ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Κ. Γεωργίου, ασκούμενο δικηγόρο, για τον Εφεσείοντα. Α. Σιαπανή (κα), Δημόσιος Κατήγορος, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2014-06-25 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο Σ.Π. ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 207/2013, 25/6/2014 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2014:B426

(2014) 2 ΑΑΔ 468

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση  Αρ. 207/2013)

 

25 Ιουνίου 2014

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

Σ.Π.,

Εφεσείων

- ν. -

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης

------------------------------------

Ε. Ευσταθίου με Β. Καρακασίδου (κα) και Α. Γεωργίου με

Κ. Γεωργίου, ασκούμενο δικηγόρο, για τον Εφεσείοντα.

Α. Σιαπανή (κα), Δημόσιος Κατήγορος, για την Εφεσίβλητη.

Εφεσείων παρών.

-----------------------------------

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:  Η ομόφωνη απόφαση του

Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

         ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Τα δεδομένα που τέθησαν ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου και υπό τύπο αναθεώρησης της κρίσης του ενώπιον του Εφετείου είναι ιδιαιτέρως θλιβερά ως προς τις εκφάνσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς.

 

 Ο εφεσείων κατηγορήθηκε και καταδικάστηκε σε μια και μοναδική κατηγορία ότι επιτέθηκε ασέμνως εναντίον γυναικός κατά παράβαση των άρθρων 151 και 35 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.  Οι λεπτομέρειες της κατηγορίας αφορούσαν την κατ΄ ισχυρισμόν παράνομη συμπεριφορά του εφεσείοντος ότι μεταξύ 13.12.1993 και 7.8.2000 παρανόμως και ασέμνως επιτέθηκε εναντίον της παραπονούμενης «... δηλαδή της χαΐδευε τα γεννητικά της όργανα, έτριβε το πέος του πάνω στο σώμα και στα γεννητικά της όργανα, εκσπερμάτωνε στο σώμα της και την έβαζε να του πιάνει το πέος του.». 

 

         Η παραπονούμενη γεννήθηκε στις 19.11.1984.  Οι γονείς της, και οι δύο αλκοολικοί και ακατάλληλοι να ασκούν τα γονικά τους καθήκοντα, ανέθεσαν από νωρίς τη φροντίδα της μέσω του Γραφείου Ευημερίας, σε ανάδοχες οικογένειες.  Η πρώτη φορά που τέθηκε σε ανάδοχη οικογένεια ήταν στην ηλικία των δύο ετών.  Σε ηλικία τριών ετών τέθηκε υπό τη φροντίδα του εφεσείοντος και της οικογένειας του, όπου και διέμενε μέχρι τα 9½ της χρόνια.  Για λόγους προστασίας όσον το δυνατό των προσωπικών δεδομένων και του εφεσείοντος και της παραπονούμενης, δεν θα καταγραφούν στην παρούσα απόφαση είτε τα δικά τους ονόματα είτε της οικογένειας του πρώτου.

 

Η καταγγελία της παραπονούμενης εναντίον του εφεσείοντος για το αδίκημα για το οποίο κατηγορήθηκε και εν τέλει καταδικάστηκε έγινε μετά από πολλά χρόνια το 2011 στην ηλικία των 27 ετών όταν λόγω αυξημένου άγχους επισκέφθηκε την ψυχολόγο Μαρία Περδικογιάννη με την οποία αργά και σταθερά δημιούργησε μια σχέση εμπιστοσύνης ώστε να της εκμυστηρευθεί τα όσα της είχαν συμβεί κατά το διάστημα που διέμενε με τον εφεσείοντα και την οικογένεια του.  Παρά την ενθάρρυνση της ψυχολόγου να καταγγείλει την υπόθεση, εν τούτοις ακόμη η ίδια δεν είχε  αρχικά νοιώσει έτοιμη.  Προσπάθησε να αναφερθεί στα προβλήματα της χωρίς ονόματα σε τηλεοπτική εκπομπή και στον Μητροπολίτη Ιδαλίου όπου ανέφερε ονόματα, αλλά επειδή θα ξεκινούσε τα μαθήματα της ως φοιτήτρια σε πανεπιστήμιο είχε αποφασίσει ότι θα άφηνε το θέμα για μετέπειτα. Μόνο όταν η θεία της στην οποία είχε αποκαλύψει τα συμβάντα και μαζί της είχε επισκεφθεί τον Μητροπολίτη, παρουσιάστηκε σε τηλεοπτική εκπομπή και αποκάλυψε τα όσα της είχε η ίδια αναφέρει αποφάσισε να καταγγείλει την υπόθεση στην αστυνομία μετά από προτροπή άλλης Λειτουργού του Γραφείου Ευημερίας. 

 

         Η παραπονούμενη στην ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου μαρτυρία της, είχε τη γενική θέση ότι από την αρχή που τοποθετήθηκε στην οικογένεια του εφεσείοντος αυτός σχεδόν καθημερινά προέβαινε στις πράξεις που αναφέρθηκαν στο κατηγορητήριο, αλλά δεν μπορούσε να αντιληφθεί την ακριβή διάσταση των συμβάντων λόγω και της ηλικίας της, αλλά και λόγω του γεγονότος ότι ο εφεσείων της έλεγε ότι την αγαπά και έτσι το εκλάμβανε και η ίδια.  Οι παρενοχλήσεις του εφεσείοντος είχαν την εξής διάσταση: ερχόταν στο δωμάτιο της, όπου διέμενε ακόμη ένα κοριτσάκι τοποθετημένο και αυτό από το Γραφείο Ευημερίας στην οικογένεια πιο μικρής ηλικίας από την ίδια, και όταν το άλλο παιδί κοιμόταν,  κατέβαζε το εσώρουχο του, την άγγιζε με τα χέρια  και το πέος του στα οπίσθια της και στον κόλπο της, της έπαιρνε το χέρι, το έβαζε στο πέος του για να το χαϊδεύει μέχρι που εκσπερμάτωνε χωρίς βέβαια να αντιλαμβάνεται τι ακριβώς συνέβαινε και το χέρι της κολλούσε σαν να είχε «μύξες» που ποτέ δεν είδε διότι τη σκέπαζε με το σεντόνι μέχρι το στήθος και σκεπαζόταν και ο ίδιος.  Δεν μπόρεσε παρά την επίμονη αντεξέταση της από το συνήγορο που υπεράσπιζε τότε τον εφεσείοντα,  να αναφερθεί σε συγκεκριμένη ημερομηνία ή να συνδυάσει την άσεμνη επίθεση με οποιοδήποτε άλλο γεγονός ή εορτή όπως τα γενέθλια της, (έτσι και αλλιώς ποτέ δεν της έκαναν γενέθλια), τα Χριστούγεννα κλπ.

 

Έναυσμα για την εκ των υστέρων και μετά από πολλά έτη απόφαση της να καταγγείλει τον εφεσείοντα ήταν η ανάγκη να αποδοθεί αφενός δικαιοσύνη και αφετέρου να ηρεμήσει η ψυχή της εφόσον η σεξουαλική αυτή παρενόχληση την έκαμε να αισθάνεται διαφορετική από ένα άλλο συνηθισμένο άνθρωπο, να μην μπορεί να δημιουργήσει φυσιολογική σχέση και να νοιώθει ακόμη και ενοχές και ντροπή ως να ήταν η ίδια υπεύθυνη για την όλη κατάσταση.  Άλλος λόγος που δεν μπορούσε να αναφέρει ή να καταγγείλει τα συμβαίνοντα στο χρονικό διάστημα που διέμενε με τον εφεσείοντα ήταν εκτός από το πολύ νεαρό τότε της ηλικίας της και η βάναυση εναντίον της συμπεριφορά της συζύγου του εφεσείοντος, η οποία την κακομεταχειριζόταν με κάθε δυνατή ευκαιρία και εναντίον της οποίας δεν μπορούσε να πει οτιδήποτε διότι φοβόταν να εκστομίσει οποιοδήποτε παράπονο.  Δεν είχε ούτε εμπιστοσύνη στην τότε λειτουργό του Γραφείου Ευημερίας που σπάνια την επισκεπτόταν στο σπίτι του εφεσείοντος και η οποία γενικά ήταν αδιάφορη ως προς την πραγματική της ευημερία ακόμη και όταν της παραπονέθηκε ότι η σύζυγος του την ξυλοφόρτωνε όταν η μητέρα της, που και αυτή σπάνια ερχόταν να τη δει, την φυγάδευσε ουσιαστικά από το σπίτι του εφεσείοντος.  Νοιώθοντας αυτή την αδιαφορία από τη λειτουργό, δεν μπόρεσε να της πει ούτε για τις άσεμνες παρενοχλήσεις.

 

         Μαρτυρία ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου έδωσε μετά την παραπονούμενη και η ψυχολόγος Μαρία Περδικογιάννη με μεταπτυχιακά στην Εφαρμοσμένη Ψυχολογία και στην Παιδοψυχολογία.  Σε βασικές γραμμές η κατάθεση της ήταν ότι η παραπονούμενη την είχε επισκεφθεί στο γραφείο της τον Απρίλιο του 2009 και είχε μαζί της 18 συνεδρίες μέχρι το τέλος του χρόνου εκείνου και άλλες 23-24 συνεδρίες μέσα στο 2010.  Το 2011 είχαν γίνει ορισμένες μόνο συνεδρίες εφόσον ήδη είχαν γίνει καταγγελίες εναντίον του εφεσείοντος για τις οποίες και η ίδια κλήθηκε να δώσει κατάθεση στην αστυνομία.  Η παραπονούμενη την είχε επισκεφθεί για προβλήματα αγχωτικής διαταραχής, αλλά δεν διέγνωσε ποτέ συμπτώματα ψυχωτικής διαταραχής.  Διαπίστωσε ότι η παραπονούμενη ήταν ήρεμη σε γενικές γραμμές, συνεργάσιμη, σαφώς προσανατολισμένη σε χώρο, χρόνο και πρόσωπα και δεν υπήρχε εκ μέρους της μυθοπλασία εφόσον τα γεγονότα που εξιστορούσε ήταν τα ίδια σε κάθε συνεδρία χωρίς προσθήκες ή αφαιρέσεις, ούτε και αντιφάσεις. Η παραπονούμενη της εκμυστηρεύθηκε το πρόβλημα που τη βασάνιζε μετά από κάποιες συνεδρίες και όταν η ίδια ως ειδικευμένη από την εκπαίδευση της στην Αμερική σε κακοποιημένα παιδιά, της άφησε τον χρόνο να μιλήσει όποτε η ίδια η παραπονούμενη ένοιωθε έτοιμη στο ζήτημα. 

 

         Από την όλη επιστημονική εκπαίδευση και εμπειρία της ήταν σε θέση να αναφέρει ότι πολλά θύματα κακοποίησης και ιδιαιτέρως παιδιά δεν εξωτερικεύουν το πρόβλημα εφόσον αρχικά δεν αντιλαμβάνονται καν τι είναι κακοποίηση. Ούτε και ένα παιδί που το χαϊδεύει ένας ενήλικας χωρίς να είναι βίαιος και χωρίς να προκαλείται πόνος ή να υπάρχει βιασμός, αντιλαμβάνεται ότι κάτι κακό του συμβαίνει, ενώ αργότερα όταν το παιδί αντιληφθεί ότι κάτι δεν πάει καλά μεταφέρει και ευθύνη στον εαυτό του για ό,τι του συνέβη. Στην περίπτωση της παραπονούμενης διαπίστωσε ότι υπήρχε και φόβος να εκφραστεί ενωρίτερα γιατί ήταν ανάδοχη σε μια αγαπητή και με κύρος στην κοινότητα οικογένεια, με αποτέλεσμα να θεωρεί ότι δεν θα μπορούσε να την πιστέψουν.  Περαιτέρω, στις  μικρές ηλικίες των τριών με έξι ετών, ο χρόνος δεν είναι μια σαφώς προσδιορισμένη έννοια στο μυαλό ενός παιδιού και η ανάκληση γεγονότων ή χρονικών πλαισίων καθίσταται δυσκολότερη διότι ο νους αμύνεται με το να προσπαθεί να διώξει το τραυματικό γεγονός.  Όταν τέτοια παιδιά, όπως η παραπονούμενη, αποφασίσουν στην ενήλικη πια ζωή τους να προβούν επιτέλους σε καταγγελία είναι πιθανό συγκεκριμένες λεπτομέρειες ή μνήμες «... να έχουν κλειστεί εντός εισαγωγικών στη μνήμη του ατόμου, διότι απλά αμύνεται με το να τις απωθήσει λόγω του τραύματος που προκαλούν.». 

 

         Μαρτυρία επίσης έδωσε και η Γιώτα Νικολάου, Μ.Κ.6, η οποία ήταν φίλη με την παραπονούμενη, η οποία της εκμυστηρεύθηκε στην ηλικία των 18 ετών ότι είχε παρενοχληθεί από τον εφεσείοντα δηλαδή την άγγιζε στα γεννητικά της όργανα και υπήρχε παρενόχληση και στην εκκλησία, αλλά δεν ήταν απολύτως σίγουρη ότι η παραπονούμενη της είπε για περιστατικό στην εκκλησία διότι εκείνη την ημέρα που της το είπε είχε συγχυστεί και έκλαιγε γιατί δεν ήταν πράγματα που ακούει κάποιος κάθε μέρα.

 

         Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της παραπονούμενης παρόλο που δεν υπήρχε καμιά ενισχυτική μαρτυρία, αφού προηγουμένως προειδοποίησε κατάλληλα τον εαυτό του για τον κίνδυνο να βασιστεί αποκλειστικά και μόνο για την καταδίκη στη μαρτυρία της.   Το παράπονο που η παραπονούμενη είχε κάμει στη φίλη της Γ. Νικολάου μετά από χρόνια δεν έγινε δεκτό ως πρώτο παράπονο εν τη εννοία του Νόμου και της νομολογίας.  Το Δικαστήριο επίσης έκρινε αξιόπιστη τη μαρτυρία της εμπειρογνώμονος ψυχολόγου με ειδικότητα στις περιπτώσεις κακοποίησης παιδιών, η οποία και προκάλεσε «εξαιρετική εντύπωση» στο Δικαστήριο με την «απολύτως τεκμηριωμένη και λεπτομερή μαρτυρία» της, εξηγώντας την όλη συμπεριφορά της παραπονούμενης περιλαμβανομένης και της μετά από πολλά χρόνια καταγγελίας της υπόθεσης. 

 

         Το Δικαστήριο προβληματίστηκε ιδιαιτέρως ως προς τη μαρτυρία της παραπονούμενης η οποία, όπως ανέφερε, παρουσίαζε «ιδιαιτερότητες» διότι είχε παρέλθει μεγάλος χρόνος από την εποχή που έλαβαν χώραν τα κατ΄ ισχυρισμόν γεγονότα, αλλά και διότι η παραπονούμενη ήταν σε ιδιαίτερα μικρή ηλικία την εποχή εκείνη.  Έκρινε, όμως, λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη ότι τα αδικήματα αυτής της φύσης τυγχάνουν πολλές φορές αντικείμενο εκμετάλλευσης και πιθανόν να είναι και το «αποτέλεσμα φαντασίωσης από νεαρά άτομα όπως ήταν η παραπονούμενη κατά την εποχή που λάμβαναν χώρα οι ισχυριζόμενες πράξεις», ότι οι περιγραφές των περιστατικών «ήσαν πειστικές και αυθόρμητες», ενώ ήταν η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι η μαρτυρία της παραπονούμενης εναντίον του εφεσείοντος δεν διακατεχόταν από εμπάθεια, ούτε και η καταγγελία ήταν αποτέλεσμα της βάναυσης και συστηματικής σωματικής κακοποίησης που δεχόταν από τη σύζυγο του εφεσείοντος σε μια προσπάθεια να εκδικηθεί στην ουσία εκείνη, όπως ήταν πρωτοδίκως οι υποβολές του τότε συνηγόρου του εφεσείοντος κατά την αντεξέταση.

 

         Ο συνήγορος του εφεσείοντος εστίασε την προσοχή του προς ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης στα κατ΄ ισχυρισμόν έκδηλα νομικά σφάλματα που διέπραξε το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Κατά την εισήγηση, το ίδιο το κατηγορητήριο απέδιδε μια πράξη που διαπράχθηκε σε άγνωστη ημερομηνία σε ένα υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα επτά ετών, ενώ ταυτόχρονα η μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής μέσω της παραπονούμενης ήταν ότι η άσεμνη επίθεση λάμβανε χώραν ουσιαστικά επί καθημερινής βάσεως με αποτέλεσμα ο εφεσείων να έχει καταδικαστεί για μαζική διάπραξη εκατοντάδων ασέμνων επιθέσεων.  Εξ αυτού του λόγου επιβλήθηκε και η ποινή της 18μηνης φυλάκισης, η οποία εν πάση περιπτώσει βάλλεται ως υπερβολική.  Επομένως, κατά τον κ. Ευσταθίου, το Δικαστήριο είχε ενώπιον του ένα ελαττωματικό λόγω πολλαπλότητας κατηγορητήριο το οποίο ήταν ιδιαιτέρως καταπιεστικό για τον εφεσείοντα, ο οποίος δεν μπορούσε να αντικρούσει τις πράξεις που του αποδίδονταν αφού δεν μπορούσε να τις συνδυάσει με συγκεκριμένες ημερομηνίες, χρονικά διαστήματα ή γεγονότα.  Κατά δεύτερο λόγο, η μαρτυρία της παραπονούμενης ήταν ιδιαιτέρως ασαφής σε τέτοιο σημείο που το Δικαστήριο ελλείψει οποιασδήποτε ενισχυτικής μαρτυρίας δεν έπρεπε να καταδικάσει ικανοποιηθέν προς τούτο πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.  Επί του σημείου αυτού ο συνήγορος τόνισε ότι το Δικαστήριο έδωσε υπερβολικά μεγάλη σημασία στη μαρτυρία της ψυχολόγου για να ενισχύσει την άποψη του για την ενοχή του εφεσείοντος.

 

 Στη συνέχεια θα εξεταστούν διεξοδικά οι λόγοι έφεσης με αναφορά, όπου χρειάζεται, σε επιμέρους αιτιάσεις ακύρωσης.

 

         Ως προς το κατηγορητήριο, αυτό επί λέξει έχει ως εξής:

 

«ΕΚΘΕΣΗ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ

Αρ. Κατηγορίας 1

Άσεμνη επίθεση εναντίον γυναίκας, κατά παράβαση του άρθρου 151 και 35 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154

 

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ

 

Ο κατηγορούμενος σε άγνωστη ημερομηνία μεταξύ 13ης Δεκεμβρίου 1993 και 7ης Αυγούστου 2000, στους ..., της επαρχίας Λευκωσίας, παράνομα και άσεμνα επιτέθηκε εναντίον της ..... από την Λευκωσία, δηλαδή της χαίδευε τα γεννητικά της όργανα, έτριβε το πέος του πάνω στο σώμα και στα γεννητικά της όργανα, εκσπερμάτωνε στο σώμα της και την έβαζε να του πιάνει το πέος του.»

 

Όπως ήδη λέχθηκε, το μεγάλο χρονικό διάστημα που κάλυπταν οι λεπτομέρειες, αλλά και το γεγονός ότι στην ουσία η παραπονούμενη αναφέρθηκε σε επαναληπτική συμπεριφορά άσεμνης επίθεσης εναντίον της, καθιστούσε κατά το συνήγορο το κατηγορητήριο ελαττωματικό και πολλαπλό αποστερώντας τον εφεσείοντα από τη δίκαιη δίκη στην οποία δικαιούτο.  Το άρθρο 151 ποινικοποιεί απλώς την παράνομη και άσεμνη επίθεση εναντίον γυναικός.  Δεν αναφέρεται οτιδήποτε άλλο και δεν καθιστά αναγκαία την έκθεση λεπτομερειών ως προς το χρόνο, τον τόπο ή τον τρόπο διάπραξης του αδικήματος. Κάθε κατηγορητήριο συντάσσεται κατά  τα άλλα, σύμφωνα με τις προδιαγραφές του  άρθρου 39 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.  Προνοείται η σε συντομία και κοινή γλώσσα σύνταξη του χωρίς τη χρήση τεχνικών όρων και χωρίς την έκθεση απαραιτήτως όλων των ουσιωδών στοιχείων του αδικήματος.

 

Παρόμοια επιχειρηματολογία αναπτύχθηκε σε σχέση με την ασάφεια, την πολλαπλότητα, αλλά και τη μη δίκαιη δίκη στην Σίμος Αμβροσίου Αντωνίου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 766.  Πρόκειτο για υπόθεση άσεμνης επίθεσης εναντίον ανδρός κατά παράβαση του άρθρου 152 του Κεφ. 154, που είναι η αντίστοιχη κατηγορία εναντίον άρρενος.  Κατά τα άλλα οι πρόνοιες του είναι πανομοιότυπες με την κατηγορία που αντιμετώπισε εδώ ο εφεσείων.  Μεταφέρονται τα εξής από την απόφαση του Εφετείου που ισχύουν απόλυτα και στην υπό κρίση περίπτωση:

 

«(i)  Ασαφές, αόριστο και ελαττωματικό κατηγορητήριο

     (Πρώτος Λόγος Έφεσης)

 

          Η εισήγηση εδώ ήταν ότι το κατηγορητήριο, διατυπωμένο κατά αόριστο και ασαφή τρόπο, αποστέρησε τον εφεσείοντα από το βασικό ανθρώπινο δικαίωμα του να γνωρίζει με ακρίβεια και λεπτομέρεια τις εναντίον του κατηγορίες.  Τόσο αόριστο και γενικόλογο ήταν το κατηγορητήριο που ο κ. Ευσταθίου ισχυρίστηκε ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα της δίκαιης δίκης εφόσον σε καμιά κατηγορία δεν καθοριζόταν η συγκεκριμένη πράξη για την οποία κατηγορείτο ο εφεσείων, ενώ ταυτόχρονα το Δικαστήριο διέπραξε το λάθος να μην αποφασίσει την ενοχή του εφεσείοντα επί μιας εκάστης των κατηγοριών, αλλά να τις αντιμετωπίσει συλλήβδην με αποτέλεσμα να καταδικαστεί αυτός επί του συνόλου του κατηγορητηρίου.

 

          Η τυπική κατηγορία που απευθύνθηκε στον εφεσείοντα είχε το λεκτικό «Άσεμνη επίθεση εναντίον άνδρα κατά παράβαση των άρθρων 152 και 35 του Κεφ. 154» και με λεπτομέρειες ότι:

 

          «Ο κατηγορούμενος σε άγνωστη ημερομηνία μεταξύ του μηνός Σεπτεμβρίου 2005 και του μηνός Φεβρουαρίου 2006 στο χωριό Επισκοπειό της επαρχίας Λευκωσίας παράνομα και άσεμνα επιτέθηκε εναντίον του Π.Θ., ηλικίας 11 ετών.»

 

          Τα πιο πάνω αποτελούσαν τις λεπτομέρειες της πρώτης κατηγορίας, οι δε υπόλοιπες εννέα που αφορούσαν τον Π.Κ. επαναλάμβαναν το ίδιο λεκτικό με την προσθήκη «... και σε διαφορετική περίπτωση από αυτή που αναφέρεται στην ...» προηγούμενη κατηγορία. 

 

          Οι κατηγορίες 11, 12 και 13 είχαν ως λεπτομέρειες ότι ο εφεσείων, σε άγνωστη ημερομηνία τον Οκτώβριο του 2005 (κατηγορία 11), σε άγνωστη ημερομηνία του μηνός Ιουνίου 2006 (κατηγορία 12) και σε άγνωστη ημερομηνία του Ιουνίου 2006, αλλά σε άλλη περίπτωση (κατηγορία 13), παράνομα και άσεμνα επιτέθηκε εναντίον του Α.Μ., ηλικίας 10 ετών. 

 

          Σημειώνεται ότι το άρθρο 152 του Κεφ. 154, απλά ποινικοποιεί την παράνομη και άσεμνη επίθεση εναντίον ανδρός, χωρίς να αναφέρεται οτιδήποτε άλλο και χωρίς να καθιστά αναγκαία την ένθεση λεπτομερειών ως προς τον τόπο ή το χρόνο διάπραξης του αδικήματος.  Στο άρθρο 39 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, που αφορά τις διατάξεις σε σχέση με τη σύνταξη κατηγορητηρίου, αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι το κατηγορητήριο σε συντομία και σε κοινή γλώσσα, περιγράφει το αδίκημα αποφεύγοντας τη χρήση τεχνικών όρων «.. και χωρίς απαραίτητα να εκτίθενται όλα τα ουσιώδη στοιχεία του ποινικού αδικήματος ...». 

 

          Στον Archbold "Criminal Pleading, Evidence and Practice" (2007) σελ. 87-89, παρ. 1-125 έως 1-132, εξηγούνται οι προϋποθέσεις σε σχέση με τις λεπτομέρειες που πρέπει να τίθενται σε ένα κατηγορητήριο προς ενημέρωση, βεβαίως, του κατηγορουμένου.  Έχει αποφασιστεί από παλιά ότι δεν είναι ανάγκη να προσδιοριστεί στο κατηγορητήριο ο τόπος όπου κατ΄ ισχυρισμόν έλαβε χώραν το αδίκημα, εκτός και εάν είναι αναγκαίο για την κατηγορία. (R. v. Wallwork 42 Cr.App.R. 153), ενώ όσον αφορά τη χρονολογία ή την ημερομηνία, το ορθό είναι να αναφέρεται στο κατηγορητήριο η ημερομηνία διάπραξης του αδικήματος.  (R. v. Hollond  (1841) 5 T.R. 607).  Όπου βεβαίως είναι δυνατό να συνδέεται το επίδικό επεισόδιο με αναφορά σε συγκεκριμένα γεγονότα όπως γενέθλια, διακοπές, ασθένειες κλπ., το κατηγορητήριο θα πρέπει να συντάσσεται κατά ανάλογο τρόπο.  Παρά  τις  πιο  πάνω  γενικές αρχές, αναφέρεται στην παρ. 1-132, ότι:

 

    «Where a child speaks of a number of incidents with no distinguishing features, a convenient course, in order to establish the systematic conduct of the accused, is to have a number of counts, each, apart from the first, alleging "on an occasion other than that alleged in [the previous counts]"».

 

(Σε μετάφραση:)

 

«Όπου ένα παιδί αναφέρεται σε αριθμό επεισοδίων χωρίς οποιαδήποτε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, μια πρακτική μέθοδος, προς θεμελίωση της συστηματικής συμπεριφοράς του κατηγορούμενου, είναι η έκθεση αριθμού κατηγοριών, η κάθε μια από τις οποίες, εκτός από την πρώτη, θα αναφέρει "σε περίπτωση άλλη από αυτή που καταγράφεται [στις προηγούμενες κατηγορίες]".»

 

          Αυτή η πρακτική ακριβώς ακολουθήθηκε και στην επίδικη περίπτωση εφόσον δεν υπήρχε οποιοδήποτε ιδιαίτερο συνδετικό στοιχείο για τον Π.Κ. και ορθά η κάθε επόμενη κατηγορία διατυπώθηκε με αναφορά στην ίδια χρονική περίοδο, αλλά για διαφορετική περίπτωση από την αμέσως προηγούμενη.  Επομένως, δεν εντοπίζεται πρόβλημα ως προς τη διατύπωση του κατηγορητηρίου.  Αντίθετα δε με την εισήγηση του κ. Ευσταθίου το actus reus των αδικημάτων καθορίζεται σαφώς σε κάθε επιμέρους κατηγορία, με δεδομένο ότι καταλογίζεται στον εφεσείοντα επίθεση εναντίον των ανηλίκων κατά την περίοδο που αναγράφεται στο κατηγορητήριο.  Η ουσία είναι, όπως θα διαφανεί και στην ανάλυση που ακολουθεί, ότι υπήρξαν δέκα περιπτώσεις άσεμνης επίθεσης, χωρίς να ήταν δυνατό να συγκεκριμενοποιηθούν οι ημερομηνίες ή ο επακριβής χώρος, λόγω και της νεαρής ηλικίας του παραπονουμένου.

 

             Υποβλήθηκε παράπονο ως προς τη στέρηση του δικαιώματος του εφεσείοντα να υπερασπιστεί δεόντως τον εαυτό του.  Το παράπονο κρίνεται ανυπόστατο. Το άρθρο 6(3)(α) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επιβάλλει να γνωστοποιούνται οι συγκεκριμένες κατηγορίες και οι  αναγκαίες λεπτομέρειες. Αυτό είναι βέβαια ορθό εφόσον οι λεπτομέρειες ενός αδικήματος διαδραματίζουν ουσιώδη ρόλο στην όλη ποινική διαδικασία, ώστε ο κατηγορούμενος να γνωρίζει εκ των προτέρων τι επακριβώς αντιμετωπίζει, ώστε να δύναται να ετοιμάσει την υπεράσπιση του σε κάθε μια από τις κατηγορίες.  Το ουσιώδες πάντοτε για τον κατηγορούμενο είναι να γνωρίζει με επάρκεια το μέγεθος και την έκταση των κατηγοριών.  Αυτό πέραν βέβαια της δυνατότητας που αυτός έχει να ζητήσει περαιτέρω λεπτομέρειες των συνθηκών κάτω από τις οποίες επέδειξε την κατ΄ ισχυρισμόν παράνομη συμπεριφορά (Loizou & Pikis: "Criminal Procedure in Cyprus" σελ. 47).  Στην υπόθεση R. v. Rackham  (1997) 2 Cr.App.R. 222, οι καταδίκες για σεξουαλική επίθεση εναντίον παιδιών κατά τη διάρκεια ενός μεγάλου χρονικού διαστήματος, ακυρώθηκαν λόγω ακριβώς του γεγονότος ότι ο πρωτόδικος Δικαστής δεν αποδέχθηκε αίτημα για την παροχή καλύτερων λεπτομερειών επί των συγκεκριμένων επεισοδίων στα οποία αναφέρονταν οι διάφορες κατηγορίες.»

 

Στην υπό κρίση περίπτωση το κατηγορητήριο αποτελείτο από μια μόνο κατηγορία.  Και ενώ μια κατηγορία απευθύνθη στον εφεσείοντα, οι λεπτομέρειες παραπέμπουν λόγω του χρόνου που χρησιμοποιήθηκε, σε επαναληπτική συμπεριφορά παρά το γεγονός ότι αναφέρθηκε σε αόριστο χρόνο επίθεσης μεταξύ της περιόδου 13.12.1993 και 7.8.2000. Ομολογουμένως η διατύπωση δεν είναι η καλύτερη.  Το κατηγορητήριο θα μπορούσε να καταλόγιζε άσεμνες επιθέσεις σε χρόνο διαφορετικό σε κάθε κατηγορία ώστε να ήταν σαφέστερο ότι ο εφεσείων αντιμετώπιζε πέραν της μίας και μεμονωμένης κατακριτέας συμπεριφοράς.  Όμως δεν υπάρχει εκ της διατυπώσεως πολλαπλότητα.  Η περίοδος που κάλυπτε το κατηγορητήριο ήταν ολόκληρη η περίοδος που η παραπονούμενη διέμενε με τον εφεσείοντα.  Η καθημερινή ή σχεδόν καθημερινή επαφή που κατά τη μαρτυρία της παραπονούμενης είχε ο εφεσείων δεν θα μπορούσε να περιοριστεί χρονικά σε συντομότερη χρονική περίοδο.  Αν το κατηγορητήριο διατυπώνετο κατά το πρότυπο της συμπερίληψης αριθμού κατηγοριών με στόχο να διαμορφωθεί και να τονιστεί η συστηματική συμπεριφορά του κατηγορούμενου, αυτό θα ήταν ασφαλώς καλύτερο.  Ο σκοπός είναι ο αριθμός των κατηγοριών να αντανακλά με επάρκεια την κατ΄ ισχυρισμόν εγκληματική συμπεριφορά, (R. v. Canavan; R. v. Kidd; R. v. Shaw (1998) 1 Cr. App. R. 79), διαφορετικά είναι  πιθανόν να προκύψουν προβλήματα αναφορικά με την επιβολή της ποινής.

 

Από την άλλη, η ταξινόμηση των κατηγοριών ανάλογα με τις συνθήκες και το χώρο ή τόπο διάπραξης των ασέμνων επιθέσεων είναι επιτρεπτή έστω και αν η χρονική περίοδος είναι μεγάλη, υπό την αίρεση ότι οι ένορκοι ή το Δικαστήριο είναι σε θέση να ικανοποιηθούν για τη διάπραξη συγκεκριμένου αδικήματος σε συνάρτηση με συγκεκριμένο επεισόδιο, (R. v. Shore 89 Cr. App.R. 32).

 

Ούτε και πολλαπλότητα εν τη αυστηρή έννοια του όρου διαπιστώνεται να υπάρχει και αυτό κατ΄ ουσίαν το αναγνώρισε ο συνήγορος του εφεσείοντος λέγοντας ότι το κατηγορητήριο είναι καταπιεστικό και ασαφές.  Η πολλαπλότητα επεξηγήθηκε, μεταξύ άλλων, και στην Ανδρονίκου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 486, στις σελ. 509-511, με παραπομπή στις υποθέσεις Ακκελίδου ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 249 και Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 111.  Η πολλαπλότητα είναι ζήτημα τύπου και όχι μαρτυρίας, (R. v. Greenfield 57 Cr. App. R. 849) και κατά κανόνα δεν χρειάζεται να αναζητηθεί οτιδήποτε πέραν του λεκτικού της ίδιας της κατηγορίας.  Εδώ δεν υπάρχει πολλαπλότητα υπό την έννοια ότι ο εφεσείων έχει κατηγορηθεί για διαφορετικού είδους αδικήματα κάτω από διαφορετικά νομοθετήματα. Πρόκειτο για ένα νομοθέτημα η παραβίαση του οποίου έγινε σε περίοδο χρόνου.  Είναι βεβαίως ορθό ότι ένσταση επί πολλαπλότητας ή ασάφειας μπορεί να εγερθεί σε οποιοδήποτε στάδιο, ακόμη και κατ΄ έφεση, και αν πράγματι ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε επί κατηγορίας που ήταν λανθασμένη λόγω πολλαπλότητας, ή, ασάφειας, το Εφετείο μπορεί να ακυρώσει την καταδίκη,  (R. v. Cain (1983) Crim. L. R. 802).  Στο σύγγραμμα των Loizou and Pikis: Criminal Procedure in Cyprus σελ. 52, γίνεται εισήγηση ότι μια δίκη η οποία προχώρησε επί κατηγορητηρίου διατυπωμένου ενάντια στην αρχή της πολλαπλότητας, είναι άκυρη λόγω του ότι ο κατηγορούμενος ουδέποτε είχε κατηγορηθεί με γνωστό στο Νόμο αδίκημα.  Και επομένως, ούτε κατ΄  έφεση μπορεί να διασωθεί η καταδίκη.

 

Όμως η ένσταση για πολλαπλότητα πρέπει ως ζήτημα ορθής πρακτικής να εγείρεται το συντομότερο δυνατό ακόμη και προδικαστικά της εκδίκασης της ουσίας της υπόθεσης και αυτό το δέχθηκε και ο δικηγόρος του εφεσείοντος πρωτοδίκως.  Κατά τα λαμβανόμενα στην Αγγλία δεδομένα όπου το θέμα ρυθμίζεται με το Indictments Act 1915, s7, αλλά και γενικότερα ως προς τη διατύπωση κατηγοριών με το Indictments Rules 1971 (5.1.1971 No. 1253), και επέστη ο χρόνος για ουσιαστική και λεπτομερή ρύθμιση και στην Κύπρο, το σύνηθες είναι η αίτηση για ακύρωση («motion to quash») να υποβάλλεται πριν ή κατά τη διάρκεια της δίκης.  Ακόμη επί το ορθότερο πριν την απάντηση στην ή στις κατηγορίες (Archbold: Criminal Pleading, Evidence and Practice (2006) σελ. 110, παρ. 1-192 και σελ. 130, παρ. 1-240).  Αν  τυχόν δεν υποβληθεί έγκαιρα μπορεί, όπως ήδη λέχθηκε, να τεθεί ενώπιον του Εφετείου (R. v. Molloy (1921) 2 K.B. 364 και R. v. Wilmot 24 Cr. App. R. 63).

Το Δικαστήριο όμως δεν διέπραξε ουσιώδες λάθος δεχόμενο τη θέση του συνηγόρου ότι το θέμα θα έπρεπε να εγερθεί κατά το αρχικό στάδιο, σημειώνοντας ταυτόχρονα ότι δεν υπάρχει κανόνας που να απαγορεύει τη συμπερίληψη στο κατηγορητήριο μιας περιόδου εντός της οποίας συνέβη το περιστατικό.  Το ζήτημα αυτό ήδη εξετάστηκε πιο πάνω.

 

Η ουσία του θέματος είναι άλλη.  Όπως το θέτει ο Archbold - ανωτέρω - σελ. 1045, παρ. 7-78, ακόμη και ένα πάσχον από πολλαπλότητα κατηγορητήριο δεν υπόκειται κατ΄ ανάγκη σε ακύρωση εκτός και εάν είναι ανασφαλές, (R. v. Levantiz (1999) 1 Cr.App.R. 465), υπόθεση η οποία αφορούσε, όπως και εδώ, στην ουσία ένα κανονικό κατηγορητήριο, αλλά η μαρτυρία που δόθηκε αποκάλυπτε δύο ή περισσότερα αδικήματα.  Η σύγχρονη τάση και αντίληψη είναι ο κατηγορούμενος να μην είναι αντιμέτωπος με κατηγορίες που δεν του γνωστοποιήθηκαν δεόντως ώστε να μην γνωρίζει τι θα αντιμετωπίσει στη δίκη και να υπερασπίσει εαυτόν αναλόγως.  Αυτή είναι και η επιταγή του Άρθρου 6(3)(α) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.  Όπως λέχθηκε και στην Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας - ανωτέρω - για να υπάρχει ουσιώδης επίπτωση επί του ασφαλούς της καταδίκης πρέπει το κατηγορούμενο πρόσωπο να έχει παραπλανηθεί κατά ουσιώδη τρόπο.  Υπάρχει δε πάντοτε η δυνατότητα αναζήτησης λεπτομερειών επί του κατηγορητηρίου και κατά πόσο υπήρξε παραπλάνηση ή αδικία συνεξετάζεται και με το κατά πόσο ζητήθηκαν τέτοιες λεπτομέρειες έχοντας ταυτόχρονα υπόψη και όλες τις άλλες πληροφορίες που είναι διαθέσιμες στον κατηγορούμενο μέσα από καταθέσεις, υλικό κατά την προανάκριση, όπου υπάρχει, μαρτυρία πριν την έναρξη της δίκης κ.ά., (Akritas v. Regina 20 C.L.R. 110, Loizou and Pikis: Criminal Procedure in Cyprus σελ. 47 και Archbold  - ανωτέρω  - σελ. 1045, παρ. 7-76).  Στην R. v. Donnelly (1998) Cr. App. R. 131, το Εφετείο δεν ακύρωσε την καταδίκη όπου η μαρτυρία αποκάλυπτε περισσότερα του ενός αδικήματα, όπου δεν υπήρξε ένσταση στο πρωτόδικο Δικαστήριο.  Και η R. v. Shore - ανωτέρω - επεξηγήθηκε στην R. V. Rackham (1997) 2 Cr. App. 222, ότι η ουσία της είναι ότι όπου ο κατηγορούμενος επιλέγει να αντιμετωπίσει γενικές κατηγορίες χωρίς ένσταση, όπως έγινε και εδώ, δεν μπορεί με ευκολία να εγείρει ζήτημα έλλειψης συγκεκριμενοποίησης ενώπιον του Εφετείου.  Στην R. V. Rackham ακυρώθηκε η καταδίκη για άσεμνες επιθέσεις εναντίον παιδιών σε μια μεγάλη χρονική περίοδο, όταν το Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε αίτημα για καλύτερες λεπτομέρειες των συμβάντων στις διάφορες κατηγορίες.   Εδώ δεν ζητήθηκαν οποιεσδήποτε λεπτομέρειες πριν ή κατά τη διάρκεια της εκδίκασης της υπόθεσης πρωτοδίκως.  Η θέση του εφεσείοντος κατά τη δική του ένορκη μαρτυρία, αλλά και η αντεξέταση της παραπονούμενης από το συνήγορο του, ήταν σταθερά ότι ουδέποτε έγιναν οι άσεμνες επιθέσεις καθ΄ όλη τη διάρκεια της περιόδου που αναφερόταν στο κατηγορητήριο και ότι κίνητρο της ήταν η εκδίκηση για τη βάναυση συμπεριφορά της συζύγου του εφεσείοντος έναντι της.  Και περαιτέρω η απωθημένη αντίδραση, θυμός και έμμεση εκδίκηση για τη δική της μητέρα.

 

Ως προς την ουσία της υπόθεσης είναι γνωστός ο κανόνας, στην ουσία αξιωματικός, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι κατά κανόνα σε καλύτερη θέση να κρίνει στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης και να αξιολογήσει τους ενώπιον του μάρτυρες.  Ένα Δικαστήριο ενώπιον του οποίου καταθέτουν οι διάδικοι και οι μάρτυρες τους, παρακολουθεί τις αντιδράσεις τους, τον τρόπο της ευρύτερης συμπεριφοράς τους στο εδώλιο του μάρτυρα και τις απαντήσεις που δίδουν κατά την κύρια εξέταση, αλλά ιδιαιτέρως κατά την αντεξέταση και αποκομίζει τις ανάλογες εντυπώσεις.  Και αυτή είναι μια εγγενής και ιδιάζουσα διεργασία που γίνεται συνειδησιακά από το Δικαστή ως μέρος  της όλης ανθρώπινης υπόστασης, (Γιάλλουρος κ.ά. ν. Ψύλλα (2009) 1 Α.Α.Δ. 1552 και Νεοφύτου ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 409).  Χρειάζονται πειστικοί και ιδιαίτεροι λόγοι επέμβασης στην πρωτόδικη αξιολόγηση και την εξαγωγή συμπερασμάτων από το Εφετείο ώστε τα ευρήματα να ανατραπούν, (Κυπριανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 816).

 

Η μαρτυρία δεν πρέπει να εξετάζεται μικροσκοπικά ή αποσπασματικά, αλλά να αξιολογείται ως ενιαίο σύνολο και με λογική προσέγγιση, (Σταυρινού ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 706 και Παρλάτα ν. Δημητρίου, Πολ. Έφ. αρ. 387/2009, ημερ. 21.5.2014), ECLI:CY:AD:2014:A339.  Είναι, όπως αποφασίστηκε στην Βούτουνος ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 71, το περιεχόμενο της μαρτυρίας που πρέπει να τίθεται στη βάσανο της αξιολόγησης και όχι μόνο η εξωτερική εντύπωση.  Ούτε και το Εφετείο με τη σειρά του πρέπει να εξετάζει τις πρωτόδικες αποφάσεις μικροσκοπικά ή να διαφωνεί με μια λέξη ή φράση.  Η δικαστική απόφαση διαβάζεται στο σύνολο της ώστε να διαπιστώνεται η ουσία και η σημασία της, (Charitonos and Others v. Republic (1971) 2 C.L.R. 40 και Parris v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 186, σελ. 228-229).

 

Υπό το φως των πιο πάνω αρχών, δεν διαπιστώνεται οποιοδήποτε ουσιαστικό πρόβλημα είτε με την αξιολόγηση της μαρτυρίας, είτε με τη δομή της απόφασης.  Όσον αφορά την αξιολόγηση υπάρχουν σαφείς και καθαρές διαπιστώσεις πρωτόδικα. Η μαρτυρία της ίδιας της παραπονούμενης χαρακτηρίστηκε  ως πειστική και αυθόρμητη.  Εντύπωση προκάλεσε, θετική βεβαίως, στο Δικαστήριο η όλη στάση της παραπονούμενης η οποία δεν παρουσίαζε τον εφεσείοντα ως «ανθρωπόμορφο τέρας», ούτε η μαρτυρία της διαπνέετο από εμπάθεια, ούτε και διαπιστώθηκε  ότι το κίνητρο της καταγγελίας  ήταν η επιθυμία της για εκδίκηση εναντίον της συζύγου του εφεσείοντος, η οποία την κακομεταχειριζόταν σε σημείο βαναυσότητας.  Το Δικαστήριο θεώρησε ότι η παραπονούμενη προέβη στην καταγγελία όταν σε ηλικία ώριμη βρήκε το ψυχικό σθένος να εκφράσει και να εξωτερικεύσει τις εμπειρίες της «για να ηρεμήσει η ψυχή» της, κρίνοντας εύλογη και την απάντηση της σε σχετική ερώτηση κατά την αντεξέταση ότι δεν θα έβαζε τον εαυτό της «σε όλη αυτή τη διαδικασία και να τα τραβά όλα τούτα για μιαν εκδίκηση (της συζύγου)».

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονούμενης δικαίως (και αυτό δείχνει την προσοχή με την οποία αντιμετωπίστηκε η εν λόγω μαρτυρία και δεν ήταν στοιχείο αμφιβολιών ως προς την αξιοπιστία της όπως εισηγήθηκε ο κ. Ευσταθίου), προβληματίστηκε τόσο για την ασάφεια της μαρτυρίας όσον αφορά τα χρονικά σημεία των άσεμνων επιθέσεων, όσο και για το γεγονός της παρόδου μεγάλου χρονικού διαστήματος πριν την κατάθεση της καταγγελίας.  Ορθά το Δικαστήριο έστρεψε ιδιαιτέρως την προσοχή του στα δύο αυτά ζητήματα, έχοντας υπόψη αυτό  που και το ίδιο το Δικαστήριο στην απόφαση του ανέδειξε ότι γενικά η κατηγορία των αδικημάτων που συναρτώνται προς τις γενετήσιες ορμές επιβάλλει την επίδειξη της μέγιστης προσοχής έχοντας κατά νουν την εγγενή αδυναμία των ανθρώπων και τη ροπή αυτών στο ψεύδος για λόγους που χάνονται στο ανθρώπινο ασυνείδητο.  Εξ ου και η ανάγκη για την ανεύρεση ενισχυτικής μαρτυρίας.

 

Και στα δύο ζητήματα, πέραν από την καθαυτό αξιοπιστία της παραπονούμενης που το Δικαστήριο έκρινε μετά από την επισταμένη παρατήρηση της ένορκης και ζώσας μαρτυρίας της, συναρτώμενη και ως προς το περιεχόμενο της, το Δικαστήριο ενισχύθηκε στην άποψη του και από τη μαρτυρία της εμπειρογνώμονος Μ. Περδικογιάννη.  Εδώ ο εφεσείων βάλλει εναντίον της πρόσδοσης τόσης μεγάλης σημασίας στη μαρτυρία της ψυχολόγου.  Το παράπονο δεν είναι όμως  βάσιμο.  Το Δικαστήριο δεν χρησιμοποίησε τη μαρτυρία της ψυχολόγου για να κρίνει αξιόπιστη την παραπονούμενη.  Το αντίθετο.  Αφού έκρινε αξιόπιστη την παραπονούμενη βρήκε ενίσχυση των θέσεων που πρόβαλε μέσα από τη μαρτυρία και τις επιστημονικές εξηγήσεις της εμπειρογνώμονος.  Με ορθή αναφορά στον τρόπο που ένα Δικαστήριο προσεγγίζει την επιστημονική μαρτυρία (Φιλίππου ν. Οδυσσέως (1989) 1 Α.Α.Δ. 1, Kayat Trading Limited v. Genayme Corporation, Πολ. Έφ. αρ. 316/2010, ημερ. 21.2.2013, Νικολάου ν. Σταύρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 746, κ.ά.), θεώρησε τη μαρτυρία αυτή ως προσφέρουσα στο Δικαστήριο τα επιστημονικά εκείνα κριτήρια στη βάση των οποίων το Δικαστήριο ηδύνατο να μορφώσει ιδίαν άποψη, με περαιτέρω γνώμονα ότι ουδέποτε η μαρτυρία εμπειρογνώμονα υποκαθιστά το έργο του Δικαστηρίου. Συνεπώς ορθά παρατηρήθηκε πρωτοδίκως ότι «σαφέστατα το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τα ευρήματα της Μ.Κ.4 ως προς το κατά πόσο η ... λέγει την αλήθεια, από την άλλη όμως μπορεί να ληφθούν υπόψη τα όσα η Μ.Κ.4 ανέφερε για να στηρίξει την επιστημονική της κατάληξη.»

 

Η εμπειρογνώμονας, τα προσόντα και η εμπειρογνωμοσύνη της οποίας δεν αμφισβητήθηκαν, κρίθηκε να είχε δώσει «μιαν απολύτως τεκμηριωμένη και λεπτομερή μαρτυρία, ενώ επεξήγησε με σαφήνεια όλα τα γεγονότα επί των οποίων στηρίχθηκε για να καταλήξει στα ευρήματα της.» Το Δικαστήριο περαιτέρω σημείωσε, και ορθά, ότι η μαρτυρία αυτή δεν αμφισβητήθηκε στην ουσία της κατά την αντεξέταση η οποία, όπως επιβεβαιώνουν και τα σχετικά πρακτικά, περιστράφηκε γύρω από τα κριτήρια που χρησιμοποιούν οι ψυχολόγοι για τη διάγνωση της προσωπικότητας ενός ατόμου σε αντιδιαστολή με αυτά που χρησιμοποιεί γενικά η νομική «ψυχρή» επιστήμη.

 

Πολύς λόγος έγινε από το συνήγορο του εφεσείοντος για ένα απόσπασμα από την πρωτόδικη κρίση όπου το Δικαστήριο είπε το «πρωτοφανές» ότι η παραπονούμενη «μάλλον πρέπει να λέγει την αλήθεια» (παράγραφος 14 της γραπτής αγόρευσης ενώπιον του Εφετείου).  Με συνακόλουθη βεβαίως την εισήγηση ότι η καταδίκη ενός ανθρώπου δεν μπορεί να στηρίζεται σε κατά το «μάλλον ή ήττον» κρίση που πιστοποιούσε την ενδόμυχη αμφιβολία που το Δικαστήριο είχε ως προς την αλήθεια των λόγων της παραπονούμενης.  Αν όντως το Δικαστήριο διέπραττε αυτό το σφάλμα, η ακύρωση της καταδίκης θα ακολουθούσε άνευ ετέρου ως αναδεικνύουσα θεμελιώδες σφάλμα αρχής.

 

Δεν έχουν όμως έτσι τα πράγματα.  Μεταφέρεται εδώ το πλήρες κείμενο της σχετικής σκέψης του Δικαστηρίου:

 

     «Αναφορικά με τον καθορισμό των χρονικών στιγμών κατά τις οποίες έλαβαν χώρα οι επιθέσεις αυτές, είναι γεγονός ότι η .δεν προσδιόρισε με σαφήνεια τον χρόνο αυτό.  Από την όλη μαρτυρία της προκύπτει ότι η συμπεριφορά του Κατηγορούμενου προς αυτήν άρχισε προτού πάει στο Δημοτικό, και με δεδομένο ότι πήγε στο σπίτι τους τα Χριστούγεννα που ήταν προδημοτική, οδηγούμαι στο ότι οι άσεμνες πράξεις άρχισαν να εκδηλώνονται πριν από το Σεπτέμβριο.  Παρά ταύτα, πράγματι με προβλημάτισε το γεγονός ότι δεν μπορούσε να θυμηθεί ούτε την πρώτη, αλλά ούτε και την τελευταία φορά που έγινε κάτι τέτοιο.  Από την άλλη δεν μπορεί να παραγνωριστεί ότι η .. πήγε στο σπίτι του Κατηγορούμενου σε ηλικία κοντά στα 4 χρόνια, πράγμα που δικαιολογεί και το κενό αυτό.  Πέραν τούτου, ήταν και η θέση της κας Περδικογιάννη ότι σε μικρές ηλικίες ο χρόνος δεν είναι κάτι ξεκάθαρο και δεν είναι έννοια καλά προσδιορισμένη στο μυαλό ενός παιδιού, το δε όλο θέμα επιδεινώνεται και από το ότι το ίδιο το μυαλό αμύνεται με το να δυσκολεύει την ανάκληση κάποιας τραυματικής ανάμνησης.  Όπως η Μ.Κ.4 είπε, είναι πολύ συχνό φαινόμενο ένα παιδί που κακοποιήθηκε σε πολύ μικρή ηλικία να μην μπορεί να προσδιορίσει ακριβώς το χρονικό σημείο στο οποίο αυτό συνέβη.  Με αυτά τα δεδομένα θεωρώ ότι το πιο πάνω δεν θα πρέπει να αφαιρέσει από την γενική εικόνα αξιοπιστίας της ...  Αντίθετα, θεωρώ ότι μάλλον οδηγεί σε συμπέρασμα ότι αυτή έλεγε την αλήθεια, αφού εάν η όλη ιστορία ήταν ένα κατασκευασμένο ψέμα θα ήταν πολύ απλό να είχε αναφερθεί από την ίδια και κάποια ημερομηνία ή χρονικός προσδιορισμός.»

(έχει αφαιρεθεί από το κείμενο το όνομα της παραπονούμενης).

 

         Είναι φανερό ότι το Δικαστήριο στην πιο πάνω φράση «... μάλλον  οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτή έλεγε την αλήθεια», χρησιμοποίησε το επίρρημα «μάλλον» με την έννοια του «περισσότερο», «πιο πολύ», που είναι μια από τις σημασίες του επιρρήματος, (δέστε Σπύρου Τσιούνη: Επίτομο Νέο Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας σελ. 861, «μάλλον» ως συγκριτικός βαθμός του «μάλα» και  Μπαμπινιώτη: Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Γ. Έκδοση, σελ. 1043-1044).  Άλλωστε αμέσως προηγουμένως το Δικαστήριο επανέλαβε, με αναφορά στη δυνατότητα ανάκλησης μνημονικά τραυματικών εμπειριών, και τον μη επακριβή προσδιορισμό του χρόνου, ότι όλα αυτά δεν αφαιρούν από «τη γενική εικόνα αξιοπιστίας της ..».  Πρόδηλα το λεκτικό που χρησιμοποίησε το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορεί να απομονωθεί από το όλο κείμενο, ούτε και το Εφετείο εξετάζει κατά πόσο η μια ή η άλλη λέξη που χρησιμοποιήθηκε ήταν η καλύτερη (R. v. Stoddart  2 Cr. App. R. 217 και Walters v. The Queen  (1969) 2 A.C. 26).  Άλλωστε αν το επίρρημα «μάλλον» τοποθετείτο μπροστά από το ρήμα «θεωρώ», η ανάγνωση του κειμένου θα ήταν αμέσως πιο καθαρή και η σκέψη του Δικαστηρίου πρόδηλη, («Αντίθετα, μάλλον θεωρώ ότι οδηγεί σε συμπέρασμα ότι αυτή έλεγε την αλήθεια.»).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο χρησιμοποίησε το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση στη Σίμος Αμβροσίου Αντωνίου - ανωτέρω - αναφορικά με την όλη ψυχοσύνθεση της παραπονούμενης ως προς τα βιώματα της σε νεαρή ηλικία που εξηγεί και τις τραυματικές και μετατραυματικές εμπειρίες της ούτως ώστε να μην ήταν δυνατή η υποβολή άμεσου παραπόνου ή παραπόνου σε χρόνο προγενέστερο της περιόδου όταν όντως έγινε η καταγγελία, εξηγώντας και την απώθηση στο ασυνείδητο της έννοιας του χρόνου σε συνάρτηση με τον καθορισμό συγκεκριμένων ασέμνων επιθέσεων ή τη σύνδεση τους με άλλα γεγονότα που για το φυσιολογικό άνθρωπο αποτελούν ευχάριστες και εύκολα ανασυρόμενες από τη μνήμη εμπειρίες:

 

          «Οι σεξουαλικές παρενοχλήσεις, επιθέσεις ή βιασμοί που εκδηλώνονται επί ανήλικων προσώπων, αγγίζουν τόσο βαθειά την προσωπικότητα των θυμάτων ώστε να μην μπορεί να ανευρεθεί ένα συγκεκριμένο πρότυπο συμπεριφοράς από τα παραπονούμενα πρόσωπα, εφόσον διαφορετικές είναι οι αντιδράσεις ενός εκάστου ανάλογα με το ψυχισμό τους.  Χωρίς προς στιγμήν να παραγνωρίζεται η πρωταρχική ανάγκη η ενώπιον του Δικαστηρίου υπόθεση να αξιολογείται στη βάση του τεκμηρίου της αθωότητας αφενός, αλλά και στην ανάγκη θεμελίωσης των κατηγοριών πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας αφετέρου, πρέπει και το Δικαστήριο να είναι δεκτικό στην ολοένα και πλέον αποδεκτή και συγκλίνουσα θέση, ότι τα θύματα των σεξουαλικών επιθέσεων βιώνουν μια πληθώρα μετατραυματικών εμπειριών που αναμφίβολα επηρεάζουν και την δυνατότητα τους να υποβάλουν άμεσα το παράπονο τους, αλλά και τη δυνατότητα τους να λειτουργούν και να αντιδρούν πάντοτε κατά τρόπο που εκλογικευμένα, θα θεωρείτο αναμενόμενος.»

 

Το πιο πάνω απόσπασμα υιοθετήθηκε μεταγενέστερα στις αποφάσεις Σοφοκλής Σιακαλλής ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 146 και Λ.Κ. ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 547.  Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει και στην προγενέστερη απόφαση στην Τυμπιώτης ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 612, τόσο ως προς τη σκίαση της χρονικής ανάμνησης για τον ακριβή χρόνο των διάφορων γεγονότων λόγω της παρατεταμένης δυσάρεστης εμπειρίας, όπως ακριβώς επιβεβαίωνε η μαρτυρία της κλινικής ψυχολόγου που είχε δώσει εκεί μαρτυρία, όσο και ως προς το ότι δεν αποτελεί κατ΄ ανάγκην στοιχείο αναξιοπιστίας η χρήση των λέξεων «δεν θυμούμαι» ή εδώ η μη συνάρτηση της άσεμνης συμπεριφοράς του εφεσείοντος με άλλα γεγονότα.  Χαρακτηριστική είναι και  η απάντηση της παραπονούμενης στο τέλος της αντεξέτασης της σε υποβολή ότι έλεγε αόριστα ότι συνέχεια ήταν δέκτης σεξουαλικής κακοποίησης χωρίς να μπορεί να το αντιπαραβάλει με παράλληλα γεγονότα της ίδιας εποχής και άρα τα παράπονα ήταν ψευδή:

 

«Α.   Διαφωνώ, γιατί εν μπορείς να έσιεις άλλα πράγματα άμα το ζήσεις τούτο.  Έν μπορείς να ...κάμεις άλλους κύκλους άμα είσαι σε ένα κύκλο.  Θυμάσαι το συγκεκριμένο τζείνο που σε βασανίζει, τζείνο που ζεις κάθε μέρα.»

 

Ως προς το χρόνο της καταγγελίας γίνεται δεκτό από τη νομολογία ότι ο φόβος, η ανωριμότητα, η εξάρτηση και άλλοι συναφείς παράγοντες προσμετρούν στο να αιτιολογήσουν το γεγονός της καταγγελίας μετά από πάροδο χρόνου.  Η μαρτυρία της παραπονούμενης στο ζήτημα ήταν σαφής, αλλά και εύλογη υπό το φως των εξηγήσεων και της εμπειρογνώμονος, (δέστε Μ.Κ. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 14/2013, ημερ. 20.3.2014).  Δεν υπάρχουν στερεότυπα πρότυπα σε τέτοιες περιπτώσεις.

 

Γενικά τα ζητήματα της ανθρώπινης σεξουαλικής συμπεριφοράς όταν τέμνονται με τον ποινικό κώδικα παρουσιάζουν ως προς την ορθή ή ακόμη και λογική αντιμετώπιση τους στο πλαίσιο ενός ευρύτερου ποινικού μέτρου, ιδιαίτερα εγγενή προβλήματα ταξινόμησης, αλλά και ιδεών και αντιλήψεων.  Ο Andrew Ashworth στο Principles of Criminal Law 3η έκδ. σελ. 368-372, κάτω από τον υπότιτλο, «Parameters of the Law of Sexual Assault" σχολιάζει, μεταξύ άλλων, ότι το ποινικό δίκαιο μέχρι στιγμής δεν έχει δώσει επαρκή σημασία στα προβλήματα που σχετίζονται με τις σεξουαλικές ή άσεμνες επιθέσεις και δεν υπήρξε, μέχρι πρόσφατα, επαρκής συζήτηση για τις ψυχολογικές επιπτώσεις των θυμάτων αυτών των επιθέσεων.  Η εισήγηση ταυτόχρονα είναι  ότι όσο και αν αυτή η νέα επίγνωση είναι καλοδεχούμενη πρέπει να υπάρχει η ανάλογη σπουδή και για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων των κατηγορούμενων, των θυμάτων, αλλά και των άλλων μαρτύρων σε μια δίκη.  Πρέπει επίσης να επιδεικνύεται η ανάλογη προσοχή διότι παρατηρείται στην πράξη στενή συσχέτιση μεταξύ του ουσιαστικού νόμου, του δικαίου της απόδειξης, της ακολουθητέας διαδικασίας και της ποινής.  Εν πάση δε περιπτώσει πρέπει να είναι κατά νουν πάντοτε και η σχετική σοβαρότητα αυτών των υποθέσεων υπό το φως του γεγονότος ότι τα θύματα βιώνουν δραματικές ψυχολογικές συνέπειες κατά κανόνα για πολλά χρόνια, όπως φόβο, τραύματα, έλλειψη εμπιστοσύνης κλπ.

 

Έχοντας υπόψη το σύνολο των όσων ανωτέρω αναπτύχθηκαν δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης στην πρωτόδικη αξιολόγηση.  Ούτε και αφαιρούν από την αξιοπιστία της παραπονούμενης τα όσα σχετίζονται με την αναφορά της Γιώτας Νικολάου ότι η παραπονούμενη της είχε πει ότι υπήρξε και άσεμνη ή άσεμνες επιθέσεις σε εκκλησία.  Ορθά το Δικαστήριο στο ζήτημα αυτό δεν απέδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στη σχετική μαρτυρία.  Αυτό διότι, όπως άλλωστε πιστοποιούν και τα σχετικά πρακτικά, η Νικολάου, στην οποία εκμυστηρεύτηκε το πρόβλημα της η παραπονούμενη όταν και οι δύο ήσαν 18 ετών, ορισμένα δηλαδή χρόνια πριν την καταγγελία, δεν ήταν σίγουρη ότι όντως της ανέφερε κάτι τέτοιο η παραπονούμενη φίλη της.  Περαιτέρω είχε και η ίδια στη μαρτυρία της προσθέσει κρίση δική της που σχετιζόταν με το λειτούργημα και την ιδιότητα του εφεσείοντος που δεν στηριζόταν στα όσα η παραπονούμενη της είχε πει.  Από την πλευρά της η παραπονούμενη ήταν σταθερή στη μαρτυρία της ότι ουδέποτε ο εφεσείων προέβηκε στις πράξεις αυτές εκτός του δωματίου στο οποίο διέμενε στο σπίτι του.  Ούτε και οι αστυνομικές καταθέσεις της τη διαψεύδουν με οποιοδήποτε τρόπο.

 

Ούτε και ο τρόπος με τον οποίο κατήγγειλε η παραπονούμενη την υπόθεση αμαυρώνει την αξιοπιστία της, όπως την έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Η νύμφη του εφεσείοντος, δεν αποτέλεσε το κίνητρο ή το έναυσμα για την καταγγελία, ούτε και η διαταραγμένη σχέση αυτής με το γιο του εφεσείοντος ήταν σημείο αναφοράς για την παραπονούμενη να προβεί στην καταγγελία.  Η παραπονούμενη δεν γνώριζε, όπως κατέθεσε, όταν η ίδια την πλησίασε να συνομιλήσουν ότι η νύμφη είχε χωρίσει.  Άλλωστε, η νύμφη δεν κατέθεσε στο Δικαστήριο ως μάρτυρας.  Τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως προς το λόγο της καταγγελίας ήταν σαφή: δεν είχαν να κάμουν με οποιοδήποτε κίνητρο εκδίκησης κατά της συζύγου του εφεσείοντος.  Δέχθηκε τη θέση της παραπονούμενης ότι δεν θα έβαζε τον εαυτό σε όλη εκείνη τη διαδικασία για «μια εκδίκηση», ενώ είχε σταματήσει και τις σπουδές της λόγω της καταγγελίας αφού όταν άρχισε η υπόθεση δεν μπορούσε πια να συγκεντρωθεί στα μαθήματα της.

 

Από την άλλη το Δικαστήριο δεν πείσθηκε από τη μαρτυρία του ιδίου του εφεσείοντος ενώπιον του, ο οποίος ήταν και ο μοναδικός μάρτυρας για την πλευρά του.  Έκρινε ότι ψεύδετο και είχε αντιφατικές θέσεις.  Από τη μια έλεγε ότι αγαπούσε την παραπονούμενη ως παιδί του και από την άλλη ότι ήθελε να την «ξεφορτωθεί» για να ησύχαζε από τους γονείς της.  Αρνείτο να απαντήσει σε ερωτήσεις, απαντούσε με υπεκφυγές, δεν θυμόταν το όνομα της Κοινωνικού Λειτουργού που κατά τα άλλα, κατά τη θέση του, επισκέπτετο την παραπονούμενη συχνά.  Και περαιτέρω ότι ενώ ήταν αποδεκτή από την υπεράσπιση η βίαιη συμπεριφορά της συζύγου του έναντι της παραπονούμενης, ο εφεσείων αρχικά δέχθηκε ότι μόνο μια φορά την είδε να κτυπά την παραπονούμενη, ενώ αργότερα απέφευγε να απαντά ότι η συμπεριφορά αυτή άγγιζε τα όρια της βαναυσότητας, αρνούμενος, με σχετική επίκληση των δικαιωμάτων του, να τοποθετείται.

 

Το Δικαστήριο ήταν επίσης προσεκτικό στην κρίση του επί της αξιοπιστίας της παραπονούμενης και τη συνακόλουθη καταδίκη του εφεσείοντος, στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας.  Προειδοποίησε κατάλληλα τον εαυτό του σύμφωνα με τα νομολογιακά δεδομένα ότι σε υποθέσεις σεξουαλικών αδικημάτων είναι επιθυμητό να αναζητείται ενισχυτική μαρτυρία.  Η απουσία της δεν αποστερεί τη δυνατότητα από το Δικαστήριο να καταδικάσει αφού προηγουμένως προειδοποιήσει κατάλληλα τον εαυτό του,  (Σάββα ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 258, Θεοδώρου ν. Αστυνομίας (1971) 2 Α.Α.Δ. 245 και Τυμπιώτης ν. Δημοκρατίας - ανωτέρω -).  Η αναζήτηση αυτής της ενισχυτικής μαρτυρίας ήταν επιβεβλημένη για το πρωτόδικο Δικαστήριο και δεν είναι ορθή η θέση του εφεσείοντος  ότι αυτό σήμαινε ότι αμφέβαλλε για την ποιότητα της μαρτυρίας της.  Όπως λέχθηκε και στην Καϊλής ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 251, 261, η αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας, προσέγγιση που έχει κατ΄ επανάληψη τύχει της επιδοκιμασίας της νομολογίας, δεν οδηγεί σε συμπέρασμα ότι το Δικαστήριο είχε ενδόμυχες αμφιβολίες.

 

Η έφεση επί της καταδίκης απορρίπτεται.

 

Ως προς την έφεση κατά της ποινής, ο εφεσείων καταδικάστηκε σε 18μηνη φυλάκιση, το δε Δικαστήριο δικαιολόγησε το ποινικό αυτό μέτρο με αναφορά στο λευκό ποινικό μητρώο του, την ευδόκιμη επαγγελματική υπηρεσία του και τα δεδομένα που προέκυπταν από την έκθεση του Γραφείου Ευημερίας   που περιέγραφε τον εφεσείοντα ως προερχόμενο από διασπασμένη πολυμελή οικογένεια χαμηλής κοινωνικοοικονομικής κατάστασης και με δύσκολα παιδικά βιώματα.  Το Δικαστήριο έλαβε υπόψη ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο των αδικημάτων η ποινή που προβλεπόταν ήταν κατ΄ ανώτατο όριο φυλάκιση δύο ετών, η οποία αργότερα αυξήθηκε στα πέντε έτη.  Το Δικαστήριο βέβαια παρέμεινε στην προβλεπόμενη τότε ποινή των δύο ετών χαρακτηρίζοντας την ενώπιον του υπόθεση ως από τις σοβαρότερες του είδους. 

 

Έλαβε  επίσης υπόψη το γεγονός ότι παρήλθαν περίπου είκοσι χρόνια από την εποχή που σταμάτησε η παραπονούμενη να βρίσκεται με την οικογένεια του εφεσείοντος χωρίς ταυτόχρονα να ήταν δυνατό να αγνοηθεί το γεγονός ότι η παραπονούμενη ήταν τότε ένα «παιδάκι σε τρυφερή ηλικία, ουσιαστικά χωρίς γονείς», που δεν είχε ούτε την στήριξη του Γραφείου Ευημερίας το οποίο μάλλον αδιαφόρησε στην προσπάθεια της παραπονούμενης να παραπονεθεί για τον ξυλοδαρμό που δεχόταν από τη σύζυγο του εφεσείοντος.  Συνεπώς το Δικαστήριο έλαβε υπόψη την καθυστέρηση, διαφοροποιώντας την όμως από πλευράς βαρύτητας από άλλες υποθέσεις, έχοντας υπόψη ότι αφενός λόγω του φόβου που ένοιωθε απέναντι στη σύζυγο του εφεσείοντος και αφετέρου λόγω των τραυματικών εμπειριών της από τη συμπεριφορά του ίδιου του εφεσείοντος, η παραπονούμενη βρήκε το ψυχικό σθένος να μιλήσει για τα προβλήματα της μόνο όταν έφθασε σε αρκετά μεγαλύτερη ηλικία.  Το Δικαστήριο δεν παρέλειψε επίσης να λάβει υπόψη ότι δεν διώχθηκε η σύζυγος του εφεσείοντος παρά το παράπονο που υπέβαλε και γι΄ αυτήν η παραπονούμενη, καθώς ούτε κάποια συγκεκριμένη ενέργεια φαίνεται να λήφθηκε εναντίον της Λειτουργού ή των Λειτουργών του Γραφείου Ευημερίας που ουσιαστικά αδιαφορούσαν για την ευημερία της παραπονούμενης, κρίνοντας όμως ότι τα άτομα αυτά δεν ήσαν συναυτουργοί στο αδίκημα που αντιμετώπισε ο εφεσείων.  Έδωσε έτσι κάποια βαρύτητα στον παράγοντα της μη δίωξης άλλων προσώπων, αλλά όχι ιδιαίτερη. 

 

Το Δικαστήριο σημείωσε περαιτέρω ότι ο εφεσείων καταχράστηκε το ρόλο του ανάδοχου πατέρα και «... αντί να παρέχει προστασία και φροντίδα σε ένα μικρό τετράχρονο κοριτσάκι, προέβαινε σε σιχαμερές και αφύσικες για την ηλικία του παιδιού πράξεις.».  Έγινε αναφορά στις αποφάσεις Γενικός Εισαγγελέας ν. Βαρνάβα (1999) 2 Α.Α.Δ. 638, Παντελής Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123 και άλλες, για τη βδελυγμία με την οποία τα Δικαστήρια κρίνουν παρομοίου είδους συμπεριφορές που ενέχουν το στοιχείο της εκμετάλλευσης, της ταπεινωτικής μεταχείρισης και της ανεπανόρθωτης καταστροφής της παιδικής αθωότητας.

 

Δεν διαπιστώνεται βάσιμος λόγος ανατροπής της απόφασης για επιβολή φυλάκισης 18 μηνών ενόψει των όλων περιστατικών της υπό κρίση υπόθεσης.  Οι υποθέσεις του είδους πράγματι πρέπει να αντιμετωπίζονται με αυστηρότητα γιατί  η σεξουαλική ικανοποίηση του θύτη παρέχουσα προσωρινή και μόνο ευχαρίστηση σ΄ αυτόν, έχει καταλυτική και διαρκή  επίπτωση στο θύμα. Η αμαύρωση και σπίλωση της παιδικής ψυχικής αθωότητας  αποσυνθέτει τον χαρακτήρα του παιδιού σε βαθμό που αποστερείται της φυσιολογικής ζωής.  Στην υπόθεση Κ.Κ. ν. Γενικού Εισαγγελέα (2008) 2 Α.Α.Δ. 294, είχε επιβληθεί ποινή φυλάκισης τριών ετών στην κατηγορία της άσεμνης επίθεσης κατά παράβαση του άρθρου 151 του Κεφ. 154, ενώ είχε επιβληθεί και ποινή φυλάκισης επτά ετών σε κατηγορίες σεξουαλικής εκμετάλλευσης γυναίκας κάτω από το Νόμο 3(Ι)/2000.  Η ποινή των επτά ετών επικυρώθηκε.  Παρατηρήθηκε στην απόφαση ότι ο σκοπός του νομοθέτη ήταν ο εκσυγχρονισμός της νομοθεσίας γενικά για τη σεξουαλική εκμετάλλευση, γι΄ αυτό και με τον περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμο αρ.119(Ι)/2000, η προβλεπόμενη ποινή των δύο ετών στο άρθρο 151 αυξήθηκε σε πέντε έτη ανεξάρτητα από το κατά πόσο το θύμα είναι ανήλικο.  Στην Σίμος Αμβροσίου ν. Αστυνομίας - πιο πάνω - είχε επιβληθεί ποινή 13 μηνών συνολικά για 13 κατηγορίες ασέμνων επιθέσεων εναντίον ανδρός όπου ο κατηγορούμενος ήταν δάσκαλος σε δημοτικό σχολείων και προέβηκε σε άσεμνες πράξεις εναντίον δύο μαθητών του.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε ό,τι ήταν δυνατό να προσμετρήσει υπέρ του εφεσείοντος και περαιτέρω ορθά δεν αποφάσισε την αναστολή της ποινής φυλάκισης εξηγώντας ότι οι συνθήκες αφενός του αδικήματος, αλλά και οι προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντος που ήταν στην ιδιάζουσα σχέση του ανάδοχου πατέρα έναντι της παραπονούμενης δεν δικαιολογούσαν την αναστολή.  Προς τούτο αναφέρθηκε στη σχετική νομολογία.  Όπως επιβεβαιώθηκε εκ νέου και στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Ττίγκη κ.ά. Ποινικές Εφέσεις Αρ. 171/2010 κ.ά., ημερ. 25.1.2013, το καθήκον επιβολής της ποινής βαρύνει το πρωτόδικο Δικαστήριο και το Εφετείο δεν επεμβαίνει εκτός εάν διαπιστώσει σφάλμα αρχής.  Η επιλογή επίσης της αναστολής της ποινής φυλάκισης ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο και εκτός και αν αυτό έχει υποπέσει σε λανθασμένη κρίση στη βάση της λογικής και των καθιερωμένων αρχών της νομολογίας,  το Εφετείο επίσης δεν επεμβαίνει. 

 

Συνακόλουθα και η έφεση κατά της ποινής απορρίπτεται.

 

Το Εφετείο δεν μπορεί να μην σχολιάσει αρνητικά τη μη δίωξη και της συζύγου του εφεσείοντος για τη συμπεριφορά της έναντι της παραπονούμενης που όπως ήδη σημειώθηκε προηγουμένως ήταν δεδομένη από την υπεράσπιση κατά την αντεξέταση της παραπονούμενης. Ταυτόχρονα, και η συγκεκριμένη Λειτουργός του Γραφείου Ευημερίας που ήταν υπεύθυνη τότε για την παραπονούμενη φαίνεται να μην επιτέλεσε το καθήκον της ως έπρεπε.  Σε αυτού του είδους τις υποθέσεις πρέπει η πολιτεία μέσω της Νομικής Υπηρεσίας να διώκει για τις ενέργειες ή τις παραλείψεις τους το σύνολο των ατόμων που επέδειξαν μια ποινικά κολάσιμη συμπεριφορά έναντι αθώων παιδιών ώστε και το Δικαστήριο να έχει ενώπιον του την ολοκληρωμένη εικόνα για να επιτελέσει ορθά και δίκαια το ιδιαιτέρως δύσκολο στις περιπτώσεις αυτές έργο του.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

                                           Δ.

 

 

                                           Δ.

 

        

                                            Δ.

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο