ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
CHEHAB ν. REPUBLIC (1986) 2 CLR 197
Riley ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 335
Zak & others ν. Αστυνομίας (1990) 2 ΑΑΔ 6
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΙVO TIKOV TSONKOV ν. AΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Πoινική ΄Εφεση αρ. 9/2015, 8/4/2015, ECLI:CY:AD:2015:B269
Tsonkov Tikov Ivo ν. Αστυνομίας (2015) 2 ΑΑΔ 218, ECLI:CY:AD:2015:B269
DAVIDESCU κ.α. ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 197/2018, 8/7/2019, ECLI:CY:AD:2019:D283
ECLI:CY:AD:2014:B43
(2014) 2 ΑΑΔ 15
20 Ιανουαρίου, 2014
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
COSMIN SCORTEANU,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 214/2013)
Ποινή ― Ναρκωτικά ― Απόρριψη έφεσης εναντίον ποινής φυλάκισης ενός μηνός, επιβληθείσας κατόπιν παραδοχής σε κατηγορία κατοχής χωρίς άδεια ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β΄, ήτοι 6 γραμμαρίων κάνναβης ― Λευκό ποινικό μητρώο και συνεργασία με την Αστυνομία ― Απουσία παραγόντων που θα καθιστούσαν επιτρεπτή επέμβαση του Εφετείου ― Αναφορά Εφετείου ότι η επιβληθείσα ποινή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αυστηρή.
Ποινή ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Δεν παρίστατο ανάγκη για το πρωτόδικο Δικαστήριο να ασχοληθεί ιδιαιτέρως με μετριαστικό παράγοντα στον οποίο δεν εδόθη ειδική βαρύτητα στην αγόρευση για μετριασμό της ποινής.
Δικαστική απόφαση ― Παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να ασχοληθεί με μέρος μαρτυρίας ή με κάθε ένα από τα επιχειρήματα δικηγόρου, δεν αποτελεί λόγο ακύρωσης.
Ο εφεσείων αμφισβήτησε με την έφεση το ύψος ποινής φυλάκισης ενός μηνός, που του επιβλήθηκε ύστερα από καταδίκη του κατόπιν παραδοχής σε μία κατηγορία για κατοχή χωρίς άδεια ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β΄, ήτοι 6 γραμμαρίων κάνναβης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη κατά την επιβολή ποινής, τη σοβαρότητα του αδικήματος, την ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών, ως αποτέλεσμα της ραγδαίας εξάπλωσης των ναρκωτικών στην Κύπρο και ενασχολήθηκε περαιτέρω, με τα ελαφρυντικά που τέθηκαν ενώπιόν του.
Ιδιαίτερα έλαβε υπόψη την άμεση παραδοχή του Εφεσείοντος, τόσο στην αστυνομία, όσο και μετέπειτα στο Δικαστήριο, το λευκό ποινικό μητρώο του, τις προσωπικές του συνθήκες, τη μικρή ποσότητα ναρκωτικών που κατείχε και το είδος της και ότι δεν είχε καμία σχέση με εμπόριο ναρκωτικών και επέβαλε στον Εφεσείοντα 1 μήνα φυλάκιση, κρίνοντας περαιτέρω ότι δεν ενδεικνυόταν η αναστολή εκτέλεσης της ποινής.
Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
α) Η ποινή είχε εξοντωτικό χαρακτήρα, και αποτελούσε δυσανάλογη τιμωρία σε σχέση με το αδίκημα που διέπραξε ο εφεσείων.
β) Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έστρεψε την προσοχή του και δεν έλαβε καθόλου υπόψη του, την αναφορά που έγινε στην αγόρευση για μετριασμό της ποινής για το ενδεχόμενο απέλασης του εφεσείοντα λόγω διάπραξης του αδικήματος κάτι που η διοίκηση έπραξε μετά την καταδίκη, εκδίδοντας διάταγμα απέλασης του.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Σε κάθε περίπτωση που αλλοδαπό πρόσωπο καταδικάζεται σε ποινή φυλάκισης, υπάρχει το ενδεχόμενο απέλασης του και αυτό συνήθως συνεκτιμάται στην προσπάθεια του Δικαστηρίου να βεβαιωθεί ότι η επιλογή της ποινής της φυλάκισης δεν μπορεί να αποφευχθεί.
2. Όμως όπου το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε ειδική αναφορά σε αυτό το ενδεχόμενο, δεν σημαίνει κατ' ανάγκη ότι το στοιχείο αυτό δεν συνεκτιμήθηκε ή ότι εν πάση περιπτώσει η ποινή που επιβλήθηκε είναι εσφαλμένη.
3. Συνήθως αναμένεται από ένα Δικαστήριο να σχολιάσει ειδικά ένα τέτοιο θέμα, προτού αποφασίσει κατά πόσο μπορεί να αποφευχθεί η ποινή φυλάκισης και να επιβληθεί εναλλακτικό τιμωρητικό μέτρο, στις περιπτώσεις εκείνες που καθίσταται γνωστό με σαφή μαρτυρία ότι ο καταδικασθείς θα έχει με βεβαιότητα περαιτέρω σοβαρές επιπτώσεις ως αποτέλεσμα της επιβολής σ' αυτόν ποινής φυλάκισης.
4. Στην προκειμένη περίπτωση δεν τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου οτιδήποτε το συγκεκριμένο και ούτε δόθηκε από το συνήγορο του εφεσείοντος ιδιαίτερη βαρύτητα σ' αυτό το ενδεχόμενο, ώστε να παρίστατο ανάγκη το πρωτόδικο Δικαστήριο να ασχοληθεί ιδιαιτέρως με αυτό το στοιχείο.
5. Η ποινή αναμφίβολα μπορούσε να θεωρηθεί ως αυστηρή, ιδιαίτερα ενόψει της πολύ μικρής ποσότητας ναρκωτικών, της παραδοχής και της συνεργασίας του Εφεσείοντος με την Αστυνομία. Όμως με κανένα τρόπο δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως εσφαλμένη ή έκδηλα υπερβολική ως εκ του γεγονότος και μόνο ότι δεν έγινε ειδική αναφορά από το Δικαστήριο στο ενδεχόμενο απέλασης.
6. Το ενδεχόμενο αυτό μπροστά στη σοβαρότητα του αδικήματος, δεν θα ήταν αρκετό από μόνο του να μετατρέψει την ποινή φυλάκισης σε ποινή προστίμου.
7. Το Εφετείο, όπως είναι νομολογιακά γνωστό, δεν υποκαθιστά την πρωτόδικη κρίση με τη δική του.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Chehab v. Republic (1986) 2 C.L.R. 197,
Riley v. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 335,
Ιωάννου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 243,
Zak κ.ά. ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 6,
Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41.
Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.
Έφεση από τον καταδικασθέντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου (Θωμά, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 3651/13), ημερομηνίας 14/11/13.
Γ. Πολυχρόνης, για τον Εφεσείοντα.
Ν. Δημητρίου, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων βρέθηκε ένοχος με δική του παραδοχή σε μία κατηγορία για κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β΄, ήτοι 6 γρ. κάνναβης, χωρίς άδεια.
Τα γεγονότα όπως αναφέρθηκαν στο Δικαστήριο, ήταν ότι άνδρες της ΥΚΑΝ Αμμοχώστου ερεύνησαν, μετά από γραπτή συγκατάθεση του Εφεσείοντος, το διαμέρισμά του στο οποίο εντοπίστηκαν σε ανθώνα αποξηραμένη φυτική ύλη. Ο Εφεσείων παραδέχθηκε αμέσως ότι η ανευρεθείσα ύλη ήταν δική του και συνελήφθη για να δώσει στη συνέχεια θεληματική κατάθεση επιβεβαιώνοντας ότι τα αποξηραμένα φύλλα κάνναβης ήταν δικά του. Μετέπειτα επιστημονική εξέταση κατέδειξε ότι επρόκειτο για κάνναβη βάρους 6 γρ., από την οποία δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντος, έθεσε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου τις προσωπικές περιστάσεις του πελάτη του ότι είναι ηλικίας 31 χρόνων, κατάγεται από τη Ρουμανία και τα τελευταία 6 χρόνια βρίσκεται στην Κύπρο, εργάζεται ως μάγειρας στη Λεμεσό και ότι διατηρεί δεσμό με συνομήλική του. Ο κ. Πολυχρόνης χαρακτήρισε την πράξη του πελάτη του ως ένα ατυχές και αφελές συμβάν, καθότι δεν επρόκειτο για άτομο εθισμένο στη χρήση ναρκωτικών.
Το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε υπόψη τη σοβαρότητα του αδικήματος, το γεγονός ότι η κατοχή φαρμάκου τάξεως Β΄, όπως είναι η κάνναβη, επισύρει ποινή φυλάκισης μέχρι 8 χρόνια ή/και πρόστιμο, καθώς επίσης και την ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών, ως αποτέλεσμα της ραγδαίας εξάπλωσης των ναρκωτικών στην Κύπρο. Αφού έλαβε υπόψη στα πλαίσια εξατομίκευσης της ποινής όλα τα ελαφρυντικά που τέθηκαν ενώπιόν του και ιδιαίτερα την άμεση παραδοχή του Εφεσείοντος, τόσο στην αστυνομία, όσο και μετέπειτα στο δικαστήριο, το λευκό ποινικό μητρώο του, τις προσωπικές του συνθήκες, τη μικρή ποσότητα ναρκωτικών που κατείχε και το είδος της και ότι δεν είχε καμία σχέση με εμπόριο ναρκωτικών, επέβαλε στον Εφεσείοντα 1 μήνα φυλάκιση, κρίνοντας περαιτέρω ότι δεν ενδείκνυτο η αναστολή εκτέλεσης της ποινής.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντος, απέσυρε όλους τους λόγους έφεσης, πλην εκείνων που αφορούν στο εξοντωτικό της ποινής, την οποία θεώρησε ως δυσανάλογη τιμωρία σε σχέση με το αδίκημα που διέπραξε ο Εφεσείων. Αγορεύοντας για μετριασμό της ποινής, ζήτησε από το πρωτόδικο δικαστήριο να λάβει υπόψη το είδος των ναρκωτικών και την πολύ μικρή ποσότητα που κατείχε ο Εφεσείων. Προς το τέλος της αγόρευσης του, ανέφερε υπό μορφή καταληκτικού σχολίου τα εξής:- «Του εξήγησα ότι όταν ένας αλλοδαπός που διαπράττει αδίκημα με ναρκωτικά, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να τον απελάσουν. Είναι 6 χρόνια στην Κύπρο και έφτιαξε τη ζωή του και ήταν γι' αυτόν όλο αυτό μια φοβερή εμπειρία.». Ο κ. Πολυχρόνης παραπονείται ότι παρά την πιο πάνω αναφορά του δικηγόρου του Εφεσείοντος, το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε καθόλου υπόψη αυτό το ενδεχόμενο, αφού τίποτε δεν αναφέρεται στην απόφαση του. Όπως μας εξήγησε, το ενδεχόμενο απέλασης δεν ήταν μια απομακρυσμένη πιθανότητα και απόδειξη τούτου είναι ότι η διοίκηση αμέσως μετά την καταδίκη του Εφεσείοντος σε φυλάκιση προχώρησε σε έκδοση διατάγματος απέλασης. Επομένως, κατέληξε, το πρωτόδικο δικαστήριο όφειλε να είχε στρέψει την προσοχή του και σ' αυτό το ενδεχόμενο και αν το έπραττε ενδεχομένως να κατέληγε σε διαφορετική ποινή.
Από την άλλη ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εφεσίβλητη, στη σύντομη αγόρευση του περιορίστηκε στο να εξηγήσει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη κάθε παράγοντα που τέθηκε ενώπιον του και η ποινή που τελικά επιβλήθηκε στον Εφεσείοντα, με κανένα τρόπο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως υπερβολική ή εξοντωτική.
Έχουμε εξετάσει το μοναδικό λόγο έφεσης, αλλά κατά την άποψή μας αυτός δεν ευσταθεί. Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με την εισήγηση ότι επειδή το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αναφέρθηκε ρητά σε ένα ενδεχόμενο, το οποίο στις πλείστες περιπτώσεις όπως και εδώ, ήταν αυτονόητο, ότι δεν συνεκτιμήθηκε από το δικαστήριο. Σε κάθε περίπτωση που αλλοδαπό πρόσωπο καταδικάζεται σε ποινή φυλάκισης, υπάρχει το ενδεχόμενο απέλασης του και αυτό συνήθως συνεκτιμάται στην προσπάθεια του δικαστηρίου να βεβαιωθεί ότι η επιλογή της ποινής της φυλάκισης δεν μπορεί να αποφευχθεί. Τις περισσότερες φορές στο στοιχείο αυτό δίδεται ιδιαίτερη σημασία από την υπεράσπιση, με αποτέλεσμα το δικαστήριο να ασχολείται ειδικά με τις επιπτώσεις (βλ. Chehab v. Republic (1986) 2 C.L.R. 197, Riley v. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 335 και Ιωάννου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 243). Όμως όπου το δικαστήριο δεν προβαίνει σε ειδική αναφορά σε αυτό το ενδεχόμενο, δεν σημαίνει κατ' ανάγκη ότι το στοιχείο αυτό δεν συνεκτιμήθηκε ή ότι εν πάση περιπτώσει η ποινή που επιβλήθηκε είναι εσφαλμένη. Συνήθως αναμένεται από ένα δικαστήριο να σχολιάσει ειδικά ένα τέτοιο θέμα, προτού αποφασίσει κατά πόσο μπορεί να αποφευχθεί η ποινή φυλάκισης και να επιβληθεί εναλλακτικό τιμωρητικό μέτρο, στις περιπτώσεις εκείνες που καθίσταται γνωστό με σαφή μαρτυρία ότι ο καταδικασθείς θα έχει με βεβαιότητα περαιτέρω σοβαρές επιπτώσεις ως αποτέλεσμα της επιβολής σ' αυτόν ποινής φυλάκισης. Για παράδειγμα, στην Zak κ.ά. ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 6, υπήρχε βεβαιότητα για τη λήψη πειθαρχικών μέτρων ως αποτέλεσμα των οποίων θα υπήρχαν αναπόφευκτα σοβαρές συνέπειες στη σταδιοδρομία των Εφεσειόντων οι οποίοι ήταν νεαροί άγγλοι στρατιώτες, μόνιμα στελέχη του αγγλικού στρατού. Άλλος παράγοντας που φαίνεται να επέδρασε στη μείωση της ποινής ήταν η μέθη, κάτι που δεν υπάρχει εδώ.
Εν πάση περιπτώσει, όπως τονίστηκε στην Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41, παράλειψη του πρωτόδικου δικαστηρίου να ασχοληθεί με μέρος μαρτυρίας ή με κάθε ένα από τα επιχειρήματα δικηγόρου, δεν αποτελεί λόγο ακύρωσης.
Στην προκειμένη περίπτωση δεν τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου οτιδήποτε το συγκεκριμένο και ούτε δόθηκε από το συνήγορο του Εφεσείοντος ιδιαίτερη βαρύτητα σ' αυτό το ενδεχόμενο, ώστε να παρίσταται ανάγκη το πρωτόδικο δικαστήριο να ασχοληθεί ιδιαιτέρως με αυτό το στοιχείο. Η μη ιδιαίτερη ενασχόληση του πρωτόδικου δικαστηρίου με το ενδεχόμενο απέλασης, κατά την κρίση μας ουδόλως καθιστά την ποινή του ενός μηνός φυλάκισης που τελικά επιβλήθηκε ως εσφαλμένη για λόγους αρχής ή ως έκδηλα υπερβολική ή εξοντωτική υπό τις περιστάσεις. Η ποινή αναμφίβολα μπορεί να θεωρηθεί ως αυστηρή, ιδιαίτερα ενόψει της πολύ μικρής ποσότητας ναρκωτικών, της παραδοχής και της συνεργασίας του Εφεσείοντος με την Αστυνομία. Όμως με κανένα τρόπο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εσφαλμένη ή έκδηλα υπερβολική ως εκ του γεγονότος και μόνο ότι δεν έγινε ειδική αναφορά από το δικαστήριο στο ενδεχόμενο απέλασης. Το ενδεχόμενο αυτό μπροστά στη σοβαρότητα του αδικήματος, κατά την άποψή μας δεν θα ήταν αρκετό από μόνο του να μετατρέψει την ποινή φυλάκισης σε ποινή προστίμου. Εμείς ενδεχομένως να ασκούσαμε τη διακριτική μας ευχέρεια με διαφορετικό τρόπο, όμως το Εφετείο, όπως είναι νομολογιακά γνωστό, δεν υποκαθιστά την πρωτόδικη κρίση με τη δική του.
Η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.