ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:B658
(2014) 2 ΑΑΔ 633
10 Σεπτεμβρίου, 2014
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
ΘΕΟΚΛΗΣ ΚΑΛΛΗΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 238/2013)
Ποινή ― Κλοπή από γραμματείς και υπηρέτες ― Άρθρο 268 Κεφ. 154 ― Επιβλήθηκαν πρωτοδίκως συντρέχουσες ποινές φυλάκισης δεκαέξι μηνών σε δύο κατηγορίες του Άρθρου 268 ― Κρίθηκαν μη υπερβολικές και επικυρώθηκαν κατ' έφεση ― Απουσία σφάλματος αρχής.
Αναστολή ποινής ― Κλοπή από γραμματείς και υπηρέτες ― Άρθρο 268 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης περί αναγκαιότητας επιβολής άμεσης φυλάκισης.
Ποινή ― Επιμέτρηση ― Aποτελεί κατ' εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου και το Εφετείο επεμβαίνει όχι όταν η ποινή θα μπορούσε ενδεχόμενα να ήταν κατά την κρίση του διαφορετική, αλλά όταν υπάρχει σαφής τεκμηρίωση ότι ο καθορισμός της ποινής ήταν το αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή όταν αυτή είναι έκδηλα υπερβολική.
Ποινή ― Επιμέτρηση ― Το στοιχείο της υπερβολής ― Πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα, να μπορεί να τεκμηριωθεί με αναφορά σε πασιφανή έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ της σοβαρότητας του εγκλήματος και της ποινής, ή σε ουσιώδη απόκλιση της ποινής από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία ή/και σε συνδυασμό των δυο αυτών παραγόντων.
Αναστολή ποινής ― Ο περί της Υφ' Όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμος του 1972, Ν. 75/72 ως έχει τροποποιηθεί ― Με την περαιτέρω τροποποίηση που επήλθε με το Ν. 186(Ι)/2003, η εν λόγω διακριτική ευχέρεια διευρύνθηκε και το Δικαστήριο εξετάζει το ενδεχόμενο αναστολής, αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης και τις προσωπικές συνθήκες ενός κατηγορούμενου.
Αναστολή φυλάκισης ― Κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.
Οι εφεσείων βρέθηκε ένοχος κατόπιν δικής του παραδοχής σε δύο κατηγορίες που αφορούσαν αμφότερες κλοπή υπό υπαλλήλου κατά παράβαση των Άρθρων 268 και 29 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε στον εφεσείοντα σε εκάστη των κατηγοριών που παραδέχθηκε, ποινή άμεσης φυλάκισης 16 μηνών οι οποίες διάταξε να συντρέχουν.
Ο εφεσείων εργαζόταν κατά τον ουσιώδη χρόνο ως γραμματέας πιστωτικού ιδρύματος και είχε τον πλήρη έλεγχο του ηλεκτρονικού συστήματος. Υπό την ιδιότητα του αυτή, την 19/3/2008 προέβη σε δυο περιπτώσεις σε κλοπή ποσού €24.000 και €10038,28 αντίστοιχα.
Τα χρήματα αυτά ήταν περιουσία του εργοδότη του, ΣΠΕ Αγίου Αμβροσίου, και ο εφεσείων ύστερα από ασφυκτική πίεση του Διευθυντή της κατηγορουμένης 2, τα μετέφερε ηλεκτρονικά σε λογαριασμό της κατηγορουμένης 2, που διατηρούσε επίσης στη ΣΠΕ μέσω εικονικού τρεχούμενου λογαριασμού που ο ίδιος δημιούργησε.
Ο εφεσείων αμφισβήτησε με την έφεση το ύψος της επιβληθείσας ποινής ως επίσης και τη μη αναστολή της ποινής.
Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους και επιχειρηματολογία:
α) Οι συντρέχουσες ποινές που επιβλήθηκαν για τις δυο κατηγορίες ύψους 16 μηνών, ήταν έκδηλα υπερβολικές.
β) Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην αναστείλει την εκτέλεση των επιβληθεισών ποινών φυλάκισης δεν ήταν επαρκώς δικαιολογημένη. Επίσης τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία δεν αξιολογήθηκαν ορθά και δεν εφαρμόστηκαν ορθά οι νομολογιακές αρχές που διέπουν το θέμα.
γ) Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του παρέλειψε να προσδώσει τη δέουσα βαρύτητα στην παραδοχή, το λευκό ποινικό μητρώο, τη μεταμέλεια και τις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα όπως, και τη συμπεριφορά του μετά την διάπραξη των αδικημάτων.
δ) Ήταν εσφαλμένη η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο κατηγορούμενος/εφεσείων δεν αποζημίωσε τον εργοδότη του.
ε) Η αναστολή έκτισης της ποινής φυλακίσεως δικαιολογείτο από το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης και τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα, οι οποίες δεν λήφθηκαν επαρκώς υπόψη στο πλαίσιο της εξατομίκευσης της ποινής.
στ) Το πρόσωπο που ωφελήθηκε από τη διάπραξη των αδικημάτων δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο και συνεπώς ο εφεσείων ήταν θύμα δυσμενούς και άνισης μεταχείρισης και η ποινή θα πρέπει ν' ανασταλεί για την υπόλοιπη διάρκεια της.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης με τον οποίο προσβάλλεται η επιβληθείσα ποινή ύψους 16 μηνών ως έκδηλα υπερβολική, παρατηρείτο ότι σύμφωνα με το Άρθρο 268 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 επί του οποίου στηρίζονταν οι κατηγορίες τις οποίες παραδέχθηκε ο εφεσείων, η προβλεπόμενη ποινή κατά τον ουσιώδη χρόνο διάπραξης των αδικημάτων ήταν δέκα (10) έτη φυλάκισης, πλην όμως, λόγω του ότι η υπόθεση εκδικάστηκε συνοπτικά από το Επαρχιακό Δικαστήριο, η μέγιστη ποινή που θα μπορούσε να επιβληθεί είναι πέντε (5) έτη ( Άρθρο 24(1)) του Ν. 14/60 όπως τροποποιήθηκε).
2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά υπέδειξε ότι αδικήματα της φύσης αυτής ήταν ιδιαίτερα σοβαρά καθ' ότι αφορούσαν κατάχρηση εμπιστοσύνης από το πρόσωπο στο οποίο την εναποθέτει ο εργοδότης. Αυτός είναι και ο λόγος που ώθησε το νομοθέτη να ορίσει τις ψηλές ποινές για τη διάπραξη των αδικημάτων της φύσης αυτής.
3. Από την πρωτόδικη απόφαση διαπιστωνόταν μια δίκαιη και καθόλα ορθή αντιμετώπιση του εφεσείοντα με αναφορά σε νομολογία που οριοθετούσε ορθά το πλαίσιο στο οποίο κινήθηκε αυτό.
4. Οι ποινές δε που είχαν επιβληθεί, κρίνονταν ορθές λαμβάνοντας υπόψη το ανώτατο όριο που προνοείται για τα αδικήματα που παραδέχθηκε ο εφεσείων όταν εκδικάζεται από Επαρχιακό Δικαστήριο, αλλά και τις περιβάλλουσες των αδικημάτων συνθήκες, όπως και τις προσωπικές συνθήκες του περιλαμβανομένου του προβλήματος υγείας του.
5. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη όλους τους ελαφρυντικούς παράγοντες που υπήρχαν στην υπόθεση και ορθά κατέληξε τόσο στη φύση, αλλά και στο ύψος της ποινής με αναφορά στις ορθές νομικές αρχές. Όλοι οι σχετικοί παράγοντες συνεκτιμήθηκαν ορθά.
6. Αναφορικά με το λόγο έφεσης για αναστολή της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι η συμπεριφορά του κατηγορούμενου 1 ήταν δόλια, επαναλαμβανόμενη, σχεδιασμένη με σοβαρές συνέπειες για τα θύματα των πράξεων του.
7. Έκρινε ότι η συμπεριφορά του ήταν τέτοια που έχρηζε της επιβολής άμεσης φυλάκισης παρά των μετριαστικών παραγόντων που ελήφθησαν υπόψη και επειδή επρόκειτο για συμπεριφορά που έπρεπε να τιμωρηθεί και να κατασταλεί άμεσα.
8. Όσον αφορούσε στο θέμα αποζημίωσης της παραπονούμενης, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι παρά τις εξασφαλίσεις που είχε πάρει από την κατηγορούμενη 2 και πρόσωπα που σχετίζονται με αυτή, ουσιαστική αποκατάσταση δεν επήλθε.
9. Από το σχετικό απόσπασμα της προσβαλλόμενης απόφασης φαίνεται ότι την κρίση του Δικαστηρίου επηρέασε η σοβαρότητα των αδικημάτων, οι συνθήκες διάπραξης τους και οι συνέπειες τους στον εργοδότη του εφεσείοντα. Από την άλλη βέβαια έλαβε υπόψη τους μετριαστικούς παράγοντες χωρίς όμως αυτοί να κριθούν ικανοί να διαφοροποιήσουν την κατάσταση προς όφελος του εφεσείοντα.
10. Όλοι οι λόγοι που προέβαλε κατ' έφεση ο εφεσείων, τέθηκαν και ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο τους στάθμισε και έκρινε ότι δεν υπήρχε δυνατότητα αναστολής της ποινής.
11. Δεν διακρινόταν οποιοδήποτε σφάλμα αρχής στην προσέγγιση του και συνεπώς δεν υπήρχε δυνατότητα επέμβασης.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 19,
Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 583,
Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 22,
Κυπριανού ν. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 144, ECLI:CY:AD:2014:B134,
Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930.
Έφεση εναντίον Ποινής.
Έφεση από τον καταδικασθέντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Ταλαρίδου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 338/10), ημερομηνίας 27/11/13.
Α. Μαππουρίδης με Χρ. Αθανασιάδου (κα), για τον Εφεσείοντα.
Στ. Χατζηκωνσταντή (κα), Δημόσιος Κατήγορος, για την Εφεσίβλητη.
Εφεσείων παρών.
Cur. adv. vult.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Παρπαρίνος.
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Ο εφεσείων αντιμετώπισε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου συνολικά 106 κατηγορίες. Αρνήθηκε αρχικά όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε όπως το ίδιο έπραξαν και οι συγκατηγορούμενοι του, 2 και 3, με αποτέλεσμα η υπόθεση να οδηγηθεί σε ακρόαση. Σε πολύ αρχικό στάδιο της ακρόασης ο εφεσείων παραδέχθηκε ενοχή στις κατηγορίες 68 και 70 και στη συνέχεια η κατηγορούσα αρχή καταχώρησε αναστολή ποινικής δίωξης για τις υπόλοιπες κατηγορίες με αποτέλεσμα την απαλλαγή σ' αυτές.
Οι κατηγορίες 68 και 70 που ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος κατόπιν δικής του παραδοχής αφορούν αμφότερες κλοπή υπό υπαλλήλου κατά παράβαση των Άρθρων 268 και 29 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε.
Αναστολή ποινικής δίωξης καταχωρήθηκε και για τον κατηγορούμενο 3 με αποτέλεσμα ν' απαλλαγεί και αυτός από τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε. Η κατηγορούμενη εταιρεία 2 στη συνέχεια παραδέχθηκε τις κατηγορίες αρ. 1-67 που αντιμετώπιζε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε στον εφεσείοντα σε εκάστη των κατηγοριών που παραδέχθηκε, ποινή άμεσης φυλάκισης 16 μηνών οι οποίες διάταξε να συντρέχουν.
Τα γεγονότα της υπόθεσης, κατά το μέρος που αφορούν τις κατηγορίες που βρέθηκε ένοχος ο εφεσείων είναι τ' ακόλουθα:
Ο εφεσείων προσελήφθη στην υπηρεσία της Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Αγ. Αμβροσίου ως γραφέας την 1/3/94. Την 1/5/2005 διορίστηκε ως γραμματέας της. Ως γραμματέας είχε τον πλήρη έλεγχο του ηλεκτρονικού συστήματος του πιστωτικού ιδρύματος. Υπό την ιδιότητα του αυτή την 19/3/2008 προέβη σε δυο περιπτώσεις σε κλοπή ποσού €24.000 και €10.038,28 αντίστοιχα. Τα χρήματα αυτά ήταν περιουσία του εργοδότη του, ΣΠΕ Αγίου Αμβροσίου, και ο εφεσείων μετά από ασφυκτική πίεση του Διευθυντή της κατηγορουμένης 2, τα μετέφερε ηλεκτρονικά σε λογαριασμό της κατηγορουμένης 2 που διατηρούσε επίσης στη ΣΠΕ μέσω εικονικού τρεχούμενου λογαριασμού με αρ. 4000114-0 που ο ίδιος δημιούργησε.
Ο τελευταίος με τους δυο λόγους έφεσης προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη. Με τον πρώτο λόγο έφεσης θέτει ότι οι συντρέχουσες ποινές που επιβλήθηκαν για τις δυο κατηγορίες ύψους 16 μηνών είναι έκδηλα υπερβολικές. Με το δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλεται η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην αναστείλει την εκτέλεση των επιβληθεισών ποινών φυλάκισης ως μη επαρκώς δικαιολογημένη. Επίσης ότι τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία δεν αξιολογήθηκαν από αυτό ορθά και ότι δεν εφάρμοσε επίσης ορθά τις νομολογιακές αρχές που διέπουν το θέμα.
Στη γραπτή αγόρευση του ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα εισηγείται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο στην απόφαση του παρέλειψε να προσδώσει τη δέουσα βαρύτητα στην παραδοχή, το λευκό ποινικό μητρώο, τη μεταμέλεια και τις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα όπως, και τη συμπεριφορά του μετά την διάπραξη των αδικημάτων. Επίσης είναι η εισήγηση του ότι η επιβληθείσα ποινή δεν αντανακλά την συναισθηματική πίεση, κάτι που αναγνώρισε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, κάτω από την οποία συμφώνησε να λάβει μέρος στη διάπραξη των αδικημάτων. Φαίνεται δε από τις περιστάσεις των αδικημάτων ως επισήμανε, ότι τα χρήματα, αντικείμενο των δύο κατηγοριών δεν τα ωφελήθηκε ο ίδιος, αλλά τα μετέφερε ηλεκτρονικά σε λογαριασμό της κατηγορουμένης 2. Εν πάση περιπτώσει είναι η θέση του ότι η παραπονούμενη ΣΠΕ αποζημιώθηκε με την συνομολόγηση πραγματικού δανείου στην κατηγορουμένη 2 ώστε να εξοφληθούν τα εικονικά δάνεια. Μέχρι σήμερα πληρώθηκε το ποσό των €135.000 και γίνονται προσπάθειες γι' εξόφληση όλου του ποσού των €2.000.000 που ωφελήθηκε η κατηγορούμενη 2. Με τον τρόπο αυτό σύμφωνα με την εισήγηση εξοφλήθηκε και το ποσό αντικείμενο των δυο κατηγοριών που παραδέχθηκε ο εφεσείων. Ως εκ τούτου αποδίδει σφάλμα στο πρωτόδικο δικαστήριο όταν στην απόφαση του αναφέρει ότι ο κατηγορούμενος/εφεσείων δεν αποζημίωσε τον εργοδότη του. Επίσης αποδίδει σφάλμα στην πρωτόδικη απόφαση και στο ότι δεν ελήφθη υπόψη το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος 3 απηλλάγη σ' όλες τις κατηγορίες κατόπιν καταχώρησης αναστολής ποινικής δίωξης, ότι η κατηγορούμενη 2 ως ανενεργός εταιρεία χωρίς περιουσιακά στοιχεία, ούτε καν το πρόστιμο που της επιβλήθηκε δεν θα μπορέσει να ικανοποιήσει και τρίτοι, που ωφελήθησαν από τη διάπραξη των αδικημάτων, δεν διώχθησαν. Καταλογίζει επίσης λανθασμένη την αναφορά της πρωτόδικης Δικαστού σε κατ' επανάληψη διάπραξη αδικημάτων, επειδή αρχικά το κατηγορητήριο περιελάμβανε σωρεία κατηγοριών, με αποτέλεσμα να προσδώσει υπέρμετρη βαρύτητα στο θέμα αυτό παρόλο που δεν ανταποκρίνετο στην πραγματικότητα ενόψει του ότι οι κατηγορίες τις οποίες παραδέχθηκε ο εφεσείων ήταν μόνο δυο.
Ήταν τέλος η εισήγηση του ότι τα όσα αναφέρονται στην έκθεση του Γραφείου Ευημερίας αναφορικά με την εργασία και έσοδα του εφεσείοντα ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του σημείωσε ότι αυτός ήταν άνεργος και συντηρείτο με δημόσιο βοήθημα.
Αναφορικά με το δεύτερο λόγο έφεσης είναι η εισήγηση του ότι η αναστολή έκτισης της ποινής φυλακίσεως δικαιολογείτο από το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης και τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα, οι οποίες δεν λήφθηκαν επαρκώς υπόψη στο πλαίσιο της εξατομίκευσης της ποινής, όπως και το λευκό ποινικό μητρώο του, αλλά και το κίνητρο το οποίο τον οδήγησε στην διάπραξη των αδικημάτων. Το πρόσωπο που ωφελήθηκε από τη διάπραξη των αδικημάτων δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο και συνεπώς ο εφεσείων είναι θύμα δυσμενούς και άνισης μεταχείρισης και ως εκ τούτου η ποινή θα πρέπει ν' ανασταλεί για την υπόλοιπη διάρκεια της. Απέδωσε σφάλμα στο πρωτόδικο Δικαστήριο στο ότι ενώ όλα τα στοιχεία που δικαιολογούσαν την αναστολή της ποινής ευρίσκοντο ενώπιον του, αυτό δεν τα εκτίμησε ούτε και τα αξιολόγησε ορθά και δεν εφάρμοσε ορθά τις νομολογιακές αρχές που διέπουν το θέμα.
Η ευπαίδευτη κατήγορος στην δική της αγόρευση εισηγήθηκε ότι όλες οι προσωπικές καταστάσεις του περιστάσεις του εφεσείοντα και τα όσα ανέφερε ο συνήγορος του λήφθησαν και αξιολογήθηκαν ορθά από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Επίσης εισηγήθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και πολύ ορθά έκρινε ότι δεν συνέτρεχαν λόγοι αναστολής των επιβληθεισών ποινών.
Εξετάσαμε με προσοχή τους λόγους έφεσης. Αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης με τον οποίο προσβάλλεται η επιβληθείσα ποινή ύψους 16 μηνών ως έκδηλα υπερβολική παρατηρούμε τ' ακόλουθα: Σύμφωνα με το Άρθρο 268 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 επί του οποίου στηρίζονται οι κατηγορίες τις οποίες παραδέχθηκε ο εφεσείων, η προβλεπόμενη ποινή κατά τον ουσιώδη χρόνο διάπραξης των αδικημάτων ήταν δέκα (10) έτη φυλάκισης, πλην όμως λόγω του ότι η υπόθεση εκδικάστηκε συνοπτικά από το Επαρχιακό Δικαστήριο, η μέγιστη ποινή που θα μπορούσε να επιβληθεί είναι πέντε (5) έτη (βλ. Άρθρο 24(1)) του Ν. 14/60 όπως τροποποιήθηκε).
Είναι καλά θεμελιωμένη η αρχή ότι η επιμέτρηση της ποινής αποτελεί κατ' εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου και ότι το Εφετείο επεμβαίνει όχι όταν η ποινή θα μπορούσε ενδεχόμενα να ήταν κατά την κρίση του διαφορετική, αλλά όταν υπάρχει σαφής τεκμηρίωση ότι ο καθορισμός της ποινής ήταν το αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή όταν αυτή είναι έκδηλα υπερβολική. (Βλ. Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 19).
Το στοιχείο της υπερβολής στην ποινή πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα, να μπορεί να τεκμηριωθεί με αναφορά (α) σε πασιφανή έλλειψη αντιστοιχιας μεταξύ της σοβαρότητας του εγκλήματος και της ποινής, ή (β) σε ουσιώδη απόκλιση της ποινής από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία ή/και σε συνδυασμό των δυο αυτών παραγόντων. (βλ. Χαραλάμπους (άνω)).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά υπέδειξε ότι αδικήματα της φύσης αυτής είναι ιδιαίτερα σοβαρά καθ' ότι αφορούν κατάχρηση εμπιστοσύνης από το πρόσωπο στο οποίο την εναποθέτει ο εργοδότης και αναμένει ότι ανάλογα θα ανταποκριθεί και αυτό. Αυτός είναι και ο λόγος που ώθησε το νομοθέτη να ορίσει τις ψηλές ποινές για τη διάπραξη των αδικημάτων της φύσης αυτής.
Εξετάσαμε με προσοχή την πρωτόδικη απόφαση και διαπιστώνουμε μια δίκαιη και καθόλα ορθή αντιμετώπιση του εφεσείοντα με αναφορά σε νομολογία που οριοθετεί ορθά το πλαίσιο στο οποίο κινήθηκε αυτό. Οι ποινές δε που έχουν επιβληθεί κρίνονται ως ορθές λαμβάνοντας υπόψη το ανώτατο όριο που προνοείται για τα αδικήματα που παραδέχθηκε ο εφεσείων όταν εκδικάζεται από Επαρχιακό Δικαστήριο, αλλά και τις περιβάλλουσες των αδικημάτων συνθήκες, όπως και τις προσωπικές συνθήκες του περιλαμβανομένου του προβλήματος υγείας του. Το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε υπόψη όλους τους ελαφρυντικούς παράγοντες που υπήρχαν στην υπόθεση και ορθά κατέληξε τόσο στη φύση, αλλά και στο ύψος της ποινής με αναφορά στις ορθές νομικές αρχές. Δεν εντοπίσαμε λάθος στην επιβληθείσα ποινή. Το παράπονο του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα αναφέρθηκε σε «κατ' επανάληψη διάπραξη αδικημάτων», ενώ τα αδικήματα ήταν δυο που διαπράχθηκαν την ίδια ημέρα με αποτέλεσμα να προσδώσει ιδιαίτερη βαρύτητα στο θέμα, δεν έχει έρεισμα. Στη σελ. 13 της απόφασης το πρωτόδικο Δικαστήριο καταγράφει επακριβώς ότι «πρόκειται για δυο παρόμοιες κατηγορίες που έγιναν σε μεταξύ τους μικρό χρονικό διάστημα». Συνεπώς είχε πλήρη επίγνωση περί τινος επρόκειτο. Όλοι οι σχετικοί παράγοντες συνεκτιμήθηκαν ορθά από το πρωτόδικο Δικαστήριο και ορθή κρίνεται και η κατάληξη του.
Ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Ο περί της Υφ' Όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμος του 1972, Ν. 75/72, θεσπίστηκε έτσι ώστε να προσφέρεται η δυνατότητα εξάντλησης του περιθωρίου επιείκειας προς ένα πρόσωπο, με απόφαση για αναστολή της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης. Ο εν λόγω Νόμος τροποποιήθηκε με το Ν. 41(1)/97, ο οποίος περιόρισε, σε μεγάλο βαθμό, τη δυνατότητα του Δικαστηρίου να διατάξει αναστολή της εκτέλεσης μιας ποινής φυλάκισης, καθιστώντας τις προϋποθέσεις ανελαστικές. Συναρτάτο δηλαδή με την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, είτε στο πρόσωπο ενός κατηγορουμένου, είτε στις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος.
Με την περαιτέρω τροποποίηση που επήλθε με το Ν. 186(Ι)/2003, η εν λόγω διακριτική ευχέρεια διευρύνθηκε και το Δικαστήριο εξετάζει το ενδεχόμενο αναστολής, αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης και τις προσωπικές συνθήκες ενός κατηγορούμενου.
Το θέμα έκτοτε απασχόλησε σε έκταση τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και αναφορά μπορεί να γίνει μεταξύ άλλων, στις υποθέσεις Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 583, Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 22 και Κυπριανού ν. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 144, ECLI:CY:AD:2014:B134.
Στην υπό εξέταση έφεση το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελ. 20 της απόφασης του αναφέρει τ' ακόλουθα σχετικά:
«Ούτε θεωρώ ότι δικαιολογείται αναστολή της ποινής σε σχέση με τον κατηγορούμενο 1. Η συμπεριφορά του κατηγορούμενου 1 ήταν δόλια, επαναλαμβανόμενη, σχεδιασμένη με σοβαρές συνέπειες για τα θύματα των πράξεων του. Μπορεί αυτή η απάτη τελικά να ανακαλύφθηκε αλλά όχι προτού υποστεί ζημιά ο εργοδότης του. Η συμπεριφορά του είναι τέτοια που χρήζει της επιβολής άμεσης φυλάκισης παρά των μετριαστικών παραγόντων που έχω λάβει υπόψη μου και επειδή είναι συμπεριφορά που πρέπει να τιμωρηθεί και να κατασταλεί άμεσα.»
Οι μετριαστικοί παράγοντες αναφέρονται σ' άλλο μέρος της απόφασης και είναι οι προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του εφεσείοντα, η παραδοχή του, οι πιέσεις που ασκήθηκαν σ' αυτόν από άλλο πρόσωπο να προβεί στη διάπραξη των αδικημάτων, τα προβλήματα υγείας του και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ως αποτέλεσμα, το λευκό ποινικό μητρώο του, η καθυστέρηση στη διαπίστωση της ποινικής του ευθύνης συνοδευόμενη με μεταβολή των προσωπικών συνθηκών του και ότι πρόσωπα που συμμετείχαν στην κλοπή δεν διώχθηκαν. Επίσης έλαβε υπόψη την καλή συμπεριφορά του από το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων και τις επιπτώσεις στην οικογένεια του από τις ενέργειες του. Τέλος ν' αναφερθεί ότι παρ' όλο που στην έκθεση του Γραφείου Ευημερίας γίνεται αναφορά περί εργοδοσίας του εφεσείοντα σε ελεγκτικό γραφείο με μισθό €1.548 μηνιαίως, το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του έλαβε υπόψη ότι ο εφεσείων ήταν άνεργος συντηρούμενος από δημόσιο βοήθημα, ήτοι λήφθηκε υπόψη στοιχείο ευνοϊκό γι' αυτόν.
Όσον αφορά το θέμα αποζημίωσης της παραπονούμενης το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει ότι παρά τις εξασφαλίσεις που έχει πάρει από την κατηγορούμενη 2 και πρόσωπα που σχετίζονται με αυτή, ουσιαστική αποκατάσταση δεν επήλθε.
Το τελευταίο συνάδει και με τη θέση του συνηγόρου του εφεσείοντα ότι η κατηγορούμενη 2 ως ανενεργός εταιρεία χωρίς περιουσιακά στοιχεία ούτε καν το πρόστιμο που της επιβλήθηκε δεν θα μπορέσει να πληρώσει.
Στην Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930, τονίστηκε ότι εφόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει σταθμίσει όλους τους παράγοντες, δεν υπάρχει δυνατότητα επέμβασης, καθ' ότι πρέπει να καταδειχθεί σφάλμα αρχής. Επίσης στην ίδια υπόθεση λέχθηκε ότι:
«.. Κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.»
Από το σχετικό απόσπασμα της προσβαλλόμενης απόφασης φαίνεται ότι την κρίση του Δικαστηρίου επηρέασε η σοβαρότητα των αδικημάτων, οι συνθήκες διάπραξης τους και οι συνέπειες τους στον εργοδότη του εφεσείοντα. Από την άλλη βέβαια έλαβε υπόψη τους μετριαστικούς παράγοντες χωρίς όμως αυτοί να κριθούν ικανοί να διαφοροποιήσουν την κατάσταση προς όφελος του εφεσείοντα. Όλοι οι λόγοι που προβάλλει τώρα ο εφεσείων τέθηκαν και ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο τους στάθμισε και έκρινε ότι δεν υπήρχε δυνατότητα αναστολής της ποινής.
Κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε το θέμα ορθά μέσα στις σωστές παραμέτρους σταθμίζοντας κάθε σχετικό παράγοντα. Δεν διακρίνουμε ότι υπάρχει σφάλμα αρχής στην προσέγγιση του και συνεπώς δεν υπάρχει δυνατότητα επέμβασης.
Η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.