ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:B288
(2014) 2 ΑΑΔ 319
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.134/2013)
2 Μαΐου, 2014
[EΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
ANNA EΦΡΑΙΜΙΔΟΥ,
Εφεσείουσα,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
_______________
Α. Ευτυχίου, για την Εφεσείουσα.
Α. Γιάλλουρου (κα), για την Εφεσίβλητη.
_______________
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει η Δικαστής Μιχαηλίδου.
_______________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Η κατηγορούμενη μετά από ακροαματική διαδικασία βρέθηκε ένοχη για το αδίκημα της διάρρηξης καταστήματος με σκοπό τη διάπραξη ποινικού αδικήματος, κατά παράβαση του άρθρου 295 του Ποινικού Κώδικα. Η καταδίκη στηρίχθηκε καθ΄ ολοκληρίαν σε περιστατική μαρτυρία ως η κατάληξη του Δικαστηρίου. Απαιτείται λοιπόν λεπτομερής παράθεση των γεγονότων.
Στις 15.10.2010 έγινε διάρρηξη στο σουβλατζίδικο με την ονομασία «ΝΙΚΟΣ ΔΡΟΣΙΑ» στη Λάρνακα. Εκείνο το βράδυ είχε προηγηθεί στις 22:30, επίσκεψη της κατηγορουμένης μαζί με ακόμη ένα άτομο, πρώην κατηγορούμενο 2 για φαγητό. Ο παραπονούμενος MK2 είχε αποχωρήσει από το κατάστημα του γύρω στις 11.00 μμ, εκεί παρέμεινε ο γιος του, ΜΚ1, για να συγυρίσει. Στις 12.00 η ώρα ο κατηγορούμενος 2 βγήκε από το μαγαζί, ενώ η κατηγορουμένη 1 πήγε στην τουαλέτα, βγαίνοντας ρώτησε τον ΜΚ1 πού ήταν ο συνοδός της. Εκείνος της απάντησε ότι δεν γνώριζε. Μετά από πέντε λεπτά ο ΜΚ1 αντιλήφθηκε τον κατηγορούμενο 2 να περνά έξω από το μαγαζί και αμέσως την κατηγορούμενη 1 να τρέχει πίσω του. Τελικά έφυγαν χωρίς να πληρώσουν. Ο ΜΚ1 έκλεισε το μαγαζί και έφυγε. Η κατηγορούμενη εντοπίστηκε γύρω στις 01:50 έξω από το κατάστημα και κάτω από το ανοικτό παράθυρο της τουαλέτας που είχε παραβιαστεί, ήταν σπασμένο, από κάποιο Μουσταφά, γείτονα του ΜΚ2. Ο ΜΚ2 κατέφθασε επιτόπου γύρω στις 01:50 αφού προηγουμένως γείτονας του τον ειδοποίησε ότι έγινε διάρρηξη. Με την είσοδο του στο μαγαζί ο ΜΚ2 αντιλήφθηκε ένα άλλο πρόσωπο, ένα άντρα, να κινείται τρέχοντας και τελικά να διαφεύγει από το ανοικτό παράθυρο. Διαπίστωσε ότι η τηλεόραση είχε μετακινηθεί από την αρχική της θέση και ότι η ταμειακή μηχανή βρισκόταν εντός του αποχωρητηρίου.
Όταν ο ΜΚ2 ρώτησε την κατηγορούμενη, την οποία κρατούσε όλη την ώρα περιορισμένη ο Μουσταφά, τι έκανε στο χώρο, εκείνη απάντησε: «έδερε με ο φίλος μου τζιαι φοούμαι τζιαι ήρτα δαμαί να χωστώ». Δίπλα της ακριβώς υπήρχε ένα κάδρο το οποίο πριν τη διάρρηξη ήταν κρεμασμένο στον τοίχο του καταστήματος. Ο ΜΚ2 περιόρισε την κατηγορουμένη ώστε να μη φύγει και ειδοποιήθηκε η Αστυνομία η οποία κατέφθασε στη σκηνή. Την ίδια μέρα Αστυνομία συνέλαβε την κατηγορουμένη με ένταλμα σύλληψης και αφού της επεξηγήθηκαν οι λόγοι αναφορικά με το αδίκημα της διάρρηξης και της επεστήθηκε η προσοχή της στο Νόμο από το ΜΚ4 Αστ. 2265 Δημήτρη Σιημητρά, εκείνη απάντησε: «Αυτή είναι η αλήθεια».
Από το χώρο παραλήφθησαν διάφορα επιχρίσματα για σκοπούς εξέτασης DNA: από την τηλεόραση, το σύρμα της αντένας, το πλαίσιο του κάδρου και το «πολύπριζο», καθώς επίσης και παρειακά επιχρίσματα από την κατηγορουμένη. Αποτελεί αποδεκτό γεγονός ότι ο Δρ. Καριόλου, ΜΚ6, από τις εξετάσεις του γενετικού υλικού απομόνωσε πάρα πολύ μικρή ποσότητα μικτού γενετικού υλικού στο σύρμα της αντέννας της τηλεόρασης, χωρίς όμως να μπορεί να καθορίσει κατά πόσο προέρχονταν από την κατηγορουμένη, έστω και αν διακρίνονταν ορισμένα αλλήλια που παρουσιάζονταν στο δικό της γενετικό υλικό, ενώ στο επίχρισμα που λήφθηκε από το πλαίσιο του κάδρου, απομονώθηκε μίγμα γενετικού υλικού της κατηγορουμένης.
Με την ολοκλήρωση της υπόθεσης για την Κατηγορούσα Αρχή αποσύρθηκε η κατηγορία εναντίον του κατηγορούμενου 2. Το Δικαστήριο κρίνοντας ότι αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον της κατηγορουμένης την κάλεσε σε απολογία. Η κατηγορουμένη προχώρησε με ανώμοτη δήλωση. Την παραθέτουμε ολόκληρη για πληρέστερη αντίληψη των θέσεων της:
«Για την υπόθεση που με κατηγορά η Αστυνομία είμαι αθώα. Εκείνο το βράδυ συγκεκριμένα πήγα στο σουβλιτζίδικο μαζί με τον Γιώργο Γεωργίου φάγαμε σουβλάκια ήπιαμε 1-2 χορέψαμε τραγουδήσαμε ύστερα από λίγο όταν έβγαινα από το αποχωρητήριο είδα ότι έλειπε ο Γιώργος υποψιάστηκα πως έφυγε με άφησε για να μην πληρώσει το λογαριασμό. Εγώ επειδή δεν κρατούσα λεφτά όταν τον είδα απ΄ έξω έτρεξα από πίσω του και του είπα γιατί έφυγε και με άφησε μόνη χωρίς να πληρώσει. Εκείνη την ώρα μαλώσαμε συζητήσαμε με κτύπησε και έφυγε κάθισα στο πεζοδρόμο και έκλαιγα. Σκέφτηκα να πάρω ένα γνωστό μου να έρθει να με πάρει. Η ώρα περνούσε το μαγαζί είχε κλείσει ο γνωστός μου δεν ερχότανε και έτσι ήθελα να ουρήσω και πήγα πίσω από το μαγαζί στο σκοτάδι και ούρησα δεν ξέρω πώς βρέθηκε το DNA μου πάνω στο κάδρο είναι λογικό αφού πριν λίγες ώρες εκεί πέρα τρώγαμε, διασκεδάζαμε, χορεύαμε. Ξαφνικά όταν ήμουν από πίσω με έπιασε ένας άντρας και μου είπε ότι υποψιάζεται πως έκαμα διάρρηξη και μου είπε να περιμένω τους ιδιοκτήτες του μαγαζιού. Όταν με συνέλαβε ο αστυνομικός μου είπε πως ήμουν ύποπτη για διάρρηξη και πως ήμουν εκεί πριν λίγες ώρες έτρωγα έπινα και δεν πλήρωσα τον λογαριασμό γι΄ αυτό του απάντησα ότι αυτή είναι η αλήθεια πως ήμουν εκεί μαζί με τον Γιώργο και δεν πληρώσαμε και φύγαμε.»
Το Δικαστήριο αποδεχόμενο την μαρτυρία που προσκομίστηκε εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής και εξετάζοντας την ανόμωτη δήλωση της κατηγορουμένης, την οποία έκρινε ως προκατασκευασμένη, προχώρησε στη βάση των αρχών που διέπουν το ζήτημα της περιστατικής μαρτυρίας, για να καταλήξει στα ευρήματα του. Κρίνοντας ότι η περιστατική μαρτυρία, αλλά και η άλλη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, οδηγεί μόνο σε εκδοχή συμβατή με την ενοχή της κατηγορούμενης αποκλείοντας οποιοδήποτε άλλο λογικό συμπέρασμα, βρήκε την κατηγορουμένη ένοχη στη 2η κατηγορία.
Εναντίον της καταδίκης ασκήθηκε έφεση με τέσσερις συνολικά λόγους. Ο 4ος δεν θα μας απασχολήσει εφόσον αποσύρθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία.
Με τον 1ο και 3ο λόγο έφεσης ο συνήγορος της εφεσείουσας παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αξιολόγησε και απέρριψε την ανώμοτη δήλωση της εφεσείουσας ως εκ των υστέρων προπαρασκευασμένη.
Το Δικαστήριο ανατρέχοντας στη μαρτυρία και συγκεκριμένα των ΜΚ2 και ΜΚ4 Δ. Σιημητρά, έκρινε ότι οι δηλώσεις της προς τα εν λόγω πρόσωπα ήταν διάφορες αναλόγως της περίστασης. Στον ΜΚ1 δήλωσε ότι «με έδερε ο φίλος μου τζιαι φοούμαι τζαι ήρτα δαμαί να χωστώ». Στον ΜΚ3 μετά που της επέστησε την προσοχή στον Νόμο «αυτή είναι η αλήθεια», ενώ τον ΜΚ3 Δ. Χατζηπαύλου, ο οποίος της πήρε ανακριτική κατάθεση (τεκμήριο 1) δεν έδωσε οποιαδήποτε απάντηση όταν της τέθηκε η εκδοχή που πρόβαλε μετά την επίστηση της προσοχής στο Νόμο, ότι κάποια στιγμή πήγε έξω να ουρήσει και δεν είδε τον Γιώργο, αλλά ότι κάποιος Άραβας την χτύπησε. Δεν είναι λοιπόν ζήτημα λεπτομερειών, όπως εισηγείται ο δικηγόρος της εφεσείουσας, αλλά ζήτημα διαφορετικών εκδοχών, εξηγήσεων και δικαιολόγησης της παρουσίας της στην σκηνή, την ώρα μάλιστα που εντός του υποστατικού διενεργείτο διάρρηξη και τρίτο πρόσωπο κινείτο στο χώρο, όπως η αξιόπιστη μαρτυρία του ΜΚ1 υποστήριξε ενώπιον του Δικαστηρίου. Είναι λοιπόν ξεκάθαρο ότι το Δικαστήριο εξέτασε την ανώμοτη δήλωση της κατηγορουμένης εντάσσοντας την στο σύνολο της μαρτυρίας και της απέδωσε την αξία που της αναλογεί, χωρίς βεβαίως αυτή να ισοδυναμεί με μαρτυρία (Σιμιανός ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 195).
Η θέση του συνηγόρου της εφεσείουσας ότι ο ΜΚ2 δεν αναγνώρισε τον συγκατηγορούμενο της ως το πρόσωπο που βρισκόταν εντός του καταστήματος κρίνουμε ότι δεν αποδυναμώνει την υπόθεση εναντίον της εφεσείουσας. Η Κατηγορούσα Αρχή παρουσίασε μαρτυρία η οποία συνδέει το άγνωστο αυτό πρόσωπο με την εφεσείουσα: Η εφεσείουσα εντοπίστηκε πολύ αργά το βράδυ κάτω από το παραβιασμένο ανοικτό παράθυρο της τουαλέτας τη στιγμή που διενεργείτο διάρρηξη, ενώ δίπλα της ήταν ένα πολύπριζο και ένα κάδρο, το οποίο πριν κλείσει το μαγαζί ήταν κρεμασμένο μέσα στο υποστατικό.
To άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα, αυτουργοί, απαντά σε όλη την έκταση το ζήτημα:
«20. Όταν διαπράττεται ποινικό αδίκημα, καθένας από τους ακόλουθους θεωρείται ότι συμμετέσχε στη διάπραξη και θεωρείται ότι είναι ένοχος για αυτό και δύναται να διωχτεί ως αυτουργός σύμφωνα με τα ακόλουθα:
(α) εκείνος που διενεργεί πράγματι την πράξη ή παράλειψη, η οποία συνιστά το ποινικό αδίκημα
(β) εκείνος που διαπράττει ή παραλείπει να διαπράξει κάτι με σκοπό να καταστήσει δυνατή τη διάπραξη ποινικού αδικήματος από άλλο ή να παρέχει βοήθεια για τη διάπραξη τέτοιου αδικήματος από άλλον
(γ) εκείνος που παρέχει βοήθεια σε άλλον ή που παρακινεί αυτόν κατά τη διάπραξη ποινικού αδικήματος
(δ) εκείνος που συμβουλεύει ή που προάγει άλλον για διάπραξη ποινικού αδικήματος.
Στην τέταρτη περίπτωση ο υπαίτιος δύναται να διωχτεί είτε ως αυτουργός του ποινικού αδικήματος είτε σε ποινικό αδίκημα της παροχής συμβουλής ή της προαγωγής για διάπραξη τέτοιου αδικήματος.
Καταδίκη για το αδίκημα της παροχής συμβουλής ή της προαγωγής για διάπραξη ποινικού αδικήματος, συνεπάγει ίδιες συνέπειες από κάθε άποψη, καθώς και καταδίκη για διάπραξη τέτοιου αδικήματος.
Εκείνος που προάγει άλλο στη διενέργεια πράξης ή παράλειψης τέτοιας φύσης ώστε, αν γινόταν από τον ίδιο θα διενεργείτο από αυτό κάποιο ποινικό αδίκημα, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος του ίδιου είδους και υπόκειται στην ίδια ποινή, όπως αν είχε διενεργήσει ο ίδιος τέτοια πράξη ή παράλειψη δύναται να διωχτεί δε όπως αν είχε διενεργήσει το ίδιος τέτοια πράξη ή παράλειψη.»
Σχετικά με την παρατήρηση του συνηγόρου της εφεσείουσας ότι το Δικαστήριο λανθασμένα προσέγγισε την απάντηση της στο ΜΚ4, εφόσον επρόκειτο για διφορούμενη ομολογία, είναι η θέση μας ότι δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Όπως προκύπτει από τα πρακτικά τα οποία εξετάσαμε με προσοχή, ο ΜΚ4 επέστησε την προσοχή της εφεσείουσας το Νόμο, της εξήγησε με λεπτομέρεια τους λόγους της σύλληψης της και εκείνη απάντησε «αυτή είναι η αλήθεια». Η εφεσείουσα είχε πληροφορηθεί συγκεκριμένα ότι συλλαμβάνεται για διάρρηξη και κλοπή του σουβλατζίδικου ΝΙΚΟΣ ΔΡΟΣΙΑ στη λεωφ. Γρ. Διγενή. Ο ΜΚ4 ήταν σαφής κατά την αντεξέταση: σε καμιά περίπτωση είπε στην εφεσείουσα περί απλήρωτου λογαριασμού, αλλά ούτε και κάτι τέτοιο του υποβλήθηκε από το συνήγορο της εφεσείουσας κατά την αντεξέταση. Άλλωστε το Δικαστήριο εξετάζοντας την παραδοχή της κατηγορουμένης την ενέταξε στο σύνολο της μαρτυρίας πριν καταλήξει στα συμπεράσματα του.
Διαπιστώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν στήριξε την απόφαση του στην αυτοενοχοποιητική δήλωση της κατηγορουμένης ως της μόνης αλλά ούτε και ως της κύριας μαρτυρίας (Παναγή Καυκαρής ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 203 και Ανδρέου ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 166) αλλά στο σύνολο της περιστατικής μαρτυρίας το οποίο παρουσίασε η Κατηγορούσα Αρχή, όπως την κατέγραψε στην απόφαση του αποκλείοντας κατά κάποιο τρόπο να εντάξει στην αλυσίδα τα αποτελέσματα της εξέτασης του γενετικού υλικού με το κατωτέρω σκεπτικό: «Το γεγονός ότι απομονώθηκε γενετικό υλικό της κατηγορούμενης στο κάδρο λαμβανομένου υπόψη ότι αυτή βρισκόταν προηγουμένως στο χώρο αλλά και των όσων έχει αναφέρει ο δρ. Μ. Καριόλου ότι μπορούσε να εναποτεθεί γενετικό υλικό ακουμπώντας το, φταρνίζοντας ακόμα και μιλώντας δεν μπορεί να οδηγήσει σε οποιοδήποτε συμπέρασμα. Λαμβάνοντας όμως υπόψη όλα τα πιο πάνω αλλά και το σύνολο της μαρτυρίας, κρίνω ότι δημιουργείται τέτοια συνοχή που καθιστά αναπόφευκτη την καταδίκη της κατηγορούμενης και συνακόλουθα απορρίπτονται τα όσα ανέφερε στην ανώμοτη δήλωση της για τους λόγους που εξηγούνται πιο πάνω ως επίσης και των όσων εκτίθενται στην παράγραφο 10. Η περιστατική μαρτυρία αλλά και η άλλη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου οδηγεί μόνο σε εκδοχή συμβατή με την ενοχή της κατηγορούμενης και αποκλείει οποιοδήποτε άλλο λογικό συμπέρασμα.»
Στην Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41 σε σχέση με τις διαζευκτικές πιθανότητες που τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου και που δυνατόν να γεννούν αμφιβολία αναφέρθηκε: «Οι δε διαζευκτικές πιθανότητες πρέπει να είναι τέτοιες που να εξάγονται από την ολότητα της μαρτυρίας ενώπιον του Δικαστηρίου. Άλλως πως τα Δικαστήρια θα καλούνται να εξετάσουν πιθανότητες ή θεωρίες ως προς τα συμβάντα τα οποία δεν μπορούν εύλογα να εξαχθούν από το υλικό ενώπιον τους και αυτό δεν είναι έργο του Δικαστηρίου.» Το Δικαστήριο δεν είχε ενώπιον του αντίθετη μαρτυρία. Οι θέσεις της κατηγορουμένης όπως εισήχθηκαν με την ανώμοτη της δήλωση δεν έθεταν υπόβαθρο διαζευκτικής πιθανότητας. Σημειώνουμε ότι οι παρατηρήσεις μας δεν πρέπει να εκληφθούν ως εναπόθεση του βάρους απόδειξης της αθωότητας της κατηγορουμένης στους ώμους της. Το τονίζουμε για να ενισχύσουμε ως ορθό το συμπέρασμα ενοχής στο οποίο κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο στηρίχθηκε στην ενώπιον του μοναδική μαρτυρία, που δεν άφηνε περιθώρια για άλλο ενδεχόμενο (Anastasiades ν. Republic (1977) 2 C.L.R. 97, Khadar and another v. Republic (1978) 2 C.L.R. 132, Τhemistokleous v. Police (1981) 2 Α.Α.Δ. 200, Charalambous ν. Republic (1985) 2 C.L.R. 97.
Η περιστατική μαρτυρία την οποία είχε ενώπιον του το Δικαστήριο ήταν τέτοιας ποιότητος που όντως μπορούσε να αποτελέσει στέρεα βάση για καταδίκη της εφεσείουσας εφόσον τεκμηρίωνε ως θέμα λογικής συνέπειας, μέσα στα πλαίσια της ανθρώπινης εμπειρίας, την ενοχή της. Η αιτιώδης σχέση μεταξύ της περιστατικής μαρτυρίας και της ενοχής της κατηγορουμένης ήταν άμεση. Και δεν μπορεί να συμβιβαστεί με καμιά άλλη λογική ερμηνεία. Δεν μπορεί κανένας λογικός άνθρωπος να δεχθεί ότι την ώρα που στο υποστατικό διενεργείτο διάρρηξη θα καθόταν οποιοσδήποτε κάτω από ένα σπασμένο τζάμι με δίπλα του ένα κάδρο και ένα πολύπριζο στις 2:00 η ώρα το βράδυ, χωρίς να υποψιαστεί ότι κάτι ύποπτο συνέβαινε, παρά μόνο αν ήταν ο δράστης ή ο συνεργός στη διάπραξη του αδικήματος.
Οι λόγοι έφεσης απορρίπτονται ως παντελώς αδικαιολόγητοι και αστήρικτοι. Η καταδίκη επικυρώνεται.
Η έφεση απορρίπτεται.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
/ΦΚ