ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Λιάτσος, Αντώνης Χρ. Πουτζιουρής, για τον Εφεσείοντα. Ν. Δημητρίου, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2015-05-25 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΗΛΙΑΣ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Εφεση Αρ. 243/2014, 25/5/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2015:B369

(2015) 2 ΑΑΔ 367

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Εφεση Αρ. 243/2014)

 

25 Μαΐου, 2015

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΗΛΙΑΣ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ,

Εφεσείων,

ν.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

_ _ _ _ _ _

Χρ. Πουτζιουρής, για τον Εφεσείοντα.

Ν. Δημητρίου, για την Εφεσίβλητη.

_ _ _ _ _ _

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από τον Νικολάτο, Π.

­­­_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ex tempore

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.:  Μετά από ακροαματική διαδικασία ο κατηγορούμενος-εφεσείων βρέθηκε ένοχος σε τρεις κατηγορίες που αντιμετώπιζε, της κοινής επίθεσης κατά παράβαση του άρθρου 242, της δημόσιας εξύβρισης κατά παράβαση του άρθρου 99 και της απειλής κατά παράβαση του άρθρου 91Α του Ποινικού Κώδικα.

 

Με την παρούσα έφεση, ο εφεσείων προσβάλλει, ως έκδηλα υπερβολικές, τις ποινές των €1000 και των €1500 προστίμου, που του επιβλήθηκαν στις κατηγορίες 1 και 3, αντίστοιχα, δηλαδή της κοινής επίθεσης και της απειλής.

 

Τα γεγονότα αναφέρονται στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την επιβολή ποινής. Στις 19.7.2013, γύρω στο μεσημέρι, ο κατηγορούμενος-εφεσείων ο οποίος ήταν πελάτης της ΣΠΕ Ξυλοφάγου, εισήλθε στο γραφείο του παραπονούμενου-Διευθυντή της ΣΠΕ, το οποίο βρίσκεται μέσα στο κατάστημα της Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας. Ο εφεσείων ζητούσε από τον παραπονούμενο να τον πληροφορήσει το λόγο για τον οποίο καθυστερούσε η έγκριση της αναδιάρθρωσης του δανείου του αδελφού του, η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα την απαλλαγή του γιού του εφεσείοντα, ο οποίος ήταν εγγυητής στο συγκεκριμένο δάνειο. Αρχικά ο εφεσείων συζητούσε με τον παραπονούμενο με ήρεμο τόνο. Μετά από κάποια λεπτά, όμως, ο εφεσείων άρχισε να φωνάζει στον παραπονούμενο, επειδή τον θεωρούσε υπεύθυνο για τη μη έγκριση της αναδιάρθρωσης του δανείου. Φωνάζοντας απείλησε τον παραπονούμενο με τη φράση «από δω και μπρος εσύ και η οικογένειά σου δεν θα δείτε καλή μέρα από εμένα. Θα σας κάμω κακό εσένα και της οικογένειάς σου.» Επίσης αποκάλεσε τον παραπονούμενο «βρωμισμένο» και «μαλακισμένο». Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος-εφεσείων πήρε κάποια αντικείμενα που βρίσκονταν στο γραφείο του παραπονούμενου και τα έριξε με δύναμη πάνω στο γυαλί του γραφείου. Κτύπησε επίσης, δυνατά, το χέρι του πάνω στο γραφείο. Ακολούθως άρπαξε τον παραπονούμενο από το λαιμό και τον έσφιγγε δυνατά με τα χέρια του, απειλώντας τον και πάλι ότι αν δεν γινόταν η δουλειά του θα σκότωνε τον ίδιο και την οικογένειά του. Κατά την εξέλιξη του περιστατικού, η πόρτα του γραφείου του παραπονούμενου ήταν κλειδωμένη και δεν μπορούσε να ανοίξει από την εξωτερική της πλευρά. Υπάλληλοι της ΣΠΕ, οι οποίοι άκουσαν τις φωνές, έτρεξαν για να δουν τι συνέβαινε οπότε βρήκαν κάποιο κλειδί και ξεκλείδωσαν την πόρτα. Πελάτες που έτυχε να βρίσκονται στο χώρο του καταστήματος παρενέβησαν και απομάκρυναν τον κατηγορούμενο-εφεσείοντα, ο οποίος εξακολουθούσε να κρατά τον παραπονούμενο από το λαιμό. Ο κατηγορούμενος παρέμεινε για λίγο ακόμα στο χώρο της ΣΠΕ και ακολούθως έφυγε. Ο παραπονούμενος,  συνεπεία της πιο πάνω συμπεριφοράς και των ενεργειών του κατηγορούμενου-εφεσείοντα, φοβήθηκε πάρα πολύ με αποτέλεσμα να αντιμετωπίσει ψυχολογικά προβλήματα.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε υπόψη του αφενός τη σοβαρότητα των αδικημάτων της απειλής και της επίθεσης και αφετέρου τους ελαφρυντικούς παράγοντες για τον κατηγορούμενο-εφεσείοντα. Αναφορικά με τη σοβαρότητα των αδικημάτων αναφέρθηκε στις ανώτατες προβλεπόμενες στο νόμο ποινές, που για την περίπτωση της απειλής είναι η ποινή της φυλάκισης τριών ετών, καθώς επίσης και την ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών για αδικήματα αυτής της φύσης, επειδή διαπράττονται με συχνότητα και επειδή πλήττουν το θεμελιώδες δικαίωμα της σωματικής ακεραιότητας του ατόμου το οποίο κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα. Αναφέρθηκε, το πρωτόδικο δικαστήριο, στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Τόκκαλου (2001) 2 ΑΑΔ 95,  στην οποία τονίστηκε ότι η εκδήλωση βίας πρέπει να τιμωρείται με την αυστηρότητα που επιβάλλει η σοβαρότητα του αδικήματος και η ανάγκη για τη γενική καταστολή τέτοιας συμπεριφοράς. Όπως παρατήρησε, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής, ο κατηγορούμενος-εφεσείων επέδειξε απαράδεκτη συμπεριφορά. Απείλησε, εξύβρισε και επιτέθηκε στον παραπονούμενο μέσα στο ίδιο του το γραφείο και στην παρουσία άλλων ατόμων. Η όλη συμπεριφορά του, δημιούργησε στον παραπονούμενο ψυχολογικά προβλήματα. Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν παραγνώρισε την απογοήτευση και απελπισία, όπως είπε, του κατηγορούμενου-εφεσείοντα για τη μη έγκριση της αναδιάρθρωσης του δανείου του αδελφού του κατά τρόπο που θα απάλλασσε τον γιό του. Τα αισθήματα όμως εκείνα, του εφεσείοντα, δεν μπορούσαν να δικαιολογήσουν τις βίαιες πράξεις του.

 

Σταθμίζοντας τα ενώπιον του στοιχεία το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε υπόψη την έλλειψη προσχεδιασμού εκ μέρους του εφεσείοντα, και το ότι η επιθετική συμπεριφορά του ήταν η συνέχεια κάποιας συζήτησης με τον παραπονούμενο η οποία προηγήθηκε, ως αποτέλεσμα της οποίας ο εφεσείων έχασε τη ψυχραιμία του. Επιπρόσθετα έλαβε υπόψη το λευκό ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου-εφεσείοντα, τα προσωπικά του περιστατικά και ιδιαίτερα ότι πρόκειται για συγκροτημένο οικογενειάρχη ο οποίος αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα. Κατέληξε, το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι η όλη συμπεριφορά του εφεσείοντα ήταν αποτέλεσμα ενός μεμονωμένου και ατυχούς περιστατικού. Εκρινε ότι η ορθή και δίκαιη ποινή για τον εφεσίβλητο ήταν εκείνη του προστίμου των €1000 στην πρώτη κατηγορία και των €1500 στην τρίτη κατηγορία Στη δεύτερη κατηγορία επιβλήθηκε πρόστιμο €100 και ο εφεσείων διατάχθηκε να καταβάλει και τα πρωτόδικα έξοδα που ανέρχονταν σε άλλα €100. Η ποινή στη δεύτερη κατηγορία δεν εφεσιβάλλεται.

 

Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιόν μας στοιχεία. Δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε τη σοβαρότητα των αδικημάτων για τα οποία βρέθηκε ένοχος ο εφεσείων και ειδικά των αδικημάτων που αφορούν την έφεση, της κοινής επίθεσης κατά παράβαση του άρθρου 242 και της απειλής κατά παράβαση του άρθρου 91Α του Ποινικού Κώδικα. Όπως πολύ ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο δικαστήριο η σοβαρότητα των αδικημάτων αυτών φαίνεται και από τις ανώτατες προβλεπόμενες ποινές, αλλά  σχετίζεται και με το δικαίωμα του ανθρώπου σε σωματική ακεραιότητα. Δεν παραγνωρίζουμε το ότι και τα τρία αδικήματα για τα οποία βρέθηκε ένοχος ο εφεσείων πηγάζουν από το ίδιο επεισόδιο, το οποίο συνέβηκε στην προαναφερόμενη ΣΠΕ τη συγκεκριμένη ημερομηνία δηλαδή στις 19.7.2013 γύρω στο μεσημέρι. Στην προκείμενη όμως περίπτωση τα γεγονότα που περιβάλλουν την έκνομη συμπεριφορά του εφεσείοντα-κατηγορούμενου είναι ιδιαίτερα επιβαρυντικά εφόσον, εκτός από τις απειλές κατά της ζωής και της οικογένειάς του παραπονούμενου, τον άρπαξε από το λαιμό και τον έσφιγγε, με αποτέλεσμα να του προκαλέσει φόβο και ψυχολογικά προβλήματα.

 

Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ενώπιόν μας στοιχεία και χωρίς να παραγνωρίζουμε και το γεγονός ότι ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, κρίνουμε ότι οι ποινές που του επιβλήθηκαν στην πρώτη και τρίτη κατηγορία δεν ήταν σε καμία περίπτωση έκδηλα υπερβολικές. Το πρωτόδικο δικαστήριο, ορθά σταθμίζοντας τα ενώπιόν του στοιχεία, απέφυγε να επιβάλει ποινή στερητική της ελευθερίας - η οποία δυνατόν και να ήταν δικαιολογημένη υπό το φως των γεγονότων που περιβάλλουν τις κατηγορίες - επέβαλε όμως ποινές προστίμου, ανάλογες με τη σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξε ο εφεσείων.

 

Υπό τις περιστάσεις η έφεση απορρίπτεται.

 

 

                                                                  Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.

 

                                                                  Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

                                                                  Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

ΣΦ.       


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο