ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2014:B454

(2014) 2 ΑΑΔ 507

3 Ιουλίου, 2014

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

 

CZARI FERENCZ,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

AΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 242/12)

 

 

Ποινικός Κώδικας ― Παράνομη κατοχή περιουσίας και κλοπή δια ευρέσεως ― Άρθρα 309, 255(1)(2)(α)(iv) και 262 του Κεφ.154 ― Έφεση εναντίον καταδίκης ― Εφεσείων προσφέρει προς πώληση εκκλησιαστικά αντικείμενα αξίας χιλίων ευρώ, τα οποία εντοπίζει σε κάδο απορριμμάτων ― Επικύρωση πρωτόδικης κατάληξης ότι η φύση και η αξία των αντικειμένων, εύλογα δεν μπορούσαν να οδηγήσουν τον εφεσείοντα σε σχηματισμό πεποίθησης ότι ήταν εγκαταλελειμμένα.

 

Ο εφεσείων αμφισβήτησε με την έφεση την ορθότητα της καταδίκης του από Επαρχιακό Δικαστήριο, στις κατηγορίες της παράνομης κατοχής περιουσίας του Άρθρου 309 του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154 και της κλοπής δια ευρέσεως των Άρθρων 255(1)(2)(α)(iv) και 262 του ιδίου Νόμου ως αποτέλεσμα της οποίας, του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης ενός και τριών μηνών, αντίστοιχα.

 

Σύμφωνα με τα αδιαμφισβήτητα πραγματικά γεγονότα, ο εφεσείων μαζί με ομοεθνή του μετέβησαν στα υποστατικά εταιρείας, μεταφέροντας προς πώληση επτά μπρούντζινα εκκλησιαστικά αντικείμενα εκτιμημένης αξίας €1.000.

 

Κατόπιν ενημέρωσης, η επέμβαση της Αστυνομίας ήταν άμεση και εξασφαλίστηκε μαρτυρία ότι δύο από τα επίδικα αντικείμενα - τα οποία αναγνωρίστηκαν - κλάπηκαν από την εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα του χωριού Δρομολαξιάς-Μενεού.

 

Ο εφεσείοντας συνελήφθη και στην ανακριτική κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία ισχυρίστηκε ότι τα αντικείμενα τα είχε βρει σε κάδο (σκιπ) στο χωριό Μενεού και τον ίδιο ισχυρισμό επανέλαβε ενόρκως και ενώπιον του Δικαστηρίου όταν κλήθηκε σε απολογία.

 

Σε ερώτηση δε γιατί δεν τα παρέδωσε όταν είδε ότι μεταξύ αυτών ήταν και ένας σταυρός, απάντησε ότι δεν σκέφτηκε πως ήταν κλοπιμαία.

 

Ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι βρήκε τα εκκλησιαστικά αντικείμενα σε κάδο δεν αμφισβητήθηκε και έγινε αποδεκτός από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Οι περαιτέρω όμως εξηγήσεις του δεν κρίθηκαν πειστικές. Αφενός, γιατί το Δικαστήριο σχημάτισε αρνητική εικόνα για την αξιοπιστία του και, αφετέρου, κάποιες απαντήσεις που έδωσε κατά την αντεξέταση αναφορικά με τους λόγους που επικαλέστηκε για τη μη παράδοση των αντικειμένων δεν έπεισαν.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α) Το Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων που καταλογίστηκαν στον εφεσείοντα και λανθασμένα προέβη στη νομική τους αξιολόγηση.

 

β) Από τη στιγμή που το Δικαστήριο δέχτηκε τον ισχυρισμό ότι τα αντικείμενα εντοπίστηκαν σε κάδο απορριμμάτων, θα έπρεπε να δεχθεί ότι εύλογα ο εφεσείων σχημάτισε την πεποίθηση ότι επρόκειτο για εγκαταλειφθείσα περιουσία και κατά συνέπεια η ανάληψη κατοχής ήταν νόμιμη.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Δεν ήταν ορθή η εισήγηση περί της απόρριψης των εξηγήσεων του εφεσείοντα η οποία παρέβλεπε πως κατά πάγια νομολογία το Εφετείο δεν επεμβαίνει στον τομέα της αξιολόγησης που ανήκει κατ' εξοχή στο πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

2.  Ήταν προφανές ότι οι υποδείξεις του Δικαστηρίου αναφορικά με τη μαρτυρία που πρέπει να προσκομισθεί προς στοιχειοθέτηση των υπό συζήτηση αδικημάτων ήταν ορθές. Στη βάση δε ορθής νομικής θεώρησης κατέληξε σε καταδίκη για την κατηγορία της παράνομης κατοχής περιουσίας, αφού συνεκτίμησε ότι η φύση των αντικειμένων και η αξία τους, εύλογα θα δημιουργούσαν υπόνοιες ότι ήταν προϊόν κλοπής.

 

3.  Αντίστοιχα κατέληξε και σε καταδίκη στην κατηγορία της κλοπής δια ευρέσεως, αφού έκρινε ότι τα δύο αυτά στοιχεία - φύση και αξία αντικειμένων - εύλογα δεν μπορούσαν να οδηγήσουν τον εφεσείοντα σε σχηματισμό πεποίθησης ότι ήταν εγκαταλελειμμένα.

 

4.  Κοινό συστατικό στοιχείο των δύο κατηγοριών είναι η απόκτηση κατοχής κινητής περιουσίας, η οποία μπορεί να καταστεί αντικείμενο κλοπής. Το συστατικό αυτό στοιχείο δεν αμφισβητείται ότι απεδείχθη, αφού τα αντικείμενα που ανηύρε ο εφεσείοντας όντως αποτελούν κινητή περιουσία που μπορεί να καταστεί αντικείμενο κλοπής. Κοινό περαιτέρω συστατικό στοιχείο των δύο κατηγοριών είναι η απόκτηση της εν λόγω περιουσίας με παράνομο - δηλαδή απαγορευμένο από το Νόμο - τρόπο και παράνομη σύμφωνα με το Άρθρο 255(1)(α)(iv) είναι η απόκτηση κινητής περιουσίας δια ευρέσεως ". εφόσον κατά το χρόνο της ανεύρεσης αυτός που τη βρήκε πιστεύει ότι ο ιδιοκτήτης μπορεί να ανακαλυφθεί με εύλογα διαβήματα".

 

5.  Επομένως, υπό τα περιστατικά της υπόθεσης, η στοιχειοθέτηση της κατηγορίας του Άρθρου 309 προϋποθέτει τη στοιχειοθέτηση της κατηγορίας του Άρθρου 255(1)(2)(α)(iv).

 

6.  Το συστατικό στοιχείο για τη θεμελίωση του αδικήματος της κλοπής δια ευρέσεως είναι η απόδειξη της ένοχης γνώσης και πρόθεσης του κατηγορούμενου. Αυτή δε, συνάγεται από το σύνολο της μαρτυρίας, καθώς επίσης και από τη συμπεριφορά του εφεσείοντα και τα γεγονότα της υπόθεσης που συνήθως έχουν τον χαρακτήρα περιστατικής μαρτυρίας.

 

7.  Tο πρωτόδικο Δικαστήριο είχε υπόψη του τις ορθές νομικές αρχές που θα έπρεπε να εφαρμόσει στα περιστατικά της υπόθεσης και  ορθά τις εφάρμοσε.

 

Η έφεση απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Κ.Κ. ν. Γενικός Εισαγγελέας (2008) 2 Α.Α.Δ. 294,

 

Κλείτου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 113,

 

Γενικός Εισαγγελέας ν. Αραμπίδη (Αρ. 1) (2013) 2 Α.Α.Δ. 713,

 

Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 376, ECLI:CY:AD:2014:B344,

 

Κόκκινος ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 628.

Έφεση.

 

Έφεση από τον Κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του             Επαρχιακού Δικαστηρίου  Λάρνακας (Γεωργίου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 15757/11), ημερομηνίας 10/12/12.

 

Μ. Παπαντωνίου (κα), για Εφεσείοντα.

 

Α. Παπανικολάου, Δημόσιος Κατήγορος Α, για Εφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

EΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Χριστοδούλου.

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος στις κατηγορίες της παράνομης κατοχής περιουσίας του Άρθρου 309 του Ποινικού Κώδικα, ΚΕΦ.154 και της κλοπής δια ευρέσεως των Άρθρων 255(1)(2)(α)(iv) και 262 του ιδίου Νόμου και του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης ενός και τριών μηνών, αντίστοιχα.

 

Η μαρτυρία βάσει της οποίας το Δικαστήριο κατέληξε σε συμπέρασμα ενοχής και στις δύο κατηγορίες δεν αμφισβητείται.  Αντίθετα, σ' αυτή στηρίζεται ο εφεσείοντας για στήριξη των δύο λόγων έφεσης του με τους οποίους αποβλέπει σε παραμερισμό της καταδίκης του. Συγκεκριμένα, παραπονείται ότι στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας και υπό το φως των εξηγήσεων του, το Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων που του καταλογίστηκαν και λανθασμένα προέβη στη νομική τους αξιολόγηση. Πρώτα, όμως, η καταγραφή της αδιαμφισβήτητης μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου και οι σχετικές με αυτή εξηγήσεις του εφεσείοντα.

 

Ο εφεσείων κατάγεται από τη Ρουμανία και δηλώνει χριστιανός κατά το θρήσκευμα, με πατέρα ορθόδοξο και μητέρα καθολική.

 

Το πρωί της 27.8.2011, ο εφεσείοντας μαζί με τον ομοεθνή του Ε. Iordache μετέβησαν στα υποστατικά της Εταιρείας Kyriakos Scrap Metals Ltd (στο εξής η Εταιρεία) στη βιομηχανική περιοχή Αραδίππου, μεταφέροντας προς πώληση επτά (7) μεταλλικά (μπρούντζινα) εκκλησιαστικά αντικείμενα εκτιμημένης αξίας €1.000. Μεταξύ αυτών και 1 σταυρό, 2 εξαπτέρυγα με απεικόνιση αγγέλων, 1 κηροπήγιο και 2 στρογγυλά δισκάρια.

Τα αντικείμενα ζυγίστηκαν από υπάλληλο της Εταιρείας και στη βάση του βάρους τους, η γραμματέας της Εταιρείας Ε. Κυριάκου κατέβαλε στον εφεσείοντα €140 που αντιπροσώπευε την τιμή αγοράς τους. Αργότερα, όμως, όταν η Κυριάκου είδε τα αντικείμενα θεώρησε ότι κάτι το ύποπτο συνέβαινε και ενημέρωσε τηλεφωνικώς την αστυνομία.

 

Η αστυνομία επελήφθη άμεσα της πληροφορίας και αξιοποιώντας τον αριθμό εγγραφής του αυτοκινήτου με το οποίο οι δύο αλλοδαποί μετέβησαν στα υποστατικά της Εταιρείας, εξασφάλισε αυθημερόν ένταλμα σύλληψης εναντίον του εφεσείοντα. Παράλληλα, εξασφάλισε και μαρτυρία ότι δύο από τα επίδικα αντικείμενα - τα οποία αναγνωρίστηκαν - κλάπηκαν μεταξύ 14 και 15.7.11 από την εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα του χωριού Δρομολαξιάς-Μενεού.

 

Ο εφεσείοντας συνελήφθη αυθημερόν και μεταφέρθηκε στα γραφεία του ΤΑΕ Λάρνακας, όπου την επομένη του λήφθηκε ανακριτική κατάθεση. Ισχυρίστηκε ότι τα επίδικα αντικείμενα τα βρήκε πριν τρεις βδομάδες σε κάδο (σκιπ) στο χωριό Μενεού και τον ίδιο ισχυρισμό επανέλαβε ενόρκως και ενώπιον του Δικαστηρίου όταν κλήθηκε σε απολογία. Σε ερώτηση δε γιατί δεν τα παρέδωσε όταν είδε ότι μεταξύ αυτών ήταν και ένας σταυρός, απάντησε ότι δεν σκέφτηκε πως ήταν κλοπιμαία. Στην περιοχή, εξήγησε, υπήρχαν σπίτια πολυτελείας και σκέφτηκε πως κάποιος που μετακόμισε τα είχε πετάξει εκεί και επειδή είχε ως πάρεργο να ψάχνει για πεταμένα (scrap) μέταλλα, τα μάζεψε για να τα πωλήσει.

 

Ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι βρήκε τα εκκλησιαστικά αντικείμενα σε κάδο δεν αμφισβητήθηκε και έγινε αποδεκτός. Οι περαιτέρω όμως εξηγήσεις του δεν κρίθηκαν πειστικές. Αφενός, γιατί το Δικαστήριο σχημάτισε αρνητική εικόνα για την αξιοπιστία του και, αφετέρου, κάποιες απαντήσεις που έδωσε κατά την αντεξέταση αναφορικά με τους λόγους που επικαλέστηκε για τη μη παράδοση των αντικειμένων δεν έπεισαν. Χαρακτηριστική επί τούτου είναι η αναφορά που γίνεται στην πρωτόδικη απόφαση σε σχέση με τον σταυρό, την οποία και παραθέτουμε αυτούσια. «Σε ερώτηση της δημόσιας κατηγόρου γιατί δεν παρέδωσε τα αντικείμενα ανέφερε «Δεν ήξερα ότι είναι αληθινός ο σταυρός εγώ σπίτι μου δεν έχω σταυρό ποτέ μου δεν είδα ένα σταυρό όπως αυτόν για μένα ήταν μέταλλο σίδερο». Ακολούθως ανέφερε ότι γνωρίζει πώς είναι ένας σταυρός. Τα όσα ισχυρίστηκε ότι δεν ήξερε ότι στην προκειμένη περίπτωση ήταν αληθινός ο σταυρός, ως επίσης και οι λόγοι που δεν παρέδωσε τα αντικείμενα, δεν έπειθαν.»

Η απόρριψη των εξηγήσεων που έδωσε ο εφεσείων, προωθήθηκε κατ' έφεση ως σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που θα πρέπει να επιφέρει την επέμβαση του Εφετείου. Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η εισήγηση, η οποία παραβλέπει πως κατά πάγια νομολογία το Εφετείο δεν επεμβαίνει στον τομέα της αξιολόγησης που ανήκει κατ' εξοχή στο πρωτόδικο Δικαστήριο και, στην υπό κρίση περίπτωση, οι λόγοι που αυτό έδωσε για απόρριψη των εξηγήσεων του εφεσείοντα είναι τέτοιοι που δεν δικαιολογούν επέμβαση (βλ. Κ.Κ. ν. Γενικός Εισαγγελέας (2008) 2 Α.Α.Δ. 294, Κλείτου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 113, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αραμπίδη (Αρ. 1) (2013) 2 Α.Α.Δ. 713 και Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 376, ECLI:CY:AD:2014:B344). Κατά συνέπεια, το έργο του Εφετείου περιορίζεται στην εξέταση των δύο παραπόνων του εφεσείοντα που έχουν ως κοινό παρονομαστή τη θέση ότι στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας - απαλλαγμένης βεβαίως των εξηγήσεων που απορρίφθηκαν - η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων και λανθασμένα το Δικαστήριο τον καταδίκασε.

 

Τα συστατικά στοιχεία της παράνομης κατοχής του Άρθρου 309* του Ποινικού Κώδικα, υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι (α) η κατοχή κινητής περιουσίας και (β) η ύπαρξη εύλογης υπόνοιας ότι είναι κλοπιμαία, ενώ για το αδίκημα της κλοπής δια ευρέσεως του Άρθρου 255(1)(2)(α)(iv)** παρέπεμψε και στο σύγγραμμα ΑRCHBOLD, Criminal Pleading Evidence & Practice, έκδοση 2007, παρ. 21-30, και αυτό για να υποδείξει ότι το υπό αναφορά αδίκημα δεν στοιχειοθετείται απλώς και μόνο επειδή η αποκτούμενη δια ευρέσεως περιουσία δεν είναι εγκαταλειφθείσα,  αλλά για να τονίσει ότι επιπρόσθετα απαιτείται και κρίση ότι ο κατηγορούμενος, παρόλο που σχημάτισε την πεποίθηση ότι δεν ήταν εγκαταλειφθείσα και παρόλο που πίστευε πως με εύλογα διαβήματα θα μπορούσε να ανακαλυφθεί ο ιδιοκτήτης, εντούτοις δόλια την απόκτησε και την κατακράτησε. Είναι προφανές ότι οι υποδείξεις του Δικαστηρίου αναφορικά με τη μαρτυρία που πρέπει να προσκομισθεί προς στοιχειοθέτηση των υπό συζήτηση αδικημάτων είναι ορθές. Στη βάση δε ορθής νομικής θεώρησης κατέληξε σε καταδίκη για την κατηγορία της παράνομης κατοχής περιουσίας, αφού συνεκτίμησε ότι η φύση των αντικειμένων - σταυρός, εξαπτέρυγα, τρικέλι, δισκάρια, βάση δισκοπότηρου - και η αξία τους (€1.000) εύλογα θα δημιουργούσαν υπόνοιες ότι ήταν προϊόν κλοπής. Όπως κατέληξε και σε καταδίκη στην κατηγορία της κλοπής δια ευρέσεως, αφού έκρινε ότι τα δύο αυτά στοιχεία - φύση και αξία αντικειμένων - εύλογα δεν μπορούσαν να οδηγήσουν τον εφεσείοντα σε σχηματισμό πεποίθησης ότι ήταν εγκαταλειμμένα. Αντίθετα, κατέληξε το Δικαστήριο, τα στοιχεία αυτά αποκαλύπτουν ότι ο εφεσείων δόλια οικειοποιήθηκε τα αντικείμενα αυτά, παρόλο που πίστευε ότι με εύλογα διαβήματα θα μπορούσε να ανευρεθεί ο ιδιοκτήτης τους.

 

Το σφάλμα του Δικαστηρίου, υποστήριξε η ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, και αυτή είναι η πεμπτουσία των όσων προώθησε κατ΄ έφεση, είναι ότι από τη στιγμή που το Δικαστήριο δέχτηκε τον ισχυρισμό ότι τα αντικείμενα εντοπίστηκαν σε κάδο απορριμμάτων, θα έπρεπε να δεχθεί ότι εύλογα ο εφεσείων σχημάτισε την πεποίθηση ότι επρόκειτο για εγκαταλειφθείσα περιουσία και κατά συνέπεια η ανάληψη κατοχής ήταν νόμιμη.  Πρόκειται για εισήγηση που δεν βρήκε σύμφωνο τον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσίβλητης, ο οποίος υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.

 

Εξετάσαμε την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα των εκατέρωθεν επιχειρημάτων και εισηγήσεων. Να επισημάνουμε κατ' αρχάς ότι κοινό συστατικό στοιχείο των δύο κατηγοριών είναι η απόκτηση κατοχής κινητής περιουσίας, η οποία μπορεί να καταστεί αντικείμενο κλοπής. Το συστατικό αυτό στοιχείο δεν αμφισβητείται ότι απεδείχθη, αφού τα αντικείμενα που ανηύρε ο εφεσείοντας όντως αποτελούν κινητή περιουσία που μπορεί να καταστεί αντικείμενο κλοπής. Κοινό περαιτέρω συστατικό στοιχείο των δύο κατηγοριών είναι η απόκτηση της εν λόγω περιουσίας με παράνομο - δηλαδή απαγορευμένο από το Νόμο - τρόπο και παράνομη σύμφωνα με το Άρθρο 255(1)(α)(iv) είναι η απόκτηση κινητής περιουσίας δια ευρέσεως ". εφόσον κατά το χρόνο της ανεύρεσης αυτός που τη βρήκε πιστεύει ότι ο ιδιοκτήτης μπορεί να ανακαλυφθεί με εύλογα διαβήματα". Επομένως, υπό τα περιστατικά της υπόθεσης, η στοιχειοθέτηση της κατηγορίας του Άρθρου 309 προϋποθέτει την στοιχειοθέτηση της κατηγορίας του Άρθρου 255(1)(2)(α)(iv). Όπως δε υπεδείχθη και στην υπόθεση Κόκκινος ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 628 - η οποία παραπέμπει στο ίδιο απόσπασμα του συγγράμματος ΑRCHBOLD ως και η πρωτόδικη απόφαση της παρούσας - το συστατικό στοιχείο για τη θεμελίωση του αδικήματος της κλοπής δια ευρέσεως είναι η απόδειξη της ένοχης γνώσης και πρόθεσης του κατηγορούμενου. Αυτή δε συνάγεται από το σύνολο της μαρτυρίας, καθώς επίσης και από τη συμπεριφορά του εφεσείοντα και τα γεγονότα της υπόθεσης που συνήθως έχουν τον χαρακτήρα περιστατικής μαρτυρίας.

 

Tο πρωτόδικο Δικαστήριο είχε λοιπόν υπόψη του τις ορθές νομικές αρχές που θα έπρεπε να εφαρμόσει στα περιστατικά της υπόθεσης και κατά την άποψη μας ορθά τις εφάρμοσε. Για τους λόγους δε που παραθέτει στο σκεπτικό του, τους οποίους αναφέρουμε πιο πάνω, ορθά κατέληξε σε συμπέρασμα ενοχής και στις δύο κατηγορίες.

 

Για όλα τα πιο πάνω καταλήγουμε ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή από κάθε άποψη και η έφεση απορρίπτεται.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο