ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:B742
(2014) 2 ΑΑΔ 722
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 34/2012)
3 Οκτωβρίου, 2014
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]
ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,
Εφεσείοντας,
v.
ΑΝΤΩΝΗ ΣΑΒΒΑ,
Εφεσίβλητου.
_________________________
Μ. Βασιλειάδης, για τον Εφεσείοντα.
Αλ. Χρ. Αλεξάνδρου, για τον Εφεσίβλητο.
__________________________
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει
ο Νικολάτος, Π..
_______________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Ο εφεσίβλητος αντιμετώπισε, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, κατηγορία για το αδίκημα της πράξης καταδολίευσης των, εκ Δικαστικών Αποφάσεων, πιστωτών του, κατά παράβαση του περί Καταδολίευσης των εκ Δικαστικής Αποφάσεων Πιστωτών Νόμου, Ν 60(Ι)/2008, Άρθρα 2., 3.(1) (α) (3) (4) (α) (5), 4.(1) και του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού εξέδωσε απόφαση στην οποία βρήκε ότι αποδείχτηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του εφεσίβλητου στις 23.11.11, στην τελική του απόφαση, ημερ. 28.12.11, αθώωσε και απάλλαξε τον εφεσίβλητο. Η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν ότι η Κατηγορούσα Αρχή (ο εφεσείων) δεν πέτυχε να αποδείξει το απαραίτητο συστατικό στοιχείο, της μεταβίβασης του επίδικου αυτοκινήτου. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε το πρωτόδικο δικαστήριο: «Ενώπιον του δικαστηρίου δεν υπάρχει μαρτυρία σαφής, αξιόπιστη, η οποία να αποδεικνύεται (sic) πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι ο κατηγορούμενος προέβηκε σ΄ αυτή τη μεταβίβαση. Δεν υπάρχει μαρτυρία από το Τμήμα Οδικών Μεταφορών, η οποία ακριβώς να δείχνει ότι το εν λόγω πρόσωπο προέβηκε σε οποιαδήποτε μεταβίβαση σε άλλο πρόσωπο».
Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με τρεις λόγους έφεσης:
1. Ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν αποδείχθηκαν όλα τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος και συγκριμένα η μεταβίβαση του επίδικου οχήματος SB818 .
2. Ότι πλημμελώς, το πρωτόδικο δικαστήριο, εφάρμοσε το Νόμο επί των πραγματικών γεγονότων. Συγκεκριμένα ότι, εσφαλμένα, το δικαστήριο αγνόησε τη μαρτυρία του παραπονούμενου (εφεσείοντα) ότι ο κατηγορούμενος (εφεσίβλητος) μεταβίβασε στον πατέρα του το επίδικο αυτοκίνητο και μάλιστα δεν αντεξετάστηκε επί αυτού του ισχυρισμού του.
3. Ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, στην ίδια υπόθεση, κατέληξε σε δύο αντίθετα ευρήματα.
Είναι ορθή η θέση του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αγνόησε την ενώπιον του μαρτυρία του εφεσείοντα, η οποία δόθηκε με γραπτή κατάθεση ημερ. 2.9.11, και σύμφωνα με την οποίαν το επίδικο αυτοκίνητο, με αρ. εγγραφής SB818, μεταβιβάστηκε, από τον εφεσίβλητο, στον πατέρα του, Γεώργιο Σάββα, στις 29.4.09. Επομένως η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δεν υπήρχε ενώπιον του σαφής μαρτυρία ότι ο εφεσίβλητος προέβηκε στην προαναφερόμενη μεταβίβαση, είναι εσφαλμένη. Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν προχώρησε να εξετάσει τα άλλα επίδικα ζητήματα, εφόσον συμπέρανε ότι αναγκαίο συστατικό στοιχείο του αδικήματος, αυτό της μεταβίβασης, δεν είχε αποδειχθεί. Στη βάση εκείνης της κατάληξης αθώωσε και απάλλαξε τον κατηγορούμενο-εφεσίβλητο, με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντα.
Με δεδομένο ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι εσφαλμένη, τίθεται το ζήτημα του κατά πόσον είναι ορθό και δίκαιο, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, να διαταχθεί επανεκδίκαση της υπόθεσης, εναντίον του εφεσίβλητου, από άλλο Δικαστή. Ο εφεσίβλητος έθεσε ζήτημα ότι, τυχόν εξέταση της ουσίας της έφεσης και κατ΄ επέκταση τυχόν επανάνοιγμα της υπόθεσης εναντίον του εφεσίβλητου συνιστά εκτροχιασμό της δίκης και παραβίαση της συνταγματικής επιταγής, του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποίαν, η ποινική ευθύνη (μεταξύ άλλων) πρέπει να διαγιγνώσκεται εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου αναφέρθηκε σε σχετική νομολογία, μεταξύ άλλων, στις υποθέσεις Γενικός Εισαγγελέας ν. Βάσου κ.α. (2005) 2 ΑΑΔ, 653, Χριστόπουλος ν. Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ, 100 και Ευσταθίου ν. Αστυνομίας (1990) 2 ΑΑΔ, 294. Κατά τα άλλα, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου υπέβαλε ότι η αθώωση του εφεσίβλητου ήταν απόλυτα ορθή και ότι, εν πάση περιπτώσει, καταχωρήθηκαν δύο υποθέσεις από τον εφεσείοντα εναντίον του εφεσίβλητου, για το ίδιο αδίκημα, δηλαδή της καταδολίευσης των, εξ αποφάσεως, πιστωτών του, αναφορικά με δύο οχήματα τα οποία αυτός μεταβίβασε.
Εξετάσαμε με προσοχή την όλη πορεία της παρούσας υπόθεσης, τόσο ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, όσο και ενώπιον του Εφετείου. Το κατηγορητήριο καταχωρήθηκε στις 15.9.09 και αφορούσε σε αδίκημα που κατ΄ ισχυρισμό διαπράχθηκε στις 29.4.09. Καταλόγιζε στον εφεσίβλητο ότι, με σκοπό την καταδολίευση του εξ αποφάσεως πιστωτή του-εφεσείοντα, προέβη σε μεταβίβαση του προαναφερόμενου οχήματος στο Γεώργιο Σάββα με στόχο την παρεμπόδιση ή καθυστέρηση ικανοποίησης των εκ δικαστικής αποφάσεως χρεών του (που απόρρεαν από την απόφαση στην Αγωγή 857/2006 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου). Η υπόθεση ορίστηκε αρχικά στις 19.10.09. Η ακρόαση άρχισε στις 5.7.11, συνεχίστηκε σε άλλες επτά δικασίμους, ενώ αναβλήθηκε στις 17.10.11 λόγω απουσίας μάρτυρος κατηγορίας. Η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου εκδόθηκε στις 8.12.11 και η έφεση καταχωρήθηκε στις 28.12.11.
Ενώπιον του Εφετείου η έφεση ορίστηκε για πρώτη φορά στις 20.5.14 οπότε δόθηκαν οδηγίες για καταχώριση διαγράμματος αγόρευσης του εφεσίβλητου, ο οποίος είχε αναφέρει ότι ουδέποτε είχε λάβει γνώση της έφεσης και στη συνέχεια η έφεση ορίστηκε για ακρόαση στις 12.9.14. Στις 12.9.14 η έφεση ακούστηκε ενώπιον του παρόντος Εφετείου και επιφυλάχθηκε η απόφαση.
Σε περιπτώσεις, όπως η παρούσα, που τίθεται ζήτημα διαταγής επανεκδίκασης μετά από επιτυχή έφεση, το Εφετείο σταθμίζει την ανάγκη εκδίκασης των κατηγοριών που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος, από τη μια, και την ταλαιπωρία που θα υποστεί αν διαταχθεί επανεκδίκαση, από την άλλη, λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψιν και την προαναφερόμενη συνταγματική επιταγή, για διάγνωση της ποινικής ευθύνης εντός ευλόγου χρόνου. Στην υπόθεση Βάσου (ανωτέρω) έγινε ευρεία ανάλυση της σχετικής νομολογίας, κυπριακής, αγγλικής και του ΕΔΔΑ. Εξετάστηκαν συγκεκριμένα τα νομικά επακόλουθα της καθυστέρησης στην εκδίκαση μιας ποινικής υπόθεσης. Το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος αντιστοιχεί στο άρθρο 6(1) της ΕΣΔΑ. ΄Εχει τονιστεί ότι, ιδιαίτερα σε ποινικές υποθέσεις, πρέπει να αποφεύγεται η παραμονή του κατηγορούμενου σε κατάσταση αβεβαιότητας, για μεγάλο χρονικό διάστημα (Δέστε: Mills v. Her Majesty΄s Advocate (2002) 3 W.L.R. 1597, 1604 και Allen v. McApline (1968) 2 QB 229).
Διαταγή επανεκδίκασης εκδίδεται, γενικά, όταν το επιβάλλει το συμφέρον της δικαιοσύνης. Οι παράγοντες που λαμβάνονται υπόψιν για τον καθορισμό του συμφέροντος της δικαιοσύνης είναι, ενδεικτικά, μεταξύ άλλων: (α) η σοβαρότητα του αδικήματος, (β) το κατά πόσον το αδίκημα διαπράττεται με συχνότητα, (γ) το περίπλοκο της υπόθεσης, (δ) ο χρόνος που διέρρευσε από τη διάπραξη του αδικήματος και (ε) η δύναμη της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής (Δέστε: Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου κ.α. (2010) 2 ΑΑΔ 94, Γενικός Εισαγγελέας ν. Ηροδότου (2011) 2 ΑΑΔ 79 και Ιωάννου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση αρ. 52/11, ημερ. 29.7.2014, ECLI:CY:AD:2014:B585).
Για τον καθορισμό του μέτρου του ευλόγου χρόνου για την ολοκλήρωση μιας ποινικής διαδικασίας, ως αφετηρία, λαμβάνεται η ημέρα σύλληψης του κατηγορουμένου και λαμβάνονται υπόψιν τα περιστατικά, το περίπλοκο της υπόθεσης, η συμπεριφορά των Ανακριτικών και Δικαστικών Αρχών, καθώς και εκείνη του κατηγορουμένου (Δέστε: Bell v. DPP of Jamaica (1985) 2 All E.R. 585 και Καυκαρής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ, 203).
Κατά την εξέταση του κατά πόσον είναι ορθό και δίκαιο να διαταχθεί επανεκδίκαση μιας ποινικής υπόθεσης λαμβάνεται υπόψιν, μεταξύ άλλων, και η συνολική έκταση του χρονικού διαστήματος, το οποίο θα είναι αναγκαίο για τον καθορισμό της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου, στην επανεκδίκαση (Δέστε: Γενικός Εισαγγελέας ν. Κουρέα (2004) 2 ΑΑΔ 378).
Στην προκείμενη περίπτωση το κατ΄ ισχυρισμό αδίκημα διαπράχθηκε στις 29.4.09. Πρόκειται για αδίκημα καταδολίευσης εξ αποφάσεως πιστωτή. Από τη διάπραξη του κατ΄ ισχυρισμό αδικήματος πέρασαν σχεδόν 5½ χρόνια. Ο εφεσίβλητος-κατηγορούμενος δεν φαίνεται να ευθύνεται για ουσιαστικές καθυστερήσεις στην προώθηση της υπόθεσης εναντίον του. Το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα παρήλθε από την καταχώριση της έφεσης στις 28.12.11 μέχρι την ημερομηνία ορισμού της ακρόασης στις 12.9.14. Παρήλθαν σχεδόν 3 χρόνια. Παρόλο που η ακροαματική διαδικασία δεν ήταν πολύπλοκη, εντούτοις αναλώθηκαν επτά δικάσιμοι και διήρκησε σχεδόν 6 μήνες. Επιπρόσθετα, ουσιαστική καθυστέρηση υπήρξε και μεταξύ της καταχώρισης του κατηγορητήριου στις 15.9.09 και του ορισμού της υπόθεσης για ακρόαση ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, στις 5.7.11.
Με όλα τα προαναφερόμενα κατά νουν και ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπόψιν τα, σχεδόν, 2 χρόνια καθυστέρησης στον ορισμό της υπόθεσης για ακρόαση ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου και τα σχεδόν 3 χρόνια καθυστέρησης στον ορισμό της έφεσης για ακρόαση, θεωρούμε ότι θα ήταν άδικο για τον εφεσίβλητο να διατάξουμε επανεκδίκαση της υπόθεσης και να παρατείνουμε έτσι την αβεβαιότητα και την αγωνία του αναφορικά με την διάγνωση της ποινικής του ευθύνης. Το χρονικό διάστημα των 5½ ετών από τη διάπραξη του κατ΄ ισχυρισμό αδικήματος και περαιτέρω ο προβλεπόμενος χρόνος περίπου 6 μηνών για τη συμπλήρωση της επανεκδίκασης της υπόθεσης, δηλαδή συνολικός χρόνος 6 ετών, εκφεύγει, κατά την κρίση μας, του ευλόγου χρόνου διάγνωσης της ποινικής ευθύνης του εφεσίβλητου, για το προαναφερόμενο αδίκημα.
Κατά συνέπεια η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση, περιλαμβανομένης και της διαταγής για έξοδα, ακυρώνεται. Υπό τις περιστάσεις, δεν διατάζεται επανεκδίκαση της υπόθεσης. Καμιά διαταγή για έξοδα.
Π.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.