ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:B445
(2015) 2 ΑΑΔ 436
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 130/2011 και 163/2011)
23 Ιουνίου 2015
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ Δικαστών]
Ποινική Έφεση Αρ. 130/2011
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσείοντα
και
1. BOUYGUES BATIMENT INTERNATIONAL
2. ALAIN CHAUSSADE
3. HERMES AIRPORTS LTD
Εφεσιβλήτων-Κατηγορουμένων 1, 2, 7
_________
Ποινική Έφεση Αρ. 163/2011
BOUYGUES BATIMENT INTERNATIONAL
Εφεσείοντες
και
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητου
-------------------
Ποινική Έφεση Αρ. 130/2011
Μιχάλης Κυριακίδης με Γεωργία Καραμανλή (κα) για Χάρη Κυριακίδη ΔΕΠΕ, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
Χρίστος Χριστοφόρου, για τους εφεσίβλητους 1 και 2.
Χρίστος Φρακάλας για Ιωαννίδης & Δημητρίου, για την εφεσίβλητη 3.
Ποινική Έφεση Αρ. 163/2011
Χρίστος Χριστοφόρου, για τους εφεσείοντες.
Μιχάλης Κυριακίδης με Γεωργία Καραμανλή (κα) για Χάρη Κυριακίδη ΔΕΠΕ, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
______________
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δώσει ο Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η παρούσα υπόθεση παραπέμπει στην περίοδο κατασκευής του νέου αεροδρομίου Λάρνακας. Σύμφωνα με μαρτυρία που δεν αμφισβητήθηκε, για το σκοπό αυτό το κράτος συνήψε συμφωνία παραχώρησης των αεροδρομίων Λάρνακας και Πάφου για 25 χρόνια στην εταιρεία Hermes Airports Ltd («Hermes»), η οποία, ως στρατηγικός επενδυτής, ανέλαβε να χρηματοδοτήσει, να κατασκευάσει και να λειτουργήσει τα δύο αεροδρόμια. Η εταιρεία Bouygues Batiment International («Bouygues»), εκ των κυριότερων μετόχων της Hermes και μέρος της κοινοπραξίας που ανέλαβε το όλο έργο, ανέλαβε ως ο κύριος εργολάβος/κατασκευαστής των εν λόγω αεροδρομίων. Η εταιρεία Axima Contracting («Axima») ήταν υπεργολάβος της Bouygues, έχοντας αναλάβει τις μηχανολογικές εγκαταστάσεις.
Στα πλαίσια της υπό κρίση τώρα υπόθεσης, ήταν η εκδοχή της κατηγορούσας αρχής ότι κατά την ανέγερση του νέου αεροδρομίου Λάρνακας, έγινε απόρριψη υγρών αποβλήτων που είχαν προκύψει από τον χημικό καθαρισμό του δικτύου σωληνώσεων των μηχανολογικών εγκαταστάσεων του αεροδρομίου, δια του συστήματος ομβρίων υδάτων, στην Αλυκή Ορφανή της Λάρνακας. Επί αυτής της εκδοχής κατηγορήθηκαν η Bouygues (κατηγορούμενη 1), η Axima (κατηγορούμενη 5) και η Hermes (κατηγορούμενη 7). Κατηγορήθηκε επίσης ο Αlain Chaussade (κατηγορούμενος 2), στο ρόλο του οποίου θα αναφερθούμε κατωτέρω και άλλα τρία πρόσωπα. Για τα τρία άλλα πρόσωπα οι κατηγορίες διακόπηκαν πριν την ακρόαση επειδή δεν έγινε κατορθωτή η επίδοση του κατηγορητηρίου.
Οι κατηγορίες 1, 2 και 3 αφορούν απόρριψη (πρόκληση απόρριψης, ανοχή απόρριψης) υγρών αποβλήτων στο έδαφος χωρίς άδεια της αρμοδίας αρχής, κατά παράβαση των άρθρων 6(1)(δ) και 30 του περί Ελέγχου της Ρύπανσης των Νερών Νόμου, Ν. 106(Ι)/2000[1] και του άρθρου 20 του περί Ποινικού Κώδικα Νόμου.
Οι κατηγορίες 4, 5, 6 και 7 αφορούν απόρριψη (εναπόθεση, πρόκληση εναπόθεσης, επίτρεψη εναπόθεσης) υγρών αποβλήτων στο έδαφος ή και στο υπέδαφος κατά τρόπο που να τείνουν να ρυπαίνουν τα υπόγεια νερά ή και τα νερά λίμνης, χωρίς άδεια της αρμοδίας αρχής, κατά παράβαση των άρθρων 6(1)(β) και 30 του ιδίου Νόμου και του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα.
Η κατηγορία 8 αφορά λειτουργία εγκατάστασης κατά τρόπο που δυνατόν να προκαλούσε ρύπανση στα νερά ή και στο έδαφος, χωρίς άδεια, κατά παράβαση του άρθρου 8 του εν λόγω Νόμου και του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα.
Η κατηγορία 9 αφορούσε παράβαση καθήκοντος μέριμνας περί μη πρόκλησης κινδύνου από κάτοχο αποβλήτων που δεν κατέχει άδεια για διαχείριση αποβλήτων, κατά παράβαση των άρθρων 2, 6(1) και 41 του περί Διαχείρισης Στερεών και Επικινδύνων Αποβλήτων Νόμου, Ν. 215(Ι)/2002 και του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα.
Οι κατηγορίες 10, 11 και 12 αφορούσαν τοποθέτηση, εξουσιοδότηση τοποθέτησης και ανοχή τοποθέτησης αποβλήτων σε δημόσιο χώρο, χωρίς άδεια διαχείρισης αποβλήτων και σε χώρο μη ελεγχόμενο και άνευ συγκαταθέσεως, κατά παράβαση των άρθρων 2, 6(2) και 41 του Ν. 215(Ι)/2000 και του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα.
Στο εκ πρώτης όψεως στάδιο οι κατηγορούμενοι υπ΄αριθμόν 2 και 7 απηλλάγησαν όλων των κατηγοριών. Κλήθηκαν σε απολογία οι κατηγορούμενες εταιρείες 1 και 5 σε σχέση μόνο με την κατηγορία 8, απαλλαχθείσες από όλες τις υπόλοιπες. Στο πέρας της δίκης οι κατηγορούμενες 1 και 5 κρίθηκαν ένοχες στην κατηγορία 8 και τους επιβλήθηκε πρόστιμο €2000 στην κάθε εταιρεία. Από την απόφαση αυτή προέκυψαν δύο εφέσεις:
(α) Η έφεση 130/2011 υποβλήθηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα και στρέφεται κατά της αθώωσης των κατηγορουμένων 2 και 7 από όλες τις κατηγορίες και κατά της αθώωσης της κατηγορούμενης 1[2] από όλες τις κατηγορίες πλην της 8ης.
(β) Η έφεση 163/2011 υποβλήθηκε από την Bouygues και στρέφεται κατά της καταδίκης της στην 8η κατηγορία.
Η βασική μαρτυρία, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε προβαίνοντας σε αντίστοιχα ευρήματα, προήλθε από τον κ. Νεκτάριο Σταυρινίδη (Μ.Κ.1), ο οποίος ήταν εργοδοτούμενος της κατηγορούμενης 1 ως μηχανολόγος μηχανικός. Αυτός ανέφερε ότι είχε ενημερωθεί πως η Axima είχε ζητήσει προσφορές για τον χημικό καθαρισμό του δικτύου διασωληνώσεων από εταιρείες εξειδικευμένες στην εξουδετέρωση αποβλήτων. Όμως, η διαδικασία εκείνη δεν προχώρησε διότι, όπως του είχε πει ο Joel Laine (κατηγορούμενος 3[3]), διευθυντής του τμήματος ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων της κατηγορούμενης 1 και προϊστάμενός του, ήταν ψηλό το κόστος. Αντί της ανάθεσης του καθορισμού σε εξειδικευμένη εταιρεία με παράλληλη εκτίμηση των περιβαλλοντολογικών κινδύνων, στις 16.4.2009 έγινε, όπως ο Μ.Κ.1 διαπίστωσε, απόρριψη αποβλήτων με λάστιχο από το μηχανοστάσιο του αεροδρομίου σε ένα φρεάτιο/ανοικτό παραδεξάμενο, το οποίο, σύμφωνα με το σχέδιο του συστήματος ομβρίων υδάτων διοχέτευε τα απόβλητα μέσα στην Αλυκή. Ζήτησε από τον Laine να σταματήσει αμέσως. Ακολούθησε ενδοϋπηρεσιακή σύσκεψη, στην οποία συμφωνήθηκε να διακόψουν τη διαδικασία λόγω των αργιών του Πάσχα και να ξανασυζητήσουν το ίδιο θέμα μετά. Την επομένη ο Μ.Κ.1 ενημέρωσε το τμήμα περιβάλλοντος. Στις 23.4.2009 η απόρριψη ξανάρχισε και ο Μ.Κ.1 ενημέρωσε τον κ. Νεοκλή Αντωνίου του τμήματος περιβάλλοντος (Μ.Κ.4) και υπέβαλε γραπτή καταγγελία. Την ίδια μέρα διενεργήθηκε επιτόπια επίσκεψη από το τμήμα και άλλους αρμόδιους, στους οποίους ο Μ.Κ.1 υπέδειξε το παραδεξάμενο όπου γινόταν απόρριψη μερικά λεπτά πριν. Λήφθηκαν δείγματα, η ανάλυση των οποίων κατέδειξε τοξικότητα στο φωτοβακτήριο vibrio fischeri. Μετά που το κλιμάκιο απεχώρησε, ο Laine απέλυσε τον Μ.Κ.1 και τον έδιωξε από το χώρο.
Η έφεση 130/2011
Ο Γενικός Εισαγγελέας προβάλλει, αναφορικά με τον κατηγορούμενο 2, δύο λόγους έφεσης.
Πρώτον, εισηγείται ότι υπήρχε μαρτυρία περί εμπλοκής του κατηγορούμενου 2 σε όλες τις κατηγορίες που τον αφορούσαν. Ειδικότερα ότι υπήρχε μαρτυρία σύμφωνα με την οποία ο κατηγορούμενος 2 κατείχε θέση στην κατηγορούμενη 1 εταιρεία που τον καθιστούσε πρόσωπο με αποφασιστική αρμοδιότητα στη διαδικασία απόρριψης. Υπήρχε, επίσης, μαρτυρία (ανταλλαγή ηλεκτρονικών μηνυμάτων) τα οποία είχαν κοινοποιηθεί στον κατηγορούμενο 2 και μαρτυρία σύμφωνα με την οποία αυτός συμμετείχε σε συσκέψεις σε σχέση με τη διαδικασία απόρριψης. Τέλος, υπήρχε μαρτυρία ότι ο κατηγορούμενος 2 προέβη εκ μέρους της κατηγορούμενης 1 σε παραδοχή της απόρριψης.
Δεύτερον, εισηγείται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο βασίστηκε στην ιδιότητα του κατηγορουμένου 2 ως εξουσιοδοτημένο πρόσωπο δυνάμει των προνοιών του περί Εταιρειών Νόμου. Ως προς το ζήτημα αυτό μπορούμε να πούμε εξ αρχής ότι εκείνο που σχετικά ανέφερε ο ευπαίδευτος Δικαστής ήταν ότι με βάση τα στοιχεία που του παρουσιάστηκαν από τον Έφορο Εταιρειών, ο δεύτερος κατηγορούμενος παρουσιάζεται ως εξουσιοδοτημένο πρόσωπο της πρώτης κατηγορούμενης από 18.5.2009 και υπ΄αυτή την έννοια σημειώθηκε στην απόφαση του Δικαστηρίου ότι δεν είχε αποδειχθεί οποιαδήποτε διευθυντική του θέση στην κατηγορούμενη 1, πριν ή κατά την επίδικη περίοδο (16.4.2009-24.4.2009). Επρόκειτο, συνεπώς, για μια απλή διαπίστωση και καταγραφή γεγονότος.
Κατά τ΄άλλα, αγορεύοντας ο ευπαίδευτος δικηγόρος που εκπροσώπησε τον Γενικό Εισαγγελέα, ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος 2 ήταν υπάλληλος με έντονη ανάμειξη στην απόρριψη αποβλήτων και αποφασιστική αρμοδιότητα στη διαδικασία απόρριψης. Υπάρχει, είπε, μαρτυρία από τον Μ.Κ.1 ότι συμμετείχε σε συσκέψεις σε σχέση με το πώς οργανώθηκε η διαδικασία απόρριψης, αλλά και μαρτυρία για παραδοχή εκ μέρους του σε σχέση με το ζήτημα αυτό. Περιπλέον υπάρχει μαρτυρία, υπό μορφή email, τα οποία του είχαν κοινοποιηθεί και από τα οποία προκύπτει ότι θα γινόταν απόρριψη των αποβλήτων. Κατέληξε, εισηγούμενος, ότι επρόκειτο για μαρτυρία τέτοια που θα έπρεπε να κληθεί ο κατηγορούμενος 2 σε απολογία.
Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του κατηγορούμενου 2 απάντησε παραπέμποντας στις σχετικές αναφορές που έκανε το πρωτόδικο Δικαστήριο επί των πρακτικών. Σύμφωνα με την εφεσιβαλλόμενη απόφαση, με τη μαρτυρία του ΜΚ1, η οποία ήταν και η μοναδική αναφορικά με την εμπλοκή των διαφόρων υπευθύνων των εταιρειών που κατασκεύαζαν το νέο αεροδρόμιο Λάρνακας, δεν είχε καταδειχθεί οποιαδήποτε εμπλοκή του κατηγορούμενου 2 στην όλη διαδικασία διοχέτευσης των υγρών. Κατά τον Μ.Κ.1, η ενημέρωση που έκανε και οι επαφές που είχε με διευθυντικά στελέχη της κατηγορούμενης 1, εξαντλούνταν στον Joel Laine, χωρίς να είναι σε θέση να γνωρίζει κατά πόσον ο Laine ενημέρωνε τον κατηγορούμενο 2. Καταληκτικά, στην αντεξέτασή του, δέχθηκε ότι δεν γνώριζε κατά πόσο η διαδικασία απόρριψης των αποβλήτων ήταν γνωστή στον κατηγορούμενο 2.
Οι παραπάνω αναφορές του ευπαιδεύτου δικηγόρου του εφεσείοντα, παρέμειναν μάλλον γενικόλογες. Έχουμε υπόψιν μας το τεκμήριο 2, το οποίο είναι τηλεμήνυμα του Μ.Κ.1 προς τον Laine, ημερομηνίας 16.4.2009, με το οποίο εξέφραζε τις ανησυχίες του και ζητούσε να σταματήσει η διαδικασία απόρριψης αποβλήτων στο σύστημα ομβρίων υδάτων με κατάληξη στη λίμνη που ήταν γεμάτη με πουλιά, αναφέροντας ότι η χημική ουσία καθαρισμού που χρησιμοποιούσε η Axima ήταν επιβλαβής. Το τηλεμήνυμα αυτό κοινοποιήθηκε στον κατηγορούμενο 2. Ακολούθησε τηλεμήνυμα του Laine με το οποίο δίδονταν οδηγίες να μην γίνει απόρριψη εκτός αν προηγηθεί ανάλυση του νερού και δοθεί εξουσιοδότηση, το οποίο επίσης κοινοποιήθηκε στον κατηγορούμενο 2, όπως και στον Μ.Κ.4. Δεν θεωρούμε ότι εξ αυτών των κοινοποιήσεων και με δεδομένη την υπόλοιπη μαρτυρία για το ρόλο του κατηγορούμενου 2, εστοιχειοθετείτο υπόθεση εναντίον του σε τέτοιο βαθμό ώστε να έπρεπε να κληθεί σε απολογία. Γενικά δε, η μελέτη των πρακτικών δεν βοήθησε να σχηματίσουμε διαφορετική εικόνα από εκείνη που μεταδίδει η πρωτόδικη απόφαση σε σχέση με τον κατηγορούμενο 2. Κρίνουμε, συνεπώς, ότι δεν υπάρχει λόγος παρέμβασης στην ετυμηγορία αναφορικά με τον κατηγορούμενο αυτό.
Αναφορικά με την κατηγορούμενη 7, ήταν η θέση του εφεσείοντος ότι υπήρχε μαρτυρία εναντίον της, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε. Συγκεκριμένα, υπήρχε μαρτυρία ότι δύο πρόσωπα που εργοδοτούνταν από την κατηγορούμενη 7 είχαν διαπιστώσει την απόρριψη. Περιπλέον, η κατηγορούμενη 7 ήταν η κάτοχος του χώρου όπου έγινε η απόρριψη και η εργοδότρια εταιρεία και ήταν στα πλαίσια των εργασιών και της όλης συμφωνίας για κατασκευή του αεροδρομίου που έγινε η απόρριψη. Υπέδειξε ο ευπαίδευτος εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα, ότι τα υπό κρίση αδικήματα μπορούσαν να τελεστούν δια «επίτρεψης» ή ανοχής και συνεπώς εσφαλμένα το Δικαστήριο έκρινε ότι απαιτείτο γνώση και θετική ενέργεια και ότι δεν μπορούσε να ποινικοποιηθεί η παράλειψη λήψης μέτρων.
Ως προς το πρώτο, ανωτέρω, επιχείρημα, ο κ. Κυριακίδης μας παρέπεμψε στη μαρτυρία του Μ.Κ.4, ο οποίος ανέφερε ότι κατά την επιτόπιο επίσκεψη του κλιμακίου, στο οποίο συμμετείχε, συναντήθηκε με τους δύο ανεξάρτητους μηχανικούς του έργου που του ανέφεραν ότι είχαν δει την απόρριψη αγνώστου υγρού, που παρουσίαζε έντονο αφρισμό, σε φρεάτιο ομβρίων υδάτων εντός του χώρου του αεροδρομίου. Παράλληλα, ο Μ.Κ.1, αναφέρθηκε στα πρόσωπα αυτά χαρακτηρίζοντάς τους ως «ανεξάρτητους μηχανικούς της εταιρείας Hermes».
Πέραν, όμως, της γενικόλογης αυτής αναφοράς, δεν υπάρχει άλλη μαρτυρία που να φωτίζει τη σχέση των προσώπων αυτών με την κατηγορούμενη 7 και ειδικά το κατά πόσον η δική τους γνώση θα μπορούσε να εκληφθεί, έστω και για τις ανάγκες του εκ πρώτης όψεως σταδίου, ως γνώση της κατηγορούμενης 7.
Αντίθετα, υπάρχει σαφής μαρτυρία από τον Μ.Κ.1 ότι δεν γνωρίζει κατά πόσον υπήρχε κάποιος αρμόδιος της κατηγορούμενης 7 στο όλο πλαίσιο των γεγονότων που εξιστόρησε. Μάλιστα, ανέφερε κατά κατηγορηματικό τρόπο, ότι η κατηγορούμενη 7 ουδέποτε είχε ενημερωθεί ότι θα άρχιζε ο χημικός καθαρισμός και στην υποβολή ότι η κατηγορούμενη 7 δεν είχε οποιαδήποτε ανάμειξη στο συμβάν, απάντησε καταφατικά.
Η διαπίστωση ότι από τη μαρτυρία δεν προκύπτει ούτε εκ πρώτης όψεως εμπλοκή ή γνώση, απαντά και στα λοιπά ανωτέρω επιχειρήματα. Η κατοχή του χώρου, υπό τη γενική έννοια του στρατηγικού επενδυτή που ανέλαβε την κατασκευή, δεν διαφοροποιεί την παραπάνω διαπίστωση, είτε σε σχέση με αυτουργία, είτε σε σχέση με γνώση τέτοια που θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει πρόκληση ή ανοχή. Πολύ περισσότερο, λαμβανομένης υπόψιν της μαρτυρίας περί ανάληψης του συγκεκριμένου έργου, περιλαμβανομένου του χημικού καθαρισμού, από την Axima.
Κατά συνέπεια, η έφεση αναφορικά με την αθώωση των κατηγορουμένων 2 και 7 απορρίπτεται.
Ο εφεσείοντας εισηγείται ότι η αθώωση της κατηγορούμενης 1 από όλες τις κατηγορίες πλην της όγδοης, ήταν το αποτέλεσμα της ερμηνείας του όρου «απόβλητο» από το πρωτόδικο Δικαστήριο και ειδικότερα ότι επρόκειτο περί εσφαλμένης, με ιδιαίτερη στενότητα, ερμηνείας, ή ακόμα περί παράλειψης να δοθεί οποιαδήποτε ερμηνεία.
Διαπιστώνουμε ότι η απόρριψη των εν λόγω κατηγοριών φαίνεται να συσχετίζεται, αν και όντως δεν παρέχεται εξήγηση, με την απόφανση του Δικαστηρίου ότι η παράλειψη του οφειλομένου, κατά νόμο[4], διαμοιρασμού του δείγματος σε τρία μέρη, ώστε το ένα μέρος να δοθεί στην κατηγορούμενη, παραβίασε ουσιαστικό δικαίωμά της και καθιστά τη μαρτυρία που προέκυψε περί ανίχνευσης τοξικής ουσίας «αντινομική και έκθετη σε απόρριψη[5]». Ειδικότερα, το Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι δεν θα έπρεπε να λάβει υπόψιν τη μαρτυρία περί χημικής ανάλυσης και τοξικότητας, συνέχισε ως ακολούθως:
«Έχοντας υπόψη ακριβώς τα πιο πάνω, η απόδειξη ότι το υγρό που ο Μ.Κ.1 κατήγγειλε ότι απορριπτόταν εντός ή πολύ πλησίον της Αλυκής Ορφανή στη Λάρνακα κατά την επίδικη περίοδο, συνιστούσε απόβλητο κατά την έννοια του νόμου, παρέμεινε ατεκμηρίωτη και έτσι δεν στοιχειοθετούνται ούτε οι κατηγορίες 9, 10, 11 και 12 που βασίζονται στο άρθρο 6 του περί Διαχείρισης Στερεών και Επικίνδυνων Αποβλήτων Νόμου (Ν. 215(Ι)/2002).»
Στη λέξη «απόβλητο» στο παραπάνω απόσπασμα, ο Δικαστής παρέπεμψε, με υποσημείωση, στον ορισμό που δίδεται στο Νόμο 215(Ι)/2002. Ως εκ τούτου, ο επίμαχος συλλογισμός αφενός, δεν αναφέρεται καθόλου στην έννοια «απόβλητο» ως συστατικό στοιχείο των αδικημάτων που στηρίχθηκαν στο Νόμο 106(Ι)/2000 και αφετέρου, αναφερόμενος στον ορισμό του Νόμου 215(Ι)/2002, δεν προχωρεί σε οποιαδήποτε επεξήγηση, παρά μόνο παραπέμπει με υποσημείωση στον ορισμό αυτό.
«Απόβλητο» στο Νόμο 106(Ι)/2002 σημαίνει «κάθε ουσία ή αντικείμενο το οποίο ο κάτοχος του απορρίπτει ή προτίθεται ή υποχρεούται να απορρίψει» και στο Νόμο 215(Ι)/2002 σημαίνει «κάθε ουσία ή αντικείμενο που εμπίπτει στις κατηγορίες του Παραρτήματος Ι και το οποίο ο κάτοχός του απορρίπτει ή προτίθεται ή υποχρεούται να απορρίψει, αλλά δεν περιλαμβάνει οποιαδήποτε ραδιενεργό ουσία ή ραδιενέργεια»[6]. Στο Παράρτημα Ι παρατίθενται διάφορες κατηγορίες αποβλήτων, στο τέλος δε προβλέπεται μια γενική κατηγορία στην οποία περιλαμβάνεται «κάθε ουσία, ύλη ή προϊόν τα οποία δεν καλύπτονται από τις προαναφερόμενες κατηγορίες».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επεξήγησε γιατί, με βάση τους παραπάνω ορισμούς, ο αποκλεισμός ως μαρτυρίας του αποτελέσματος των χημικών αναλύσεων άφηνε ατεκμηρίωτη την έννοια του «απόβλητου». Φαίνεται να θεώρησε το στοιχείο της τοξικότητας ως συστατικό στοιχείο της έννοιας του «αποβλήτου» και κατά συνέπεια ως συστατικό στοιχείο των αδικημάτων, ενώ η αναφορά σε «τοξικά υγρά» περιλαμβανόταν στις λεπτομέρειες των κατηγοριών, οι οποίες δεν υπόκειντο, λόγω της μη απόδειξης της τοξικότητας, άνευ ετέρου σε απόρριψη, ως εάν να επρόκειτο περί μη στοιχειοθέτησης αυτών τούτων των κατηγοριών.
Σημειώνουμε ακόμα ότι και η κατηγορία 8, την οποία το Δικαστήριο θεώρησε ότι διαφοροποιείται, περιλαμβάνει εμμέσως το στοιχείο του «αποβλήτου» εφόσον το αδίκημα αναφέρεται σε λειτουργία εγκατάστασης χωρίς άδεια απόρριψης αποβλήτων. Παρά ταύτα, κατά τρόπο αντιφατικό, η κατηγορούμενη 1 απηλλάγη για τις υπόλοιπες κατηγορίες και κλήθηκε για την 8η κατηγορία. Πιο αντιφατικά, μάλιστα, στην τελική απόφαση το Δικαστήριο επανήλθε στην έννοια του «αποβλήτου», εξετάζοντας την κατηγορία 8 και έλαβε υπόψιν του προς στοιχειοθέτηση της κατηγορίας, τον ευρύτατο, ως άνω, ορισμό του όρου «απόβλητο» στο Νόμο 106(Ι)/2002, προβαίνοντας περαιτέρω σε εύρημα ότι είχε γίνει απόρριψη υγρού αποβλήτου.
Εν πάση περιπτώσει, εκείνο που έχει σημασία είναι ότι, όντως το πρωτόδικο Δικαστήριο κατ΄ουσίαν αποφάσισε χωρίς αιτιολογία ένα καθοριστικό σημείο για την αθωωτική πτυχή της απόφασης. Προσθέτουμε, μάλιστα, ότι, ούτε στον επίμαχο, ως άνω και καθοριστικό συλλογισμό, ούτε οπουδήποτε αλλού το Δικαστήριο ασχολήθηκε γενικότερα με τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων. Ειδικότερα, το άρθρο 6(1)(β) (κατηγορίες 4, 5, 6, 7) έχει ως συστατικό στοιχείο την πρόκληση ρύπανσης ή την τάση ρύπανσης των παράκτιων ή υπογείων νερών ή των νερών ρυακιού, λίμνης ή υδατοφράκτη από την απόρριψη υγρού αποβλήτου. Ο όρος δε «ρύπανση» έχει νομικό περιεχόμενο, ήτοι καθορίζεται δια του Νόμου 106(Ι)/2002. Δεν θα επεκταθούμε, εφ΄όσον αυτή η ευρύτερη πτυχή δεν καλύπτεται από τους λόγους έφεσης.
Για τους λόγους που εξηγήσαμε προηγουμένως, η έφεση αναφορικά με την αθώωση της κατηγορούμενης 1 από όλες τις κατηγορίες πλην της όγδοης επιτυγχάνει και η αθώωση ακυρώνεται.
Το επόμενο ερώτημα αφορά το κατά πόσον θα πρέπει να διαταχθεί επανεκδίκαση σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 145(3)(α)(ιι) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Έχοντας υπόψιν τις αρχές της νομολογίας οι οποίες έχουν αποκρυσταλλωθεί σε βαθμό που να είναι περιττή η επανάληψή τους κάθε φορά και για τις οποίες θεωρούμε ότι αρκεί να παραπέμψουμε στο σύγγραμμα του πρώην Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου Γεώργιου Μ. Πική, Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, Δεύτερη αναθεωρημένη έκδοση, σελ. 329-333 και λαμβάνοντας υπόψιν το μεγάλο χρονικό διάστημα που παρήλθε από τον επίδικο χρόνο, έξι ολόκληρα χρόνια και ότι δεν πρόκειται για κακουργήματα, θεωρούμε ότι δεν είναι η κατάλληλη περίπτωση να διαταχθεί επανεκδίκαση, έστω και αν το αποτέλεσμα θα είναι να περατωθεί η υπόθεση, μετά την ακύρωση της αθώωσης, χωρίς κανένα αποτέλεσμα.
Η έφεση 163/2011
Ένας από τους λόγους έφεσης αφορά το λανθασμένο, όπως ετέθη, εύρημα του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ότι η κατηγορούμενη 1 λειτουργούσε εγκατάσταση κατά τρόπο που ήταν δυνατό να προκαλέσει ρύπανση στα νερά ή το έδαφος. Ένας άλλος λόγος έφεσης αφορά την ερμηνεία της έννοιας «απόβλητο», που έδωσε το Δικαστήριο, που ήταν τόσο γενική ώστε να συμπεριλαμβάνει ακόμα και το καθαρό νερό.
Η πρόνοια του άρθρου 8 του Ν. 106(Ι)/2002, επί της οποίας θεμελιώνεται το αδίκημα για το οποίο η κατηγορούμενη βρέθηκε ένοχη, έχει ως ακολούθως:
«8. Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 16, απαγορεύεται η λειτουργία οποιασδήποτε εγκατάστασης η οποία προκαλεί ή δυνατό να προκαλέσει ρύπανση στα νερά ή στο έδαφος, εκτός εάν ο φορέας εκμετάλλευσης της εγκατάστασης κατέχει άδεια απόρριψης αποβλήτων σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.»
Σύμφωνα δε με το άρθρο 2 του Νόμου:
«"ρύπανση" σημαίνει την άμεση ή έμμεση εισαγωγή στα νερά ή στο έδαφος, ως αποτέλεσμα ανθρώπινης δραστηριότητας, ουσιών, κραδασμών, θερμότητας ή θορύβου που ενδέχεται να προκαλέσουν βλάβη στην ανθρώπινη υγεία ή το περιβάλλον, να υποβαθμίσουν υλικά αγαθά, να παραβλάψουν ή να παρεμποδίσουν τις ανέσεις και τις άλλες νόμιμες χρήσεις του περιβάλλοντος, να προκαλέσουν βλάβη στους ζώντες οργανισμούς που διαβιούν στα νερά ή στο έδαφος, να βλάψουν το υδατικό ή εδαφικό οικολογικό σύστημα, ή να καταστρέψουν τους βιολογικούς πόρους και «ρυπαίνω» ερμηνεύεται ανάλογα.»
Το Δικαστήριο προέβη σε εύρημα ότι η κατηγορούμενη 1 λειτούργησε εγκατάσταση «κατά τρόπο που δυνατό να προκαλούσε ρύπανση στα νερά ή στο έδαφος», χωρίς όμως να παραπέμψει σε μαρτυρία σε σχέση με τη δυνατότητα πρόκλησης ρύπανσης. Στην πραγματικότητα δεν έστρεψε καθόλου την προσοχή του στο συστατικό αυτό στοιχείο του αδικήματος και το σχετικό εύρημα είναι παντελώς ατεκμηρίωτο. Φαίνεται ότι αρκέστηκε στην ευρύτατη, αυτή τη φορά, ερμηνεία του όρου «απόβλητο», που θα συμπεριελάμβανε, όπως το έθεσε, ακόμα και καθαρό νερό, χωρίς καθόλου να εξετάσει το ζήτημα της πρόκλησης ή της δυνατότητας πρόκλησης ρύπανσης, την οποία και εξέλαβε ως δεδομένη.
Ως εκ της διαπίστωσης αυτής, δεν απαιτείται να εξετάσουμε άλλους λόγους έφεσης. Η έφεση επιτρέπεται και η καταδικαστική απόφαση ακυρώνεται. Για τους λόγους που ήδη αναφέραμε δεν θεωρούμε ότι η επανεκδίκαση θα ήταν η δέουσα, υπό τις περιστάσεις, πορεία.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Τ.ΨΑΡΑ ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
/ΚΧ»Π
[1] Ο Νόμος 106(Ι)/2000 έχει στο μεταξύ καταργηθε
[2] Η έφεση δεν στρέφεται εναντίον της κατηγορούμενης 5.
[3] Πρόκειται για ένα από τους κατηγορούμενους που οι εναντίον του κατηγορίες διακόπηκαν λόγω μη επίδοσης.
[4] Άρθρο 26 του Ν. 106(Ι)/2002.
[5] Για την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην αποδεχθεί το αποτέλεσμα των χημικών αναλύσεων λόγω παραβίασης του άρθρου 26 του Ν. 106(Ι)/2002, υπάρχει αυτοτελής λόγος έφεσης ο οποίος, όμως, δεν είναι ανάγκη να εξεταστεί.
[6] Ο ορισμός αυτός έχει τροποποιηθεί στο μεταξύ δια του Νόμου 18(Ι)/2013.