an end with the issue of an order and failure to comply with such an order renders the person non-complying guilty of a criminal offence for disobeying the order of the Court. There is no doubt under the provisions of the law that any violation of the provisions of the law renders also a person liable to pure under the Criminal Procedure Law in which case ail the prerequisites of a criminal prosecution and the rules regarding the burden of proof and evidence have to be applied This is however an alternative procedure to that contemplated by sections 92 and 93 of the Law and Rules 3 and 4 of the Municipal Corporations (Nuisances) Rules.»

 

 

 

Ο τρόπος επίδοσης της κλήσης και ο τρόπος απόδειξης της επίδοσης ρυθμίζονται από τον Κανονισμό 5 ως ακολούθως:

 

«The summons shall be served in any one of the ways provided by section 207 of the Law, and service may be proved in the same manner as in criminal proceedings»[1].

 

 

Ο περί Δήμων Νόμος, Κεφ.240, όπως μετονομάστηκε το Κεφ.252, έπαυσε να ισχύει κατά την 31ην Δεκεμβρίου 1962, όπως και όλοι οι άλλοι νόμοι οι οποίοι αναφέρονταν στους Δήμους.

 

 

Η σύγχρονη αντίστοιχη πρόνοια, το άρθρο 137 του περί Δήμων Νόμου, Ν.111/1985, προβλέπει πως:

 

«Ειδοποιήσεις, διατάγ΅ατα ή οιαδήποτε άλλα έγγραφα των οποίων απαιτείται ή εξουσιοδοτείται η επίδοσις δυνά΅ει του παρόντος Νό΅ου, δύνανται να επιδίδωνται διά της παραδόσεως αυτών εις τα πρόσωπα ή εις την κατοικίαν των προσώπων προς τα οποία αντιστοίχως απευθύνονται, ή, οσάκις απευθύνωνται εις τον έχοντα την κυριότητα ή τον κάτοχον των υποστατικών, διά της παραδόσεως αυτών ή ακριβούς αντιγράφου αυτών εις πρόσωπον ευρισκό΅ενον εντός των υποστατικών, ή εάν δεν υπάρχη πρόσωπον εντός των υποστατικών εις το οποίον να δύνανται να επιδοθούν, διά της επικολλήσεως αυτών εις περίοπτον ΅έρος των υποστατικών ή διά της αποστολής αυτών ΅έσω του ταχυδρο΅είου διά επί συστάσει επιστολής απευθυνο΅ένης προς το τοιούτο πρόσωπον εις την τελευταίαν γνωστήν ταχυδρο΅ικήν διεύθυνσιν αυτού εν Κύπρω.»

 

 

 

Η επίδοση της κλήσης αποδεικνύεται, όπως προκύπτει από τον Καν. 5, κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 46 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 - το οποίο περιέχει ανάλογες με το άρθρο 137 (ανωτέρω) πρόνοιες για την προσωπική επίδοση κλήσης σε κατηγορούμενο ή όπως αυτή αφήνεται, μεταξύ άλλων, σε κάποιο ενήλικο πρόσωπο που ζει με αυτόν - «είτε προφορικά από το πρόσωπο που επέδωσε αυτή είτε ΅ε ένορκη δήλωση αυτού».  Εν προκειμένω, το Επαρχιακό Δικαστήριο ενήργησε στη βάση ένορκης δήλωσης επιδότη, η οποία τεκμηριώνει προσωπική επίδοση στον εφεσείοντα της επίδικης κλήσης, που ήταν ο ασφαλέστερος και νομότυπος τρόπος να λάβει γνώση ο εφεσείων για την εναντίον του διαδικασία.   Δεδομένου ότι η επίδοση έγινε σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 137 του Ν.111/1985, είναι αδιάφορο ότι στην ένορκη δήλωση επίδοσης δεν αναφέρεται γιατί δεν υπέγραψε ο εφεσείων.  Για την τεκμηρίωση του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του εφεσείοντα, δηλαδή ότι η κλήση δεν του επιδόθηκε, απαιτείτο η προσαγωγή μαρτυρίας, ελλείψει της οποίας η έφεση δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον του εφεσείοντα, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

                                                                      Π. Παναγή, Δ.

 

 

 

                                                                      Τ. Θ. Οικονόμου, Δ.

 

 

 

                                                                      Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ      

 

/ΣΓεωργίου

         

 



[1]  (Municipal Corporations Law, Cap 252)

    «207. Νotices, orders or any other documents required or authorized to be served under this Law, may be served by delivering the same to or at the residence of the persons to whom they are respectively addressed or, where addressed to the owner or occupier of the premises, by delivering the same or a true copy thereof to some person on the premises, or if there is no person on the premises who can be so served, by fixing the same on some conspicuous part of the premises.  Any notice by this Law required to be given to the owner or occupier of any premises may be addressed by the description of the "owner" or "occupier" of the premises (naming them) in respect of which the notice is given, without further name or description.»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο