ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 14/1967 - Ο περί Δασών Νόμος του 1967
Ν. 54/1987 - Ο περί Προστασίας της Μητρότητας Νόμος του 1987
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
LEVENT SHAIL ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 137/2014, 8/7/2016, ECLI:CY:AD:2016:B338
Levent Shail ν. Δημοκρατίας (2016) 2 ΑΑΔ 657, ECLI:CY:AD:2016:B338
ECLI:CY:AD:2014:B125
(2014) 2 ΑΑΔ 115
20 Φεβρουαρίου, 2014
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
ΤΜΗΜΑ ΔΑΣΩΝ,
Εφεσειόντων,
v.
ΤΑΚΗ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΤΤΟΦΙΑ (Αρ. 1),
Εφεσίβλητου.
(Ποινική Έφεση Αρ. 223/2012)
Ποινική Δικονομία ― Κατηγορητήριο ― Ατέλεια ― Κατά πόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να διορθώσει ατέλεια που παρουσιαζόταν στο κατηγορητήριο στο οποίο δεν συμπεριλαμβανόταν και το Άρθρο 137 του Ποινικού Κώδικα, δεδομένου ότι, τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της παρακοής διατάγματος είχαν αποδειχθεί.
Ποινικό Δίκαιο ― Απαλλαγή κατηγορουμένου ― Κατά πόσον ήταν ασυμβίβαστη η κλήση του κατηγορούμενου από το πρωτόδικο Δικαστήριο σε απολογία, με την εν τέλει απαλλαγή του με το σκεπτικό ότι δεν αποκαλυπτόταν αδίκημα στο οποίο θα ήταν δυνατό να βρεθεί ένοχος.
Η έφεση στράφηκε εναντίον απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου, με την οποία ο εφεσίβλητος απαλλάχθηκε από κατηγορίες που αντιμετώπιζε για μη συμμόρφωση προς εκδοθέν διάταγμα, κατά παράβαση άρθρων του περί Δασών Νόμου 14/67 ως ετροποποιήθη και του Άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα και των περί Αυξήσεως των Χρηματικών Ποινών Νόμου.
Ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε πρωτοδίκως σε κατηγορίες αναφορικά με παράνομη ανέγερση λυόμενου υποστατικού σε τεμάχιο κρατικού δάσους το οποίο ενοικίαζε από το τμήμα Δασών.
Εναντίον του εκδόθηκε διάταγμα για κατεδάφιση του υποστατικού την οποία ο κατηγορούμενος δεν υλοποίησε, με αποτέλεσμα την καταχώρηση ποινικής υπόθεσης για παράλειψη συμμόρφωσης.
Παρά το εύρημα ενοχής στην ποινική κατηγορία που του προσήφθη, το Δικαστήριο αθώωσε τον εφεσίβλητο με το σκεπτικό ότι το Άρθρο 13(5) του περί Δασών Νόμου, δεν αποκάλυπτε αδίκημα.
Σύμφωνα με την πρωτόδικη κατάληξη το εν λόγω άρθρο παρέπεμπε γενικά σε επιβολή ποινής, χωρίς να αναφέρεται ποιας ποινής, για καταφρόνηση Δικαστηρίου.
Με την έφεση που ασκήθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή, υποστηρίχθηκε ότι η πιο πάνω κατάληξη ήταν εσφαλμένη και ότι υπήρξε αντίφαση της κατάληξης αυτής, με την κλήση του εφεσίβλητου σε απολογία.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το αδίκημα της απείθειας προς Δικαστικό Διάταγμα που ήταν και η κατηγορία που προσήφθη εναντίον του εφεσίβλητου, απεδείχθη με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο.
2. Το Δικαστήριο υπέπεσε στο σφάλμα να θεωρήσει ότι το Άρθρο 13(5) του περί Δασών Νόμου δεν αποκαλύπτει το αδίκημα της παρακοής Δικαστικού Διατάγματος, διότι δεν προνοεί και την ποινή που επιβάλλεται σε τέτοια περίπτωση στον παραβάτη αλλά παραπέμπει - όπως το έθεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο - «γενικά σε επιβολή ποινής, χωρίς να αναφέρεται ποιας ποινής».
3. Διέλαθε όμως της προσοχής του Δικαστηρίου ότι οι λεπτομέρειες του κατηγορητηρίου και τα ευρήματα στα οποία κατέληξε, τεκμηρίωναν το αδίκημα της παρακοής Δικαστικού Διατάγματος και το Άρθρο 13(5) δεν παραπέμπει γενικά και αόριστα σε ποινή, αλλά για το θέμα της ποινής παραπέμπει ρητά στις εξουσίες που παραχωρούνται από το Νόμο στο Δικαστήριο σε τέτοιες περιπτώσεις. Παραπέμπει, δηλαδή, στο Άρθρο 137 του Ποινικού Κώδικα.
4. Το πρωτόδικο Δικαστήριο θα μπορούσε, να θεραπεύσει αυτή την παρατυπία βάσει των εξουσιών που παρέχονται στο Δικαστήριο από το Άρθρο 85(4) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155. Δεν το έπραξε όμως, παραβλέποντας ότι η μη συμπερίληψη στο κατηγορητήριο και του Άρθρου 137 του Ποινικού Κώδικα, αποτελούσε απλή παρατυπία που σε καμία περίπτωση δεν ισοδυναμούσε με μη αποκάλυψη αδικήματος.
5. Περαιτέρω η κλήση ενός κατηγορουμένου σε απολογία, προϋποθέτει στοιχειοθέτηση των συστατικών στοιχείων του καταλογιζόμενου σε ένα κατηγορούμενο αδικήματος. Δεν μπορούσε να συμβιβαστεί η κλήση του εφεσίβλητου σε απολογία με την εν τέλει απαλλαγή του με το σκεπτικό ότι δεν αποκαλυπτόταν αδίκημα στο οποίο θα ήταν δυνατό να βρεθεί ένοχος.
6. Εκδόθηκε διαταγή προς διόρθωση της ατέλειας του κατηγορητηρίου.
Η έφεση επιτράπηκε.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Ανδρέας Κοιλιάρης Λτδ ν. Επαρχιακού Λειτουργού Εργασίας (1998) 2 Α.Α.Α. 194.
Έφεση εναντίον Απόφασης.
Έφεση από τους Παραπονούμενους εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Μουγής, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 18340/10), ημερομηνίας 22/10/12.
κα Κλ. και Χρ. Θεοδούλου, για Εφεσείοντες.
Κ. Δαμιανός για Αντ. Καρά, για Εφεσίβλητο.
Εx tempore
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Δικαστής κ. Μ. Χριστοδούλου.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: O εφεσίβλητος αθωώθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας στην κατηγορία της μη συμμόρφωσης προς εκδοθέν διάταγμα, κατά παράβαση - όπως αναγράφεται στο κατηγορητήριο - των Άρθρων 1, 2, 8(1), 13(2)(στ) και 13(4)(β), (5) και 14(1)(Κ) του περί Δασών Νόμου 14/67 ως ετροποποιήθη υπό των Νόμων 49/87, 44/91, 27(1)/2003 και 34(1) του 2005 και του Άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα και των περί Αυξήσεως των Χρηματικών Ποινών Νόμου.
Το Τμήμα Δασών θεωρεί λανθασμένη την αθωωτική απόφαση για δύο λόγους, τους οποίους θα εξετάσουμε αφού πρώτα παραθέσουμε τα ευρήματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση της αξιόπιστης, όπως έκρινε, μαρτυρίας των δύο μαρτύρων κατηγορίας. Έχουν ως ακολούθως:-
«Ο κατηγορούμενος ενοικιάζει τεμάχιο από το τμήμα Δασών εντός του τεμαχίου 477, Φ/Σχ 42/25.Ε. 1 τοποθεσία «Χαλοσπιτιά» εντός του Κρατικού Δάσους Ξυλοφάγου. Εντός του εν λόγω ακινήτου ανήγειρε λυόμενο υποστατικό διαστάσεων 17,5 Χ 17,5 μέτρα Χ 50 μέτρα ύψος χωρίς την άδεια του διευθυντή του τμήματος Δασών. Εναντίον του καταχωρήθηκε η υπόθεση 15923/08 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας όπου στις 16.12.09 παρόντος του κατηγορουμένου εκδόθηκε διάταγμα εναντίον του για κατεδάφιση του εν λόγω "υποστατικού με αναστολή εκτέλεσης του διατάγματος για 6 μήνες. Το υποστατικό συνεχίζει να υφίσταται μέχρι σήμερα.»
Παρά τα πιο πάνω ευρήματα, το Δικαστήριο αθώωσε τον εφεσίβλητο με το σκεπτικό ότι το Άρθρο 13(5) του περί Δασών Νόμου δεν αποκαλύπτει αδίκημα. Ή, όπως το ίδιο το έθεσε:
«Εξετάζοντας την έκθεση αδικήματος σε σχέση με τις πρόνοιες του Άρθρου 13(5) καταλήγω ότι δεν αποκαλύπτεται αδίκημα στο οποίο θα ήταν δυνατόν να βρεθεί ένοχος ο κατηγορούμενος. Ενώ δηλαδή αναφέρεται σε παράλειψη συμμόρφωσης κάποιου σε διάταγμα Δικαστηρίου εντούτοις παραπέμπει γενικά σε' επιβολή ποινής, χωρίς να αναφέρεται ποιας ποινής, για καταφρόνηση Δικαστηρίου. Το αδίκημα ως αναγράφεται στο κατηγορητήριο είναι μη συμμόρφωση σε εκδοθέν διάταγμα.»
Οι δύο λόγοι εφέσεως περιστρέφονται αφενός γύρω από την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι το Άρθρο 13(5) του περί Δασών Νόμου δεν αποκαλύπτει αδίκημα και αφετέρου γύρω από την (κατ' ισχυρισμό) αντίφαση της κατάληξης αυτής με την κλήση του εφεσίβλητου σε απολογία.
Εξετάζοντας τον πρώτο λόγο έφεσης δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε με τα όσα, κατά τρόπο εμπεριστατωμένο, εισηγήθηκαν οι συνήγοροι του Τμήματος Δασών στο περίγραμμα αγόρευσης τους προς προώθηση του. Παρατηρούμε, κατά πρώτο, ότι το αδίκημα της απείθειας προς Δικαστικό Διάταγμα που ήταν και η κατηγορία που προσήφθηκε εναντίον του εφεσίβλητου, απεδείχθη με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο, στη βάση αναντίλεκτης και αξιόπιστης, όπως κρίθηκε, μαρτυρίας που απετέλεσε και τη βάση για κατάληξη στα ευρήματα που αυτούσια παρατίθενται πιο πάνω. Όπως φαίνεται όμως, το Δικαστήριο υπέπεσε στο σφάλμα να θεωρήσει ότι το Άρθρο 13(5)* του περί Δασών Νόμου δεν αποκαλύπτει το αδίκημα της παρακοής Δικαστικού Διατάγματος διότι δεν προνοεί και την ποινή που επιβάλλεται σε τέτοια περίπτωση στον παραβάτη, αλλά παραπέμπει - όπως το έθεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο - «γενικά σε επιβολή ποινής, χωρίς να αναφέρεται ποιας ποινής». Διέλαθε όμως της προσοχής του Δικαστηρίου ότι οι λεπτομέρειες του κατηγορητηρίου και τα ευρήματα στα οποία κατέληξε, τεκμηρίωναν το αδίκημα της παρακοής Δικαστικού Διατάγματος και το Άρθρο 13(5) δεν παραπέμπει γενικά και αόριστα σε ποινή, αλλά για το θέμα της ποινής παραπέμπει ρητά στις εξουσίες που παραχωρούνται από το Νόμο στο Δικαστήριο σε τέτοιες περιπτώσεις. Παραπέμπει, δηλαδή, στο Άρθρο 137 του ποινικού Κώδικα το οποίο προνοεί, κατ' ανώτατο όριο, ποινή δύο ετών φυλάκισης σε παραβάτη Δικαστικού Διατάγματος «. πλην οσάκις ρητώς καθορίζεται ετέρα τις ποινή ή διαδικασία συναφώς προς τοιάυτην απείθεια». Είναι λοιπόν φανερό, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέπεσε στο σφάλμα να θεωρήσει μια παρατυπία του κατηγορητηρίου - τη μη συμπερίληψη δηλαδή στη νομική του βάση του Άρθρου 137 του Ποινικού Κώδικα - ως ισοδυναμούσαν με μη αποκάλυψη αδικήματος. Την στιγμή που θα μπορούσε, όπως εισηγήθηκε ενώπιον μας ο εφεσείοντας, να θεραπεύσει αυτή την παρατυπία βάσει των εξουσιών που παρέχονται στο Δικαστήριο από το Άρθρο 85(4) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155. Δεν το έπραξε όμως, παραβλέποντας ότι η μη συμπερίληψη στο κατηγορητήριο και του Άρθρου 137 του Ποινικού Κώδικα αποτελούσε απλή παρατυπία που σε καμία περίπτωση δεν ισοδυναμούσε με μη αποκάλυψη αδικήματος. Σχετικά παραθέτουμε και το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Ανδρέας Κοιλιάρης Λτδ ν. Επαρχιακού Λειτουργού Εργασίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 194 που τυγχάνει πλήρους εφαρμογής και υπό τα περιστατικά της παρούσας:-
«Ανεξάρτητα από την πιο πάνω παράλειψη της εφεσείουσας, έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα, ότι η μη συμπερίληψη του Άρθρου 9 του Νόμου 54/87 στο σχετικό κατηγορητήριο δεν αποτελούσε ουσιώδη παρατυπία. Ήταν τυπικής μορφής και δεν μπορούσε να επηρεάσει δυσμενώς την εφεσείουσα ή να την παραπλανήσει. Η εφεσείουσα γνώριζε τη φύση των κατηγοριών που αντιμετώπιζε! Μπορεί να μην γνώριζε τα αποτελέσματα που πιθανόν να επακολουθούσαν, ως προς το είδος ή το ύψος της ποινής. Όμως είχε τις υπηρεσίες δικηγόρου της εκλογής της, υπερασπίστηκε και πρόβαλε τις θέσεις της ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και θα μπορούσε να ζητήσει την τροποποίηση του κατηγορητηρίου, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 66. Η παράλειψη της να εγείρει ένσταση στα αρχικά στάδια της διαδικασίας, της αποστερεί το δικαίωμα να εγείρει το θέμα σε αυτό το στάδιο. Η κατάσταση θα ήταν διαφορετική αν το λάθος ήταν σοβαρής μορφής, όπως π.χ. αν η κατηγορία περιείχε περισσότερα από ένα αδικήματα. (Ιδε Λοΐζου και Πική "Criminal Proceedings in Cyprus" σ. 83).»
Κατ' ακολουθία των πιο πάνω ο πρώτος λόγος έφεσης ευσταθεί, κατάληξη που προδιαγράφει και την επιτυχή έκβαση της έφεσης.
Σ' ότι αφορά τον δεύτερο λόγο έφεσης που αφορά (την κατ' ισχυρισμό) αντίφαση της κλήσης του εφεσίβλητου σε απολογία και την εν τέλει απαλλαγή και αθώωση του στη βάση ότι το Άρθρο 13(5) του περί Δασών Νόμου δεν αποκαλύπτει αδίκημα, δεν χρειάζεται να πούμε πολλά. Όπως είναι πολύ καλώς εμπεδωμένο, η κλήση ενός κατηγορουμένου σε απολογία προϋποθέτει στοιχειοθέτηση των συστατικών στοιχείων του καταλογιζόμενου σε ένα κατηγορούμενο αδικήματος. Διερωτόμαστε, επομένως, πώς μπορεί να συμβιβαστεί η κλήση του εφεσίβλητου σε απολογία και στο τέλος να απαλλάσσεται με το σκεπτικό ότι «.. δεν αποκαλύπτεται αδίκημα στο οποίο θα ήταν δυνατό να βρεθεί ένοχος». Ευσταθεί λοιπόν και ο δεύτερος λόγος έφεσης, έστω κι αν ο σχολιασμός της υπό αναφορά αντίφασης είναι εκ περισσού λόγω της επιτυχούς έκβασης του πρώτου λόγου έφεσης.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη αθωωτική απόφαση παραμερίζεται και η ατέλεια του κατηγορητηρίου αποφασίζουμε όπως διορθωθεί με την προσθήκη στη νομική βάση της κατηγορίας και του Άρθρου 137 του Ποινικού Κώδικα και ενόψει τούτων ο εφεσίβλητος κρίνεται ένοχος στην κατηγορία σύμφωνα με το κατηγορητήριο.
Η έφεση επιτυγχάνει.