ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:B425
(2014) 2 ΑΑΔ 456
25 Ιουνίου, 2014
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]
Ποινική Έφεση Αρ. 149/2012
ΜΑΡΙΑ ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ,
Εφεσείουσα,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
Ποινική Έφεση Αρ. 150/2012
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΑΤΤΙΚΟΣ ΓΙΔΟΓΙΑΝΝΗΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 149/2012)
(Σχ. με 150/2012).
Ποινή ― Ληστεία ― Διαρρήξεις κατοικιών και υποστατικών ― Επικύρωση ποινών φυλάκισης οκτώ και τριών χρόνων ― Άρνηση Εφετείου να επέμβει ― Εφεσείοντες που αντιμετώπιζαν προβλήματα λόγω εξάρτησης τους από τα ναρκωτικά, ως επίσης και προβλήματα ψυχικής υγείας ― Ιδιαίτερα σοβαρές περιστάσεις αδικημάτων.
Ποινή ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Ψυχικά προβλήματα ― Δεν προέκυπτε ότι επρόκειτο για περίπτωση επιδείνωσης της ψυχικής υγείας τέτοια, ώστε να δικαιολογείτο η παρέμβαση του Εφετείου στην επιβληθείσα ποινή για καθαρά ανθρωπιστικούς λόγους.
Ποινή ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Η μη δίωξη ή αναστολή ποινικής δίωξης συνεργού ― Δεν αναιρεί το έγκλημα ούτε απαλλάσσει το Δικαστήριο από την υποχρέωση να επιβάλει την πρέπουσα ποινή στους συνεργούς ― Επενεργεί όμως ως παράγοντας μετριαστικός της ποινής για την απάμβλυνση της ανισοσκέλιας στη μεταχείριση των παραβατών.
Ποινή ― Αδικοπραγούντες ψυχικά ασθενείς ― Παρατήρηση Εφετείου αναφορικά με ανυπαρξία νομοθεσίας προβλέπουσας την ευχέρεια έκδοσης διατάγματος κράτησης σε νοσοκομείο.
Ποινή ― Επιμέτρηση ― Αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Το Εφετείο επεμβαίνει και μειώνει την ποινή μόνο εφόσον διαπιστώνεται σφάλμα αρχής ή όταν αυτή είναι έκδηλα υπερβολική.
Η εφεσείουσα συνελήφθηκε από την Αστυνομία και κατηγορήθηκε στο Δικαστήριο αναφορικά με τη διάπραξη δύο ληστειών σε αρτοποιεία.
Παραδέχθηκε τη διάπραξη των δύο ληστειών με τη χρήση μαχαιριού με το οποίο απείλησε τις εργαζόμενες, ενώ παράλληλα ενέπλεξε και τον εφεσείοντα.
Με τη σύλληψη του, παραδέχτηκε και ο τελευταίος τη διάπραξη ληστείας με άγνωστο πρόσωπο, καθώς και άλλα ομοειδή αδικήματα που διέπραξε μαζί με την εφεσείουσα. Ανήμερα δε των Χριστουγέννων το 2011 όταν έχοντας καλυμμένα τα πρόσωπα τους με κουκούλα, ο εφεσείων και άλλο άγνωστο πρόσωπο επιτέθηκαν εναντίον ενός προσώπου ενώ βρισκόταν έξω από την οικία του. Αφού τον κτύπησαν στο πρόσωπο του απέσπασαν δύο φακέλους που περιείχαν το συνολικό ποσό των €10.527 και στη συνέχεια τράπηκαν σε φυγή.
Ενώπιον του Κακουργιοδικείου οι εφεσείοντες παραδέχτηκαν τις αντίστοιχες κατηγορίες που αντιμετώπιζαν για τις πιο πάνω ληστείες- καθώς και 11 κατηγορίες για διαρρήξεις κατοικιών και άλλων υποστατικών που διέπραξαν μαζί, σε διάστημα τριών μηνών, κατά τις οποίες έκλεψαν μετρητά, χρυσαφικά, κοσμήματα και άλλα αντικείμενα συνολικής αξίας €21.755.
Κατά την παρουσίαση των γεγονότων ενώπιον του Κακουργιοδικείου έγινε αναφορά και στο γεγονός ότι έκαστος των εφεσειόντων είχε μία προηγούμενη καταδίκη εις βάρος του. Συγκεκριμένα, η εφεσείουσα καταδικάστηκε για πλαστογραφία επιταγών και εξασφάλιση εμπορευμάτων με ψευδείς παραστάσεις και της επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 12 μηνών. Στην επιμέτρηση της ποινής λήφθηκε υπόψη ακόμη μία υπόθεση. Ο δε εφεσείων είχε καταδικαστεί για κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β και του επιβλήθηκε ποινή προστίμου €400.
Κατά την επιμέτρηση της ποινής, ζητήθηκε από την κατηγορούσα αρχή και λήφθηκαν υπόψη σε ό, τι αφορούσε τον εφεσείοντα, άλλες τέσσερεις υποθέσεις.
Αφού στάθμισε όλους τους παράγοντες που είχαν τεθεί ενώπιον του για σκοπούς επιμέτρησης της αρμόζουσας ποινής, το Κακουργιοδικείο επέβαλε σε έκαστον εκ των εφεσειόντων συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 8 ετών σε κάθε κατηγορία που αντιμετώπιζε για ληστεία και 3 ετών σε έκαστη των υπολοίπων κατηγοριών.
Η έφεση στράφηκε εναντίον της ορθότητας της επιβληθείσας ποινής και στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
α) Η επιβληθείσα ποινή ήταν έκδηλα υπερβολική.
β) Το Κακουργιοδικείο αν και κατέγραψε τους ελαφρυντικούς παράγοντες και τις προσωπικές συνθήκες των εφεσειόντων, δεν έδωσε σ' αυτούς τη σημασία που έπρεπε. Η επιβληθείσα ποινή δεν αρμόζει στις προσωπικές συνθήκες και το ιστορικό της εφεσείουσας. Στην απόφαση του Κακουργιοδικείου δεν γινόταν οποιαδήποτε αναφορά στις προσωπικές συνθήκες της εφεσείουσας και δεν λήφθηκε υπόψη η σοβαρή ψυχική ασθένεια που αντιμετωπίζει.
γ) Παραβιάστηκαν οι αρχές της ίσης μεταχείρισης των εφεσειόντων, αφού δεν απασχόλησε καθόλου το Κακουργιοδικείο το γεγονός ότι η δίωξη ενός εκ των συγκατηγορούμενων τους, είχε διακοπεί.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Οι θέσεις και εισηγήσεις των εφεσειόντων δεν ήταν ορθές. Το Κακουργιοδικείο φαίνεται να είχε λάβει υπόψη του κάθε μετριαστικό παράγοντα που εντόπισε η υπεράσπιση τους.
2. Ορθά όμως έκρινε ότι οι προσωπικές περιστάσεις μπορούσαν να ληφθούν υπόψη στο βαθμό και την έκταση που αυτές δεν θα οδηγούσαν σε εξουδετέρωση του αποτρεπτικού χαρακτήρα που συνοδεύει την ποινή, αφού προηγουμένως αναφέρθηκε σε σχετική επί του θέματος νομολογία, επισημαίνοντας συναφώς ότι το έγκλημα της ληστείας - για το οποίο προβλέπεται ποινή ισόβιας φυλάκισης - είναι δεσπόζουσας βαρύτητας, καθώς και την ανάγκη να προσλαμβάνει η ποινή αποτρεπτικό χαρακτήρα.
3. Σημείωσε, παράλληλα κάποιους από τους παράγοντες που σχετίζονται με τις περιστάσεις διάπραξης του συγκεκριμένου εγκλήματος και που λαμβάνονται υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής, ως για παράδειγμα, ο βαθμός βίας που χρησιμοποιήθηκε και η έκθεση ή μη σε κίνδυνο ανθρώπινης ζωής. Και εδώ, οι περιστάσεις των αδικημάτων που διέπραξαν οι εφεσείοντες ήταν ιδιαίτερα σοβαρές, ενώ έντονα προέβαλλε το στοιχείο της αποτροπής.
4. Το Κακουργιοδικείο καθοδηγήθηκε ορθά σε σχέση με τις αρχές και αντιμετώπισε την εξατομίκευση της ποινής μέσα στο σωστό πλαίσιο, στρέφοντας την προσοχή του προς κάθε σχετικό παράγοντα, στον οποίο απέδωσε την πρέπουσα σημασία και βαρύτητα.
5. Δεν ήταν αδιάφορα, ασφαλώς, τα προβλήματα που οι εφεσείοντες αντιμετωπίζουν λόγω της εξάρτησης τους από τα ναρκωτικά, ούτε τα προβλήματα ψυχικής υγείας που παρουσιάζει η εφεσείουσα.
6. Τα προβλήματα της εφεσείουσας - που, σύμφωνα με διάγνωση γιατρού των Φυλακών, συνίστανται σε διαταραχή συμπεριφοράς - χρονολογούνται και αντιμετωπίζονται με φαρμακευτική αγωγή.
7. Οι ενώπιον του Δικαστηρίου κατατεθείσες ιατρικές εκθέσεις δεν αναφέρονταν σε επιδείνωση της κατάστασης της υγείας της εφεσείουσας. Ούτε αποδιδόταν η όποια επιδείνωση στον εγκλεισμό της στις φυλακές.
8. Δεν προέκυπτε ότι επρόκειτο για περίπτωση επιδείνωσης της ψυχικής υγείας της εφεσείουσας, τέτοια μάλιστα που να συνιστούσε εξαιρετικές περιστάσεις, όπως επιτάσσει η νομολογία, ούτως ώστε να δικαιολογείται η παρέμβαση του Εφετείου στην επιβληθείσα ποινή για καθαρά ανθρωπιστικούς λόγους.
9. Δεν ευσταθούσαν οι λόγοι που προβλήθηκαν από την πλευρά των εφεσειόντων ως προς το ύψος της ποινής.
10. Σε μια άλλη παράμετρο, ο συνήγορος για την εφεσίβλητη δέχτηκε ευθέως ότι δεν λήφθηκε υπόψη στην εκκαλούμενη απόφαση η διάσταση της αναστολής ποινικής δίωξης ενός εκ των συγκατηγορουμένων των εφεσειόντων, παράλειψη η οποία, όπως δήλωσε, συνιστά λάθος αρχής.
11. Αποτελεί γενική αρχή ότι οποιοσδήποτε ελαφρυντικός παράγοντας ο οποίος δεν τέθηκε πρωτόδικα, δεν μπορεί να εξεταστεί στο πλαίσιο της έφεσης. Στην υπό εξέταση περίπτωση τέτοιος μετριαστικός παράγοντας δεν τέθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Συνεπώς, δεν μπορούσε να τύχει εξέτασης στο στάδιο της έφεσης. Περαιτέρω η ποινική δίωξη της εφεσείουσας στη 2η κατηγορία επίσης αναστάληκε.
Οι εφέσεις απορρίφθηκαν.
Παρατήρηση Εφετείου:
«Η περίπτωση όμως της εφεσείουσας, φέρνει ακόμη μια φορά στο προσκήνιο την ανεπάρκεια της νομοθεσίας ως προς τα μέσα που παρέχονται στα Δικαστήρια για το χειρισμό ατόμων με ψυχικές διαταραχές, όπως η εφεσείουσα, και τη μη ευχέρεια έκδοσης διατάγματος κράτησης τους σε νοσοκομείο, με αποτέλεσμα τα δικαστήρια να αρκούνται να λαμβάνουν υπόψη τις ψυχικές διαταραχές ως παράγοντα για επιμέτρηση της ποινής. Ελπίζουμε ότι στο εγγύς μέλλον θα δημιουργηθεί το κατάλληλο νομοθετικό πλαίσιο για το χειρισμό ατόμων ψυχικά ασθενών, όπως η εφεσείουσα, που διαπράττουν εγκλήματα».
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Λαζάρου ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 129,
Κάττος κ.ά ν Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 498,
Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 466.
Εφέσεις εναντίον Ποινής.
Εφέσεις από τους Κατηγορούμενους εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας (Χριστοδούλου, Π.Ε.Δ., Παναγιώτου, Α.Ε.Δ., Σταύρου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 703/12), ημερομηνίας 13/7/12.
Σ. Αργυρού, για τους Εφεσείοντες και στις δύο Εφέσεις.
Α. Αριστείδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Π. Παναγή, Δ.
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Το απόγευμα της 26.2.2012 η εφεσείουσα εισήλθε σε αρτοποιείο στην Παλλουριώτισσα και αφού κατευθύνθηκε στο ταμείο ανέσυρε μαχαίρι, το οποίο έβαλε στο λαιμό της υπαλλήλου απαιτώντας τα χρήματα του ταμείου. Αναγκασμένη να συμμορφωθεί, η υπάλληλος ξεκλείδωσε την ταμειακή μηχανή από την οποία η εφεσείουσα αφαίρεσε το ποσό των €250 και τράπηκε σε φυγή. Το βράδυ της ίδιας μέρας η εφεσείουσα μπήκε σε άλλο αρτοποιείο, όπου προτάσσοντας μαχαίρι προς την υπάλληλο, της ζήτησε να ανοίξει το ταμείο, όπως και έκανε. Η εφεσείουσα αφαίρεσε το ποσό των €120 από το ταμείο και στη συνέχεια τράπηκε σε φυγή.
Οι έρευνες της αστυνομίας την οδήγησαν στην εφεσείουσα η οποία, αφού συνελήφθη, παραδέχτηκε τη διάπραξη των δύο ληστειών, καθώς και άλλων αδικημάτων, στα οποία ενέπλεξε και τον εφεσείοντα. Με τη σύλληψη του, παραδέχτηκε και ο τελευταίος τη διάπραξη ληστείας με άγνωστο πρόσωπο, καθώς και άλλα ομοειδή αδικήματα που διέπραξε μαζί με την εφεσείουσα. Η ληστεία διαπράχθηκε ανήμερα των Χριστουγέννων το 2011 όταν έχοντας καλυμμένα τα πρόσωπα τους με κουκούλα, ο εφεσείων και το άλλο άγνωστο πρόσωπο επιτέθηκαν εναντίον του M. Gomez, ενώ βρισκόταν έξω από την οικία του. Αφού τον κτύπησαν στο πρόσωπο του απέσπασαν δύο φακέλους που περιείχαν το συνολικό ποσό των €10.527 και στη συνέχεια τράπηκαν σε φυγή.
Ενώπιον του Κακουργιοδικείου οι εφεσείοντες παραδέχτηκαν τις αντίστοιχες κατηγορίες που αντιμετώπιζαν για τις πιο πάνω ληστείες - δύο κατηγορίες η εφεσείουσα (κατηγορίες 15 και 26) και μία ο εφεσείων (κατηγορία 2) - καθώς και 11 κατηγορίες για διαρρήξεις κατοικιών και άλλων υποστατικών που διέπραξαν μαζί, σε διάστημα τριών μηνών, δηλαδή μεταξύ Δεκεμβρίου 2011 και Φεβρουαρίου 2012, κατά τις οποίες έκλεψαν μετρητά, χρυσαφικά, κοσμήματα και άλλα αντικείμενα συνολικής αξίας €21.755.
Κατά την παρουσίαση των γεγονότων ενώπιον του Κακουργιοδικείου έγινε αναφορά και στο γεγονός ότι έκαστος των εφεσειόντων είχε μία προηγούμενη καταδίκη εις βάρος του. Συγκεκριμένα, η εφεσείουσα καταδικάστηκε στις 27.6.2011 για πλαστογραφία επιταγών και εξασφάλιση εμπορευμάτων με ψευδείς παραστάσεις και της επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 12 μηνών. Στην επιμέτρηση της ποινής λήφθηκε υπόψη ακόμη μία υπόθεση. Ο δε εφεσείων καταδικάστηκε στις 23.9.2011 για κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β και του επιβλήθηκε ποινή προστίμου €400.
Κατά την επιμέτρηση της ποινής, ζητήθηκε από την κατηγορούσα αρχή και λήφθηκαν υπόψη σε ό, τι αφορά τον εφεσείοντα, άλλες τέσσερεις υποθέσεις που αφορούσαν, αντίστοιχα, κλοπές και αποσπάσεις εμπορευμάτων με ψευδείς παραστάσεις συνολικού ύψους €1.231,68, κατοχή 2,79γρ. ηρωίνης, κλοπή φούκτας εκσκαφέα αξίας €500 και διαρρήξεις και κλοπές συνολικού ποσού €9.600, καθώς και μία υπόθεση που αφορούσε αμφότερους τους εφεσείοντες για κλοπή από κατάστημα αντικειμένων αξίας €995.
Αφού στάθμισε όλους τους παράγοντες που είχαν τεθεί ενώπιον του για σκοπούς επιμέτρησης της αρμόζουσας ποινής, το Κακουργιοδικείο επέβαλε σε έκαστον εκ των εφεσειόντων συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 8 ετών σε κάθε κατηγορία που αντιμετώπιζε για ληστεία και 3 ετών σε έκαστη των υπολοίπων κατηγοριών.
Οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της επιβληθείσας ποινής θεωρώντας την ως έκδηλα υπερβολική. Η εφεσείουσα διατυπώνει τέσσερεις σχετικούς λόγους, οι οποίοι αναπτύσσονται σε διάγραμμα αγόρευσης, ενώ ο εφεσείων, ο οποίος δεν εκπροσωπείτο από δικηγόρο στη διαδικασία της έφεσης, παρά μόνο κατά τη συζήτησή της, δεν καταχώρησε διάγραμμα. Ωστόσο, με την αγόρευση του, ο κ. Αργυρού εκπροσωπώντας στο στάδιο εκείνο και τους δύο εφεσείοντες, περιορίστηκε ουσιαστικά στους λόγους 2,3 και 4.
Με τον 2ον λόγο έφεσης η εφεσείουσα παραπονείται ότι το Κακουργιοδικείο αν και κατέγραψε τους ελαφρυντικούς παράγοντες και τις προσωπικές της συνθήκες, δεν έδωσε σ' αυτούς τη σημασία που έπρεπε. Προβάλλεται συναφώς στο διάγραμμα αγόρευσης της εφεσείουσας και υποστηρίχθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορό της ενώπιον μας με αναφορά σε νομολογία, ότι η επιβληθείσα ποινή δεν αρμόζει στις προσωπικές συνθήκες και το ιστορικό της εφεσείουσας, τα οποία, ως ισχυρίζεται, το Κακουργιοδικείο δεν λήφθηκαν επαρκώς υπόψη. Γεγονός που φαίνεται, υποστήριξε ο ευπαίδευτος συνήγορος, και από την απόφαση του Κακουργιοδικείου στην οποία δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στις συνθήκες διαβίωσης της και τον τρόπο που αναγκάστηκε να μεγαλώσει. Ούτε η σοβαρή ψυχική ασθένεια που τη διακατέχει λήφθηκε υπόψη. Περαιτέρω, η έκδηλα υπερβολική ποινή και η μεταμέλεια της εφεσείουσας διαφαίνονται μέσα από τις πράξεις της, αναφερόμενος στην προσπάθεια της, μετά την επιβολή της ποινής, όταν πλέον ήταν έγκλειστη στις φυλακές, να θέσει τέρμα στην ζωή της. Ο ευπαίδευτος συνήγορος έθεσε υπόψη μας συναφώς, ιατρικές εκθέσεις του Δρα Φλώρη Στύλιου και της Δρ. Κατερίνας Χ"Βασιλείου ημερομηνίας 27 και 28.5.2014, αντίστοιχα, επικαλούμενος και νομολογία, σύμφωνα με την οποία εξαιρετικής μορφής μεταγενέστερες τις ποινής εξελίξεις στις προσωπικές ή τις οικογενειακές συνθήκες του προσώπου που έχει καταδικαστεί σε φυλάκιση, μπορεί να επιδράσουν προς μείωση της ποινής. Υποστήριξε ακόμη, ο ευπαίδευτος συνήγορος, αγορεύοντας σε σχέση με τον τρίτο λόγο έφεσης, ότι δεν επιμετρήθηκε, στο πλαίσιο της εξατομίκευσης της ποινής, η άμεση παραδοχή της εφεσείουσας ενώπιον του Κακουργιοδικείου για τις ληστείες, ενώ λανθασμένα το Κακουργιοδικείο αναφέρει στην απόφαση του ότι η παραδοχή μεσολάβησε αφού ακούστηκαν έξι μάρτυρες κατηγορίας. Παρόλο που η επιχειρηματολογία του ευπαίδευτου συνηγόρου σε σχέση με τον εφεσείοντα επίσης ασχολήθηκε σε κάποιο -λιγότερο- βαθμό με τις προσωπικές του συνθήκες, επικεντρώθηκε κυρίως στον 4ον λόγο έφεσης, με τον οποίο ασχολούμαστε πιο κάτω.
Εκ μέρους του εφεσίβλητου υπεβλήθη, σε ό, τι αφορά αυτή την πτυχή της υπόθεσης, ότι δόθηκε από το Κακουργιοδικείο η δέουσα βαρύτητα σε όλους τους μετριαστικούς παράγοντες. Οι δε ποινές, αν και αυστηρές, δεν είναι έκδηλα υπερβολικές, ενόψει της έκτασης της συμπεριφοράς των εφεσειόντων.
Όπως έχει επανειλημμένα τονιστεί στη νομολογία, το καθήκον της επιμέτρησης της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το Εφετείο επεμβαίνει και μειώνει την ποινή μόνο εφόσον διαπιστώνεται σφάλμα αρχής ή όταν αυτή ότι είναι έκδηλα υπερβολική.
Οι πιο πάνω θέσεις και εισηγήσεις των εφεσειόντων δεν μας βρίσκουν σύμφωνους. Το Κακουργιοδικείο φαίνεται να είχε λάβει υπόψη του κάθε μετριαστικό παράγοντα που εντόπισε η υπεράσπιση. Θεώρησε δε ως μετριαστικούς παράγοντες την παραδοχή των εφεσειόντων στην αστυνομία των αδικημάτων που διέπραξαν και τη συνεργασία που υπέδειξαν στους ανακριτές, καθώς επίσης και την παραδοχή τους ενώπιον του δικαστηρίου. Ως μετριαστικούς παράγοντες θεώρησε και τις «πράγματι θλιβερές», όπως τις χαρακτήρισε, προσωπικές περιστάσεις των εφεσειόντων, που, όπως σημειώνει, στην περίπτωση της εφεσείουσας κυρίως, διαμόρφωσαν χαρακτήρες μειωμένης αντίστασης προς την παραβατικότητα, η οποία αντίσταση εξαλείφθηκε με την εξάρτηση των εφεσειόντων από τις ναρκωτικές ουσίες με όλες τις ψυχοσωματικές συνέπειες. Ορθά όμως έκρινε ότι οι προσωπικές περιστάσεις μπορούσαν να ληφθούν υπόψη στο βαθμό και την έκταση που αυτές δεν θα οδηγούσαν σε εξουδετέρωση του αποτρεπτικού χαρακτήρα που συνοδεύει την ποινή, αφού προηγουμένως αναφέρθηκε σε σχετική επί του θέματος νομολογία, επισημαίνοντας συναφώς ότι το έγκλημα της ληστείας - για το οποίο προβλέπεται ποινή ισόβιας φυλάκισης - είναι δεσπόζουσας βαρύτητας, καθώς και την ανάγκη να προσλαμβάνει η ποινή αποτρεπτικό χαρακτήρα. Σημείωσε, παράλληλα κάποιους από τους παράγοντες που σχετίζονται με τις περιστάσεις διάπραξης του συγκεκριμένου εγκλήματος και που λαμβάνονται υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινή, ως για παράδειγμα, ο βαθμός βίας που χρησιμοποιήθηκε και η έκθεση ή μη σε κίνδυνο ανθρώπινης ζωής. Και εδώ, οι περιστάσεις των αδικημάτων που διέπραξαν οι εφεσείοντες ήταν ιδιαίτερα σοβαρές, ενώ έντονα προβάλλει το στοιχείο της αποτροπής. Αντί άλλης περιγραφής, μεταφέρουμε σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:
«.οι κατηγορούμενοι λόγω της εξάρτησης τους από τα ναρκωτικά έχουν καταστεί επικίνδυνοι για την κοινωνία. Μέσα σε διάστημα 3 μόλις μηνών διέπραξαν κατά συρροή πλήθος διαρρήξεων και κλοπών, αποτέλεσμα των οποίων δεν ήταν μόνο η απώλεια περιουσιακών στοιχείων ανυποψίαστων πολιτών. Επιδεικνύοντας κάθε έλλειψη σεβασμού προς το οικογενειακό άσυλο, αλλά και στα άλλα επαγγελματικά υποστατικά ή σχολεία που αναφέρονται πιο πάνω, δεν δίστασαν να σπάσουν παράθυρα και πόρτες για να κατορθώσουν είσοδο σ' αυτά αφαιρώντας σε κάθε περίπτωση ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Με αποκορύφωση της κατά συρροή εγκληματικής τους συμπεριφοράς τις ληστείες που διέπραξαν κάτω από συνθήκες που πλήττουν καίρια το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών, με όλες τις αρνητικές συνέπειες. Προς τούτο είναι αρκετό να σημειώσουμε ότι οι δύο ληστείες που διέπραξε η κατηγορούμενη 1 υπό την απειλή μαχαιριού όχι μόνο κατατρόμαξαν τις δύο εργαζόμενες γυναίκες αλλά με την παραμικρή αντίδραση τους πιθανότατα να τίθετο σε κίνδυνο και η ίδια η ζωή τους. Σ' ότι δε αφορά τη ληστεία που διέπραξε ο κατηγορούμενος 2 με τη συνδρομή και άλλου προσώπου, είναι νομίζουμε φανερό ότι αυτή ήταν αποτέλεσμα σχεδιασμού και επίδειξης αποφασιστικότητας. Σχεδιασμού, γιατί ανάμεναν το ανυποψίαστο θύμα τους έξω από το ίδιο του το σπίτι το οποίο προφανώς γνώριζαν ότι μετέφερε χρήματα και αποφασιστικότητας γιατί χωρίς κανένα δισταγμό του επιτέθηκαν και αφού τον κτύπησαν στο πρόσωπο κατόρθωσαν να του αποσπάσουν τους δύο φακέλους με τα €10.527 που περιείχαν».
Σε σχέση με τον 3ον λόγο έφεσης παρατηρούμε ότι, ενώ η εφεσείουσα αρχικά αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε, άλλαξε απάντηση στις κατηγορίες για ληστεία (15 και 26) πριν αρχίσει η παρουσίαση της μαρτυρίας της κατηγορούσας αρχής, από μη παραδοχή σε παραδοχή. Ωστόσο, παραδέχτηκε ενοχή στις υπόλοιπες 11 κατηγορίες, αφού μεσολάβησε η μαρτυρία έξι μαρτύρων κατηγορίας και αποσύρθηκε αριθμός άλλων κατηγοριών.
Έχουμε τη γνώμη πως το Κακουργιοδικείο καθοδηγήθηκε ορθά σε σχέση με τις αρχές και αντιμετώπισε την εξατομίκευση της ποινής μέσα στο σωστό πλαίσιο, στρέφοντας την προσοχή του προς κάθε σχετικό παράγοντα, στον οποίο απέδωσε την πρέπουσα σημασία και βαρύτητα.
Δεν μας αφήνουν αδιάφορους, ασφαλώς, τα προβλήματα που οι εφεσείοντες αντιμετωπίζουν λόγω της εξάρτησης τους από τα ναρκωτικά, ούτε τα προβλήματα ψυχικής υγείας που παρουσιάζει η εφεσείουσα για τα οποία έχουμε πρόσφατη εικόνα από τις ιατρικές εκθέσεις που έχουν τεθεί υπόψη μας κατά τη συζήτηση της έφεσης. Φαίνεται ότι τα προβλήματα αυτά, της ψυχικής υγείας της εφεσείουσας - που, σύμφωνα με διάγνωση γιατρού των Φυλακών, συνίστανται σε διαταραχή συμπεριφοράς - χρονολογούνται και αντιμετωπίζονται με φαρμακευτική αγωγή. Όπως έχει ήδη επισημανθεί, ο ευπαίδευτος συνήγορος της επικαλέστηκε, ως στοιχείο που θα πρέπει κατά την εισήγηση του, να επιδράσει προς μείωση της επιβληθείσας ποινής, τη χειροτέρευση της υγείας της εφεσείουσας, μετά την καταδίκη της, αναφερόμενος ειδικότερα σε ενέργεια αυτοπυρπολισμού της πριν από ένα έτος, με αποτέλεσμα να νοσηλευτεί στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας για χρονικό διάστημα 2½ περίπου μηνών. Θα πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι οι ενώπιον μας κατατεθείσες ιατρικές εκθέσεις δεν αναφέρονται σε επιδείνωση της κατάστασης της υγείας της εφεσείουσας, παρά μόνο για ένα μικρό διάστημα κατά το οποίο η εφεσείουσα έδειξε κάποια σημεία παροδικής υποτροπής με καταθλιπτικά στοιχεία για την οποία της χορηγήθηκε φαρμακευτική αγωγή. Ούτε αποδίδεται η όποια επιδείνωση στον εγκλεισμό της στις φυλακές. Οι δε στο παρελθόν «πράξεις αυτοτραυματισμού», για τις οποίες γίνεται λόγος στην έκθεση της Δρ Χ"Βασιλείου, περιγράφονται ως στοιχεία παρορμητικής συμπεριφοράς, οι οποίες «δεν ήταν αποτέλεσμα ψυχωσικής διαταραχής αλλά διαταραχής συμπεριφοράς», για τις συνέπειες των οποίων η εφεσείουσα έχει πλήρη αντίληψη.
Δεν έχουμε ικανοποιηθεί στη βάση του ενώπιον μας υλικού ότι βρισκόμαστε μπροστά σε περίπτωση επιδείνωσης της ψυχικής υγείας της εφεσείουσας, τέτοια μάλιστα που να συνιστά εξαιρετικές περιστάσεις, όπως επιτάσσει η νομολογία (βλ., μεταξύ άλλων, Λαζάρου ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 129), ούτως ώστε να δικαιολογείται η παρέμβαση μας στην επιβληθείσα ποινή για καθαρά ανθρωπιστικούς λόγους. Η περίπτωση όμως της εφεσείουσας, φέρνει ακόμη μια φορά στο προσκήνιο την ανεπάρκεια της νομοθεσίας ως προς τα μέσα που παρέχονται στα δικαστήρια για το χειρισμό ατόμων με ψυχικές διαταραχές, όπως η εφεσείουσα, και τη μη ευχέρεια έκδοσης διατάγματος κράτησης τους σε νοσοκομείο, με αποτέλεσμα τα δικαστήρια να αρκούνται να λαμβάνουν υπόψη τις ψυχικές διαταραχές ως παράγοντα για επιμέτρηση της ποινής. Ελπίζουμε ότι στο εγγύς μέλλον θα δημιουργηθεί το κατάλληλο νομοθετικό πλαίσιο για το χειρισμό ατόμων ψυχικά ασθενών, όπως η εφεσείουσα, που διαπράττουν εγκλήματα.
Καταλήγουμε, λοιπόν, ότι δεν ευσταθούν οι προαναφερθέντες λόγοι που προβλήθηκαν από την πλευρά των εφεσειόντων ως προς το ύψος της ποινής.
Με τον 4ο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες επικαλούνται τις αρχές της ίσης μεταχείρισης. Αυτές, κατά την εισήγηση τους, έχουν παραβιαστεί αφού δεν απασχόλησε καθόλου το Κακουργιοδικείο το γεγονός ότι η δίωξη ενός εκ των συγκατηγορούμενων έχει διακοπεί. Συγκεκριμένα, ο Γενικός Εισαγγελέας, ως είχε δικαίωμα, διέκοψε τις κατηγορίες κατά του τότε κατηγορούμενου 3, για λόγους που παραμένουν άγνωστοι. Από το ενώπιον μας υλικό φαίνεται ότι ο πρώην κατηγορούμενος 3 αντιμετώπιζε μαζί με τους εφεσείοντες την κατηγορία 2 για ληστεία, καθώς και τις κατηγορίες 4 και 40 για διάρρηξη κτιρίου. Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την εφεσίβλητη δέχτηκε ευθέως ότι δεν φαίνεται να έχει ληφθεί υπόψη αυτή η διάσταση στην εκκαλούμενη απόφαση, παράλειψη η οποία, όπως δήλωσε, συνιστά λάθος αρχής.
Είναι πολύ καλά θεμελιωμένο νομολογιακά ότι η μη δίωξη ή η αναστολή της ποινικής δίωξης ενός των συνεργών, δεν αναιρεί το έγκλημα ούτε απαλλάσσει το δικαστήριο από την υποχρέωση να επιβάλει την πρέπουσα ποινή στους συνεργούς. Επενεργεί όμως ως παράγοντας μετριαστικός της ποινής ώστε, με την απάμβλυνση της ανισοσκέλιας στη μεταχείριση των παραβατών να μετριάζεται το αίσθημα αδικίας το οποίο προκαλεί η άνιση μεταχείριση (βλ Κάττος κ.ά. ν Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 498).
Περαιτέρω, αποτελεί γενική αρχή ότι οποιοσδήποτε ελαφρυντικός παράγοντας ο οποίος δεν τέθηκε πρωτόδικα, δεν μπορεί να εξεταστεί στο πλαίσιο της έφεσης (βλ. Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 466). Στην υπό εξέταση περίπτωση τέτοιος μετριαστικός παράγοντας δεν τέθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου, ούτε αποτέλεσε αντικείμενο συζήτησης με οποιοδήποτε τρόπο στην πρωτόδικη διαδικασία από τους εφεσείοντες ή τους δικηγόρους τους και ούτε προβλήθηκε ένσταση επί των γεγονότων που κατατέθηκαν από την Κατηγορούσα Αρχή για σκοπούς στοιχειοθέτησης των αδικημάτων. Συνεπώς, δεν μπορεί να τύχει εξέτασης στο παρόν στάδιο.
Παρά τα πιο πάνω, παρατηρούμε ότι η ποινική δίωξη της εφεσείουσας στη 2η κατηγορία επίσης αναστάληκε. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να παραπονείται για ανισότητα, καθόσον αφορά τη συγκεκριμένη κατηγορία.
Οι εφέσεις απορρίπτονται.
Οι εφέσεις απορρίπτονται.