ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:B424
(2014) 2 ΑΑΔ 445
24 Ιουνίου, 2014
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΟΝΤΕΑΣ,
Εφεσείοντες,
ν.
ΓΕΝΟΒΕΦΑΣ ΛΟΥΚΑ-ΞΙΑΡΗ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 218/2012)
Αναδρομικότητα νόμων ― Κατά πόσον θα έπρεπε να αποδοθεί αναδρομικότητα στις πρόνοιες του περί Καταδολίευσης των εκ Δικαστικής Απόφασης Πιστωτών Νόμου 60(Ι)/2008.
Αναδρομικότητα νόμων ― Εφαρμοστέες αρχές ― Ένας νόμος δεν έχει αναδρομική ισχύ εκτός και αν ρητά προβλέπεται στις διατάξεις του ή αφορά μόνο σε θέματα διαδικασίας.
Ερμηνεία νόμων ― Αναδρομικότητα ― Ο βασικός κανόνας ερμηνείας είναι ότι δεν θα αποδοθεί αναδρομική ισχύς σε νομοθέτημα έτσι ώστε να επηρεάσει υφιστάμενο δικαίωμα ή ευθύνη, ούτε και ένα νομοθέτημα θα πρέπει να ερμηνεύεται να έχει περισσότερη αναδρομικότητα από ό,τι το ίδιο το λεκτικό του το καθιστά αναγκαίο.
Αναδρομικότητα νόμων ― Νομολογιακή επισκόπηση ― Ένα νομοθέτημα δεν θεωρείται ως έχον αναδρομική ισχύ επειδή ορισμένα δεδομένα έχουν αναγωγή σε χρόνο πριν από τη θέσπιση του.
Ερμηνεία νόμων ― Τροποποίηση νόμου ― Εφόσον αφορά σε ποινική διάταξη, η τροποποίηση ερμηνεύεται περιοριστικά.
Στις 14.2.2012 καταχωρήθηκε ιδιωτική ποινική δίωξη με αριθμό 3264/2012 ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου. Αντικείμενο της ήταν η απαγγελία επτά κατηγοριών εναντίον της εφεσίβλητης ως κατηγορούμενης, επί τω ότι παρέλειψε να καταβάλει προς τους εφεσείοντες, τις εξ αποφάσεως δόσεις που αφορούσαν στις περιόδους που ακολούθησαν την έκδοση εκ συμφώνου διατάγματος ημερ. 9.10.2007, με το οποίο η κατηγορούμενη απεδέχθη την εξόφληση του εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους της σε αγωγή.
Το κατηγορητήριο αφορούσε σε μη πληρωθείσες δόσεις που ενέπιπταν σε χρονική περίοδο μετά τη θέσπιση του Νόμου περί Καταδολίευσης των εκ Δικαστικής Απόφασης Πιστωτών Νόμου 60(Ι)/2008, στις 18.7.2008. Κατά την εμφάνιση στο πρωτόδικο Δικαστήριο, τέθηκε αυτεπαγγέλτως ζήτημα κατά πόσο το Δικαστήριο μπορούσε να προχωρήσει στη διαπίστωση ποινικής ευθύνης όταν το διάταγμα μηνιαίων δόσεων εκδόθηκε στις 19.10.2007 με την πρώτη δόση να άρχεται την 1.8.2010. Ουσιαστικά τέθηκε θέμα αναδρομικότητας της εφαρμογής των νομοθετικών διατάξεων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο Νόμος δεν είχε αναδρομική ισχύ και δεν μπορούσε να τύχει εφαρμογής ούτε σε διατάγματα που εκδόθηκαν πριν από τη δημοσίευση του, αλλά ούτε και σε διατάγματα μεταγενέστερα αυτού έστω και εάν τα δεδομένα προϋπήρχαν, όταν το βασικό διάταγμα είχε εκδοθεί πριν τη θέσπιση του.
Ως εκ τούτου απέρριψε την υπόθεση και απάλλαξε τον κατηγορούμενο.
Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
α) Εφόσον όλες οι κατηγορίες αφορούσαν δόσεις που προέκυψαν μετά το 2008, δεν τίθετο θέμα αναδρομικότητας της ισχύος του Νόμου.
β) Εκείνο που είχε σημασία ήταν η πράξη του κατηγορούμενου να μην καταβάλει τις δόσεις του μεταγενέστερα της εφαρμογής του Νόμου και αυτό ήταν που δημιουργούσε το αδίκημα και όχι αυτή καθ' αυτή η έκδοση του διατάγματος μηνιαίων δόσεων που προηγήθηκε.
Aποφασίστηκε ότι:
Α. Υπό Ναθαναήλ, Δ. συμφωνούντος και του Παρπαρίνου, Δ.:
1. Το γενικό τεκμήριο που υφίσταται είναι εναντίον της αναδρομικότητας νόμου εκτός εάν ρητώς ο νομοθέτης καθορίσει διαφορετικά.
2. Ουσιαστικής σημασίας για την πρόσδoση ή μη, αναδρομικής ισχύος σε νόμο, έχει το ίδιο το λεκτικό αυτού και η ερμηνεία που θα πρέπει να αποδοθεί είτε στο νόμο εξ ολοκλήρου, είτε σε συγκεκριμένες πρόνοιες αυτού.
3. Οι πρόνοιες του νόμου 60(Ι)/2008 δημιούργησαν για πρώτη φορά ένα νέο ποινικό αδίκημα που συντελείται εφόσον εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτης παραλείπει να καταβάλει στον πιστωτή το ποσό οποιασδήποτε δόσης για λόγο άλλο από οικονομική ή φυσική αδυναμία.
4. Το ιδιώνυμο ποινικό αδίκημα του Άρθρου 3(1)(γ) του Νόμου 60(Ι)/2008 δεν υφίστατο στα νομοθετικά κείμενα της Δημοκρατίας κατά την ημερομηνία που η εφεσίβλητη ως εξ αποφάσεως οφειλέτης συμφώνησε στις 19.10.2007 να αποπληρώσει το χρέος της με μηνιαίες δόσεις.
5. Δίνοντας στο Άρθρο 3(1)(γ) τη γραμματική έννοια που πρωτίστως επιβάλλουν οι κανόνες ερμηνείας, παρατηρείται ότι η παράλειψη καταβολής δόσεως δεν έχει αναφορά μόνο στο γεγονός ότι «είχε διαταχθεί η πληρωμή αυτή από το Δικαστήριο», αλλά συναρτάται και με το χρονικό σημείο του διατάγματος καταβολής δόσης, δηλαδή, «κατά την έκδοση διατάγματος πληρωμής».
6. Ο παρελθόντας χρόνος που χρησιμοποιείται δεν σημαίνει κατ' ανάγκη ότι αφορά δεδομένα που προϋπήρχαν του Νόμου εφόσον δεν υπάρχει ρητή πρόνοια για αναδρομική ισχύ, αλλά για διατάγματα που είχαν διαταχθεί από το Δικαστήριο ως αποτέλεσμα έκδοσης διατάγματος πληρωμής των δόσεων μεταγενέστερα της ισχύος του.
7. Όταν η εφεσίβλητη είχε αποδεχθεί την καταβολή του εξ αποφάσεως χρέους της με μηνιαίες δόσεις, δεν υφίστατο νομοθετική πρόνοια που να καθιστούσε επιπρόσθετα την παράλειψη πληρωμής δόσεως, ως ποινικό αδίκημα.
8. Σχετικό είναι και το Άρθρο 7 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1, ως προς το πότε τίθεται σε ισχύ νομοθεσία.
Β. Υπό Γιασεμή, Δ.:
1. Στην περίπτωση κατά την οποία διαπιστωνόταν ότι το υπό αναφορά Άρθρο 3(1)(γ) του Νόμου 60(Ι)/2008 έχει αναδρομική ισχύ, τότε, οπωσδήποτε, η συγκεκριμένη πρόνοια θα ήταν ευθέως αντίθετη προς το Άρθρο 12.1 του Συντάγματος και, άρα, αντισυνταγματική.
2. Όπως εξηγείται και στην απόφαση μειοψηφίας στην Ποινική Έφεση 207/2012, στην προκειμένη περίπτωση, δεδομένων των γεγονότων στα οποία στηρίζονταν τα αδικήματα, όπως αυτά εκτίθεντο στο κατηγορητήριο, δε διαπιστωνόταν κάτι τέτοιο και, ειδικά, ότι θα μπορούσε να προσδοθεί στο Άρθρο 3(1)(γ), ως νομοθετική διάταξη που δημιουργεί ποινικό αδίκημα, αναδρομική εφαρμογή.
3. Έπειτα, όπως διαπιστώνεται από τη σχετική νομολογία, ένας νόμος δεν επενεργεί αναδρομικά, επειδή μέρος των προϋποθέσεων για την εφαρμογή του προϋπήρχε αυτού. Επομένως, έστω και αν η ύπαρξη του προϋπάρχοντος διατάγματος αποτελεί αναγκαίο συστατικό στοιχείο, ωστόσο το εν λόγω αδίκημα συντελείται μόνο εφόσον σημειώνεται παραβίαση των όρων του, με την παράλειψη εμπρόθεσμης πληρωμής των δόσεων, μετά την έναρξη της ισχύος του Νόμου. Είναι δε η παραβίαση αυτή η οποία αποτελεί την ουσία του πράγματος.
4. Πρόσθετα, δεν είχε εγερθεί θέμα παραβίασης ή κατάργησης οποιουδήποτε κεκτημένου δικαιώματος (vested right) της εφεσίβλητης.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Lion Auto Parts Ltd v. Γεωργίου (2014) 2 Α.Α.Δ. 429, ECLI:CY:AD:2014:B422,
Σάντης ν. Interfund Investments Ltd (2012) 1(Β) Α.Α.Δ. 1670,
Δημοκρατία ν. Χατζηϊωάννου (1994) 3 Α.Α.Δ. 401,
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Γιάγκου (1999) 2 Α.Α.Δ. 254,
Χριστοδούλου κ.ά. ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 1,
Ερμογένους ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 387.
Έφεση.
Έφεση από τoν Κατήγορο-Παραπονούμενο. εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Μουγής, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 3264/12), ημερομηνίας 29/10/12.
Α. Ποιητής, γι' αυτόν Γ. Στυλιανού, για τους Εφεσείοντες.
Η Εφεσίβλητη παρουσιάζεται προσωπικά.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη. Η απόφαση της πλειοψηφίας με την οποία συμφωνεί και ο Παρπαρίνος, Δ., θα δοθεί από τον Ναθαναήλ, Δ. Απόφαση μειοψηφίας θα εκδοθεί από τον Γιασεμή, Δ.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Εγείρεται ως μοναδικό θέμα προς συζήτηση στην έφεση, η τυχόν απόδοση αναδρομικότητας στις πρόνοιες του περί Καταδολίευσης των εκ Δικαστικής Απόφασης Πιστωτών Νόμου αρ. 60(Ι)/2008, (εφεξής «ο Νόμος»). Πρόκειται για παρόμοια υπόθεση όπως την απόφαση στην Lion Auto Parts Ltd v. Γεωργίου (2014) 2 Α.Α.Δ. 429, ECLI:CY:AD:2014:B422, το σκεπτικό της οποίας εκδόθηκε προ ολίγου και ακολουθείται και εδώ.
Στις 14.2.2012 καταχωρήθηκε ιδιωτική ποινική δίωξη με αριθμό 3264/2012 ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας. Αντικείμενο της ήταν η απαγγελία επτά κατηγοριών εναντίον της κατηγορούμενης Γενοφέβας Λουκά-Ξιαρή επί το ότι παρέλειψε να καταβάλει προς τους εφεσείοντες Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Κοντέας, τις εξ αποφάσεως δόσεις που αφορούσαν τις περιόδους που ακολούθησαν την έκδοση εκ συμφώνου διατάγματος ημερ. 9.10.2007, με το οποίο η κατηγορούμενη απεδέχθη την εξόφληση του εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους της στην αγωγή υπ' αρ. 1559/2006, ύψους €50.251,22 πλέον έξοδα και τόκους, με μηνιαίες δόσεις ύψους €170,86 από 1.1.2008.
Το κατηγορητήριο αφορούσε σε μη πληρωθείσες δόσεις που ενέπιπταν σε χρονική περίοδο μετά τη θέσπιση του Νόμου στις 18.7.2008. Κατά την εμφάνιση στο πρωτόδικο Δικαστήριο, τέθηκε αυτεπαγγέλτως ζήτημα κατά πόσο το Δικαστήριο μπορούσε να προχωρήσει στη διαπίστωση ποινικής ευθύνης όταν το διάταγμα μηνιαίων δόσεων εκδόθηκε στις 19.10.2007 με την πρώτη δόση να άρχεται την 1.8.2010. Ουσιαστικά τέθηκε θέμα αναδρομικότητας της εφαρμογής των νομοθετικών διατάξεων. Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο Νόμος δεν είχε αναδρομική ισχύ και δεν μπορούσε να τύχει εφαρμογής ούτε σε διατάγματα που εκδόθηκαν πριν τη δημοσίευση του, αλλά ούτε και σε διατάγματα μεταγενέστερα αυτού έστω και εάν τα δεδομένα προϋπήρχαν, όταν το βασικό διάταγμα είχε εκδοθεί πριν τη θέσπιση του. Ο Νόμος είναι ποινικής υφής και επομένως πρέπει να ερμηνεύεται ανάλογα και δεν είναι δυνατό να γίνεται από τον κατήγορο-παραπονούμενο επιλογή ως προς το πόσες δόσεις θα αποτελούν αντικείμενο κατηγορητηρίου ώστε να στοχεύει μόνο στην είσπραξη τους και όχι στην τιμωρία του παρανομούντος που είναι ο πρωταρχικός σκοπός του Νόμου. Ως εκ τούτου απέρριψε την υπόθεση και απάλλαξε τον κατηγορούμενο.
Ασκήθηκε έφεση. Η βασική θέση του δικηγόρου των εφεσειόντων είναι ότι λανθασμένα το Δικαστήριο αποφάσισε να απαλλάξει τον κατηγορούμενο. Όλα τα συστατικά στοιχεία των κατηγοριών στοιχειοθετούνταν: (i) υπήρχε δικαστικό χρέος, (ii) υπήρχε εξ αποφάσεως οφειλέτης, (iii) υπήρχε διάταγμα πληρωμής του εξ αποφάσεως ποσού με δόσεις και (iv) υπήρχαν καθυστερημένες δόσεις. Εφόσον όλες οι κατηγορίες αφορούσαν δόσεις που προέκυψαν μετά το 2008, δεν τίθετο θέμα αναδρομικότητας της ισχύος του Νόμου δεδομένου ότι οι εφεσείοντες δεν ζητούσαν την καταδίκη του κατηγορούμενου αναδρομικά για οποιοδήποτε αδίκημα που αυτός διέπραξε πριν τη θέσπιση του Νόμου. Όλα τα αδικήματα προέκυψαν εκ των υστέρων. Εκείνο που έχει σημασία είναι η πράξη του κατηγορούμενου να μην καταβάλει τις δόσεις του μεταγενέστερα της εφαρμογής του Νόμου και αυτό είναι που δημιουργεί το αδίκημα και όχι αυτή καθ' αυτή η έκδοση του διατάγματος μηνιαίων δόσεων που προηγήθηκε.
Είναι γνωστό και νομολογιακά καθιερωμένο ότι ένας νόμος δεν έχει αναδρομική ισχύ εκτός και αν ρητά προβλέπεται στις διατάξεις του ίδιου του νόμου ή αφορά μόνο σε θέματα διαδικασίας. Το γενικό τεκμήριο που υφίσταται είναι εναντίον της αναδρομικότητας νόμου εκτός εάν ρητώς ο νομοθέτης καθορίσει διαφορετικά, (δέστε Halsbury´s Laws of England 4η Έκδ. Τόμος 44 παρ. 921 και 922, Σάντης ν. Interfund Investments Ltd (2012) 1(Β) Α.Α.Δ. 1670 και Δημοκρατία ν. Χατζηϊωάννου (1994) 3 Α.Α.Δ. 401).
Ουσιαστικής σημασίας για την πρόσδοση ή μη αναδρομικής ισχύος σε νόμο έχει το ίδιο το λεκτικό αυτού και η ερμηνεία που θα πρέπει να αποδοθεί είτε στο νόμο εξ ολοκλήρου, είτε σε συγκεκριμένες πρόνοιες αυτού. Η επίμαχη εδώ διάταξη έχει ως εξής:
«3.(1) Οποιοσδήποτε εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτης χρέους:
.......................
(γ) παραλείψει να καταβάλει προς τον εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτή το ποσό οποιασδήποτε δόσης κατά την ημερομηνία πληρωμής που είχε διαταχθεί από το Δικαστήριο κατά την έκδοση διατάγματος πληρωμής εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους με δόσεις, για λόγο άλλο από οικονομική ή φυσική αδυναμία•
είναι ένοχος ποινικού αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται στις ποινές που προβλέπονται στο Άρθρο 4.»
Είναι πρόδηλο ότι οι πιο πάνω πρόνοιες δημιούργησαν για πρώτη φορά μετά τη θέσπιση και εφαρμογή του Νόμου αυτού, ένα νέο ποινικό αδίκημα που συντελείται εφόσον εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτης παραλείπει να καταβάλει στον πιστωτή το ποσό οποιασδήποτε δόσης για λόγο άλλο από οικονομική ή φυσική αδυναμία. Το ιδιώνυμο αυτό ποινικό αδίκημα δεν υφίστατο στα νομοθετικά κείμενα της Δημοκρατίας κατά την ημερομηνία που η εφεσίβλητη ως εξ αποφάσεως οφειλέτης συμφώνησε στις 19.10.2007 να αποπληρώσει το χρέος του με μηνιαίες δόσεις.
Δίνοντας στο εν λόγω Άρθρο 3(1)(γ) τη γραμματική έννοια που πρωτίστως επιβάλλουν οι κανόνες ερμηνείας, παρατηρείται ότι η παράλειψη καταβολής δόσεως δεν έχει αναφορά μόνο στο γεγονός ότι «είχε διαταχθεί η πληρωμή αυτή από το Δικαστήριο», αλλά συναρτάται και με το χρονικό σημείο του διατάγματος καταβολής δόσης, δηλαδή, «κατά την έκδοση διατάγματος πληρωμής». Ο παρελθόντας χρόνος που χρησιμοποιείται δεν σημαίνει κατ' ανάγκη ότι αφορά δεδομένα που προϋπήρχαν του Νόμου εφόσον δεν υπάρχει ρητή πρόνοια για αναδρομική ισχύ, αλλά για διατάγματα που είχαν διαταχθεί από το Δικαστήριο ως αποτέλεσμα έκδοσης διατάγματος πληρωμής των δόσεων μεταγενέστερα της ισχύος του.
Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Maxwell on Interpretation of Statutes 11η έκδ. σελ. 204 κ.ε., είναι δεδομένο το τεκμήριο ότι ο νομοθέτης δεν έχει πρόθεση να επιφέρει άδικα αποτελέσματα και επομένως αυτό το τεκμήριο οδηγεί στην αποφυγή πρόσδοσης αναδρομικότητας σε νομοθέτημα. Όπως αναγράφεται στη σελ. 204:
«Nova constitutio futuris forman imponere debet, non praeteritis. They are construed as operating only in cases or on facts which come into existence after the statutes were passed unless a retrospective effect be clearly intended. It is a fundamental rule of English law that no statute shall be construed to have retrospective operation unless such a construction appears very clearly in the terms of the Act, or arises by necessary and distinct implication.»
Μετέπειτα, ο βασικός κανόνας ερμηνείας είναι ότι δεν θα αποδοθεί αναδρομική ισχύς σε νομοθέτημα έτσι ώστε να επηρεάσει υφιστάμενο δικαίωμα ή ευθύνη, ούτε και ένα νομοθέτημα θα πρέπει να ερμηνεύεται να έχει περισσότερη αναδρομικότητα από ό,τι το ίδιο το λεκτικό του το καθιστά αναγκαίο. Όπως αναφέρεται στο πιο πάνω σύγγραμμα, σελ. 206:
«It is chiefly where the enactment would prejudicially affect vested rights, or the legality of past transactions, or impair contracts, that the rule in question prevails. Every statute, it has been said, which takes away or impairs vested rights acquired under existing laws, or creates a new obligation, or imposes a new duty, or attaches a new disability in respect of transactions or considerations already past, must be presumed, out of respect to the legislature, to be intended not to have a retrospective operation.»
Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Γιάγκου (1999) 2 Α.Α.Δ. 254, κρίθηκε ότι ο Νόμος αρ. 54(Ι)/98, που δημοσιεύθηκε στις 2.7.1998 μεταγενέστερα της καταχώρησης στο Κακουργιοδικείο της υπόθεσης εναντίον του εφεσίβλητου στις 17.7.1997, κατάργησε ένα βασικό δικαίωμα και πλεονέκτημα που κατηγορούμενος ενώπιον Κακουργιοδικείου είχε, αυτό της μη δυνατότητας έφεσης εναντίον αθωωτικής απόφασης ή της ποινής που επιβαλλόταν. Το Εφετείο αποφάσισε ότι η καταχώρηση έφεσης από τον Γενικό Εισαγγελέα εναντίον της επιβληθείσας ποινής έγινε χωρίς νομικό δικαίωμα και απορρίφθηκε με αναφορά και στις διατάξεις του Άρθρου 10(2)(γ) και (ε) του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1, ότι αλλαγές στη νομοθεσία δεν πρέπει να επηρεάζουν δικαιώματα, προνόμια, υποχρεώσεις ή ευθύνες.
Ούτε και ένα νομοθέτημα θεωρείται ως έχον αναδρομική ισχύ επειδή ορισμένα δεδομένα έχουν αναγωγή σε χρόνο πριν τη θέσπιση του. Αναφέρεται και πάλι στη σελ. 211 του πιο πάνω συγγράμματος ότι:
«Nor is a statue retrospective, in the sense under consideration, because a part of the requisites for its action is drawn from a time antecedent to its passing.»
Στην υπόθεση Χριστοδούλου κ.ά. ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 1, η τροποποίηση νόμου που κατήργησε εκ των υστέρων αδίκημα που ήταν αντικείμενο του κατηγορητηρίου, δεν αλλοίωσε την προηγηθείσα ποινική ευθύνη για τη διάπραξη του αδικήματος, εφόσον η ευθύνη δεν έπαυσε να υφίστατο λόγω της μεταγενέστερης κατάργησης του ποινικού νομοθετήματος, εκτός και αν ρητά διατυπώνετο περί του αντιθέτου πρόθεση.
Στην υπό κρίση υπόθεση ακριβώς τα γεγονότα δεν είναι βοηθητικά ως προς την απόδοση αναδρομικότητας. Όταν η εφεσίβλητη είχε αποδεχθεί την καταβολή του εξ αποφάσεως χρέους της με μηνιαίες δόσεις, δεν υφίστατο νομοθετική πρόνοια που να καθιστούσε επιπρόσθετα την παράλειψη πληρωμής δόσεως, ως ποινικό αδίκημα. Και αυτή είναι επακριβώς η πρόνοια του Άρθρου 3(1)(γ) που καθιστά τον οφειλέτη «ένοχο ποινικού αδικήματος» με αποτέλεσμα να επισύρεται η προνοούμενη από το Άρθρο 4 του Νόμου, ποινή. Όπως αποφασίστηκε στην Ερμογένους ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 387, εφόσον η τροποποίηση αφορά σε ποινική διάταξη, αυτή ερμηνεύεται περιοριστικά. Πρόκειτο εκεί για την τροποποίηση που επέφερε στον Ποινικό Κώδικα, Κεφ. 154, η εισαγωγή του Άρθρου 305Α. Κρίθηκε ότι η «έκδοση» επιταγής, αφορούσε μόνο την εξαρχής έκδοση επιταγής και όχι τη μεταχρονολογημένη επιταγή.
Έχοντας λοιπόν υπόψη όλα τα ανωτέρω, αλλά και το Άρθρο 7 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1, ως προς το πότε τίθεται σε ισχύ νομοθεσία, η έφεση απορρίπτεται.
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση είναι, από κάθε άποψη, όμοια με την Ποινική Έφεση Αρ. 207/2012, (Lion Auto Parts Limited v. Γεωργίου), στην οποία έχουν, μόλις προηγουμένως, απαγγελθεί οι αποφάσεις του Εφετείου, με τη δική μου να βρίσκεται στη μειοψηφία. Η προσέγγιση και αυτής θεωρώ ότι θα πρέπει να είναι η ίδια, δεδομένης, ακριβώς, της ομοιότητας που οι δύο υποθέσεις έχουν μεταξύ τους.
Πολύ σύντομα, να αναφερθεί ότι η παρούσα περίπτωση αφορούσε ιδιωτική ποινική υπόθεση, στα πλαίσια της οποίας η εφεσίβλητη είχε αντιμετωπίσει πρωτοδίκως έξι κατηγορίες για παράλειψη πληρωμής δεκαοκτώ, συνολικά, μηνιαίων δόσεων, κατά παράβαση του Άρθρου 3(1)(γ) του περί Καταδολίευσης των εκ Δικαστικής Αποφάσεως Πιστωτών Νόμου του 2008, (Ν. 60(Ι)/2008), ο οποίος έχει τεθεί σε ισχύ στις 18.7.2008. Η παράλειψή της δε αυτή φέρεται να βασιζόταν στη μη συμμόρφωσή της με διάταγμα πληρωμής περιοδικών δόσεων, το οποίο είχε εκδοθεί εναντίον της στις 19.10.2007, στα πλαίσια συγκεκριμένης αγωγής. Σύμφωνα με το εν λόγω διάταγμα, η πρώτη δόση ήταν πληρωτέα την 1.1.2008 και οι επόμενες την πρώτη ημέρα κάθε επομένου μηνός, μέχρι την εξόφληση του εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους.
Ό,τι θεωρήθηκε ιδιαίτερο σε σχέση με την υπόθεση αυτή και προσέλκυσε την προσοχή του δικαστηρίου, από την πρώτη στιγμή που αυτή τέθηκε ενώπιόν του, ήταν το γεγονός ότι το διάταγμα πληρωμής, το οποίο αναφερόταν ως συστατικό στοιχείο των αδικημάτων σε όλες τις κατηγορίες, είχε εκδοθεί πριν από την έναρξη της ισχύος του προαναφερθέντος Νόμου· αν και οι μηνιαίες δόσεις, η πληρωμή των οποίων είχε παραλειφθεί, αφορούσαν τη μεταγενέστερη περίοδο από 1.8.2010 έως 1.1.2012. Ως εκ τούτου, τέθηκε, από τον ευπαίδευτο δικαστή, το ερώτημα κατά πόσο οι εν λόγω κατηγορίες ήταν νομικά βάσιμες. Συγκεκριμένα, το πιο πάνω ερώτημα τέθηκε ως εκ του γεγονότος ότι οι εν λόγω κατηγορίες είχαν ως νομικό υπόβαθρό τους το Άρθρο 3(1)(γ) του προαναφερθέντος Νόμου, το οποίο προβλέπει τα εξής:-
«3.(1) Οποιοσδήποτε εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτης χρέους:
....................................................................................................
(γ) παραλείψει να καταβάλει προς τον εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτή το ποσό οποιασδήποτε δόσης κατά την ημερομηνία πληρωμής που είχε διαταχθεί από το Δικαστήριο κατά την έκδοση διατάγματος πληρωμής εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους με δόσεις, για λόγο άλλο από οικονομική ή φυσική αδυναμία·
είναι ένοχος ποινικού αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται στις ποινές που προβλέπονται στο Άρθρο 4.»
Μετά από σχετικό προβληματισμό και ανάλυση των δεδομένων, ο ευπαίδευτος δικαστής κατέληξε στην κρίση ότι το εν λόγω άρθρο δεν έχει αναδρομική ισχύ. Σημείωσε την απουσία, ειδικά, από αυτό αλλά και, γενικά, από το Νόμο, οποιασδήποτε πρόνοιας, η οποία θα μπορούσε να είχε τέτοια επίδραση, δηλαδή, να καθιστά το εν λόγο άρθρο εφαρμόσιμο αναδρομικά. Συνακόλουθα, απέρριψε τις κατηγορίες και αθώωσε την εφεσίβλητη από το στάδιο εκείνο. Δε συνέδεσε, όμως, την κατάληξή του, ανωτέρω, με το γεγονός ότι το προαναφερθέν άρθρο, ουσιαστικά, δημιουργεί ποινικό αδίκημα, έτσι ώστε να εξέταζε κατά πόσο, από την άποψη αυτή, δηλαδή της νομοθετικής πρόνοιας η οποία δημιουργεί ποινικό αδίκημα, έχει ή όχι το εν λόγω άρθρο αναδρομική ισχύ. Να αναφερθεί, βεβαίως, ότι, στην περίπτωση κατά την οποία διαπιστωνόταν ότι το υπό αναφορά άρθρο έχει αναδρομική ισχύ, τότε, οπωσδήποτε, η συγκεκριμένη πρόνοια θα ήταν ευθέως αντίθετη προς το Άρθρο 12.1 του Συντάγματος και, άρα, αντισυνταγματική. Στο βαθμό που είναι σχετικό, το Άρθρο 12.1 προβλέπει τα εξής:-
«1. Ουδείς κηρύσσεται ένοχος οιουδήποτε αδικήματος λόγω πράξεως ή παραλείψεως μη συνιστώσης αδίκημα συμφώνως τω νόμω τω ισχύοντι κατά τον χρόνον της τελέσεως αυτής ...»
Όπως εξηγώ, όμως, και στην απόφασή μου στην Ποινική ΄Εφεση 207/2012, στην προκειμένη περίπτωση, δεδομένων των γεγονότων στα οποία στηρίζονταν τα αδικήματα, όπως αυτά εκτίθεντο στο κατηγορητήριο, δε διαπιστώνεται κάτι τέτοιο και, ειδικά, ότι θα μπορούσε να προσδοθεί στο Άρθρο 3(1)(γ), ως νομοθετική διάταξη που δημιουργεί ποινικό αδίκημα, αναδρομική εφαρμογή. Έπειτα, όπως διαπιστώνεται από τη σχετική νομολογία, την οποία εκθέτω εκτενώς, ένας νόμος δεν επενεργεί αναδρομικά, επειδή μέρος των προϋποθέσεων για την εφαρμογή του προϋπήρχε αυτού. Επομένως, έστω και αν η ύπαρξη του προϋπάρχοντος διατάγματος αποτελεί αναγκαίο συστατικό στοιχείο, ωστόσο το εν λόγω αδίκημα συντελείται μόνο εφόσον σημειώνεται παραβίαση των όρων του, με την παράλειψη εμπρόθεσμης πληρωμής των δόσεων, μετά την έναρξη της ισχύος του Νόμου. Είναι δε η παραβίαση αυτή η οποία αποτελεί την ουσία του πράγματος. Πρόσθετα, διαπιστώνω, παρεμπιπτόντως, ότι δεν έχει εγερθεί και στην υπόθεση αυτή θέμα παραβίασης ή κατάργησης οποιουδήποτε κεκτημένου δικαιώματος (vested right) της εφεσίβλητης.
Επομένως, για τους ίδιους λόγους, θεωρώ πως και στην περίπτωση αυτή η έφεση θα έπρεπε να επιτύχει.
Η έφεση απορρίπτεται.