ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:B270
(2014) 2 ΑΑΔ 287
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 18/2012)
16 Απριλίου 2014
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ/στές]
NIKIFOROS TECHNOLOGIES LTD,
Εφεσείοντες
- v. -
ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ Γ. ΧΡΗΣΤΟΥ,
Εφεσίβλητου
-------------------------------------
Κ. Καμένος με Κων. Καμένο, για τους Εφεσείοντες.
Καμιά εμφάνιση, για τον Εφεσίβλητο.
Εφεσίβλητος απών.
--------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο εφεσίβλητος αντιμετώπισε πρωτοδίκως σε ιδιωτική ποινική δίωξη τέσσερεις κατηγορίες αναφορικά με την έκδοση επιταγών προς όφελος των εφεσειόντων. Οι τρεις κατηγορίες αφορούσαν το αδίκημα της πρόκλησης μη εξόφλησης επιταγής χωρίς εύλογη αιτία κατά παράβαση του άρθρου 305Α(2) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Η τρίτη εκ των τεσσάρων κατηγοριών αφορούσε το αδίκημα της έκδοσης επιταγής χωρίς αντίκρισμα κατά παράβαση του άρθρου 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Την τρίτη αυτή κατηγορία το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν προώθησαν οι εφεσείοντες, αθωώνοντας τον εφεσίβλητο. Επ΄ αυτής της κατηγορίας δεν ασκήθηκε έφεση οπότε δεν χρειάζεται περαιτέρω ενασχόληση με το θέμα. Η έφεση αφορά την εν τέλει αθώωση και απαλλαγή του εφεσιβλήτου από τις κατηγορίες 1, 2 και 4, λόγω του ότι οι εφεσείοντες, ως αποφάσισε το Δικαστήριο, απέτυχαν να αποδείξουν «.. με αξιόπιστη μαρτυρία και πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας το νόμιμο αντάλλαγμα των επιδίκων επιταγών.».
Είχαν δηλωθεί πρωτοδίκως τα εξής παραδεκτά γεγονότα, τα οποία και εγκρίθηκαν από το Δικαστήριο: Ότι οι επιταγές εκδόθηκαν από τον εφεσίβλητο, ότι είχαν παραδοθεί στον διευθυντή των εφεσειόντων και ότι παρουσιάστηκαν στην εκδότρια τράπεζα, αλλά δεν τιμήθηκαν επειδή ο εφεσίβλητος ανακάλεσε την πληρωμή τους. Κατέθεσαν προς απόδειξη της υπόθεσης τους τρεις μάρτυρες των εφεσειόντων, ήτοι, ο διευθυντής αυτών Αλέξανδρος Νικηφόρου ως Μ.Κ.1, ο Ανδρέας Ττίλλευ, υπάλληλος των εφεσειόντων με λογιστικά καθήκοντα ως Μ.Κ.2 και ο Φίλιππος Νικηφόρου, υπάλληλος των εφεσειόντων ως Μ.Κ.3. Το Δικαστήριο κατέγραψε εκτενώς τη μαρτυρία τους τόσο στην κύρια εξέταση, όσο και κατά την αντεξέταση, κρίνοντας στην 18η σελίδα της απόφασης του ότι υπήρχε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του εφεσίβλητου στον οποίο επεξηγήθηκαν τα δικαιώματα του δυνάμει του άρθρου 74(1)(γ) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Ο εφεσίβλητος επέλεξε να ασκήσει το δικαίωμα της σιωπής, και δεν κάλεσε οποιουσδήποτε μάρτυρες υπεράσπισης.
Στη συνέχεια το Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στη νομολογιακή υπόδειξη περί απόδειξης γενικά των συστατικών στοιχείων ενός αδικήματος και την ανάγκη η Κατηγορούσα Αρχή να αποδείξει την υπόθεση της πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, προχώρησε να αξιολογήσει τη μαρτυρία θεωρώντας ότι και οι τρεις μάρτυρες των εφεσειόντων ήσαν μάρτυρες που δεν είπαν την αλήθεια ή όλη την αλήθεια στο Δικαστήριο, ούτε και άφησαν θετική εντύπωση σ΄ αυτό. Η μαρτυρία του Αλέξανδρου Νικηφόρου κρίθηκε ότι περιείχε υπεκφυγές, γενικότητες και ασάφειες που αναδείχθηκαν κατά το στάδιο της αντεξέτασης με έκδηλη την προσπάθεια του να αποκρύψει ουσιώδη γεγονότα. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι ο Μ.Κ.1 απέκρυψε την ύπαρξη του Τεκμηρίου 10, το οποίο ήλθε στην επιφάνεια μόνο κατά την αντεξέταση και με το οποίο διαφαινόταν ότι είχε γίνει οριστική διευθέτηση της διαφοράς των διαδίκων στις 31.12.2006. Κατά παρόμοιο τρόπο, ο Μ.Κ.1 θεωρήθηκε ότι ήταν ασαφής στις απαντήσεις του σχετικά με το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 5, αλλά και του Τεκμηρίου 11, ήτοι, το ενοικιαστήριο έγγραφο, ημερ. 7.4.2004, που είχε συνομολογηθεί μεταξύ των διαδίκων και τα τιμολόγια που παρουσιάστηκαν προς αγορά και εγκατάσταση του εξοπλισμού στο ενοικιασθέν υποστατικό, αντίστοιχα.
Ο Μ.Κ. 2 επίσης κρίθηκε ότι δεν είχε πει την αλήθεια στο Δικαστήριο δημιουργώντας εύλογες αμφιβολίες σ΄ αυτό σχετικά με την όλη εκδοχή των εφεσειόντων. Καταλυτικής σημασίας ζήτημα για το Δικαστήριο ήταν η μη κλήτευση προσώπων που οι μάρτυρες αυτοί ανέφεραν στο Δικαστήριο ως προς διάφορα γεγονότα. Η απουσία αυτών των ατόμων και η μη εξήγηση για τη μη κλήτευση τους κρίθηκε ότι αποστέρησε από το Δικαστήριο τη δυνατότητα να κρίνει το αξιόπιστο των δεδομένων που αναφέρονταν σ΄ αυτά. Χωρίς δισταγμό επίσης, το Δικαστήριο, όπως κατέγραψε, απέρριψε και τη μαρτυρία του Μ.Κ.3, εφόσον ήταν έκδηλη η προσπάθεια του να ενισχύσει την υπόθεση των εφεσειόντων και ιδιαιτέρως τη μαρτυρία του Μ.Κ.1, πατέρα του, αφήνοντας πάρα πολλές αμφιβολίες ως προς τα αληθή γεγονότα, αλλά και το νόμιμο αντάλλαγμα της έκδοσης των επιταγών.
Με βάση την πιο πάνω αξιολόγηση, το Δικαστήριο θεώρησε ως μόνο ασφαλές έδαφος για την εξαγωγή ευρημάτων τα όσα απέρρεαν από τα παραδεκτά γεγονότα, τα οποία όμως προφανώς δεν ήσαν αρκετά για να στοιχειοθετήσουν ενοχή του εφεσίβλητου, εξ΄ ου και αθωώθηκε και απαλλάχθηκε των κατηγοριών.
Από την όλη μαρτυρία που δόθηκε, η οποία και δεν χρειάζεται να καταγραφεί διεξοδικά για λόγους που θα γίνουν κατανοητοί στη συνέχεια, απορρέει ότι η σχέση των διαδίκων άρχισε στις 7.4.2004 όταν υπογράφηκε μεταξύ τους ενοικιαστήριο έγγραφο με το οποίο ο εφεσίβλητος ενοικίασε ιδιόκτητο υποστατικό στην Πάφο στους εφεσείοντες, ενοικίαση που τροποποιήθηκε στη συνέχεια με περαιτέρω συμφωνία ημερ. 24.6.2005. Ο εφεσίβλητος για σκοπούς δικών του οικονομικών διευθετήσεων, εκχώρησε το ενοικιαστήριο έγγραφο αρχικά στην Λαϊκή Τράπεζα και αργότερα στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ, όπου και οι εφεσείοντες κλήθηκαν να καταβάλλουν τα αναλογούντα ενοίκια. Στις 31.7.2009 οι εφεσείοντες παρέδωσαν την κατοχή του υποστατικού στον εφεσίβλητο, χωρίς να δημιουργηθεί οποιοδήποτε πρόβλημα εφόσον όλα τα ενοίκια είχαν δεόντως καταβληθεί, ο δε εφεσίβλητος δεν είχε οποτεδήποτε εκφράσει οποιοδήποτε παράπονο για ζημιά που οι εφεσείοντες είχαν προκαλέσει στο υποστατικό.
Αρχές Ιανουαρίου 2010, συμφωνήθηκε όπως ο εφεσίβλητος αγοράσει από τους εφεσείοντες τον εξοπλισμό που οι τελευταίοι είχαν τοποθετήσει στο υποστατικό, έναντι του ποσού των €100.000. Για τον εξοπλισμό αυτό και την αγορά του, ο εφεσίβλητος είχε ενδιαφερθεί από τον Ιούνιο του 2009 και είχε ετοιμαστεί από τον Μ.Κ.2, ένας κατάλογος των αντικειμένων με τα υποστηρικτικά τιμολόγια, ο οποίος δόθηκε σ΄αυτόν για σκοπούς μελέτης. Όταν εν τέλει συμφωνήθηκε η αγορά, ο εφεσίβλητος εξέδωσε τις τρεις υπό κρίση επιταγές, μια για €40.000 πληρωτέα στις 15.3.2010, μια για επίσης €40.000 πληρωτέα στις 15.5.2010 και μια για €20.000 πληρωτέα στις 15.7.2010. Όλες οι επιταγές είχαν εκδοθεί επί της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ και είχαν παραδοθεί στον Μ.Κ.3, ο οποίος τις παρέδωσε στη συνέχεια στους εφεσείοντες που ήσαν και οι δικαιούχοι.
Ο εφεσίβλητος στις 15.3.2010 έδωσε εντολή στην πιο πάνω τράπεζα με την οποία ανακάλεσε την πληρωμή και των τριών επιταγών, με την αιτιολογία ότι δεν τηρήθηκε η συμφωνία που είχε με τους εφεσείοντες-δικαιούχους, οι οποίοι του προκάλεσαν ζημιές.
Οι Μ.Κ.1 και 3, ιδιαιτέρως, και ο Μ.Κ.2 στο βαθμό που γνώριζε τα δεδομένα της συμφωνίας αγοράς του εξοπλισμού, αρνήθηκαν κάθε υποβολή κατά την αντεξέταση ότι είχαν προκληθεί οποιεσδήποτε ζημιές στο υποστατικό και μάλιστα ύψους €114.000 για τις οποίες ουδέποτε ο εφεσίβλητος έκανε οποιαδήποτε μνεία, όπως αρνήθηκαν και υποβολή ότι εκβίαζαν τον εφεσίβλητο να τους εκδώσει τις επιταγές διαφορετικά δεν θα του παρέδιδαν τα κλειδιά του υποστατικού με αποτέλεσμα να καταρρεύσει προσπάθεια του εφεσίβλητου να ενοικιάσει εκ νέου το υποστατικό σε εταιρεία της Vassos Leptos, ασχολούμενης με είδη υγιεινής.
Οι εφεσείοντες παραπονούνται για την όλη απόφαση και σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Θεωρούν, συναφώς, ότι τα παραδεκτά γεγονότα από μόνα τους μπορούσαν να θεμελιώσουν την κατηγορία του άρθρου 305(Α)(2), εφόσον τα γεγονότα αυτά μαζί με τα κατατεθέντα τεκμήρια μετέθεσαν το βάρος στον εφεσίβλητο να δείξει ότι είχε εύλογη αιτία ανάκλησης της πληρωμής των επιταγών, ο οποίος όμως δεν έδωσε καμιά μαρτυρία στο Δικαστήριο. Οι λόγοι συνεπώς για τους οποίους ο εφεσίβλητος ανακάλεσε την πληρωμή, ήτοι, ότι δεν τηρήθηκε η συμφωνία με τους δικαιούχους και ότι είχαν προκληθεί ζημιές στο υποστατικό ουδόλως στοιχειοθετήθηκαν έστω στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων που ήταν το βάρος που είχε. Οι λόγοι ανάκλησης δεν βασίζονταν στην ανυπαρξία νομίμου συναλλάγματος ή στη μη ύπαρξη συμφωνίας για πώληση του εξοπλισμού. Δεν υπάρχει δε κανένα εύρημα ή αξιολόγηση της πλευράς του εφεσίβλητου ως προς το κατά πόσο αυτός απέσεισε το βάρος που είχε. Περαιτέρω, η αξιολόγηση της μαρτυρίας των εφεσειόντων περιστράφηκε επί ασχέτων θεμάτων που ουδόλως σχετίζονταν με το εύλογο της αιτίας ανάκλησης. Ό,τι τέθηκε υπό τύπο γεγονότων στους μάρτυρες των εφεσειόντων κατά την αντεξέταση, παρέμεινε ατεκμηρίωτο λόγω της μη παράθεσης ενόρκως οποιασδήποτε εκδοχής από τον εφεσίβλητο ή μαρτυρίας εκ μέρους του.
Οι εφεσείοντες έχουν δίκαιο σ΄ όλες τις θέσεις τους. Παρατηρείται κατ΄ αρχάς ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν ασχολήθηκε, ούτε κατ΄ ελάχιστον, με το αδίκημα που δημιουργεί το άρθρο 305Α(2), το οποίο ούτε καν παρέθεσε ώστε να υπενθυμίσει εαυτόν ως προς τα συστατικά του στοιχεία. Το άρθρο αυτό έχει στο βαθμό που είναι σχετικό, ως εξής:
«Άρθρο 305Α(2):
Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), πρόσωπο το οποίο, χωρίς εύλογη αιτία, προκαλεί με οποιαδήποτε πράξη τη μη εξόφληση επιταγής που εκδόθηκε από το ίδιο, οποτεδήποτε πριν ή κατά την ημερομηνία που η επιταγή έχει καταστεί πληρωτέα, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000,00) ή και στις δύο ποινές:
Νοείται ότι, για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου, επίκληση της υπεράσπισης της εύλογης αιτίας, δυνατό να γίνει από τον κατηγορούμενο εφόσον κατά ή πριν από την παρουσίαση της επιταγής για σκοπούς πληρωμής της, ο κατηγορούμενος ως εκδότης παρέθεσε γραπτώς στο πιστωτικό ίδρυμα, επί του οποίου εκδόθηκε η επιταγή, το λόγο ή τους λόγους για τους οποίους δόθηκε εντολή μη πληρωμή της.»
Εύλογη αιτία, με την έννοια της οποίας επίσης λανθασμένα δεν ασχολήθηκε το Δικαστήριο, αποτελεί κατά τη νομολογία, η παρουσίαση γεγονότων και δεδομένων που δικαιολογούν την ανάκληση και που παρατίθενται γραπτώς στο πιστωτικό ίδρυμα επί του οποίου εκδόθηκε η επιταγή. Στην υπόθεση N.C. Diamonds Co Ltd v. Γεωργίου (2001) 2 Α.Α.Δ. 763, το Εφετείο αναφέρθηκε στη δημιουργία δυνάμει του άρθρου 305Α(2) της έγκυρης υπεράσπισης του ανακλητού της επιταγής για εύλογη αιτία, η οποία πρέπει να βασίζεται στην ειλικρινή πίστη ότι ο κατηγορούμενος είχε το δικαίωμα να ανακαλέσει την πληρωμή και ότι η πεποίθηση αυτή ήταν υπό τις περιστάσεις εύλογη, δηλαδή, καλή τη πίστει, («bona fide» ή «just cause»), (Osgood v. Nelson (1872) L.R. 5 H.L. 636 και R. v. Hall 7 Q.B.D. 575). Η ποινική ευθύνη του εκδότη επιταγής καθορίζεται, όπως λέχθηκε, στο αυστηρό πλαίσιο που θέτει το εδάφιο (2), χωρίς επέκταση σε άλλες έννομες σχέσεις που ενδεχόμενα να διατάρασσαν την προσφερόμενη υπεράσπιση, (δέστε σχετικά και την Philippa Estates Ltd v. Ρούσου (2006) 2 Α.Α.Δ. 142).
Τα πιο πάνω πάντοτε υπό το φως του δεδομένου ότι μια επιταγή από τη φύση της είναι χρεόγραφο μεταβιβάσιμο, ο κομιστής του οποίου στη βάση του άρθρου 30(1) των περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ. 262, θεωρείται, εκ πρώτης όψεως, ότι έδωσε αξιόλογη και καλή αντιπαροχή για τη λήψη της, (Λοΐζου ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 108). Το Δικαστήριο δεν σκέφτηκε αυτή την παράμετρο και ορθά οι εφεσείοντες επισημαίνουν ότι με τα παραδεκτά και μόνο γεγονότα, το βάρος είχε αυτόματα μετατεθεί στον εφεσίβλητο να δείξει αυτή την εύλογη αιτία κατά τρόπο που να απαλλάσσεται από την ποινική ευθύνη που το άρθρο 305(Α)(2) εναποθέτει στο πρόσωπο εκείνο που προκαλεί με οποιοδήποτε τρόπο τη μη εξόφληση επιταγής που εξέδωσε οποτεδήποτε πριν, ή, κατά την ημερομηνία πληρωμής της επιταγής, (δέστε N.C. Diamonds Co Ltd v. Γεωργίου - ανωτέρω).
Η ποινική αυτή ευθύνη είναι βεβαίως νομοθετική επιλογή και συνάδει με το αξιόγραφο μιας επιταγής, η οποία ισοδυναμεί με μετρητά. Η έκδοση επιταγής είναι κοινή συναλλακτική πρακτική και αποτελεί ένα γρήγορο και αποτελεσματικό μέσο εμπορικής δραστηριότητας. Υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι τιμάται κατά την ημερομηνία που καθίσταται πληρωτέα, ώστε να υπάρχει ασφάλεια στις εμπορικές συναλλαγές. Επομένως η ποινικοποίηση της ανάκλησης χωρίς εύλογη αιτία ήρθε να προσθέσει και όχι να αφαιρέσει στην αποτελεσματικότητα της.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αντιμετώπισε την ενώπιον του υπόθεση στην ορθή της διάσταση. Θεώρησε κατ΄ αρχάς ότι οι κατηγορίες δεν στοιχειοθετήθηκαν επειδή οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν με αξιόπιστη μαρτυρία το νόμιμο αντάλλαγμα των επιδίκων επιταγών. Τέτοια υποχρέωση δεν είχαν βεβαίως οι εφεσείοντες και το Δικαστήριο διέπραξε λάθος αρχής. Η ίδια η έκδοση των επιταγών συνεπάγεται την ύπαρξη νομίμου ανταλλάγματος. Το ζητούμενο στην υπόθεση που παρερμήνευσε το Δικαστήριο ήταν κατά πόσο ο εφεσίβλητος είχε εύλογη αιτία ανάκλησης και όχι αν υπήρχε ή όχι νόμιμο αντάλλαγμα.
Περαιτέρω το Δικαστήριο ασχολήθηκε σε έκταση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας των εφεσειόντων την οποία και απέρριψε, παραβλέποντας το απλό γεγονός ότι δεν είχε τεθεί ενώπιον του καμιά αντίθετη μαρτυρία από τον ίδιο τον εφεσίβλητο ή μάρτυρες εκ μέρους του. Τα όσα τέθηκαν κατά την αντεξέταση δεν είχαν εν τέλει έρεισμα σε δεδομένα που υποστήριξε ο εφεσίβλητος, ο οποίος επέλεξε το δικαίωμα της σιωπής. Δικαίωμα που αναμφιβόλως είχε, διατρέχοντας όμως τον κίνδυνο να παραμείνει η εκδοχή που είχε θέσει μέσα από την αντεξέταση των μαρτύρων των εφεσειόντων ανυπόστατη και χωρίς επαρκή τεκμηρίωση. Όπως ήδη αναφέρθηκε μέσα από τη νομολογία, η εύλογη αιτία δεν εξετάζεται αφηρημένα, αλλά αναδύεται ως τέτοια σε συνάρτηση με τις περιστάσεις. Και εδώ δεν τέθηκαν ουσιωδώς οι περιστάσεις αυτές μέσα από μαρτυρία. Έχοντας διεξέλθει με προσοχή τη μαρτυρία που δόθηκε, ό,τι προβάλλει από την αντεξέταση είναι μια γενική αμφισβήτηση υπαρκτών δεδομένων, όπως η συνομολόγηση της ενοικίασης και η έκδοση των επιταγών, χωρίς να αναδεικνύεται κάποια συγκεκριμένη εκδοχή του εφεσίβλητου. Η αντεξέταση περιστράφηκε σε δεδομένα της ενοικίασης και τα πέριξ αυτής γεγονότα, η οποία ενοικίαση όμως ήταν εν τέλει ασύνδετη με την αντιπαροχή των τριών επιταγών που συνδέονταν με την αγορά συγκεκριμένου εξοπλισμού κατά τον τρόπο που υπεδείκνυε η σωρεία των τιμολογίων που κατατέθηκαν και η ευκρινής επί του εξοπλισμού μαρτυρία του Φίλιππου Νικηφόρου, Μ.Κ. 3.
Αντί το Δικαστήριο να εστιάσει την προσοχή του σ΄ αυτές τις παραμέτρους, επέρριψε αναιτιολόγητα ευθύνη στους εφεσείοντες επειδή δεν παρουσίασαν ως μάρτυρες κάποια άτομα που αναφέρθησαν στην πορεία της μαρτυρίας. Τα οποία όμως ουδόλως είχαν σχέση με τα όσα ο εφεσίβλητος διατείνετο μέσα από την αντεξέταση με τους λόγους ανάκλησης των επιταγών, οι οποίοι λόγοι όπως καταγράφηκαν στην επιστολή ανάκλησης, Τεκμήριο 4, ουδόλως σαφείς ήσαν. Το Δικαστήριο δεν εντόπισε το απλό αυτό γεγονός σε συνδυασμό με το γεγονός ότι με το Τεκμήριο 10, που λανθασμένα θεώρησε ότι απέκρυψε ο Μ.Κ.1, η ενοικίαση είχε ακυρωθεί στις 31.12.2006 χωρίς καμιά διαφορά μεταξύ των διαδίκων, ενώ παραγνώρισε και τη μαρτυρία του Μ.Κ.3 ότι στη συνέχεια η ενοικίαση προχώρησε κανονικά μέχρι τις 31.7.2009 σύμφωνα με το Τεκμήριο 9, ενώ έδωσε και εξηγήσεις που παρέμειναν αναντίλεκτες, σε σχέση με δύο ετέρες ενοικιάσεις ημερ. 1.1.2007, που αφορούσαν εν πάση περιπτώσει άλλα υποστατικά των εφεσειόντων.
Σημειώνεται περαιτέρω ότι η απόφαση Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου (2006) 2 Α.Α.Δ. 217, που επικαλέστηκε το Δικαστήριο στιγματίζοντας τη μη κλήση προσώπων που αναφέρθηκαν από τους εφεσείοντες, ουδόλως έθεσε κάποιο κανόνα δικαίου, ενώ τα γεγονότα εκεί ήσαν πολύ διαφορετικά. Πρόκειτο για υπόδειξη του Κακουργιοδικείου που επικροτήθηκε από το Εφετείο ότι στην απουσία των ιδίων των παραπονούμενων που ζούσαν πια στο εξωτερικό και δεν επιθυμούσαν να έλθουν στην Κύπρο να καταθέσουν σε υπόθεση βιασμού και συναφών κατηγοριών, δεν ήταν δυνατό να στοιχειοθετηθεί ενοχή πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας με μόνο τις γραπτές καταθέσεις τους στην Αστυνομία.
Να σημειωθεί όμως και η εξής διάσταση στο όλο σκεπτικό του Δικαστηρίου, η οποία και αποδεικνύει σφάλμα στη δικανική του σκέψη. Όταν το Δικαστήριο έκρινε ορθό όπως καλέσει τον εφεσίβλητο να προβάλει την υπεράσπιση του, αναμφίβολα, είχε ή έπρεπε να έχει, κατά νουν την όλη νομική και πραγματική υπόσταση των κατηγοριών. Όσον αφορά τη νομική πτυχή, τα παραδεκτά και μόνο γεγονότα μετέθεταν το βάρος στον ίδιο τον εφεσίβλητο να δείξει το εύλογο της αιτίας ανάκλησης των επιταγών. Αυτό συνάγεται ότι δεν το είχε δείξει κατά το εκ πρώτης όψεως στάδιο εφόσον το Δικαστήριο τον κάλεσε σε απολογία έχοντας υπόψη, όπως το ίδιο διατύπωσε ορθά τις αρχές, ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν είχε αποτύχει να προσκομίσει μαρτυρία σε σχέση με οποιοδήποτε από τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων. Χωρίς, επομένως, τη μαρτυρία του εφεσιβλήτου μετά το εκ πρώτης όψεως στάδιο, η κατάσταση πράγματι παρέμεινε η ίδια.
Κατά μείζονα λόγο, τα ανωτέρω ισχύουν για τη μαρτυρία που είχε ήδη προσφερθεί. Το Δικαστήριο δεν έκρινε αυτή τη μαρτυρία ως τόσο αντινομική ώστε κανένα λογικό Δικαστήριο να μην μπορούσε να στηριχθεί επ΄ αυτής. Ναι μεν ένα Δικαστήριο δεν προβαίνει σε ευρήματα στο στάδιο του εκ πρώτης όψεως, αλλά οφείλει, όταν εξετάζει το ζήτημα του εκ πρώτης όψεως ακόμη και αυτεπαγγέλτως όπως έπραξε εδώ καθηκόντως, να αναδείξει τυχόν τέτοια αντινομία ώστε να μην είναι δυνατόν η μαρτυρία που ήδη δόθηκε να αποτελέσει νομικό έρεισμα για την κλήση κατηγορούμενου σε απολογία, (Δικαστική Οδηγία του 1962 του Q.B.D. της Αγγλίας, Αζίνας ν. Δημοκρατίας (1981) 2 Α.Α.Δ. 9, σελ. 53-55 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Στέφανου Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133). Η αντινομία πρέπει να προέρχεται από μαρτυρία που έχει κλονισθεί σε τέτοιο βαθμό ως αποτέλεσμα της αντεξέτασης ή είναι εγγενώς τόσο έκδηλα αβάσιμη («unreliable»), ώστε δεν μπορεί το Δικαστήριο να βασιστεί σ΄ αυτή για σκοπούς καταδίκης. Και βεβαίως ορθά η νομολογία επιτάσσει ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας με γνώμονα να γίνουν τελεσίδικα ευρήματα επί γεγονότων ή αξιοπιστίας γίνεται στο τέλος της υπόθεσης, έχοντας όμως ταυτόχρονα πάντοτε υπόψη ότι ο κατηγορούμενος δεν πρέπει να καλείται σε απολογία για να συμπληρώσει τυχόν κενά της μαρτυρίας της κατηγορούσας αρχής.
Υπό το φως του δεδομένου ότι δεν υπήρξε καμιά αντίθετη μαρτυρία από τον εφεσίβλητο, η αθώωση και απαλλαγή του εδώ προβάλλει εξ αντικειμένου αντιφατική με την κλήση του στο εκ πρώτης όψεως στάδιο. Το επίπεδο απόδειξης βεβαίως διαφέρει στο εκ πρώτης όψεως με το τελικό στάδιο, αλλά το Δικαστήριο εδώ, όπως είπε, διεξήλθε με πολλή προσοχή την ενώπιον του μαρτυρία κρίνοντας ότι υπήρχε εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Τα όσα εκ των υστέρων έκρινε προς αθώωση του εφεσίβλητου κατά αξιολόγηση της μαρτυρίας θα μπορούσαν να είχαν γίνει από το εκ πρώτης όψεως στάδιο, εφόσον τίποτε στην ουσία δεν άλλαξε.
Σημειώνεται ότι ό εφεσίβλητος ο οποίος πρωτόδικα αντιπροσωπευόταν από δικηγόρο, κατ΄ έφεση και για τους λόγους που φαίνονται στα πρακτικά δεν έτυχε περαιτέρω νομικής εκπροσώπησης παρόλο που στις 24.2.2014 δηλώθηκε ότι την υπόθεση του εφεσίβλητου θα χειριζόταν άλλος δικηγόρος. Αλλά ούτε και ο ίδιος εμφανίστηκε. Παρά την απουσία του εφεσίβλητου, το Δικαστήριο εξέτασε το διάγραμμα που καταχωρήθηκε από τον τότε δικηγόρο του. Αποτελείται από μια μόνο σελίδα με δύο παραγράφους που δεν ασχολούνται με την ουσία της έφεσης, αλλά εγείρει ανεπίτρεπτα και εκ των υστέρων ισχυρισμό για τη μη νομιμοποίηση του Αλέξανδρου Νικηφόρου, Μ.Κ.1, να εγείρει την πρωτόδικη ποινική δίωξη, αλλά και την έφεση, διότι ο εφεσίβλητος μετά την έκβαση της πρωτόδικης διαδικασίας πήρε πιστοποιητικά (που δεν επισυνάπτει), ότι το εν λόγω πρόσωπο δεν είχε σχέση με τους εφεσείοντες, ως εταιρεία. Τέτοιοι ισχυρισμοί δεν μπορούν βάσιμα να εξεταστούν κατ΄ έφεση.
Υπό το φως όλων των ανωτέρων, η πρωτόδικη απόφαση περιλαμβανομένων των εξόδων παραμερίζεται. Αντικαθίσταται με απόφαση καταδικαστική κρίνοντας τον εφεσίβλητο ένοχο και στις τρεις κατηγορίες υπό το φως των γεγονότων και της μαρτυρίας που δόθηκε. Τα έξοδα πρωτοδίκως και κατ΄ έφεση θα παραμείνουν προς απόφαση στο τέλος της παρούσας διαδικασίας.
Η απόφαση να επιδοθεί στον εφεσίβλητο στην τελευταία γνωστή διεύθυνση του με οδηγίες όπως εμφανισθεί ενώπιον του Εφετείου στην πιο κάτω ημερομηνία για τα περαιτέρω.
Ορίζεται στις 28 Απριλίου 2014 και ώρα 9.30 π.μ. για γεγονότα και επιβολή ποινής.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ