ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ερωτοκρίτου, Γεώργιος Κυριάκου Μιχαηλίδου, Δέσπω Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Θ. Παπανικολάου, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2014-05-02 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο XΡΙΣΤΟΥ ΙΩΣΗΦΙΔΗ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.243/2012, 2/5/2014 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2014:B289

(2014) 2 ΑΑΔ 307

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 (Ποινική  Έφεση Αρ.243/2012)

 

 2 Μαΐου, 2014

 

[EΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

 

XΡΙΣΤΟΥ ΙΩΣΗΦΙΔΗ,

 

                                                            Εφεσείοντα,

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

                                                            Εφεσίβλητης.

_______________

 

Εφεσείοντας παρών.

Θ. Παπανικολάου, για την Εφεσίβλητη.

_______________

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει η Δικαστής Μιχαηλίδου.

 

_______________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.:  Στις 12.9.2011 ο ειδικός αστυφύλακας Κωνσταντίνου (ΜΚ1) και o Αστυφύλακας 679 Παναγιώτου (ΜΚ2), που υπηρετούσαν στην Τροχαία Λάρνακας, διενεργούσαν αστυνομικό έλεγχο στο χωριό Αθηαίνου παρά το εκκλησάκι του Αγίου Φωκά.  Κάποια στιγμή είδαν τον κατηγορούμενο να επιβαίνει του αυτοκινήτου με αρ. εγγραφής KHC065, με συνοδηγό την κόρη του, ΜΥ1.  Ο ΜΚ1 έκανε σήμα στον κατηγορούμενο να σταματήσει, είχε διαπιστώσει από κάποια απόσταση ότι ο κατηγορούμενος δεν ήταν προσδεμένος με τη ζώνη ασφαλείας, σε αντίθεση με τη συνοδηγό του.  Ο ΜΚ1 προχώρησε σε καταγγελία του κατηγορουμένου, ενώ ο ΜΚ2 συνέχισε τον τροχονομικό έλεγχο και ανέκοψε το επόμενο όχημα που ακολουθούσε.  Ο κατηγορούμενος αρνήθηκε να παραλάβει το εξώδικο και η υπόθεση οδηγήθηκε ενώπιον Δικαστηρίου.

 

Η Κατηγορούσα Αρχή στήριξε την υπόθεση της στη μαρτυρία των δύο αστυνομικών οργάνων.

 

Ο κατηγορούμενος, ο οποίος εμφανίστηκε αυτοπροσώπως, αρνήθηκε την κατηγορία.  Ήταν η θέση του ότι είχε προσδεθεί από την ώρα που ξεκίνησε το αυτοκίνητο, όπως έπραξε και η κόρη του, ΜΥ1. Λίγα μέτρα μετά την εκκίνηση ανεκόπη από τον ΜΚ1.  Ακριβώς εκείνη τη στιγμή έκανε μια κίνηση βάζοντας το αριστερό του χέρι στη ζώνη ασφαλείας για να ελέγξει «τη δέουσα τοποθέτηση της».  Το αστυνομικό όργανο εξέλαβε φαίνεται, ήταν η θέση του, την εν λόγω κίνηση ως προσπάθεια να βάλει τη ζώνη εκείνη τη στιγμή, οπότε και του έκανε σήμα να σταματήσει και του ανακοίνωσε ότι θα τον κατάγγελλε με εξώδικο €85. 

 

            Ο εφεσείων στην ένορκη κατάθεση του ενώπιον του Δικαστηρίου αναφέρθηκε τις συνθήκες καταγγελίας και καταγραφής της απάντησης του, επιμένοντας ότι ο ΜΚ1 περιόρισε την καταγραφή της δήλωσης του στο πρώτο της μέρος, δηλαδή «μόλις ξεκίνησα», αγνοώντας πλήρως και παραλείποντας το δεύτερο και ουσιαστικό σκέλος, ότι φορούσε ήδη ζώνη ασφαλείας και απλά εκείνη τη στιγμή προσπαθούσε να ελέγξει τη «δέουσα τοποθέτηση της».  Στη συνέχεια αρνήθηκε να παραλάβει το εξώδικο και αυθημερόν απέστειλε με τηλεομοιότυπο επιστολή στον Αρχηγό Αστυνομίας παραθέτοντας τα γεγονότα.  Ως πρώην εκπαιδευτής στην Αστυνομική Ακαδημία εισηγήθηκε όπως ληφθούν τα αναγκαία μέτρα οδηγιών και επιμόρφωσης των αστυνομικών οργάνων, ώστε να αντιλαμβάνονται καλύτερα τα καθήκοντα τους και να τα εκτελούν πιο σωστά, με την παράκληση να μην απασχοληθεί το Δικαστήριο με την ισχυριζόμενη από το αστυνομικό όργανο καταγγελθείσα διάπραξη αδικήματος.  Αντ΄ αυτού ο Αρχηγός Αστυνομίας καταχώρισε την υπό κρίση ποινική υπόθεση.

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τόσο τους ΜΚ1 και ΜΚ2, όσο και το ΜΥ2 Α. Παντελή, κοινοτάρχη Αθηαίνου, η μαρτυρία του οποίου περιορίστηκε στο ότι η 1η Απριλίου απέναντι από την εκκλησία κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν ήταν μονόδρομος, ως αξιόπιστους μάρτυρες και αποδέχθηκε την μαρτυρία τους.  Στη συνέχεια έκρινε αναξιόπιστο τον κατηγορούμενο όσο και την ΜΥ1 και βρήκε τον εφεσείοντα ένοχο επιβάλλοντας του πρόστιμο €200. 

 

Ο εφεσείων προσβάλλει την καταδίκη του με δέκα συναπτούς λόγους έφεσης, με τους οποίους το Δικαστήριο καλείται ουσιαστικά να ελέγξει την αξιολόγηση των μαρτύρων, η αξιοπιστία των οποίων κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο.   

 

Η μαρτυρία του ΜΥ2 έρχεται σε αντίθεση κατά τον εφεσείοντα με τη μαρτυρία του ΜΚ2, ο οποίος σε μια αποφορά του λόγου του αναφέρθηκε στην 1η Απριλίου λέγοντας ότι είναι μονόδρομος.  Τα πρακτικά δεν υποστηρίζουν τη θέση του.  Ο ΜΚ2 δεν τοποθετήθηκε κατά τρόπο απόλυτο, «υπολογίζω» είπε «ότι ήταν μονόδρομος.  Ο λόγος που είπα ότι είναι ίσως μονόδρομος απλά είναι ότι κατά τη διάρκεια του ελέγχου δεν πέρασε οποιοδήποτε όχημα εξ αντιθέτου κατεύθυνσης».  Κάνουμε μια παρένθεση για να σημειώσουμε πως ο λόγος για τον οποίο προωθήθηκε η μαρτυρία του ΜΥ2 σχετίζεται άμεσα με την εκδοχή του κατηγορουμένου ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο, τη στιγμή δηλαδή που τον ανέκοψε ο ΜΚ1 ο ΜΚ2 είχε γυρισμένη την πλάτη προς την οδό 1ης Απριλίου και ήλεγχε σκυμμένος ένα άλλο αυτοκίνητο, άρα δεν έβλεπε προς την κατεύθυνση του κατηγορουμένου. 

 

Η μαρτυρία του ΜΥ2 δεν μπορεί παρά να ιδωθεί ως ένα ουδέτερο στοιχείο εφόσον δεν προσφέρεται για την εξαγωγή οποιουδήποτε τελικού συμπεράσματος ή για να κλονίσει μαρτυρία η οποία άπτεται των γεγονότων που περιβάλλουν το περιστατικό.  Πέρα από το θετικό γεγονός ότι η 1η Απριλίου κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν μονόδρομος, δεν παρέμενε οτιδήποτε άλλο προς συνυπολογισμό ή αξιολόγηση.  Το Δικαστήριο είναι κριτής γεγονότων και όχι υποθέσεων. Ευρήματα μπορούν να εξαχθούν μόνο μέσα από την κατάθεση των μαρτύρων σε συσχετισμό με τον επίδικο χρόνο.  Το Δικαστήριο αποδεχόμενο τη μαρτυρία του ΜΥ2 ορθά, βρίσκουμε, την ενέταξε και την αξιολόγησε στην όλη εικόνα ως όφειλε.

O εφεσείων παραπέμπει στη μαρτυρία των ΜΥ2 και ΜΚ2 για να καταδείξει ότι το Δικαστήριο έκανε «λανθασμένες και αντιφατικές εκτιμήσεις και παρερμηνείες των όσων λέχθηκαν και ή δεν λέχθηκαν ενώπιον του», εντόπισε αντιφάσεις σε φράσεις του κατηγορουμένου στην ελληνική γλώσσα και παρέλειψε να καταγράψει με ακρίβεια την ενώπιον του δικαστική διαδικασία και να εξάγει τα ορθά συμπεράσματα της μαρτυρίας.  Η αναφορά του εφεσείοντα για «τα όσα λέχθηκαν και ή δεν λέχθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου» και «παρέλειψε να καταγράψει με ακρίβεια την ενώπιον του δικαστική διαδικασία» δεν είναι θέμα το οποίο μπορεί να εξεταστεί στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας (Σ. Σωτηριάδης ν. Βασιλείου κ.α. (Αρ.1) 1992 1 Α.Α.Δ. 801).  Σύμφωνα με τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, όπως αναφέρεται στην Σωτηριάδης, η ετοιμασία του φακέλου της έφεσης αποτελεί ευθύνη του Πρωτοκολλητή του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Κανένας κανόνας δεν παρέχει εξουσία στο Εφετείο διόρθωσης των πρακτικών του.  Τα πρακτικά του Δικαστηρίου δεόντως πιστοποιημένα αποτελούν τη μόνη πηγή γνώσης για τα διαδραματισθέντα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τα οποία και προσδιορίζουν το πλαίσιο της Δευτεροβάθμιας Δικαιοδοσίας και τη βάση για έλεγχο της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης.  Η αναφορά στα όσα «λέχθηκαν και ή δεν λέχθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου» δεν αποτελεί λόγο έφεσης, δεν επιδέχεται άλλο σχολιασμό, ως παντελώς αόριστη, γενικότροπη και γι΄ αυτό ως στερούμενη ερείσματος προσβλητική για το Δικαστήριο.

 

Με το δεύτερο λόγο έφεσης ο εφεσείων υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφερόμενο στους μάρτυρες που παρέλασαν ενώπιον του εσφαλμένα απέδωσε ιδιαίτερο βάρος στον τρόπο και το ύφος το οποίο απαντούσαν και δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι για μεν την Κατηγορούσα Αρχή, οι δύο ΜΚ είναι επαγγελματίες αστυνομικοί και «έμπειροι μάρτυρες», σε αντίθεση με τη ΜΥ1 η οποία ήταν μια νεαρή κοπέλα χωρίς οποιαδήποτε «πείρα ως μάρτυρας».  Επικεντρώθηκε ακόμη ο εφεσείων στο γεγονός ότι παρά την πάροδο 12 ολόκληρων μηνών και τις χιλιάδες καταγγελίες που προέβησαν εν τω μεταξύ οι ΜΚ1 και ΜΚ2, θυμόντουσαν ακριβώς τις ίδιες λεπτομέρειες για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες διαπράχθηκε το αδίκημα.  Παρά τα σοβαρά ψεύδη των ΜΚ1 και ΜΚ2, το Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία τους και τα δικαιολόγησε «λόγω της παρόδου του χρόνου», κρίνοντας ως φυσιολογικό ένας μάρτυρας να μην μπορεί να θυμάται κάθε γεγονός και κάθε λεπτομέρεια. 

 

Είναι πάγια νομολογημένο ότι θέματα αξιοπιστίας μαρτύρων ανήκουν βασικά στο πρωτόδικο Δικαστήριο (Μohammed Jaber Akil v. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 148, Παπαδήμας ν. Δημοκρατίας (2007) 2 A.A.Δ. 251).  Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις όπως η πολύ πλούσια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου καθιέρωσε.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι εκείνο που έχει την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθεί τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο.  Αν, όπως λέχθηκε στην Φ. Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 104, 120, τα ευρήματα στα οποία κατέληξε το Δικαστήριο ήταν εύλογα το Εφετείο δεν επεμβαίνει για να τα ανατρέψει.  Επεμβαίνει μόνο στην περίπτωση που τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία θεωρούμενη στο σύνολο της ή από τα ίδια  τα ευρήματα του.  Σε τέτοια περίπτωση το Εφετείο έχει τη δυνατότητα να ανατρέψει τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου και να εξάγει τα δικά του συμπεράσματα από τα πρωταρχικά γεγονότα (Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172, Πέτρου κ.α. ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 76, Μουζάκης ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220, όπως υιοθετήθηκαν στην Akil (ανωτέρω).   

 

Εξετάσαμε με προσοχή τα όσα ανέφερε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα αλλά δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι ο εφεσείων και η ΜΥ1 εσφαλμένα κρίθηκαν αναξιόπιστοι ή ότι εσφαλμένα οι ΜΚ1 και ΜΚ2 κρίθηκαν αξιόπιστοι.  Εφόσον δε ορθά κρίθηκε η μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας ως αξιόπιστη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αποδείχθηκε η 1η κατηγορία πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας είναι ορθή. 

 

Ο ΜΚ2 όταν ρωτήθηκε γιατί θυμόταν το περιστατικό ανέφερε ότι το θυμόταν γιατί ο εφεσείων ήταν υποψήφιος σε εκλογές και τον έβλεπε στην τηλεόραση, του ήταν γνωστός.  Ο ΜΚ1 δεν ρωτήθηκε για να δώσει λόγους ή να δώσει τη δική του εκδοχή. 

 

Το Δικαστήριο εξέτασε προσεκτικά κάθε στοιχείο της μαρτυρίας του ΜΚ1 και δεν αποδέχθηκε ένα και μόνο σημείο:  ότι ο εφεσείων παρέλαβε το εξώδικο γιατί έκρινε ότι το ύφος του ΜΚ1 όταν δήλωνε ότι δεν βρήκε κάτι στο κουτί που φυλάει τα εξώδικα που δεν παραλαμβάνονται από τους παραβάτες, πρόδιδε αβεβαιότητα.  Αυτό όμως ορθά κρίθηκε από το Δικαστήριο ότι δεν ήταν αρκετό για να κλονίσει την αξιοπιστία του μάρτυρα, εφόσον δεν διαπίστωσε οποιαδήποτε σκοπιμότητα.  Σημειώνουμε την παρατήρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν προβλήθηκε από τον κατηγορούμενο λόγος για τον οποίο ο ΜΚ1 θα δημιουργούσε αυτή την υπόθεση εκ του μηδενός, και ούτε διαφάνηκε κατά την αντεξέταση ότι οι ΜΚ είχαν προηγούμενα με τον κατηγορούμενο ή ότι η καταγγελία ήταν εσκεμμένη.  Μόνο στην αγόρευση του, παρατηρεί το Δικαστήριο, ο εφεσείων ανέφερε ότι εξ όσων πιστεύει η προσωπικότητα του συνέβαλε στην καταγγελία, ισχυρισμός που δεν προβλήθηκε ούτε από την ένορκη κατάθεση του ενώπιον του Δικαστηρίου αλλά κυρίως δεν υποβλήθηκε κατά την εξέταση των μαρτύρων της Κατηγορούσας Αρχής ώστε να υπάρξει ενώπιον του Δικαστηρίου και η δική τους εκδοχή.

 

Δεν είναι άλλωστε αφύσικο λόγω της παρέλευσης αρκετού χρονικού διαστήματος από τη διάπραξη του αδικήματος μέχρι την παρουσίαση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου ο ΜΚ1 να μην θυμόταν τη λεπτομέρεια αυτή.  Στην Κυριάκου ν. Αστυνομίας, (2002) 2 Α.Α.Δ. 499 αποφασίστηκε ότι όταν ένας μάρτυρας κριθεί ως αξιόπιστος είναι δυνατόν η μαρτυρία του σε ένα μέρος να κριθεί ορθή ενώ σε άλλο σημείο λανθασμένη, αρχή που επαναλήφθηκε στην Shahin Mohamed v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 266, 268.  Το Δικαστήριο αναλόγως της άποψης που έχει σχηματίσει ως προς την αξιοπιστία ενός μάρτυρα μπορεί να αποδεχθεί μέρος και να απορρίψει άλλο.  Η δυνατότητα όμως επιλογής του Δικαστηρίου αποδοχής μέρους της μαρτυρίας προσφέρεται μόνο στις περιπτώσεις μαρτύρων οι οποίοι κρίνονται ως αξιόπιστοι.  Σε μια τέτοια περίπτωση, σημειώνεται στην Mohamed (ανωτέρω) το Δικαστήριο μπορεί να επιλέξει το μέρος της μαρτυρίας του μάρτυρα το οποίο κατά την άποψη του εκφράζει την πραγματικότητα, ενώ ταυτόχρονα μπορεί να απορρίψει άλλο μέρος το οποίο θεωρεί ως λανθασμένο, είτε λόγω ανεπίγνωστα ανεπαρκούς παρατήρησης, είτε λόγω αδυναμίας μνήμης. Άλλωστε το γεγονός της παραλαβής ή όχι του εξώδικου από τον εφεσείοντα δεν ενισχύει τη θέση του κατηγορούμενου, μπορεί να έχει διπλή ανάγνωση, είτε ως απότοκο της άρνησης του να αποδεχθεί ότι συνελήφθη παραβαίνοντας το Νόμο, είτε ως αντίδραση προς το αστυνομικό όργανο γιατί θεωρούσε άδικη και κακόβουλη την καταγγελία.  Αυτό που αμφισβήτησε ο εφεσείων είναι ότι δεν το παρέλαβε, ως ένδειξη αντίδρασης.  Με αναδρομή στην επίδικη απόφαση αλλά και από προσεκτική ανάγνωση των πρακτικών παρατηρούμε ότι ο ΜΚ1 δεν αρνήθηκε την αντίδραση του εφεσείοντα όταν τον πληροφόρησε ότι θα εκδώσει εξώδικο.  Αντιθέτως περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια την αντίδραση του εφεσείοντα και τον διάλογο μεταξύ τους αφήνοντας το ζήτημα στην κρίση του Δικαστηρίου.

 

Ούτε η επιστολή καταγγελίας του εφεσείοντα προς τον Αρχηγό Αστυνομίας αποτελεί μαρτυρία που μπορεί να ενισχύσει τη θέση του εφεσείοντα εφόσον πρόκειται για ενέργεια η οποία επίσης μπορεί να τύχει διπλής ανάγνωσης.  Απασχόλησε το Δικαστήριο και αυτή η πτυχή της θέσης του εφεσείοντα και εξετάστηκε με την επιμέλεια που της αναλογούσε.  Μάλιστα το Δικαστήριο αξιολογώντας τη μαρτυρία του κατηγορουμένου και την εκδοχή του, έκρινε ότι αυτή δεν συνάδει με την  κίνηση όπως την περιγράφει στην επιστολή του, που ετοίμασε αμέσως μετά την επίδικη καταγγελία και απέστειλε στον Αρχηγό της Αστυνομίας. 

 

Ο εφεσείων παραπονείται ακόμη ότι ο ΜΚ1 παρέλειψε να καταγράψει ολόκληρη την αυθόρμητη δήλωση του στο μηχανάκι: «Μόλις ξεκίνησα μερικές δεκάδες μέτρα πιο πέρα αφού είχα βάλει ζώνη ασφαλείας όπως άλλωστε και η συνοδηγός μου και όταν με είδες απλώς προσπάθησα να ελέγξω την ασφαλή τοποθέτηση της ζώνης».  Το σημείο αυτό αποτέλεσε πεδίο έντονης διαφωνίας κατά την αντεξέταση του ΜΚ1 από τον εφεσείοντα.  Το Δικαστήριο αποδεχόμενο τη θέση του ΜΚ1 κατέληξε ότι ο κατηγορούμενος, όταν του επιστήθηκε η προσοχή του στο Νόμο απάντησε, «πριν λίγο ξεκίνησα» η οποία και καταγράφηκε από τον ΜΚ1.  Είναι μετά την καταγραφή της πιο πάνω δήλωσης που ο κατηγορούμενος συνέχισε να λέει διάφορα, όπως ότι δεν θα παραδεχθεί και «θα τα πούμε στο Δικαστήριο», απαιτώντας την καταγραφή τους.  Όντως γεννάται το ερώτημα σε κάθε μέσο λογικό άνθρωπο τι συμπέρασμα μπορεί να εξαχθεί από την άμεση απάντηση του κατηγορουμένου «πριν λίγο ξεκίνησα»: μόνο ως δικαιολογία ότι δεν είχε φορέσει τη ζώνη του, επειδή μόλις ξεκίνησε μερικές δεκάδες μέτρα προηγουμένως.  Αν και πάλι δεν ήταν δικαιολογία και είχε διανύσει μια μικρή απόσταση, 30 m περίπου, είχαν περάσει λίγα λεπτά από την τοποθέτηση της ζώνης, για ποιο λόγο ο κατηγορούμενος ένιωσε την ανάγκη να ελέγξει αν είχε τοποθετηθεί σωστά;  Παραθέτουμε απόσπασμα από τα πρακτικά τα οποία κρίνουμε ότι αξίζουν αναφοράς:

 

«Ε.    Είπατε ότι όταν αντιληφθήκατε τους αστυνομικούς η πρώτη σας κίνηση ήταν να αγγίξετε το στήθος σας και να αγγίξετε τη ζώνη σας;

Α.       Άγγιξα τη ζώνη, δεν είπα, αν είπα ήταν λάθος, δεν είπα άνοιξα, είπα άγγιξα το στήθος.

Ε.       Βασικά αγγίξατε το στήθος σας;

Α.       Πάνω στο οποίο βρίσκεται η ζώνη ασφαλείας και την τράβηξα να δω ότι ήταν όντως τοποθετημένη.

Ε.       Δεν μπορούσατε να οδηγείτε και να την νιώθετε τη ζώνη;

Α.       Σίγουρα την νιώθω όταν είναι σφικτή, όταν είναι χαλαρή δεν την νιώθω και όταν δεις αστυνομία βάζεις το δάκτυλο σου να την ελέγξεις.

 Ε.      Μας είπατε ότι ήταν στην οδό 1ης Απριλίου που οδηγούσατε στην πλατεία Αγίου Φωκά;

Α.       Ναι.

Ε.       Εσείς σε πόση απόσταση τους αντιληφθήκατε τους αστυνομικούς;

Α.       Εκεί που εννοείτε, η 1ης Απριλίου με την πλατεία μόλις υπάρχει αυτόματος οπτική επαφή που είναι περίπου στα 30 με 40 μέτρα και αυτό το σημείο που υπάρχει κτήριο και μπορείτε να το διαπιστώσετε.

Ε.       Εσείς τους αντιληφθήκατε αφού περάσατε το κτήριο;

Α.       Ναι, μόλις πέρασα το κτήριο μόλις υπήρχε οπτική επαφή τους είδα.

Ε.       Οπτική επαφή με το κτήριο;

Α.       Από την στιγμή που περνάς το κτήριο και επειδή η κόρη μου φώναξε «αστυνομία» και έβαλε η ίδια τη ζώνη της και την επισήμανση ότι έχει αστυνομία

 

Γεννάται εύλογα το ερώτημα γιατί ενώ και οι δύο, κατηγορούμενος και ΜΥ1 φορούσαν τη ζώνη τους, η τελευταία «φώναξε» Αστυνομία.

 

Ο πέμπτος και δέκατος λόγος έφεσης θα εξεταστούν ενιαία εφόσον άπτονται της μαρτυρίας του ιδίου και της ΜΥ1 οι οποίοι κρίθηκαν αναξιόπιστοι.  Το Δικαστήριο επεξήγησε τους λόγους που το οδήγησαν στην απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντα και της κόρης του.  Η τελευταία κρίθηκε ως προετοιμασμένη μάρτυρας, ήρθε να καταθέσει υπέρ του κατηγορουμένου πατέρα της και με κίνητρο να υποστηρίξει τη θέση του και όχι για να πει την αλήθεια.  Εξετάσαμε τις θέσεις του εφεσείοντα.  Δεν συμφωνούμε με ότι προβλήθηκε.  Εκείνο που προκύπτει από την εξέταση της μαρτυρίας του κατηγορουμένου και της ΜΥ1 είναι ότι κατά την κρίση μας το πρωτόδικο Δικαστήριο την αξιολόγησε ορθά και ορθά την απέρριψε.   Η θέση του εφεσείοντος ότι το Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία της ΜΥ1 απλώς και μόνο επειδή ήταν συγγενής του εφεσείοντα δεν βρίσκει έρεισμα στην απόφαση.  Αναφέρει το Δικαστήριο ενδεικτικά σημεία της μαρτυρίας της ΜΥ1 που το οδήγησαν να απορρίψει την μαρτυρία της, κρίνοντας την ως προετοιμασμένη μάρτυρα.  Ενώ στην κυρίως εξέταση ανέφερε πως δεν είδε, ούτε έλεγξε αν ο κατηγορούμενος είχε προσδεθεί αλλά το φαντάστηκε, κατά την αντεξέταση της ήταν κατηγορηματική: «ο κατηγορούμενος είχε βάλει τη ζώνη του πριν, όπως την είχε βάλει και η ίδια» ή προχωρώντας ένα βήμα πιο κάτω διαβεβαίωσε ότι είδε τον κατηγορούμενο όταν ξεκίνησαν να κάνει κίνηση για να βάλει τη ζώνη του.  Η εκτίμηση της κατάθεσης είναι θέμα που ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ώστε να μπορέσει να κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων (Κωνσταντινίδης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 190, 192). 

 

Οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι ο εφεσείων έστρεψε την προσοχή μας σε αντιφάσεις όσον αφορά τη μαρτυρία των ΜΚ1 και ΜΚ2 αλλά δεν εντοπίσαμε οποιαδήποτε αξιοσημείωτη αντίφαση.  Μικροδιαφορές υπάρχουν.  Τούτο είναι άλλωστε φυσικό.  Δεν είναι όμως αρκετό για να δικαιολογήσει την επέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα του Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία και την ορθότητα της κατάληξης του για τα γεγονότα που έλαβαν χώρα από τη στιγμή της ανακοπής του οχήματος του εφεσείοντα ο οποίος έγινε αντιληπτός να οδηγεί χωρίς να είναι προσδεδεμένος με ζώνη ασφαλείας.  (Πέτρου ν. Αστυνομίας (ανωτέρω) Μουζάκης ν. Αστυνομίας (ανωτέρω) και Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω)). 

 

Οι αντιφάσεις σε μικρολεπτομέρειες δεν αποδυναμώνουν μια κατά τα άλλα αξιόπιστη μαρτυρία.  Αντιθέτως μπορεί να οδηγούν στην αντίθετη κατεύθυνση:  ενδυναμώνουν την πεποίθηση του Δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε προσχεδιασμός και συνεννόηση μεταξύ των μαρτύρων ως προς το τι θα κατέθεταν ώστε να επιτευχθεί η καταδίκη του κατηγορουμένου (Γεώργιος Τυμπιώτης ν. Δημοκρατίας (2004) 2 ΑΑ.Δ. 612 και Akil (ανωτέρω)).

 

Έχοντας υπόψη μας όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μας, με αναδρομή στα πρακτικά, δεν έχουμε πεισθεί ότι στην προκειμένη περίπτωση υπάρχουν περιθώρια επέμβασης.  Τα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εύλογα και η απόφαση επεξηγεί ικανοποιητικά τους λόγους για την κρίση και την κατάληξη του.

 

          Η έφεση απορρίπτεται. 

 

                                                                      Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.

 

                                                                      Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

 

                                                                      Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

/ΦΚ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο