ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:B270
(2015) 2 ΑΑΔ 238
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πoινική ΄Εφεση αρ. 99/2014)
8 Aπριλίου, 2015
Π.ΠΑΝΑΓΗ, Τ.Θ.ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ. Δ/στες
ΜΑJID ABDULAH EAZADI
Εφεσείων
ν.
AΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης
- - - - - - - - -
M.Παρασκευάς, για τον εφεσείοντα
Σ.Συμεού, - δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσίβλητη
- - - - - - - - -
ΠΑΝΑΓΗ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση μας θα δοθεί από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων - κατηγορούμενος σε ποινική υπόθεση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου είχε βρεθεί ένοχος κατόπιν παραδοχής σε 5 κατηγορίες στις οποίες και του επιβλήθηκαν αντίστοιχες συντρέχουσες ποινές, η μεγαλύτερη των οποίων είναι 6 μήνες, ως ακολούθως: η πρώτη κατηγορία αφορούσε συνομωσία προς διάπραξη αδικήματος, δηλαδή την πλαστογραφία που αναφέρεται στη δεύτερη κατηγορία, και του επεβλήθη ποινή φυλάκισης 6 μηνών. Η 2η και 3η κατηγορία αφορούσε πλαστογραφία και κυκλοφορία πλαστού εγγράφου, επί τo ότι κατάρτισε και κυκλοφόρησε πλαστό επίσημο έγγραφο με σκοπό την καταδολίευση, δηλαδή συγκεκριμένο Δανέζικο διαβατήριο στο όνομα άλλου προσώπου. Ο χρόνος τέλεσης του αδικήματος της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, ήταν η 23.3.2014 στο αεροδρόμιο Πάφου. Του επεβλήθη ποινή 6 μήνες στη 2η και 4 μήνες στην 3η κατηγορία. Στην 4η κατηγορία που αφορούσε πλαστοπροσωπία επί τo ότι στον ίδιο χρόνο και τόπο με σκοπό την καταδολίευση αστυφύλακα της ΥΑΜ αεροδρόμιου Πάφου ψευδώς παρέστησε τον εαυτό του ως το πρόσωπο που αναφέρετο στο εν λόγω διαβατήριο, του επεβλήθη ποινή φυλάκισης 3 μηνών. Επίσης στην 5η κατηγορία που αφορούσε παράνομη παραμονή στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας ότι δηλαδή κατά τον ίδιο χρόνο ως άνω ενώ είναι αλλοδαπός από το Ιράν και βρισκόταν στη Δημοκρατία, ως αιτητής πολιτικού ασύλου και η αίτηση του είχε απορριφθεί στις 8.4.2011, έκτοτε παρέμεινε παράνομα στο έδαφος της Δημοκρατίας μέχρι την 23.3.2014 χωρίς άδεια των αρμοδίων αρχών. Στην κατηγορία αυτή του επεβλήθη ποινή φυλάκισης 30 ημερών.
Τα γεγονότα είναι κοινώς αποδεκτά, είχαν εκτεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και περιλαμβάνονται στην εκδοθείσα απόφαση με λεπτομέρεια. Είναι αρκετό να αναφέρουμε ότι στις 23.3.2014, ενώ ο εντεταλμένος αστυφύλακας διενεργούσε έλεγχο διαβατηρίων στον τομέα αναχώρησης στο αεροδρόμιο Πάφου, εμφανίστηκε ο εφεσείων με σκοπό να αναχωρήσει προς Λονδίνο, παρουσιάζοντας ένα Δανέζικο διαβατήριο με συγκεκριμένο όνομα το οποίο, όπως αποδείχτηκε αργότερα, δεν ήταν το δικό του. Εν πάση περιπτώσει στον εν λόγω αστυφύλακα δημιουργήθηκαν εύλογες υπόνοιες για το ταξιδιωτικό αυτό έγγραφο, για τους λόγους που αναφέρονται στην απόφαση και εν τέλει διαπιστώθηκε ότι το διαβατήριο ήταν δηλωμένο ως απολεσθέν. Στην ανάκριση που ακολούθησε ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι ευρίσκετο στην Κύπρο αρχικά ως αιτητής πολιτικού ασύλου, η αίτηση του όμως απορρίφθηκε στις 8.4.2011 μετά από έφεση και έκτοτε παρέμεινε παράνομα στο έδαφος της Δημοκρατίας. Παραδέχτηκε επίσης τα λοιπά αδικήματα αναφορικά με τη χρήση του εν λόγω διαβατηρίου καθώς και τις συνθήκες που το εξασφάλισε έναντι αμοιβής.
Ενώπιον του Δικαστηρίου τέθηκαν μετριαστικοί λόγοι από τον ευπαίδευτο συνήγορο υπεράσπισης με επίκεντρο το ότι ο εφεσείων είχε ταλαιπωρηθεί ιδιαίτερα ενόψει του ότι κρατήθηκε ουσιαστικά από τις 28.11.2007-21.3.2011, για σκοπούς απέλασης, λόγω του ότι δεν κατείχε ταξιδιωτικά έγγραφα.
Τα διατάγματα κράτησης και απέλασης του ακυρώθηκαν και αφέθηκε ελεύθερος με όρους απόλυσης, τους οποίους αρνήθηκε να υπογράψει.
Τα λοιπά αναφερθέντα από τον κ.Παρασκευά ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου έχουν τεθεί με λεπτομέρεια στην πρωτόδικη απόφαση από την οποία και τα μεταφέρουμε:
"Την 01.09.11 το Υπουργείο Εσωτερικών έδωσε οδηγίες προς την Αστυνομία για επανασύλληψη του κατηγορουμένου επειδή αυτός δεν είχε διευθετήσει την παραμονή του σύμφωνα με τους όρους απόλυσης του. Στις 12.09.11 ο κατηγορούμενος συνελήφθη ξανά και στις 13.09.11 εκδόθηκαν νέα διατάγματα κράτησης και απέλασης του για τα οποία ο κατηγορούμενος ενημερώθηκε με επιστολή της ίδιας ημερομηνίας.
Στις 10.04.12 και στις 28.05.12 το Υπουργείο Εσωτερικών εξέτασε περιπτώσεις κρατουμένων για διάστημα πέραν των 6 μηνών, περιλαμβανομένης και της υπόθεσης του κατηγορουμένου και αποφάσισε όπως ο κατηγορούμενος παραμείνει υπό κράτηση και προωθηθεί άμεσα η απέλαση του. Στις 25.09.12 ο κατηγορούμενος καταχώρησε στο Ανώτατο Δικαστήριο την Πολιτική Αίτηση Αρ. 137/2012. Το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφαση ημερομηνίας 22.11.12 εξέδωσε ένταλμα της φύσεως Habeas Corpus με το οποίο διατάχθηκε η άμεση αποφυλάκιση του κατηγορουμένου στη βάση του σκεπτικού ότι δεν υφίστατο λογική προοπτική απομάκρυνσης του κατηγορουμένου ενόψει προφανώς της μη συνεργασίας του με την Ιρανική Πρεσβεία στην Κύπρο αλλά και της απροθυμίας της Ιρανικής Πρεσβείας να του εκδώσει ταξιδιωτικά έγγραφα, καταλήγοντας έτσι στο συμπέρασμα ότι η κράτηση του κατηγορουμένου για σκοπούς απέλασης δεν δικαιολογείτο και ότι αυτός θα έπρεπε να απολυθεί αμέσως.
Ακολούθως με επιστολή του Υπουργείου Εσωτερικών ημερομηνίας 25.01.13 προτάθηκε στον κατηγορούμενο η χορήγηση άδειας παραμονής και εργασίας εφόσον ο ίδιος συνεργαστεί με την ιρανική πρεσβεία στην Λευκωσία για την έκδοση διαβατηρίου εις το όνομα του εντός 2 μηνών και στη βάση καθορισμένων όρων και προϋποθέσεων, ένας εκ των οποίων ήταν να παραδώσει το διαβατήριο που στο μεταξύ θα εξασφάλιζε στην Κυπριακή Δημοκρατία για όσο χρονικό διάστημα θα διέμενε και εργαζόταν στην Κύπρο. Ο κατηγορούμενος όμως δεν αποδέχτηκε την έκδοση ιρανικού διαβατηρίου εις το όνομα του και κατ' επέκταση δεν εκπλήρωσε τον συγκεκριμένο όρο επικαλούμενος κίνδυνο που η ζωή του θα διατρέξει κατόπιν ενδεχόμενης επιστροφής του στο Ιράν.
Στο μεταξύ κατά την διάρκεια της κράτησης του στις Κεντρικές Φυλακές ο κατηγορούμενος προσβλήθηκε και είναι φορέας του ιού της ηπατίτιδαςC. Σύμφωνα με τον συνήγορο υπεράσπισης, ένεκα της μη εξασφάλισης άδειας παραμονής και εργασίας στην Κύπρο ο κατηγορούμενος απώλεσε την ευκαιρία να εργοδοτηθεί από κυπριακή εταιρεία εργαζόμενος ως τεχνίτης χαλιών. Σύμφωνα ακόμη με τον κύριο Παρασκευά, η απαγόρευση στον κατηγορούμενο να εργαστεί τον υποχρεώνει να συντηρείται οικονομικά και ουσιαστικά να επιβιώνει μέσω φιλανθρωπίας. Περαιτέρω, ο εν λόγω συνήγορος παρουσίασε ιατρική βεβαίωση ημερομηνίας 03.04.14 των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας του Υπουργείου Υγείας με την οποία σημειώνεται ότι ο κατηγορούμενος πάσχει από καταθλιπτική συμπτωματολογία, η οποία δημιουργεί αυξημένη επικινδυνότητα για απόπειρα αυτοκτονίας, καθώς επίσης από χρόνιο μετατραυματικό στρες με έντονα αγχώδη καταθλιπτικά στοιχεία."
Όπως εξηγήθηκε από την υπεράσπιση στο πρωτόδικο δικαστήριο ο εφεσείων αναγκάστηκε να διαπράξει τα αδικήματα «σε μια προσπάθεια του να διαφύγει στο εξωτερικό αφού η Κυπριακή Δημοκρατία ούτε του επιτρέπει να διαμένει, και να εργάζεται στο νησί, μη αποδεχόμενος τον ως μέλος της κυπριακής κοινωνίας, αλλά ούτε και του δίνει την ευκαιρία να ζήσει αξιοπρεπώς στο εξωτερικό.»
Τονίζεται επίσης ότι και η ίδια η υπεράσπιση αναγνώρισε τη σοβαρότητα των αδικημάτων, (το ανώτατο όριο ποινής ειδικά για τα αδικήματα πλαστογραφίας είναι 10ετής φυλάκιση) ζητήθηκε όμως επιείκεια στη βάση των πιο πάνω καθώς και στη βάση των προσωπικών συνθηκών του εφεσείοντα ως αναδύονται από τη σχετική έκθεση του Γραφείου Ευημερίας αλλά και απ΄αυτά που εξέθεσε ο ευπαίδευτος συνήγορος του.
Ερχόμενοι να εξετάσουμε την απόφαση του Δικαστηρίου σε συνάρτηση και υπό το πρίσμα των διατυπωθέντων λόγων έφεσης είμαστε υποχρεωμένοι να παρατηρήσουμε τα εξής:
Ο 1ος λόγος έφεσης διατυπώνεται υπό μορφή παραπόνου επί του «ευρήματος», όπως χαρακτηρίζεται, του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η Κυπριακή Δημοκρατία προσφέρει φιλοξενία στους αλλοδαπούς με πλήρη κατανόηση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν στις χώρες τους, προχωρώντας να αναφέρει ότι «και οι αλλοδαποί πρέπει να αντιληφθούν ότι κατάχρηση αυτής της φιλοξενίας συνεπάγεται κυρώσεις και ότι ταυτόχρονα μειώνει την προσφορά ευκαιριών στους ίδιους αλλά και σε άλλους συμπατριώτες τους από του να βρίσκονται με τόσην ευκολία στην Κύπρο». Είναι η έντονη πεποίθηση του κ.Παρασκευά ότι το «εύρημα» αυτό, εκτός του ότι είναι αυθαίρετο, αποτελεί μια πολιτική διακήρυξη που δεν βρίσκει έρεισμα στη νομική πραγματικότητα, ειδικά στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου με ειδική αναφορά στην απόφαση M.A. v. Cyprus (Appl.No. 41872/10) ημερ. 23.7.2013.
Θα πρέπει ευθύς εξ αρχής να πούμε ότι ο λόγος αυτός δεν έχει αντίκρισμα γιατί δεν συσχετίζεται με οποιονδήποτε μέρος της απόφασης αναφορικά με την επιβληθείσα ποινή ώστε να προσδιοριστεί εάν η εν λόγω αναφορά κρινόταν λανθασμένη με ποιο τρόπο αυτό επέδρασε επί της επιβληθείσης ποινής. Επ΄αυτής της πτυχής δεν υπήρξε οποιοσδήποτε συσχετισμός από την πλευρά του εφεσείοντα ώστε να καταδειχθεί ότι το όποιο ενδεχόμενο σφάλμα επέδρασε και πώς επί της επιβληθείσης ποινής, ειδικά λαμβανομένου υπόψιν του ότι δεν διατυπώνεται ευθέως σε κανένα από τους δύο λόγους έφεσης παράπονο ότι η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική. Δεν υπάρχει λόγος έφεσης που να στρέφεται κατά του ύψους της ποινής. Το εφετείο εξετάζει την απόφαση μόνο στη βάση της εν λόγω έφεσης ως προνοείται στο άρθ.144 της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ.155 (βλ. Robb v. Αστυνομίας, (2012) 2 Α.Α.Δ. 201.
Το μόνο που προκύπτει, και αυτό από το 2ο λόγο έφεσης, είναι το παράπονο του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αποδέχθηκε την εισήγηση του ότι συντρέχουν λόγοι αναστολής της επιβληθείσης ποινής.
Ερχόμαστε λοιπόν να εξετάσουμε το δεύτερο λόγο έφεσης. Θα πρέπει να αναφέρουμε ότι, ως μας ελέχθη, ο εφεσείων έχει ήδη εκτίσει την επίδικη ποινή. Παρά το ότι έχουμε θέσει στον κ.Παρασκευά τον προβληματισμό μας ότι η έφεση στερείται πλέον πρακτικού αποτελέσματος, ο ευπαίδευτος συνήγορος επέμενε προβάλλοντας γενικά την άποψη ότι το Ανώτατο Δικαστήριο πρέπει να «θεραπεύσει» τέτοιες προσεγγίσεις που αφορούν αλλοδαπούς, έχοντας προφανώς υπόψη τις ειδικές περιστάσεις του εφεσείοντα. Πρέπει να αναφέρουμε ότι το Δικαστήριο δεν εξετάζει in abstracto θέσεις και προσεγγίσεις και σίγουρα δεν είναι έργο του η διακήρυξη γενικών αρχών ως προς την αντιμετώπιση αλλοδαπών ή οποιουδήποτε πολίτη. Το καθήκον του Δικαστηρίου, εν προκειμένω, είναι μόνο να εξετάσει την ορθότητα της μη αναστολής της ποινής φυλάκισης στην κρινόμενη υπόθεση.
Παρά το ότι η τυχόν διαφορετική θεώρηση του ζητήματος της αναστολής εκτέλεσης δεν είχε πρακτικό αποτέλεσμα σε μια ποινή που έχει ήδη εκτελεστεί, εν πάση περιπτώσει σημειώνουμε τα ακόλουθα: Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του ασχολείται με τη σχετική εισήγηση της Υπεράσπισης. Αφού προβαίνει σε αναφορά στο Νόμο Υφ΄ Όρον Αναστολής της Εκτέλεσης Ποινής Φυλάκισης σε Ορισμένες Περιπτώσεις Νόμο του 1972, Ν.95/1972 και ειδικά το σχετικό τροποποιητικό Νόμο 186(Ι)/2003 αναφέρει ότι η διακριτική ευχέρεια αναστολής μιας ποινής φυλάκισης έχει πλέον διευρυνθεί, καθώς όπως προνοείται μέσα από το άρθρο 3(2), το Δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του κατηγορουμένου (βλ. Στεφάνου v. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 339 και Γενικός Εισαγγελέας v. Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161). Καταλήγει δε το πρωτόδικο Δικαστήριο ως εξής:
«Κατόπιν προσεκτικής μελέτης των περιστάσεων της υπόθεσης καθώς και των προσωπικών συνθηκών του κατηγορουμένου, κρίνω ότι δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος ή παράγοντας που να δικαιολογεί την έκδοση διαταγής για αναστολή εκτέλεσης των ποινών φυλάκισης που έχει επιβληθεί. Ειδικότερα έχω λάβει υπόψη μου τις ιδιάζουσες συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων σε συνάρτηση με τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου μαζί με το πρόβλημα υγείας που αντιμετωπίζει και δεν έχω ικανοποιηθεί ότι αυτά είναι τέτοια που θα έκλιναν την πλάστιγγα προς την κατεύθυνση της αναστολής εκτέλεσης των ποινών.
Ασφαλώς οι ιδιάζουσες συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων καθώς και τα προβλήματα υγείας που ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει δεν αφήνουν απαθή το Δικαστήριο, αλλά αντίθετα σαφώς και λαμβάνονται σοβαρά υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής. Την ίδια στιγμή όμως το Δικαστήριο δεν μπορεί να διαγράψει την σοβαρότητα διάπραξης των εν λόγω αδικημάτων, για τα οποία εν πάση περιπτώσει η νομολογία υποδεικνύει την επιβολή αποτρεπτικών ποινών. Τυχόν μη επιβολή ποινής στερητικής της ελευθερίας υπό το φως της σοβαρότητας που διέπει τα αδικήματα αυτά αλλά και της αρχής ότι στα αδικήματα που επιβάλλονται ποινές αποτρεπτικής φύσεως οι προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου είναι ήσσονος σημασίας (Ιωάννου άλλως Μουσικός v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 286, Κλεοβούλου v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 57 και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Ζαννέτου (2001) 2 Α.Α.Δ. 438), θα ισοδυναμούσε με επικρότηση της παρανομίας.
Παρόλα αυτά, όπως έχει ήδη λεχθεί, όλοι οι ελαφρυντικοί παράγοντες λήφθηκαν υπόψη για τη δραστική μείωση της ποινής που του επιβλήθηκε (βλέπε άρθρο 3(2) του Περί της Υφ' Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972, Ν.95/72, Στεφάνου v. Αστυνομίας (2009) 2 Ποινική Έφεση 231/2008, ημερομηνίας 23.03.09, Γενικός Εισαγγελέας v. Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161 και Λεωνίδου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 663).
Έπεται ότι το αίτημα του ευπαιδεύτου συνηγόρου υπεράσπισης απορρίπτεται.»
Δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα αρχής στην πιο πάνω προσέγγιση. Ο πρωτόδικος δικαστής επαναξιολόγησε όλα τα δεδομένα της υπόθεσης κάνοντας ειδική μνεία στις ιδιάζουσες συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορούμενου για να καταλήξει στη μη αναστολή της ποινής. Η σοβαρότητα των τελεσθέντων αδικημάτων ειδικά σε σχέση με την πλαστογραφία δημοσίου εγγράφου και δη διαβατηρίου ορθά οδήγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο στη μη αναστολή της ποινής. Η αναστολή θα έδινε λανθασμένα μηνύματα γι΄αυτού του είδους τη συμπεριφορά (βλ. Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας, (2012) 2 A.A.Δ.930). Παρατηρούμε βέβαια ότι υπάρχει ένα σφάλμα διατύπωσης στο σχετικό απόσπασμα που αφορά την εισήγηση αναστολής όπου αναφέρεται ότι «τυχόν μη επιβολή ποινής στερητικής της ελευθερίας ενόψει της σοβαρότητας που διέπει τα αδικήματα» αντί της ορθής αναφοράς ότι η εισήγηση για αναστολή δεν μπορεί να επιτύχει. Δεν θεωρούμε ωστόσο το σφάλμα αυτό ως ουσιώδες αφού ευχερώς προκύπτει από τη συνολική αναφορά του Δικαστηρίου ότι έπραξε τα δέοντα δυνάμει της νομολογίας και του σχετικού νόμου.
Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει η έφεση απορρίπτεται.
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.