ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:B424
(2014) 2 ΑΑΔ 445
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 218/2012)
24 Ιουνίου, 2014
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΟΝΤΕΑΣ,
Εφεσείοντες,
ν.
ΓΕΝΟΒΕΦΑΣ ΛΟΥΚΑ-ΞΙΑΡΗ,
Εφεσίβλητης.
________________________
Γ. Στυλιανού, για Ανδρέα Ποιητή, για τους Εφεσείοντες.
Η Εφεσίβλητη εμφανίζεται προσωπικά.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση είναι, από κάθε άποψη, όμοια με την Ποινική ΄Εφεση Αρ. 207/2012, (Lion Auto Parts Limited v. Γεώργιου Γεωργίου), στην οποία έχουν, μόλις προηγουμένως, απαγγελθεί οι αποφάσεις του Εφετείου, με τη δική μου να βρίσκεται στη μειοψηφία. Η προσέγγιση και αυτής θεωρώ ότι θα πρέπει να είναι η ίδια, δεδομένης, ακριβώς, της ομοιότητας που οι δύο υποθέσεις έχουν μεταξύ τους.
Πολύ σύντομα, να αναφερθεί ότι η παρούσα περίπτωση αφορούσε ιδιωτική ποινική υπόθεση, στα πλαίσια της οποίας η εφεσίβλητη είχε αντιμετωπίσει πρωτοδίκως έξι κατηγορίες για παράλειψη πληρωμής δεκαοκτώ, συνολικά, μηνιαίων δόσεων, κατά παράβαση του άρθρου 3(1)(γ) του περί Καταδολίευσης των εκ Δικαστικής Αποφάσεως Πιστωτών Νόμου του 2008, (Ν. 60(Ι)/2008), ο οποίος έχει τεθεί σε ισχύ στις 18.7.2008. Η παράλειψή της δε αυτή φέρεται να βασιζόταν στη μη συμμόρφωσή της με διάταγμα πληρωμής περιοδικών δόσεων, το οποίο είχε εκδοθεί εναντίον της στις 19.10.2007, στα πλαίσια συγκεκριμένης αγωγής. Σύμφωνα με το εν λόγω διάταγμα, η πρώτη δόση ήταν πληρωτέα την 1.1.2008 και οι επόμενες την πρώτη ημέρα κάθε επομένου μηνός, μέχρι την εξόφληση του εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους.
΄Ο,τι θεωρήθηκε ιδιαίτερο σε σχέση με την υπόθεση αυτή και προσέλκυσε την προσοχή του δικαστηρίου, από την πρώτη στιγμή που αυτή τέθηκε ενώπιόν του, ήταν το γεγονός ότι το διάταγμα πληρωμής, το οποίο αναφερόταν ως συστατικό στοιχείο των αδικημάτων σε όλες τις κατηγορίες, είχε εκδοθεί πριν από την έναρξη της ισχύος του προαναφερθέντος Νόμου· αν και οι μηνιαίες δόσεις, η πληρωμή των οποίων είχε παραλειφθεί, αφορούσαν τη μεταγενέστερη περίοδο από 1.8.2010 έως 1.1.2012. Ως εκ τούτου, τέθηκε, από τον ευπαίδευτο δικαστή, το ερώτημα κατά πόσο οι εν λόγω κατηγορίες ήταν νομικά βάσιμες. Συγκεκριμένα, το πιο πάνω ερώτημα τέθηκε ως εκ του γεγονότος ότι οι εν λόγω κατηγορίες είχαν ως νομικό υπόβαθρό τους το άρθρο 3(1)(γ) του προαναφερθέντος Νόμου, το οποίο προβλέπει τα εξής:-
«3.(1) Οποιοσδήποτε εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτης χρέους:
....................................................................................................
(γ) παραλείψει να καταβάλει προς τον εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτή το ποσό οποιασδήποτε δόσης κατά την ημερομηνία πληρωμής που είχε διαταχθεί από το Δικαστήριο κατά την έκδοση διατάγματος πληρωμής εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους με δόσεις, για λόγο άλλο από οικονομική ή φυσική αδυναμία·
είναι ένοχος ποινικού αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται στις ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 4.»
Μετά από σχετικό προβληματισμό και ανάλυση των δεδομένων, ο ευπαίδευτος δικαστής κατέληξε στην κρίση ότι το εν λόγω άρθρο δεν έχει αναδρομική ισχύ. Σημείωσε την απουσία, ειδικά, από αυτό αλλά και, γενικά, από το Νόμο, οποιασδήποτε πρόνοιας, η οποία θα μπορούσε να είχε τέτοια επίδραση, δηλαδή, να καθιστά το εν λόγο άρθρο εφαρμόσιμο αναδρομικά. Συνακόλουθα, απέρριψε τις κατηγορίες και αθώωσε την εφεσίβλητη από το στάδιο εκείνο. Δε συνέδεσε, όμως, την κατάληξή του, ανωτέρω, με το γεγονός ότι το προαναφερθέν άρθρο, ουσιαστικά, δημιουργεί ποινικό αδίκημα, έτσι ώστε να εξέταζε κατά πόσο, από την άποψη αυτή, δηλαδή της νομοθετικής πρόνοιας η οποία δημιουργεί ποινικό αδίκημα, έχει ή όχι το εν λόγω άρθρο αναδρομική ισχύ. Να αναφερθεί, βεβαίως, ότι, στην περίπτωση κατά την οποία διαπιστωνόταν ότι το υπό αναφορά άρθρο έχει αναδρομική ισχύ, τότε, οπωσδήποτε, η συγκεκριμένη πρόνοια θα ήταν ευθέως αντίθετη προς το ΄Αρθρο 12.1 του Συντάγματος και, άρα, αντισυνταγματική. Στο βαθμό που είναι σχετικό, το ΄Αρθρο 12.1 προβλέπει τα εξής:-
«1. Ουδείς κηρύσσεται ένοχος οιουδήποτε αδικήματος λόγω πράξεως ή παραλείψεως μη συνιστώσης αδίκημα συμφώνως τω νόμω τω ισχύοντι κατά τον χρόνον της τελέσεως αυτής ...»
΄Οπως εξηγώ, όμως, και στην απόφασή μου στην Ποινική ΄Εφεση 207/2012, στην προκειμένη περίπτωση, δεδομένων των γεγονότων στα οποία στηρίζονταν τα αδικήματα, όπως αυτά εκτίθεντο στο κατηγορητήριο, δε διαπιστώνεται κάτι τέτοιο και, ειδικά, ότι θα μπορούσε να προσδοθεί στο άρθρο 3(1)(γ), ως νομοθετική διάταξη που δημιουργεί ποινικό αδίκημα, αναδρομική εφαρμογή. ΄Επειτα, όπως διαπιστώνεται από τη σχετική νομολογία, την οποία εκθέτω εκτενώς, ένας νόμος δεν επενεργεί αναδρομικά, επειδή μέρος των προϋποθέσεων για την εφαρμογή του προϋπήρχε αυτού. Επομένως, έστω και αν η ύπαρξη του προϋπάρχοντος διατάγματος αποτελεί αναγκαίο συστατικό στοιχείο, ωστόσο το εν λόγω αδίκημα συντελείται μόνο εφόσον σημειώνεται παραβίαση των όρων του, με την παράλειψη εμπρόθεσμης πληρωμής των δόσεων, μετά την έναρξη της ισχύος του Νόμου. Είναι δε η παραβίαση αυτή η οποία αποτελεί την ουσία του πράγματος. Πρόσθετα, διαπιστώνω, παρεμπιπτόντως, ότι δεν έχει εγερθεί και στην υπόθεση αυτή θέμα παραβίασης ή κατάργησης οποιουδήποτε κεκτημένου δικαιώματος (vested right) της εφεσίβλητης.
Επομένως, για τους ίδιους λόγους, θεωρώ πως και στην περίπτωση αυτή η έφεση θα έπρεπε να επιτύχει.
Γ.Ν. Γιασεμής,
Δ.
ΜΠ