ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:B959
(2014) 2 ΑΑΔ 907
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 17/2014)
12 Δεκεμβρίου, 2014
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
ΛΑΤΟΜΕΙΑ Χ. ΜΥΛΩΝΑ (ΜΙΤΣΕΡΟΥ) ΛΤΔ,
Εφεσείοντες,
ν.
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητου.
________________________
ΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΛΑΤΟΜΕΙΑ Χ. ΜΥΛΩΝΑ (ΜΙΤΣΕΡΟΥ) ΛΤΔ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΕΦΕΣΗΣ ΣΕ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
_________________________
Γιάννης Καραμανώλης, για Τάσσο Παπαδόπουλο & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τους Αιτητές.
Α. Κωνσταντίνου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον Καθ' ου η Αίτηση.
________________________
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η παρούσα διαδικασία αφορά αίτηση, η οποία υποβλήθηκε δυνάμει του άρθρου 135 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Οι αιτητές, με αυτή, επιδιώκουν να εξασφαλίσουν άδεια για καταχώριση έφεσης κατά της επιβληθείσας σε αυτούς χρηματικής ποινής στην Ιδιωτική Ποινική Υπόθεση Αρ. 30034/2013, μετά από ομολογία ενοχής στη μοναδική κατηγορία την οποία αυτοί, τελικώς, αντιμετώπισαν. Θεωρούν ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι εσφαλμένη, καθ' ότι έχει βασιστεί σε λάθος πρόνοια της σχετικής νομοθεσίας.
Το άρθρο 135 προβλέπει τα εξής:-
«135. Πρόσωπο το οποίο βρέθηκε ένοχο και καταδικάστηκε από οποιοδήποτε Δικαστήριο βάσει ομολογίας ενοχής δικαιούται μόνο να ζητήσει άδεια για άσκηση έφεσης ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου -
(α) κατά της ποινής εκτός αν η ποινή είναι καθορισμένη από το νόμο·
(β) κατά της καταδίκης για το λόγο ότι τα πραγματικά γεγονότα που εκτίθενται στο Κατηγορητήριο ή το Κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε στο Κακουργιοδικείο τα οποία αυτός παραδέχτηκε δεν αποκαλύπτουν ποινικό αδίκημα.»
Η παρούσα περίπτωση, βεβαίως, εμπίπτει στο (α), ανωτέρω, ενώ η σχετική νομολογία ασχολείται με την περίπτωση της καταδίκης, στην οποία αναφέρεται το (β), ανωτέρω.
Με δεδομένες τις πιο πάνω πρόνοιες, στο παρόν στάδιο, δύο τινά είναι άξια επισήμανσης: Πρώτον, ότι αυτές εφαρμόζονται αδιακρίτως, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η σοβαρότητα ή μη του αδικήματος, για το οποίο υπάρχει καταδίκη, κατόπιν ομολογίας ενοχής, και επιβολή ποινής. Δεύτερον, ότι δεν προβλέπεται σε αυτές δικαίωμα έφεσης, έστω υπό συγκεκριμένους όρους, παρά μόνο δικαίωμα υποβολής αίτησης για άδεια άσκησης έφεσης. Το τελευταίο δικαίωμα, ασφαλώς, είναι πολύ διαφορετικό από το πρώτο· είναι απλώς ό,τι αναφέρεται στις εν λόγω πρόνοιες. Το πρώτο, ότι δεν προβλέπεται δικαίωμα έφεσης, είναι ό,τι εξετάζεται στη συνέχεια, με αναφορά στη σχετική, για την εφαρμογή των πιο πάνω προνοιών, νομολογία.
Στο σημείο αυτό, να αναφερθεί, επίσης, ότι η συνήγορος για το Γενικό Εισαγγελέα, με την προφορική ένστασή της, ουσιαστικά, εισηγείται μια πιο ευνοϊκή πορεία, προς υλοποίηση της πρόθεσης των αιτητών να προσβάλουν την πρωτόδικη απόφαση σε σχέση με την ποινή. Συγκεκριμένα, προβάλλει ότι, υπό το φως των προνοιών του άρθρου 25(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/1960), η απαίτηση του άρθρου 135, του Κεφ. 155, για εξασφάλιση άδειας για καταχώριση έφεσης έχει, σιωπηρά, καταργηθεί. Παρέπεμψε δε στην υπόθεση Περικλέους ν. Δήμου Λατσιών (2002) 2 Α.Α.Δ. 459, ως υποστηρίζουσα τη θέση της. Επομένως, εισηγείται, στην προκειμένη περίπτωση, δε χρειάζεται η λήψη άδειας για καταχώριση έφεσης. Η εμμονή, όμως, του συνηγόρου των αιτητών στην προώθηση της παρούσας αίτησης έχει οδηγήσει το πράγμα, οπωσδήποτε, σε ένα πιο ουσιαστικό επίπεδο. Η συζήτηση, η οποία ακολούθησε στα πλαίσια των αγορεύσεων, έχει αναβαθμίσει το θέμα, ιδωμένο, κατά τα αρχικά στάδια, ως δικονομικό, σε θέμα αφορών στο δικαίωμα έφεσης σε ποινικές υποθέσεις, συνυφασμένο με τη δευτεροβάθμια δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ως Εφετείο, υπό τις περιστάσεις, βέβαια, που προβλέπει το άρθρο 135, ανωτέρω.
Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, στο Μέρος ΙΙ αυτού, περί των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και Ελευθεριών, δεν προβλέπει δικαίωμα εφέσεως· ούτε καν προς όφελος καταδικασθέντων και τιμωρηθέντων προσώπων σε ποινικές υποθέσεις, εκτός στην περίπτωση του ΄Αρθρου 11.6. Εντούτοις, το ΄Αρθρο 155.1 του Συντάγματος καθιερώνει το Ανώτατο Δικαστήριο ως το ανώτατο δευτεροβάθμιο δικαστήριο της Δημοκρατίας, με δικαιοδοσία να αποφασίζει «... επί πάσης εφέσεως κατ' αποφάσεως οιουδήποτε άλλου δικαστηρίου, ...». Περαιτέρω, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 2 του ιδίου ΄Αρθρου, το Ανώτατο Δικαστήριο ασκεί την πιο πάνω δευτεροβάθμια δικαιοδοσία του ως «... θέλει ορισθή υπό νόμου·». Ο νόμος που προέβλεψε γι' αυτό είναι ο Ν. 14/1960, στο άρθρο 25(2), προκειμένου για έφεση από δικαστήριο που ασκεί ποινική δικαιοδοσία. Το άρθρο αυτό προέβλεπε, αρχικά, τα εξής:-
«(2) Τηρουμένων των διατάξεων του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου πλην ως άλλως προβλέπεται εις το εδάφιον τούτο, πάσα απόφασις δικαστηρίου ασκούντος ποινικήν δικαιοδοσίαν θα υπόκειται εις έφεσιν εις το Ανώτατον Δικαστήριον.
Πάσα τοιαύτη έφεσις δύναται να ασκηθή κατά της καταδικαστικής αποφάσεως ή της επιβαλλούσης ποινήν τοιαύτης δι' οιονδήποτε λόγον.»
Μεταγενέστερα, με τον περί Δικαστηρίων (Τροποποιητικό) Νόμο του 1998, (Ν. 53(Ι)/1998), προσετέθη ότι έφεση δύναται να ασκηθεί και κατά αθωωτικής απόφασης. Η προσθήκη αυτή δεν απασχολεί στην παρούσα περίπτωση. Επίσης, να αναφερθεί ότι, στις 30.6.2000, τέθηκε σε ισχύ, ως μέρος της κυπριακής έννομης τάξης, με τον περί της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών (΄Εβδομο Πρωτόκολλο) (Κυρωτικό) Νόμο του 2000, (Ν. 18(ΙΙΙ)/2000), το Πρωτόκολλο Αρ. 7 της εν λόγω Σύμβασης, το ΄Αρθρο 2 του οποίου δημιουργεί δικαίωμα έφεσης προς όφελος προσώπου το οποίο καταδικάζεται για ποινικό αδίκημα. Το εν λόγω δικαίωμα «δυνατόν να υπόκειται σε εξαιρέσεις αναφορικά με αδικήματα δευτερεύουσας φύσης, όπως καθορίζονται από το νόμο».
Οι πρόνοιες του πιο πάνω Πρωτοκόλλου, επίσης, δεν απασχόλησαν κατά την ακρόαση της παρούσας αίτησης. Η προσοχή των συνηγόρων επικεντρώθηκε στις σχετικές πρόνοιες του Ν. 14/1960 και, δη, στο άρθρο 25(2). Αυτό δε που διαπιστώνεται, σε σχέση με το άρθρο 25(2), είναι η απουσία οποιασδήποτε ρητής αναφοράς στις πρόνοιές του σε δικαίωμα έφεσης. ΄Ο,τι, εκ πρώτης όψεως, φαινόταν να αναγνωρίζεται σ' αυτές, σχετικά, είναι η δυνατότητα, η οποία παρέχεται με τη χρήση του όρου «δύναται», για άσκηση έφεσης, «Τηρουμένων των διατάξεων του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου». Δεν υπήρχε, όμως, ούτε και ως προς τούτο βεβαιότητα.
Τελικώς, το θέμα αυτό επιλύθηκε, από νωρίς, στη Theodoros Panayioti Shourris v. The Republic 1961 C.L.R. 11. Στην υπόθεση αυτή, το Ανώτατο Δικαστήριο είχε κληθεί να αποφασίσει αν η λέξη «δύναται» στο εδάφιο (2), ανωτέρω, και η αντίστοιχή της τουρκική είχαν ταυτόσημη έννοια, παρέχοντας δικαίωμα έφεσης. Δεδομένης της θετικής διαπίστωσης στο πιο πάνω θέμα, το Ανώτατο Δικαστήριο κατέληξε, στη σελίδα 13, ως εξής:-
"In the result, this Court is of opinion that in the case of appeal against conviction or sentence the section in question, section 25(2), gives a convicted person the right to appeal from every such decision and leave by this Court or any judge thereof is no longer a requisite."
Σε, σχετικά, σύντομο χρόνο, ακολούθησε η υπόθεση Ioannis Stylianou Savva Klonarou v. The District Officer Famagusta (1963) 1 C.L.R. 47, στην οποία το θέμα που έπρεπε να αποφασιστεί ήταν κατά πόσο ο εφεσείων, ο οποίος είχε καταδικαστεί πρωτόδικα, κατόπιν ομολογίας ενοχής, μπορούσε να εφεσιβάλει την εν λόγω καταδίκη, προς το σκοπό ακύρωσής της. Θεωρήθηκε ότι είχε τέτοιο δικαίωμα. Στη σελίδα δε 48 της απόφασης, λέχθηκαν, σχετικά, τα εξής:-
"A conviction of this nature can be set aside on the grounds stated in section 135 of the Criminal Procedure Law paragraph (b) which provides that a person who has been convicted on a plea of guilty shall be entitled to appeal 'against conviction on the ground that the facts alleged in the charge or information to which he pleaded guilty did not disclose any offence'."
Είναι πρόδηλο, από το πιο πάνω απόσπασμα, ότι η μη αναγκαιότητα για λήψη της προβλεπόμενης άδειας είχε, πλέον, εμπεδωθεί. ΄Ο,τι δε παρέμενε προς εξέταση, σε κάθε περίπτωση, ήταν κατά πόσο ο λόγος της έφεσης ενέπιπτε στις λοιπές πρόνοιες του άρθρου 135, υπό τις παραγράφους (α) ή (β) αυτού, αναλόγως της περίπτωσης.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, υπήρξαν και άλλες υποθέσεις, στην κάθε μια από τις οποίες είχε καταχωρηθεί έφεση για ακύρωση καταδίκης, μετά από ομολογία ενοχής, κατ' επίκληση του άρθρου 135(β) του Κεφ. 155, (βλ. Fahmy v. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 279, Μηλιώτης ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 506, Ματθαίου & άλλος ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 149, Ορφανίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 168, Περικλέους ν. Δήμου Λατσιών, ανωτέρω, και Cerkez κ.ά. v. Δημοκρατίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 314). Δεν αναφέρεται αν, σε οποιαδήποτε από τις υποθέσεις αυτές, είχε ληφθεί προηγουμένως άδεια για καταχώριση της έφεσης. Στην κάθε περίπτωση, το Ανώτατο Δικαστήριο είχε προχωρήσει στην εξέταση της έφεσης επί της ουσίας, αποφασίζοντας κατά πόσο μπορούσε να τύχουν εφαρμογής στα περιστατικά της οι πρόνοιες του άρθρου 135(β).
Μόνο σε μια περίπτωση, στην υπόθεση Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 305, το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την έφεση, φαίνεται να βασίστηκε και στο ότι δεν είχε ληφθεί προηγουμένως άδεια για την καταχώρισή της. Το σκεπτικό του, στη σελίδα 308, έχει ως εξής:-
«Εξετάσαμε το περιεχόμενο των κατηγοριών που παραδέχτηκε ο εφεσείων, καθώς επίσης και τα όσα λέχθηκαν στην πρωτόδικη διαδικασία και στην παρούσα έφεση και καταλήξαμε στο συμπέρασμα πως ο εφεσείων όχι μόνο δεν ζήτησε άδεια να καταχωρήσει την παρούσα έφεση σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 135(β), αλλά παράλληλα απέτυχε να αποδείξει ότι οι πρόνοιες του άρθρου 135(β) τυγχάνουν εφαρμογής, ...»
Βέβαια, θα πρέπει, επίσης, να τονιστεί πως δε φαίνεται, από την απόφαση, κατά πόσο το θέμα της άδειας είχε απασχολήσει τα μέρη κατά τη συζήτηση της έφεσης, όπως είχε συμβεί στην περίπτωση Περικλέους ν. Δήμου Λατσιών, ανωτέρω. Εκεί, το θέμα της μη εξασφάλισης της άδειας η οποία προβλέπεται στο άρθρο 135 είχε εγερθεί εκ μέρους του εφεσίβλητου, με εισήγηση για απόρριψη της έφεσης, και απαντήθηκε, στη σελίδα 463, ως εξής:-
«Η εισήγηση αυτή δεν ευσταθεί. ΄Εχει επανειλημμένα νομολογηθεί ότι το άρθρο 25(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου έχει σιωπηρά καταργήσει την υποχρέωση καταδικασθέντος με βάση την παραδοχή του να εξασφαλίσει την προηγούμενη άδεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου για να καταχωρήσει έφεση. (Βλ., μεταξύ άλλων, Κυριάκου ν. Δήμου ΄Εγκωμης (1992) 2 Α.Α.Δ. 414, στις σελίδες 415 και 421).»
Επομένως, υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας, η αίτηση για άδεια καταχώρισης έφεσης καθίσταται αχρείαστη. Ακολουθώντας, όμως, την πρακτική, η οποία εφαρμόστηκε στην υπόθεση Theodoros Panayioti Shourris v. The Republic, ανωτέρω, η εν λόγω αίτηση μπορεί να λάβει τη θέση έφεσης και να οριστεί προς εξέταση ενώπιον του αρμόδιου Εφετείου. Ως εκ τούτου, δίδονται οδηγίες να ενεργήσει ως προς τούτο ο αρμόδιος Πρωτοκολλητής.
΄Οσον αφορά το θέμα των εξόδων, δε θα μπορούσε να θεωρηθεί παντελώς αδικαιολόγητη η ενέργεια υποβολής της αίτησης, δεδομένης της εξακολούθησης της ύπαρξης της σχετικής πρόνοιας για άδεια στο άρθρο 135. Υπό τις περιστάσεις δε αυτές, δεν εκδίδεται οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα σε σχέση με την ημερομηνία ακροάσεως της παρούσας αίτησης και τη σημερινή ημερομηνία. ΄Οσον αφορά τα λοιπά έξοδα, αυτά να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της έφεσης.
Στ. Ναθαναήλ, Δ.
Λ. Παρπαρίνος, Δ.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
ΜΠ