ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Παναγή, Περσεφόνη Λιάτσος, Αντώνης Μαρία Εύζωνα (κα), για τον Εφεσείοντα Χάρης Φωτίου, για τους Εφεσίβλητους CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2014-10-14 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΚΥΠΡΙΑΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ν. VIVA HOLIDAYS TRAVEL LTD κ.α., Ποινική Έφεση Αρ. 99/2011, 14/10/2014 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2014:B777

(2014) 2 ΑΑΔ 753

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ                    

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                  (Ποινική Έφεση Αρ. 99/2011)

 

14 Οκτωβρίου, 2014

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]

 

ΚΥΠΡΙΑΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ

                                                            Εφεσείοντας,

-        v  -

 

1.    VIVA HOLIDAYS TRAVEL LTD

2.    ΝΕΟΦΥΤΑΣ ΜΥΡΙΑΝΘΟΥΣ

3.    ΧΡΙΣΤΟΥ ΜΥΡΙΑΝΘΟΥΣ

                                                            Εφεσιβλήτων

  ---------------------------------------

 

Μαρία Εύζωνα (κα), για τον Εφεσείοντα

Χάρης Φωτίου, για τους Εφεσίβλητους

 

----------------------------------------

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του

Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Λιάτσος.


Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.:   Η πρώτη Εφεσίβλητη είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν ο επιχειρηματίας της ξενοδοχειακής επιχείρησης με το όνομα Alecos Hotel Apts, η οποία βρίσκεται στην Κάτω Πάφο.  Η δεύτερη Εφεσίβλητη ήταν η διευθύντρια και διοικητική σύμβουλος της πρώτης και ο τρίτος Εφεσίβλητος ήταν επίσης διοικητικός σύμβουλος της πρώτης Εφεσίβλητης.  Υπό τις ιδιότητές τους αυτές, οι Εφεσίβλητοι αντιμετώπισαν πρωτόδικα 39 συνολικά κατηγορίες, οι οποίες αφορούσαν παράβαση των περί Ξενοδοχείων και Τουριστικών Καταλυμάτων Νόμων του 1969 έως 2005 και των περί Κέντρων Αναψυχής Νόμων  του 1985 μέχρι 2007.  Οι κατηγορίες 1 - 16 αφορούσαν παράλειψη καταβολής στον Εφεσείοντα - Κυπριακό Οργανισμό Τουρισμού του ποσοστού επί των εισπράξεων, πλέον τις επιβαρύνσεις, για την περίοδο από 1/12/2001 - 31/12/2002, από τη λειτουργία της πιο πάνω ξενοδοχειακής επιχείρησης ως οργανωμένων τουριστικών διαμερισμάτων.  Οι κατηγορίες 17 - 32 αφορούσαν αντίστοιχη παράλειψη για την περίοδο από 1/10/2001 - 31/12/2002, από τη λειτουργία κέντρου αναψυχής, ήτοι μπαρ,  εντός της προαναφερθείσας ξενοδοχειακής επιχείρησης και οι κατηγορίες 33 - 39 αφορούσαν υποβολή αναληθών δηλώσεων κατά παράβαση των πιο πάνω Νόμων και των σχετικών Κανονισμών, ΚΔΠ 265/86.  Συγκεκριμένα, και σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των αδικημάτων των εν λόγω κατηγοριών 33 - 39, οι Εφεσίβλητοι με πρόθεση εξαπάτησης, και ενώ λειτουργούσαν το πιο πάνω κέντρο αναψυχής εντός της επίδικης ξενοδοχειακής επιχείρησης, υπέβαλαν κατά περιόδους αναληθείς δηλώσεις, σύμφωνα με τις οποίες το κέντρο αναψυχής δεν λειτουργούσε και ότι δεν είχαν καθόλου εισπράξεις.

 

Εκ μέρους του Εφεσείοντα προσφέρθηκε πρωτόδικα η μαρτυρία τεσσάρων μαρτύρων κατηγορίας προς απόδειξη της υπόθεσής του και του συνόλου των κατηγοριών που περιελάμβανε το κατηγορητήριο.  Οι Εφεσίβλητοι επέλεξαν να ασκήσουν το δικαίωμα της σιωπής, και δεν κάλεσαν οποιονδήποτε μάρτυρα προς υπεράσπιση.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε  ως εξής την ενώπιον του μαρτυρία:

 

«Όλοι οι μάρτυρες που παρήλασαν από το εδώλιο του μάρτυρα, αν και άφησαν θετική εντύπωση στο Δικαστήριο με την συμπεριφορά τους μέσα από το εδώλιο του μάρτυρα και την εν γένει ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, εν τούτοις έχουν δημιουργηθεί σοβαρά ερωτηματικά και αμφιβολίες ως προς ορισμένα κρίσιμα και ουσιώδη ζητήματα, επιφέροντας ρίγμα στο οικοδόμημα της υπόθεσης της κατηγορούσας αρχής και την υποχρέωση της να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την ενοχή των κατηγορουμένων.

 

Συγκεκριμένα, η κατηγορούσα αρχή, σύνταξε το τεκμήριο 26 στο οποίο επισυνάπτεται έκθεση των υγειονομικών υπηρεσιών, σύμφωνα με το οποίο τα διαμερίσματα της επίδικης επιχείρησης, ενοικιάστηκαν σε ομογενείς επί μηνιαίας βάσεως.  Το εν λόγω τεκμήριο και πιο συγκεκριμένα η τελευταία σελίδα του, φέρει ημερομηνία 23/10/2003 με υπογραφή του υγειονομικού επιθεωρητή, ήτοι διαπίστωσε το εν λόγω γεγονός από το έτος 2003, χωρίς να εξακριβώνεται χρονικά η έναρξη των εν λόγω ενοικιάσεων.

 

Από την άλλη, η Μ.Κ.4 ανέφερε τόσο στο Δικαστήριο αλλά τόσο και επί του τεκμηρίου 25, ότι η ενοικίαση των διαμερισμάτων διαπιστώθηκε στις 5/12/2005, αλλά δεν ήταν σε θέση επίσης να εξακριβώσει χρονικά την έναρξη των εν λόγω ενοικιάσεων.

 

Ο Μ.Κ. 1 ανέφερε ότι ο Κ.Ο.Τ. δεν κρατά τη χρονική διάρκεια παραμονής των πελατών μιας μονάδας και η Μ.Κ.3 ανέφερε ότι δεν ρώτησε για την χρονική διάρκεια παραμονής των πελατών της μονάδας.  Ο εν λόγω μάρτυρας επιθεώρησε την επίδικη μονάδα το έτος 2004.  Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι στο τεκμήριο 26 το οποίο αναφέρεται στο γεγονός της ενοικίασης των διαμερισμάτων σε ομογενείς επί μηνιαίας βάσεως σε ημερομηνία προγενέστερη της επιθεώρησης που προέβηκε ο εν λόγω μάρτυρας, αφήνει ερωτηματικά για το καθεστώς λειτουργίας των επίδικων διαμερισμάτων.

 

Οι Μ.Κ.2 και 3 δεν ήταν σε θέση να εξακριβώσουν με βεβαιότητα αν η πισίνα των διαμερισμάτων λειτουργούσε ή όχι κατά τις εκεί επισκέψεις τους.  Σίγουρα η πισίνα είναι μέρος υπηρεσιών και ανέσεων, στενά συνυφασμένη με την φύση και λειτουργία μιας ξενοδοχειακής μονάδας και το ευλόγως αναμενόμενο είναι να ελεγχθεί τουλάχιστον εξωτερικά, εάν αυτή είναι λειτουργήσιμη ή όχι.  Η πιο πάνω αβεβαιότητα αφήνει επίσης ερωτηματικά για το καθεστώς λειτουργίας των επίδικων διαμερισμάτων, αν δηλαδή λειτουργούσαν ως τουριστικά διαμερίσματα ή ως ενοικιαζόμενα διαμερίσματα επί μηνιαίας βάσεως σε παλινοστούντες ομογενείς από την πρώην Ε.Σ.Σ.Δ.»

 

Αναλύοντας στη συνέχεια την νομική πτυχή της ενώπιόν του υπόθεσης, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής τόνισε ότι αποφασιστικής σημασίας, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί νομικά η ποινική ευθύνη των Εφεσιβλήτων,  ήταν η απόδειξη ότι η επίδικη επιχείρηση αποτελεί οργανωμένα διαμερίσματα εν τη εννοία των περί Ξενοδοχείων και Τουριστικών Καταλυμάτων Νόμων (ανωτέρω) και ότι το μπαρ, το οποίο βρίσκεται εντός της επίδικης επιχείρησης, συνιστά κέντρο, όπως οριοθετείται από τον ορισμό των περί Κέντρων Αναψυχής Νόμων (ανωτέρω).  Δέχθηκε ότι, ενώ ο Εφεσείων πέτυχε να αποδείξει ότι τα επίδικα διαμερίσματα βρίσκονται σε ενιαίο κτίριο, είναι επιπλωμένα και έχουν κοινόχρηστους και βοηθητικούς χώρους, απέτυχε να αποδείξει ότι αποτελούνται τουλάχιστον από δύο δωμάτια.  Επίσης, έκρινε ως προς το ζήτημα της προσωρινής διαμονής, ότι δεν προσκομίστηκε μαρτυρία που να αποδεικνύει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι οι ένοικοι έμεναν προσωρινά ή επί μηνιαίας βάσης.  Με αυτά ως δεδομένα, κατέληξε πως δημιουργήθηκαν αμφιβολίες για το καθεστώς λειτουργίας των διαμερισμάτων και πως, συνακόλουθα, η επίδικη επιχείρηση δεν αποτελούσε οργανωμένα διαμερίσματα εν τη εννοία του Νόμου.  Εξετάζοντας, περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά πόσον πληρούνταν οι προϋποθέσεις χαρακτηρισμού ως «κέντρο αναψυχής» του μπαρ που βρισκόταν εντός της επίδικης επιχείρησης, κατέληξε ότι ο Εφεσείων, ενώ προσκόμισε μαρτυρία προς απόδειξη της γεωγραφικής τοποθεσίας, των εδεσμάτων και των οινοπνευματωδών ποτών, δεν προσκόμισε μαρτυρία που να αποδεικνύει ότι το μπαρ είχε χώρο εξυπηρέτησης πέραν των οκτώ τετραγωνικών μέτρων και, ως εκ τούτου, κατέληξε πως δεν απεδείχθη η ύπαρξη κέντρου αναψυχής.  Εν όψει όλων αυτών,  και λόγω της δημιουργίας αμφιβολιών ως προς το καθεστώς λειτουργίας των επίδικων διαμερισμάτων, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο Εφεσείων απέτυχε να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας τις κατηγορίες εναντίον των Εφεσίβλητων, τους οποίους, ως αποτέλεσμα, αθώωσε και απάλλαξε.

 

Η αθωωτική απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου προσβάλλεται με πέντε λόγους έφεσης. Οι τέσσερις πρώτοι λόγοι έφεσης περιστρέφονται γύρω από τις κατηγορίες 1 - 16 και την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το ζήτημα της απόδειξης ύπαρξης οργανωμένων διαμερισμάτων στην υπό κρίση περίπτωση και του καθεστώτος λειτουργίας τους.  Τίθεται ότι το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο να αθωώσει και να απαλλάξει τους Κατηγορούμενους από τις εν λόγω κατηγορίες είναι νομικά και πραγματικά εσφαλμένο, αυθαίρετο και αντίθετο προς την προσαχθείσα και αποδεκτή μαρτυρία. Ο πέμπτος λόγος έφεσης στρέφεται κατά του ευρήματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σύμφωνα με το οποίο δεν παρουσιάστηκε μαρτυρία που να αποδεικνύει ότι το μπαρ συνιστά κέντρο αναψυχής στα πλαίσια του ορισμού του άρθρου 2 των περί Κέντρων Αναψυχής Νόμων. Είναι η σχετική προσέγγιση της πλευράς του Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε λανθασμένα το υπό αναφορά άρθρο και πως στην παρούσα υπόθεση δόθηκε ικανοποιητική μαρτυρία, σύμφωνα με την οποία, εντός της επίδικης ξενοδοχειακής επιχείρησης λειτουργούσε κέντρο αναψυχής, δηλαδή το προαναφερθέν μπαρ.

 

Στην αντίθετη όχθη, η πλευρά των Εφεσιβλήτων θέτει ότι τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο πηγάζουν από την ενώπιον του μαρτυρία, είναι πλήρως αιτιολογημένα και νομικά τεκμηριωμένα.  Προεκτείνοντας, εισηγείται ότι ο Εφεσείων απέτυχε να αποδείξει τα συστατικά στοιχεία των κατηγοριών και, πιο συγκεκριμένα, δεν απέδειξε την ύπαρξη οργανωμένων διαμερισμάτων, την πρόσκαιρη διαμονή και την ύπαρξη κέντρου αναψυχής.    Επικαλούνται, τέλος, οι Εφεσίβλητοι καταχρηστική συμπεριφορά του Εφεσείοντα και υπέρμετρη καθυστέρηση στην καταχώρηση της ποινικής δίωξης.

 

Το μέρος ΙΙΙ των περί Ξενοδοχείων και Τουριστικών Καταλυμάτων  Νόμων καλύπτει τα τουριστικά καταλύματα.  Σύμφωνα με το άρθρο 17, τα οργανωμένα διαμερίσματα κατατάσσονται στα τουριστικά καταλύματα.  Ως οργανωμένα διαμερίσματα, λογίζεται στο άρθρο 18(3):

 

«.κατάστημα διαθέτον εις ενιαίον κτίριον ή κτίρια συγκροτούντα ενιαίον σύνολον εντός ενιαίου χώρου, επιπλωμένα διαμερίσματα εκ δύο τουλάχιστον δωματίων και περιορισμένους κοινοχρήστους και βοηθητικούς χώρους, παρέχον δε εις την πελατείαν αυτού κατ΄ επάγγελμα και έναντι ενοικίου προς προσωρινήν διαμονήν υπηρεσίας περιωρισμένης εκτάσεως (θυρωρείον, υποδοχήν καθαριότητα).»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε έμφαση στο γεγονός ότι ο Εφεσείων δεν προσκόμισε μαρτυρία ότι τα επίδικα διαμερίσματα αποτελούνται τουλάχιστον από δύο δωμάτια και, ως εκ τούτου, ήταν κατάληξή του, ότι απέτυχε να αποδείξει ένα από τα συστατικά στοιχεία του όρου «οργανωμένα διαμερίσματα».  Η προσέγγιση αυτή ήταν, με όλο το σεβασμό, λανθασμένη.  Η Αρμόδια Αρχή, ο Εφεσείων, κατέταξε τα επίδικα διαμερίσματα για σκοπούς χορήγησης της εκ του Νόμου απαραίτητης άδειας για τη νόμιμη λειτουργία τους, στην κατηγορία των «οργανωμένων διαμερισμάτων». Προκειμένου να γίνει η σχετική κατάταξη, προαπαιτούμενο είναι η ανέγερση σύμφωνα με αρχιτεκτονικά σχέδια, τα οποία καλύπτουν τους όρους και προϋποθέσεις που απαιτούν η σχετική Νομοθεσία και Κανονισμοί περί Οργανωμένων Διαμερισμάτων.   Η ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου σχετική μαρτυρία, η οποία και δεν αντικρούστηκε, συγκλίνει στο ότι οι Εφεσίβλητοι λειτουργούσαν τα επίδικα διαμερίσματα ως «οργανωμένα διαμερίσματα» με άδεια, η οποία εκδόθηκε από τον Εφεσείοντα, και η οποία ουδέποτε ανακλήθηκε.  Κατά συνέπεια, και στην απουσία οποιασδήποτε αντικρουστικής μαρτυρίας, δεν υπήρχε περιθώριο αμφισβήτησης της φύσης των επίδικων διαμερισμάτων. Άλλωστε, όπως ήδη λέχθηκε, οι Εφεσίβλητοι όχι μόνο δεν αμφισβήτησαν το καθεστώς των εν λόγω διαμερισμάτων, αλλά διατηρούσαν και υπέβαλλαν όλα τα αναγκαία εκ του Νόμου έντυπα προς δήλωση του κύκλου εργασιών και καταβολή των οφειλομένων στον Εφεσείοντα ποσοστών, υπογράφοντας, ταυτόχρονα, και τα σχετικά δελτία επιθεώρησης της ξενοδοχειακής τους επιχείρησης.

 

Ως προς το ζήτημα της απόδειξης της προσωρινότητας της διαμονής, το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε λανθασμένα την ενώπιόν του μαρτυρία.  Έδωσε ιδιαίτερη έμφαση σε χειρόγραφη σημείωση της τελευταίας σελίδας του τεκμηρίου 26, όπου αναγράφεται ότι «τα διαμερίσματα έχουν ενοικιασθεί σε επαναπατρισθέντες ομογενείς επί μηνιαίας βάσης». Παρέβλεψε, όμως, ότι η εν λόγω σημείωση − άσχετα από την όποια βαρύτητά της, δεδομένου ότι παρέμεινε χωρίς επεξήγηση η προέλευσή της - αφορά χρόνο μεταγενέστερο αυτού των κατηγοριών, συγκεκριμένα, φέρει ως ημερομηνία την 23/10/2003. Αντί τούτου, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη του, ως όφειλε, εκτεταμένη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιόν του από την πλευρά του Εφεσείοντα και μόνο, σύμφωνα με την οποία, κατά τον ουσιώδη χρόνο που καλύπτει το Κατηγορητήριο, διέμεναν στον επίδικο χώρο πελάτες διαφόρων εθνικοτήτων, κυρίως άγγλοι.  Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και από τα σχετικά δελτία επιθεώρησης, τα οποία κατατέθηκαν ως τεκμήρια, και φέρουν την υπογραφή των Εφεσιβλήτων.  Είναι δεδομένα που αφορούσαν την επίδικη χρονική περίοδο που καλύπτουν οι κατηγορίες και, ως αδιαμφισβήτητα, επιμαρτυρούσαν το στοιχείο της προσωρινής διαμονής.

 

Σύμφωνα με τους περί Κέντρων Αναψυχής Νόμους, άρθρο 2:

 

««κέντρον» σημαίνει κατάστημα:

 

(α) λειτουργούν εντός των περιοχών των πόλεων,

κωμοπόλεων, συμβουλίων βελτιώσεως και παραλιακών περιοχών ή

 

(β) ......................

 

Εν τω οποίω παρέχονται επί πληρωμή εστίασις, ή πάσης φύσεως φαγητά, ποτά ή γλυκίσματα, ανεξαρτήτως του εάν εις το κατάστημα προσφέρεται μουσική ή καλλιτεχνικόν πρόγραμμα:

 

Νοείται ότι δεν περιλαμβάνονται στον όρο αυτό:

......................

......................

 

(v)  τα καταστήματα των οποίων ο χώρος εξυπηρέτησης είναι μικρότερος των οκτώ τετραγωνικών μέτρων και τα οποία δεν προσφέρουν οινοπνευματώδη ποτά.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ερμηνεύοντας λανθασμένα, υπό το φως της ενώπιόν του αποδεκτής μαρτυρίας,  την πιο πάνω διάταξη, κατέληξε ότι η αδυναμία του Εφεσείοντα να παρουσιάσει μαρτυρία ότι το μπαρ έχει χώρο εξυπηρέτησης πέραν των οκτώ τετραγωνικών μέτρων, ήταν μοιραία για την κατάταξή του στα πλαίσια της ερμηνείας του όρου «κέντρο αναψυχής».  Ήταν, όμως, εύρημα του Δικαστηρίου ότι «για τα υπόλοιπα θέματα προσκομίστηκε μαρτυρία όπως είναι η γεωγραφική τοποθεσία, τα εδέσματα, τα ποτά και τα οινοπνευματώδη ποτά, όπως είναι οι μπύρες».  Υπό αυτές τις συνθήκες, και δεδομένου ότι έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο η προσφορά οινοπνευματωδών ποτών, η έκταση του χώρου εξυπηρέτησης ήταν χωρίς καμιά ουσιαστική σημασία για σκοπούς καθορισμού του συγκεκριμένου μπαρ ως «κέντρου αναψυχής».  Συνεπώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε λανθασμένα την εξεταζόμενη διάταξη, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί στην απόρριψη των σχετικών κατηγοριών 17 μέχρι 39.

 

Προτού καταλήξουμε, παρεμβάλλουμε ότι ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσιβλήτων έθεσε ζήτημα καταχρηστικής άσκησης ποινικής δίωξης και υπέρμετρης καθυστέρησης  εν όψει του χρόνου που έχει παρέλθει από τη διάπραξη των αδικημάτων.  Εισηγήθηκε ότι σκοπός της δίωξης ήταν η είσπραξη των ποσών και μόνο.  Δε διαπιστώνουμε βάση στην πιο πάνω προσέγγιση.  Ο Εφεσείων άσκησε τα δικαιώματα που του παρέχει ο Νόμος μετά από επανειλημμένες αρνήσεις των Εφεσίβλητων να συμμορφωθούν. Η καταβολή των οφειλομένων ποσών και επιβαρύνσεων προβλέπεται από τα προαναφερθέντα νομοθετήματα και γίνεται κατορθωτή μέσω έκδοσης δικαστικών διαταγμάτων, στη βάση θεσμοθετημένης ποινικής διαδικασίας.  Συνεπώς, δεν εντοπίζεται οτιδήποτε επιλήψιμο, ούτε και τέθηκε ενώπιόν μας ζήτημα επηρεασμού με οποιονδήποτε τρόπο του δικαιώματος των Εφεσιβλήτων για δίκαιη δίκη, ως αποτέλεσμα της όποιας καθυστέρησης παρατηρήθηκε.

 

Εν όψει όλων των  πιο πάνω, η Έφεση επιτυγχάνει.  Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και αντικαθίσταται με απόφαση καταδικαστική, δεδομένης πλέον της απόδειξης όλων των συστατικών στοιχείων των αδικημάτων.  Συνεπώς, οι Εφεσίβλητοι κρίνονται ένοχοι στο σύνολο των κατηγοριών.   

 

 

Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.                ................

 

 

Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.                        ................

 

 

Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ                         ................

 

 

 

 

/ΜΣ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο