ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:B725
(2014) 2 ΑΑΔ 695
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 98/2013)
30 Σεπτεμβρίου 2014
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΦΙΝΤΑΝΑΚΗΣ,
Εφεσείων,
- ν. -
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
------------------------------------
Σ. Μάτσας, για τον Εφεσείοντα.
Ε. Μανώλη (κα), Δημόσιος Κατήγορος, μαζί με
Ν. Νεοκλέους, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα
για την Εφεσίβλητη.
-----------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Καταγράφω τη διαφορετική προσέγγιση μου στο θέμα έχοντας ως βάση το γενικότερο υπόβαθρο γεγονότων που αναφέρονται στην απόφαση της πλειοψηφίας. Όπου αναγκαίο θα επισημανθούν δεδομένα, ή, καλύτερα, η έλλειψη αυτών που υποστηλώνουν και τη δική μου απόφαση.
Επισημαίνεται αμέσως το πολύ σημαντικό στοιχείο στην υπόθεση αυτή ότι η μοναδική ζώσα μαρτυρία που ήταν εκ των πραγμάτων διαθέσιμη στο Δικαστήριο ήταν αυτή του ιδίου του εφεσείοντος. Με την τροπή που πήραν τα πράγματα με τον θάνατο του μοτοσυκλεττιστή, και την απουσία άλλων αυτόπτων μαρτύρων, η κατάθεση του εφεσείοντος στην αστυνομία και ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, ήταν η μόνη προαναφερθείσα. Έναντι αυτής υπήρχε η πραγματική μαρτυρία όπως αυτή αποτυπώθηκε στο σχεδιάγραμμα της σκηνής και στις φωτογραφίες που λήφθηκαν από τον αστυφύλακα 1142, Μ.Κ.1. Η θέση του εφεσείοντος ότι αφού είχε βεβαιωθεί ότι είχαν περάσει όλα τα οχήματα που χρησιμοποιούσαν από απέναντι το δρόμο, επιχείρησε τη στροφή προς τα δεξιά εντός της παρόδου οπότε και «έπεσαν φώτα πάνω μου από τα αριστερά και αμέσως άκουσα το μπαμ ...» και ότι τα φώτα αυτά έπεσαν «πάνω στο πρόσωπο μου από πάνω προς τα κάτω», απορρίφθηκε (όπως και όλη η μαρτυρία του), πρωτοδίκως ως «ψευδής, υστερόβουλη και αναξιόπιστη». Η όλη μαρτυρία του χαρακτηρίστηκε ως προσπάθεια αποφυγής των ευθυνών του και της αμέλειας που επέδειξε.
Ήταν όμως η μοναδική μαρτυρία και πέραν της εγγενούς δύναμης ή αδυναμίας της, σύγκριση της μπορούσε να γίνει μόνο με την πραγματική μαρτυρία. Πέραν του γεγονότος ότι όντως ο εφεσείων, όπως δείχνει το επί κλίμακος σχεδιάγραμμα της αστυνομίας, διέσχισε διαγωνίως τη Λεωφόρο Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ πριν τη μέση της λεωφόρου έναντι της παρόδου στο σημείο των διακεκομμένων γραμμών, κίνηση αναμφίβολα αμελής εκ μέρους του, τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως αποτέλεσμα της αξιολόγησης του καταγράφουν αυθαίρετα συμπεράσματα. Βασικό εύρημα ήταν ότι η ορατότητα επί της λεωφόρου ήταν 200 μέτρα με αποτέλεσμα να καταλογιστεί στον εφεσείοντα παράλειψη να αντιληφθεί εγκαίρως την εξ αντιθέτου κίνηση της μοτοσυκλέττας, εφόσον ανέκοψε την πορεία της. Όμως το εύρημα αυτό είναι ακροσφαλές διότι προέκυψε από την εκτεταμένη αντεξέταση των μαρτύρων κατηγορίας, όλοι αστυνομικοί μάρτυρες, ότι ουδεμία εξέταση έγινε ως προς την επακριβή οδική κίνηση του θύματος. Ενώ υπήρχε μαρτυρία ότι το θύμα είχε δανειστεί τη μοτοσυκλέττα, αγωνιστικού τύπου, μεγάλου κυβισμού, και χωρίς να φέρει πινακίδες εγγραφής, από φίλο του ο οποίος σύμφωνα με την κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία διέμενε στον αριθμό 150 επί της ιδίας λεωφόρου, δεν έγινε έλεγχος της διαμονής αυτής, ούτε πόσο μακριά ή κοντά ήταν από το σημείο σύγκρουσης, (σελ. 52 των πρακτικών). Και ενώ η μαρτυρία του φίλου ήταν ότι το θύμα είχε δανειστεί τη μοτοσυκλέττα για να τη δοκιμάσει και να αγοράσει τσιγάρα δεν εξετάστηκε από πού πιθανώς το θύμα αγόρασε τσιγάρα, από παραπλήσιο ή μη περίπτερο, από κάπου επί της κυρίας λεωφόρου ή από κάποια πάροδο. Η σχετικότητα του ελέγχου αυτού ως προς τη διακρίβωση της εγγύτητας ή μη περιπτέρου φάνηκε από την αντεξέταση να ήταν η επακριβής κίνηση του θύματος και βεβαίως η πιθανή απόσταση που διήνυσε πριν τη σύγκρουση με δεδομένη και αποδεκτή από την υπεράσπιση της κίνησης του επί της Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ. Το συμπέρασμα λοιπόν και εύρημα της ορατότητας των 200 μέτρων δεν είναι στέρεο, εφόσον αυτό θα ήταν ορθό μόνο αν υπήρχε στοιχείο που να έδειχνε τη διαδρομή του θύματος καθ΄ όλη αυτή την απόσταση.
Τα πιο πάνω πρέπει να συνδυαστούν, επιτείνοντας το ανασφαλές των συμπερασμάτων, με τη θέση του εφεσείοντος που εξαρχής προβλήθηκε, ότι είχαν πέσει φώτα πάνω του από τα αριστερά και αμέσως άκουσε «το μπαμπ και το αυτοκίνητο μου ταρακουνήθηκε, πήγε προς τα πίσω». Αναπτύχθηκε η θεωρία από την υπεράσπιση ότι πιθανόν η εξήγηση του γεγονότος ότι τα φώτα έπεσαν από πάνω προς τα κάτω, να ήταν η κίνηση της μοτοσυκλέττας αμέσως πριν ή λίγο πριν τη σύγκρουση στον ένα τροχό εν είδη «σούζας». Το Δικαστήριο απέρριψε τη θέση αυτή. Το συνδύασε όμως και πάλι με το καταλυτικό εύρημα ότι η ορατότητα του εφεσείοντος ήταν 200 μέτρα και συνεπώς όφειλε να εντοπίσει αυτή την κίνηση του θύματος ουσιαστικά από την αρχή. Είπε σχετικά:
«Επίσης ο κατηγορούμενος προσπάθησε και άφησε να νοηθεί εμμέσως και όχι άμεσα διότι ανέφερε ότι πιθανόν το θύμα ήταν στον ένα τροχό, αλλά αυτό ακόμα και να ίσχυε, πράγμα για το οποίο δεν υπάρχει σαφή και θετική μαρτυρία περί τούτου, ουδόλως διαδραματίζει οποιονδήποτε ρόλο διότι ο κατηγορούμενος όφειλε να δει το θύμα εν΄ όψει της ορατότητας των 200 μέτρων που είχε και του φωτισμού στην σκηνή του ατυχήματος, αλλά και εν΄ όψει των αμελών αλόγιστων, επικίνδυνων και απερίσκεπτων πράξεων του κατηγορουμένου ως αυτές αναφέρθησαν και που για κανέναν λόγο δεν έδιναν το δικαίωμα στον κατηγορούμενο να ανακόψει την πορεία του θύματος και το νήμα της ζωής του.»
Ακριβώς, όμως, η μη ύπαρξη σαφούς και θετικής μαρτυρίας περί κίνησης στον ένα τροχό έπρεπε να προβληματίσει το Δικαστήριο εφόσον η μόνη μαρτυρία που είχε ενώπιον του από τον ίδιο τον εφεσείοντα ως προς τα φώτα που είδε να πέφτουν «από πάνω προς τα κάτω» είχε, ως εξήγηση, την προαναφερθείσα κίνηση της μοτοσυκλέττας. Η κατάθεση αυτή του εφεσείοντα απερρίφθη χωρίς ιδιαίτερη σκέψη με μόνο το δεδομένο ότι ο εφεσείων κινήθηκε λανθασμένα διαγώνια στο δρόμο. Αλλά ελέγχεται μη λογική η κάθετη θέση του Δικαστηρίου ότι ακόμη και να ίσχυε αυτή η κίνηση στον ένα τροχό δεν είχε οποιαδήποτε επίπτωση διότι ο εφεσείων όφειλε να προσέξει το θύμα από απόσταση ουσιαστικά 200 μέτρων. Προϋπόθεση που θα ίσχυε όμως αν πράγματι το θύμα είχε χρησιμοποιήσει ολόκληρη την λεωφόρο από το σημείο της ορατότητας των 200 μέρων, που όπως υποδείχθηκε προηγουμένως, αυτή ήταν εν τέλει μια εικασία ενόψει της αποτυχίας της αστυνομίας να ελέγξει οτιδήποτε σχετικό.
Διαζευκτικές θέσεις ή εκδοχές μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο εξέτασης όταν η εκδοχή αυτή αποκτά υπόσταση με βάση την αξιολόγηση και την αξιοπιστία των μαρτύρων, διαφορετικά το Δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να εξετάζει θεωρίες και πιθανότητες στην απουσία μαρτυρικού υλικού, (Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41, Φανιέρος ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 104, Abe v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 211 και Σταυρινού ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 706). Ο εφεσείων εδώ δεν πρόβαλε την εκδοχή ότι τα φώτα είχαν πέσει επάνω του από πάνω προς τα κάτω μόνο στην αντεξέταση του, όπου είπε ότι είδε «κάποια φώτα να προσγειώνονται από πάνω προς τα κάτω» (σελ. 136 των πρακτικών). Είχε αυτή την εκδοχή από την αστυνομική του κατάθεση, ενώ με ειλικρίνεια ενώπιον του Δικαστηρίου ανέφερε ότι δεν άκουσε φρένα, ούτε είδε προηγουμένως την κίνηση της μοτοσυκλέττας. Η διάψευση λοιπόν αυτής της εκδοχής δεν ήταν συνεπώς αυτομάτως δυνατή στην απουσία οποιασδήποτε αντίθετης μαρτυρίας με μόνη την ορατότητα των 200 μέτρων. Στην πραγματικότητα ο εφεσείων δεν πρόβαλε διαζευκτική εκδοχή. Ήταν η μόνη εκδοχή που υπήρχε πέραν βέβαια της όποιας πραγματικής μαρτυρίας.
Ήταν επίσης δεδομένο από τη μαρτυρία ότι η σύγκρουση ήταν βίαιη, το όχημα του εφεσέιοντος παρόλο που ήταν σταματημένο, ή, ελαφρώς εν κινήσει, μετατοπίστηκε λόγω της πτώσης της μοτοσυκλέττας επ΄ αυτού, η οποία ήταν μεγάλου κυβισμού και η οποία με το κτύπημα κόπηκε στα δύο. Υπήρχε επομένως σαφής ένδειξη ότι η μοτοσυκλέττα κινείτο με μεγάλη ταχύτητα, αλλά οι αστυνομικοί ερευνητές δεν έκαμαν οποιαδήποτε προς τούτο έρευνα εν μέρει και λόγω του γεγονότος ότι ο χιλιομετρητής της μοτοσυκλέττας καταστράφηκε με τη σύγκρουση. Πρόσθετα, ο φωτισμός της σκηνής ήταν ελλιπής, πιο αραιός, στην πορεία του θύματος, στοιχείο που ενδεχομένως να είχε επηρεάσει την όλη ορατότητα, έχοντας υπόψη ότι το δυστύχημα συνέβη το βράδυ της 3.9.2011.
Και τα δύο πιο πάνω ζητήματα πρέπει περαιτέρω να ιδωθούν και υπό το πρίσμα της ασάφειας που υπήρξε σχετικά με τα ίχνη τροχοπέδησης που κατά την αστυνομία άφησε η μοτοσυκλέττα στην προσπάθεια του οδηγού της να φρενάρει. Κατά την αστυνομική μαρτυρία και την αποτύπωση της σκηνής επί του σχεδιαγράμματος, η μοτοσυκλέττα άφησε περί τα επτά μέτρα τροχοπέδησης. Εξηγήθηκε κατά τη μαρτυρία ότι παράλληλο ίχνος τροχοπέδησης ως προς το βασικό ίχνος τροχοπέδησης που ήταν σε ευθεία γραμμή οφειλόταν σε κλίση της μοτοσυκλέττας σε προσπάθεια ελιγμού αποφυγής της σύγκρουσης με ταυτόχρονη χρήση των φρένων. Το πρόβλημα με την όλη μαρτυρία περί ίχνων τροχοπέδησης και την αποτύπωση τους στο σχεδιάγραμμα είναι ότι δεν φαίνονται καθόλου επί των φωτογραφιών της σκηνής. Έγινε επίμονη αντεξέταση επ΄ αυτού και γενικά περί των όσων αποτυπώνονταν στις φωτογραφίες. Η μαρτυρία του αστυνομικού-φωτογράφου ήταν ότι πολλά σημεία, κηλίδες κλπ, ήταν παλαιά, προϋπήρχαν δηλαδή του δυστυχήματος, ορισμένα ίχνη τροχοπέδησης επί του εδάφους δεν είχαν σχέση με τα ίχνη που άφησε η μοτοσυκλέττα και ότι τα ίχνη που καθόρισε ως αυτά της μοτοσυκλέττας ήταν πιο ευδιάκριτα επί του εδάφους, από άλλα, δεχόμενος, όμως, ότι και άλλα ίχνη άσχετα με το δυστύχημα ήταν και εκείνα ευδιάκριτα. Άλλα δε ίχνη επί της ασφάλτου προχωρούσαν και πέραν της σκηνής του δυστυχήματος μετά από το ακινητοποιηθέν όχημα του εφεσείοντος. Η βασική εξήγηση του μάρτυρα ήταν ότι τα ίχνη τροχοπέδησης της μοτοσυκλέττας φαίνονταν επί του εδάφους.
Παραμένει όμως γεγονός ότι στις φωτογραφίες που κατατέθηκαν δεν φαίνονται καθόλου ίχνη τροχοπέδησης, εμφανή τουλάχιστον, που να ανήκαν στη μοτοσυκλέττα. Όσα λέχθηκαν από τους αστυνομικούς μάρτυρες ήταν με αναφορά στα όσα διαπίστωσαν στη σκηνή, κατά τη θέση τους, ερχόμενα σε αντίθεση, ή, τουλάχιστον τιθέμενα σε αμφιβολία από την αυθεντική αποτύπωση της σκηνής μέσω των φωτογραφιών. Η πορεία Β1-Β3 επί του σχεδιαγράμματος που αποτυπώθηκε στις φωτογραφίες 3,4 και 5, ιδιαιτέρως, στο Τεκμήριο 5, ως τα ίχνη τροχοπέδησης δεν πιστοποιείται, ενώ και η εξήγηση περί πλαγιολίσθησης της μοτοσυκλέττας ώστε να υπάρχει και παράλληλο ίχνος τροχοπέδησης περιπλέκει ακόμη περισσότερο την κατάσταση.
Τέλος υποδεικνύεται και το εξής: στο θύμα ανιχνεύθηκε κοκαΐνη στο αίμα και κάνναβη στα ούρα. Αυτό αποτέλεσε γεγονός δυνάμει του κατατεθέντος Τεκμηρίου 18, έκθεση του Γενικού Χημείου του Κράτους. Έγινε δεκτό κατά τη μαρτυρία του Μ.Κ.3 ότι απαγορεύεται η οδήγηση υπό την επήρεια φαρμάκων σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία, επειδή επηρεάζεται η οδική συμπεριφορά, το δε θύμα όντως τελούσε υπό την επήρεια αυτή (σελ. 52 και 77 των πρακτικών). Ο Μ.Κ.3 δήλωσε περαιτέρω αντεξεταζόμενος ότι δεν γνώριζε σε ποιο βαθμό επηρεάζεται η οδήγηση, η οποία, όμως, όντως επηρεάζεται. Δεν γνώριζε επίσης να απαντήσει σε ποια χρονική στιγμή είχε γίνει από το θύμα χρήση κοκαΐνης, πριν από ημέρες, ή, εκείνη τη στιγμή του δυστυχήματος.
Το Δικαστήριο δεχόμενο ότι το θύμα είχε βρεθεί θετικό σε εξετάσεις για ναρκωτικές ουσίες, αποφάσισε ότι:
«ουδόλως μεταβάλλει την ευθύνη του κατηγορούμενου και σε καμιά περίπτωση δεν δίδει άλλοθι σ΄ αυτόν ή δικαιολογία στο να προβαίνει στις πιο πάνω αλόγιστες, επικίνδυνες και απερίσκεπτες πράξεις, διότι υιοθέτηση τέτοιας θέσης θα οδηγούσε σε παράνομα και παράδοξα αποτελέσματα. Ούτως ή άλλως δεν έχει αποδειχθεί ότι η πιο πάνω κατανάλωση ναρκωτικών συνέβαλε στο να συμβεί το επίδικο ατύχημα, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη και το γεγονός ότι το θύμα με βάση και τα ίχνη τροχοπέδησης προσπάθησε να εφαρμόσει τα φρένα του αφήνοντας ίχνη μήκους 7 μέτρων ..»
Είναι πρόδηλο από το πιο πάνω απόσπασμα ότι το Δικαστήριο μετατόπισε την ευθύνη στον ίδιο τον εφεσείοντα, ενώ η απόδειξη ότι η επήρεια ναρκωτικών καθιστά προβληματική την οδήγηση και συνεπώς απαγορεύεται εκ της νομοθεσίας, ήταν δεδομένη αφού την αποδέχθηκε ο Μ.Κ.3. Ήταν μόνο θέμα βαθμού και αυτό παρέμεινε κενό και δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει παρά προς όφελος του εφεσείοντος, διότι η οδική συμπεριφορά του δεν ήταν επικίνδυνη, αλόγιστη και απερίσκεπτη, με μόνη τη διαγώνια κίνηση του να εισέλθει στην πάροδο έχοντας υπόψη το ελλειμματικό της υπόλοιπης μαρτυρίας. Υπάρχει ταυτολογία στη σκέψη του Δικαστηρίου. Ενώ το ζητούμενο με βάση το κατηγορητήριο ήταν κατά πόσο η οδική συμπεριφορά του εφεσείοντος εντασσόταν ή όχι στο άρθρο 210 του Κεφ. 154, το Δικαστήριο θεωρώντας ότι ο εφεσείων είχε ούτως ή άλλως επιδείξει αλόγιστη, επικίνδυνη και απερίσκεπτη συμπεριφορά, απέτυχε να προσδώσει οποιαδήποτε σημασία στην κατά την υπάρχουσα μαρτυρία παράλληλη οδική συμπεριφορά του θύματος και πώς αυτή ενδεχομένως συνέτεινε στη βίαιη σύγκρουση και το μοιραίο αποτέλεσμα. Το σκεπτικό του ότι δεν αποδείχθηκε ότι το θύμα είχε συμβάλει στη σύγκρουση είναι λανθασμένο. Υπήρχαν ικανά στοιχεία μαρτυρίας περί του αντιθέτου. Η σύγκρουση ήταν βίαιη και αυτό δεν θα μπορούσε να αποτελούσε γεγονός αν το θύμα δεν είχε αυξημένη ταχύτητα με δεδομένο ότι ο εφεσείων κινείτο με ελάχιστη ταχύτητα. Η βίαιη σύγκρουση μετατόπισε το όχημα του εφεσείοντος κατά 60 εκ., η δε μοτοσυκλέττα απεκόπη στα δύο. Ωσαύτως, παρέμεινε ασαφής και αδιευκρίνιστη η προηγηθείσα κίνηση του θύματος, το οποίο οδηγούσε υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών.
Η ορθή καθοδήγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου από τη νομολογία ως προς την έννοια του άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, με αναφορά σε πλείστες όσες υποθέσεις (Ζυπίτης ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 220, Γενικός Εισαγγελέας ν. Χρυσοστόμου (2002) 2 Α.Α.Δ. 473, Γενικός Εισαγγελέας ν. Σαζός (2001) 2 Α.Α.Δ. 18, R. v. Lawrence (1981) 1 All E.R. 974, κ.ά.), δεν βρήκε πρακτική εφαρμογή στα γεγονότα της υπόθεσης. Ο εφεσείων με τη διαγώνια κίνηση του επί της λεωφόρου δεν επέδειξε τέτοια αλόγιστη, απερίσκεπτη ή επικίνδυνη πράξη ή συμπεριφορά εν τη εννοία του άρθρου. Η απλή αμέλεια στην οδική συμπεριφορά δεν εξισούται με τις έννοιες της αλόγιστης, απερίσκεπτης και επικίνδυνης πράξης χωρίς ο οδηγός να έχει ταυτόχρονα γνώση ότι η οδήγηση του προκαλεί ενδεχόμενους κινδύνους σε τρίτους ή παρά τη γνώση αυτή προχωρεί διακινδυνεύοντας, ή, χωρίς να στρέψει την προσοχή του στην ύπαρξη τέτοιου κινδύνου, (R. v. Reid (1992) 3 All E.R. 673). Τα στοιχειοθετούμενα με αποδεκτή, σαφή μαρτυρία, άμεση ή περιστατική, γεγονότα, πρέπει να καταδεικνύουν οδήγηση τέτοια που να εμπίπτει στο άρθρο 210. Εδώ, τα ευρήματα και συμπεράσματα του Δικαστηρίου δεν είναι εύλογα, ούτε μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν κατηγορία βάση του άρθρου 210 πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Ο εφεσείων κάλλιστα μπορούσε να κριθεί ένοχος από το πρωτόδικο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 8 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου αρ. 86/1972, ως τροποποιήθηκε, έχοντας υπόψη ότι ο βαθμός αμέλειας για ένταξη οδικής συμπεριφοράς στο εν λόγω άρθρο δεν είναι μεγαλύτερος από την αμέλεια στις αστικές υποθέσεις, (Rayas v. Police 19 C.L.R. 308, Charalambous v. Police (1982) 2 C.L.R. 134 και Νεοφύτου ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 409). Η παρούσα υπόθεση προσομοιάζει με τα γεγονότα της Γιωργαλλής ν. Αστυνομίας(2004) 2 Α.Α.Δ. 21, με τη διαφορά ότι το αποτέλεσμα της εδώ σύγκρουσης απέληξε στην απώλεια ζωής του μοτοσυκλεττιστή. Η εφεσείουσα επιχείρησε δεξιόστροφη κίνηση προς πάροδο ενώ όδευε με χαμηλή ταχύτητα επί της λεωφόρου. Ενώ κινείτο αργά προς την πάροδο επέπεσε με δύναμη επί του αυτοκινήτου της μοτοσυκλέττα μεγάλου κυβισμού, η οποία ερχόταν εξ αντιθέτου επί της λεωφόρου. Η σύγκρουση έγινε στη λωρίδα κυκλοφορίας της μοτοσυκλέττας. Ο καιρός ήταν αίθριος, η μέρα φωτεινή, η άσφαλτος ξηρή και η ορατότητα της εφεσείουσας προς την κατεύθυνση της μοτοσυκλέττας ήταν 150 μ. Η εφεσείουσα κατέθεσε ότι όταν πέρασε το όχημα που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση και ο δρόμος ήταν καθαρός, άρχισε τη στροφή με χαμηλή ταχύτητα για να εισέλθει στην πάροδο. Δεν είδε, όπως ομολόγησε, προηγουμένως τη μοτοσυκλέττα. Ο οδηγός της μοτοσυκλέττας υπέστη σωματικές κακώσεις και μετεφέρθη στο νοσοκομείο, όταν κλήθηκε δε στο Δικαστήριο για κατάθεση δήλωσε ότι δεν θυμόταν τίποτε.
Η εφεσείουσα κατηγορήθηκε για αμελή οδήγηση σύμφωνα με το άρθρο 8 του Νόμου αρ. 86/72, καταδικάστηκε και η ασκηθείσα έφεση απορρίφθηκε. Όπως διαπίστωσε το Εφετείο, η ενέργεια της εφεσείουσας να αποφράξει το δρόμο αναγόταν σε παράλειψη άσκησης φροντίδας και μέριμνας προς τον οδηγό της μοτοσυκλέτας. Η αμέλεια συνίστατο στην έλλειψη δέουσας προσοχής και παρατηρητικότητας που βαρύνει πάντοτε όλους τους οδηγούς κάτω από οποιεσδήποτε περιστάσεις, (Constantinou v. Katsouris (1975) 2 C.L.R. 1188).
Και εδώ ο εφεσείων επέδειξε αμέλεια κατά παράβαση του άρθρου 8 και δεν έπρεπε να κριθεί ένοχος κάτω από το άρθρο 210 του Κεφ. 154.
Θα επέτρεπα λοιπόν την έφεση.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ