ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:B185
(2014) 2 ΑΑΔ 152
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 178/2011)
12 Μαρτίου 2014
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΘΕΜΗΣ ΘΩΜΑ
Εφεσείων
ν.
ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,
Εφεσίβλητου
_ _ _ _ _ _
Εφεσείων προσωπικά.
Ο. Σοφοκλέους (κα), για τον Εφεσίβλητο.
_ _ _ _ _ _
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
δίδεται από τον Ναθαναήλ, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο εφεσείων αντιμετώπισε πρωτοδίκως τέσσερεις κατηγορίες σχετικά με αδικήματα που προκύπτουν από τις διατάξεις του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου αρ. 95(I)/2000, ως τροποποιήθηκε και των σχετιζομένων με αυτόν Κανονισμούς. Παραδέχθηκε τις πρώτες τρεις που αφορούσαν στην παράλειψη καταβολής εμπροθέσμως διαφόρων ποσών που εμφανίζονταν στις φορολογικές του δηλώσεις για τις περιόδους 1.4.2004-31.8.2004, 1.9.2004-30.11.2004 και 1.12.2006-28.2.2007, αλλά αρνήθηκε την τέταρτη κατηγορία που αφορούσε την παράλειψη καταβολής οφειλομένων φόρων ύψους €4.509.97 (£2.639,57), που είχε βεβαιωθεί δυνάμει των άρθρων 46(11), 49(1), 49(2) και 57 του πιο πάνω Νόμου, εντός τριάντα ημερών από τη λήψη της σχετικής ειδοποίησης ημερ. 14.9.2007.
Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω μη παραδοχής διεξήχθη καθηκόντως ακροαματική διαδικασία κατά την οποία κατέθεσαν συνολικά 10 μάρτυρες κατηγορίας, ενώ παρουσιάστηκαν και 15 έγγραφα ως τεκμήρια. Υπεβλήθη αίτημα για απαλλαγή του εφεσείοντος από το εκ πρώτης όψεως στάδιο, το αίτημα απερρίφθη και ο εφεσείων ο οποίος τόσο πρωτοδίκως, όσο και ενώπιον του Εφετείου χειρίστηκε την υπόθεση μόνος του, όντας δικηγόρος, κατέθεσε προς υπεράσπιση του χωρίς να προσκομίσει άλλη μαρτυρία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο σε μια λεπτομερέστατη απόφαση, (ανάλογη ήταν και η απόφαση του για το εκ πρώτης όψεως στάδιο), βρήκε τον εφεσείοντα ένοχο στην τέταρτη κατηγορία. Αφού έλαβε υπόψη ό,τι λέχθηκε προς μετριασμό της ποινής, το Δικαστήριο δεν επέβαλε καμιά ποινή στις τρεις πρώτες κατηγορίες λόγω της έγκαιρης συμμόρφωσης του εφεσείοντος και την εξόφληση τουλάχιστον μέρους των οφειλομένων ποσών πριν την καταχώρηση της ποινικής δίωξης, αλλά εξέδωσε διάταγμα εναντίον του εφεσείοντος για την καταβολή του υπόλοιπου οφειλόμενου ποσού ύψους €444,49. Αναφορικά με την τέταρτη κατηγορία, επεβλήθη η ποινή των €750 πρόστιμο, έχοντας υπόψη και την πάροδο του χρόνου που διέρρευσε μεταξύ της διάπραξης των αδικημάτων και της επιβολής της ποινής.
Ο εφεσείων αμφισβητεί την καταδίκη του. Με πέντε συνολικά λόγους έφεσης επιχειρεί να ανατρέψει την πρωτόδικη κρίση επί της καταδίκης του, όχι όμως και επί της ποινής. Στο διάγραμμα του όμως καταφέρεται και εναντίον της ποινής ως εκδήλως υπερβολικής ενόψει του χρόνου που διέρρευσε, αλλά και της προγενέστερης της επιβολής της ποινής καταβολής του οφειλόμενου ποσού των €4.509,97.
Όλοι οι λόγοι έφεσης συνδέονται μεταξύ τους και αφορούν τη θέση του εφεσείοντος ότι ουδέποτε παρέλαβε την επιστολή, ημερ. 14.9.2007, από το Τμήμα Φ.Π.Α., που αποτέλεσε και τη βάση της δίωξης του στην τέταρτη κατηγορία.
Υιοθετώντας το σχετικό διάγραμμα που καταχώρησε, ο εφεσείων εξέφρασε και κατά την προφορική του αγόρευση ενώπιον του Εφετείου, την έντονη διαφωνία του επί της σχετικής με το θέμα αξιολόγησης της μαρτυρίας πρωτοδίκως, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι η αξιολόγηση αυτή ήταν πλημμελής υπό το φως της διάτρητης μαρτυρίας των μαρτύρων κατηγορίας. Ήταν η θέση του ότι ουδέποτε παρέλαβε ο ίδιος, ή άτομο εκ μέρους του, τη συγκεκριμένη επιστολή του Φ.Π.Α. και υπέδειξε προς τούτο την ελλειμματική στο ζήτημα μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής και τα κενά που υπήρξαν αναφορικά με το όλο θέμα.
Έχοντας με προσοχή αναγνώσει τα τηρηθέντα πρωτοδίκως πρακτικά διαπιστώνονται τα ακόλουθα: από τους δέκα μάρτυρες κατηγορίας, μόνο δύο προέρχονταν από τις ταχυδρομικές υπηρεσίες, οι οποίοι όμως δεν είχαν άμεση σχέση με την καθαυτό παράδοση της διπλοσυστημένης επιστολής στον εφεσείοντα. Ο Σάββας Χριστοδούλου, Μ.Κ. 5, ήταν ο υπεύθυνος προϊστάμενος της συστημένης αλληλογραφίας στο Επαρχιακό Ταχυδρομικό Γραφείο Λάρνακας. Μεταξύ των καθηκόντων του ήταν και το συστημένο ταχυδρομείο. Εξήγησε ότι το Τεκμήριο 4 που κατατέθηκε πρωτοδίκως ήταν το έντυπο του Ταχυδρομείου CN 07, το οποίο συνοδεύει όλες τις συστημένες επιστολές, επί του οποίου υπογράφει ο παραλήπτης με σημειωμένη την ημερομηνία παραλαβής, όπως έγινε και επί του επίδικου έγγραφου. Σύμφωνα με τα στοιχεία του εν λόγω τεκμηρίου, η επιστολή που συνόδευε το έγγραφο είχε αποσταλεί από το Tμήμα Φ.Π.Α., ταχυδρομήθηκε στις 18.8.2007 και παραλήφθηκε στις 21.9.2007. Η ειδοποίηση του ταχυδρομείου στάληκε στη θυρίδα του παραλήπτη στον ταχυδρομικό τομέα 6309 στη Λάρνακα. Κατά την αντεξέταση του παραδέχθηκε ότι τη συγκεκριμένη επιστολή δεν την είχε δει ο ίδιος, αλλά και να την έβλεπε δεν θα θυμόταν την περίπτωση. Θεώρησε ότι ο υπάλληλος του ταχυδρομείου που παρέδωσε την επιστολή στον φερόμενο παραλήπτη θα πρέπει να είχε εξακριβώσει τα στοιχεία του από την ταυτότητα ή την άδεια οδηγού και δεν μπορούσε βέβαια να γνωρίζει αν η υπογραφή στο έντυπο CN 07 ανήκε στον εφεσείοντα.
Η δεύτερη σχετική μαρτυρία δόθηκε από την Αναστασία Παπαδοπούλου, ΜΚ9 που υπηρετεί στα Κεντρικά Γραφεία του Τμήματος Ταχυδρομικών Υπηρεσιών. Ως υπεύθυνη για τις ταχυδρομικές θυρίδες παγκύπρια, κατέθεσε ότι ο ταχυδρομικός υπάλληλος στη Λάρνακα με τις γνώσεις και εμπειρίες του θα μπορούσε εύκολα να εντόπιζε τη θυρίδα του παραλήπτη για τoν οπoίο καταγράφηκε στο έντυπο CN 07 μόνο ο κωδικός 6309. Στο συγκεκριμένο κωδικό πιθανόν να ανήκαν 50 ή 100 ταχυδρομικές θυρίδες, αλλά ο εφεσείων είχε μόνο μια θυρίδα, η οποία θα μπορούσε να εντοπιστεί χωρίς δυσκολία. Συμφώνησε όμως με τον εφεσείοντα κατά την αντεξέταση της ότι δεν γνώριζε, ούτε θα μπορούσε να γνωρίζει κατά πόσο η υπογραφή επί του εντύπου ανήκε πράγματι στον εφεσείοντα, ούτε αν υπέγραψε ο ίδιος ο εφεσείων εφόσον κανονικά, (όπως είχε δηλώσει και κατά την κυρίως εξέταση της), έπρεπε με την υπογραφή στο έντυπο να αναγράφεται και η ταυτότητα του παραλήπτη, σύμφωνα με τους Κανονισμούς. Συμφώνησε επίσης ότι ένας άλλος αριθμός επί του εντύπου, ο 4.11.07 αντιπροσωπεύει την υπηρεσία Φ.Π.Α. και όχι τη θυρίδα του εφεσείοντα, ο αριθμός της οποίας δεν φαίνεται πουθενά.
Να σημειωθεί ότι οι υπόλοιποι μάρτυρες του Φ.Π.Α. επί του θέματος της αποστολής της επιστολής δεν είχαν πολλά να καταθέσουν. Μόνο ότι αποφασίστηκε η επιστολή της υπηρεσίας τους να σταλεί με διπλοσυστημένο ταχυδρομείο στον εφεσείοντα. Όταν επεστράφη η ένδειξη ότι η επιστολή παραλήφθηκε από τον παραλήπτη, ο οποίος ήταν ο εφεσείων, θεώρησαν ότι ο εφεσείων παρέλαβε την επιστολή κανονικά μέσω του Ταχυδρομείου.
Ο εφεσείων στη δική του ένορκη μαρτυρία αρνήθηκε ότι παρέλαβε ποτέ την επιστολή του Φ.Π.Α. και η υπογραφή που φαίνεται στο ροζ έντυπο-απόδειξη παραλαβής, μέρος του Τεκμηρίου 4, δεν ήταν δική του, ούτε και διέθετε ή διαθέτει κάποιο αντιπρόσωπο, ούτε και εξουσιοδότησε ποτέ οποιοδήποτε να παραλαμβάνει εκ μέρους του επιστολές, βεβαιώσεις ή έντυπα που έχουν σχέση με το Φ.Π.Α. Παρέπεμψε επίσης στις υπογραφές του επί άλλων τεκμηρίων που κατατέθηκαν, όπως στο Τεκμήριο 8, που είναι οι φορολογικές του δηλώσεις, για να εισηγηθεί ότι καμιά απολύτως σχέση δεν έχουν με την υπογραφή που υπάρχει επί του Τεκμηρίου 4.
Η σχετική κατηγορία εμπεριέχει ως συστατικό στοιχείο τη λήψη ειδοποίησης για τη βεβαίωση του Φ.Π.Α., ως προϋπόθεση για την παράλειψη καταβολής του οφειλόμενου φόρου εντός της οριζόμενης προθεσμίας των 30 ημερών. Το άρθρο 46 της περί Φ.Π.Α. Νομοθεσίας αφορά εν γένει τα φορολογικά αδικήματα, με το εδάφιο (11) αυτού, να προνοεί επί λέξει τα εξής:
«Κάθε πρόσωπο που παραλείπει ή αρνείται να καταβάλει στον Έφορο οποιοσδήποτε ποσό Φ.Π.Α. που βεβαιώθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 49 και 49Α, εντός τριάντα ημερών από τη λήψη της σχετικής ειδοποίησης, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδες λίρες ή σε φυλάκιση μέχρι δώδεκα μήνες ή και στις δύο αυτές ποινές.»
Τα άρθρα 49(1) και 49(2), στα οποία επίσης στηρίζεται η τέταρτη κατηγορία, δίδουν δικαίωμα στον Έφορο Φ.Π.Α. να βεβαιώσει κατά την καλύτερη κρίση του το ποσό του Φ.Π.Α. που είναι οφειλόμενο από πρόσωπα που υπόκεινται στις διατάξεις του Νόμου, όπου το πρόσωπο αυτό παραλείπει ή αμελεί να υποβάλει φορολογικές δηλώσεις ή όταν τα στοιχεία που παραδίδει είναι ελλιπή, λαμβανομένου υπόψη οποιοδήποτε πιστωτικού υπολοίπου προς όφελος του προσώπου αυτού.
Το άρθρο 57, που υποστηλώνει τελικώς την κατηγορία έχει ως εξής:
57. Οποιαδήποτε γνωστοποίηση, απαίτηση, απόφαση, οδηγία ή άλλη πράξη που πρέπει να επιδοθεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου μπορεί να κοινοποιηθεί με επιστολή που απευθύνεται στο εν λόγω πρόσωπο ή στον αντιπρόσωπο του για σκοπούς Φ.Π.Α. και η οποία αποστέλλεται με συστημένη επιστολή ταχυδρομικώς στην τελευταία δηλωθείσα ή συνηθισμένη διαμονή ή έδρα της επιχείρησης του προσώπου αυτού ή του αντιπροσώπου του ή παραδίδεται προσωπικώς στο πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται ή τον αντιπρόσωπό του.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε συλλήβδην τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής ως προερχόμενη από μάρτυρες που κατέθεσαν χωρίς σκοπιμότητα ή αλλότρια κίνητρα. Δεν απέδωσε καμιά διάθεση εκδικητικής συμπεριφοράς απέναντι στον εφεσείοντα από τους λειτουργούς του Φ.Π.Α. Αντίθετα, έψεξε τον εφεσείοντα ότι με την αμφισβήτηση σχεδόν όλων των ενεργειών των λειτουργών της υπηρεσίας Φ.Π.Α., με την αρνητικότητα και τη μη συνεργασία του, έδειχνε άτομο που θα έπραττε οτιδήποτε «.. για να αποφύγει τις ευθύνες που συνεπαγόταν η εγγραφή του ως υπόχρεου στις διατάξεις της περί Φ.Π.Α. νομοθεσίας.». Τον χαρακτήρισε περαιτέρω ως άτομο που «δεν ενεργούσε με καλή πίστη αλλά προσπαθούσε ποικιλοτρόπως να αποφύγει τις ευθύνες του ...». Μέρος της αρνητικής αξιολόγησης του εφεσείοντα συναρτάτο προς τα σχετιζόμενα με την αποστολή της βεβαίωσης του Φ.Π.Α. Συγκεκριμένα το Δικαστήριο έθεσε το θέμα ως εξής: (διατηρείται το επακριβές κείμενο),
«Σε σχέση τώρα με την αποστολή της Βεβαίωσης Φόρου και της παραλαβής της εκ μέρους του κατηγορούμενου η κρίση μου προέρχεται από τα ακόλουθα αναμφισβήτητα γεγονότα: α. Ο κατηγορούμενος είχε κάθε λόγο με δεδομένη τη μέχρι τότε στάση του να μεθοδεύσει τον τρόπο παραλαβής της έτσι που να προκαλέσει πρόβλημα στην Κατηγορούσα Αρχή να αποδείξει αυτό το γεγονός. Βέβαια, δεν παραγνωρίζω ότι υπήρξαν παραλήψεις εκ μέρους των αρμοδίων λειτουργών τόσο του Τμήματος Ταχυδρομικών Υπηρεσιών όσο και των ίδιων των Λειτουργών της Υπηρεσίας Φ.Π.Α. όταν είχε επιστραφεί το έντυπο CN07 πίσω χωρίς να ελεγχθεί εκ μέρους τους η ορθή συμπλήρωση των στοιχείων επ΄ αυτού γεγονός που προκάλεσε την ανάγκη παρουσίασης τόσης μαρτυρίας για την απόδειξη μιας αυτονόητης και συνήθους διαδικασίας παράδοσης μιας διπλοσυστημένης επιστολής γεγονός που έδωσε έρεισμα στην Υπεράσπιση να αμφισβητήσει τη νομότυπη διαδικασία παράδοσης της επιστολής. Υπήρξε παράλειψη του Ταχυδρομικού Λειτουργού που παρέδωσε την επιστολή που δεν σημείωσε επί του εντύπου και τον αριθμό της ταυτότητας του προσώπου που την παρέλαβε. Σημείωσε λάθος επί του εντύπου CN 07 του αριθμού της ταχυδρομικής θυρίδας του παραλήπτη. Θα έλεγα ακόμα ότι μια τέτοια επιστολή όταν παραδίδεται θα πρέπει ζητείται από τον παραλήπτη της να υπογράφει ολογράφως ή τουλάχιστον να αναγράφει και ολογράφως το ονοματεπώνυμο του το έτσι που να μη μπορεί να αμφισβητηθεί καθ΄ οιονδήποτε τρόπο η παραλαβή της από συγκεκριμένο πρόσωπο και όχι με μια γραφική παράσταση. Ηδη ανέφερα και πιο πάνω ότι αποδέχθηκα τη μαρτυρία που παρουσίασε η Κατηγορούσα Αρχή προς απόδειξη του γεγονότος της αποστολής και παράδοσης της επιστολής. Υπάρχουν όμως και άλλα στοιχεία που με οδήγησαν στην πεποίθηση ότι η επιστολή παραλήφθηκε από τον κατηγορούμενο ή έστω κάποιον αντιπρόσωπό του. Ο κατηγορούμενος είχε πληροφορηθεί από τηλεφώνου από τη Μ.Κ.1 ότι είχε εκδοθεί Βεβαίωση Φόρου και τον κάλεσε να περάσει να την παραλάβει από την Υπηρεσία Φ.Π.Α. Αυτός αρνήθηκε να το κάμει και έτσι η μάρτυρας μερίμνησε για να του αποσταλεί όχι απλώς με συστημένη επιστολή όπως προνοείται στο νόμο αλλά με τον πιο ασφαλή τρόπο με διπλοσυστημένη επιστολή. Αυτός γνώριζε επομένως ότι θα του αποστελλόταν επιστολή με το συγκεκριμένο περιεχόμενο από την Υπηρεσία Φ.Π.Α., επομένως είχε κάθε λόγο να μεθοδεύσει τέτοια παραλαβή της η οποία θα του παρείχε έρεισμα αμφισβήτησης της παραλαβής της. Προς τούτο και η γραφική παράσταση μιας υπογραφής από τον παραλήπτη της επί του εντύπου CN 07.»
Ο εφεσείων έχει όμως δίκαιο να αμφισβητεί την πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Όπως είναι παγίως νομολογημένο, η Κατηγορούσα Αρχή φέρει το βάρος να αποδείξει την κατηγορία και κάθε συστατικό στοιχείο αυτής πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Δεν επιτρέπονται εξαγωγές συμπερασμάτων όσο εύλογες και αν είναι χωρίς την αναγκαία και απαραίτητη προσαγωγή της μαρτυρίας εκείνης που στοιχειοθετεί την κατηγορία ή τα συστατικά στοιχεία αυτής, (Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 365 και Woolmington v. D.P.P. (1935) A.C. 462). Στο επίκεντρο της πρωτόδικης διαδικασίας ήταν η παραλαβή της Βεβαίωσης Φόρου, Τεκμήριο 1, που κατά τον ισχυρισμό του εφεσίβλητου είχε δεόντως παραληφθεί από τον εφεσείοντα δυνάμει του Τεκμηρίου 4. Όπως έχει ήδη καταστεί φανερό από την προηγούμενη παράθεση του σχετικού άρθρου, προϋπόθεση της ποινικής ευθύνης είναι η απόδειξη της παραλαβής της βεβαίωσης.
Το Δικαστήριο έσφαλε στην κρίση του. Παρά το γεγονός ότι εντόπισε τις αδυναμίες στη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής αναφορικά με το ζήτημα της αποστολής και παραλαβής της επιστολής, εντούτοις γενίκευσε το όλο θέμα και προχώρησε στη διαπίστωση γεγονότων κατά ανεπίτρεπτο τρόπο παραγνωρίζοντας τα κενά στη μαρτυρία, κενά που αναμφιβόλως στο δικαιϊκό σύστημα που ακολουθείται στην Κύπρο, επενεργούν προς όφελος του κατηγορούμενου, ο οποίος δεν έχει οποιαδήποτε ευθύνη ή βάρος να αποδείξει οτιδήποτε, εφόσον η κατηγορούσα αρχή δεν καταφέρνει να υπερβεί το αποδεικτικό βάρος που φέρει.
Το Τεκμ. 4 είναι η φερόμενη και έτσι τιτλοφορείται «Απόδειξη Παραλαβής / Παράδοσης / Πληρωμής / Εγγραφής». Αποτελεί το έντυπο CN 07, που χρησιμοποιούν τα Κυπριακά Ταχυδρομεία. Αναγράφει στο αριστερό μέρος του εντύπου, το «Γραφείο κατάθεσης» που εδώ είναι η Βασιλέως Παύλου, την «Ημερομηνία», που είναι η 18.9.2007 και τον «Παραλήπτη» που είναι ο «Θέμη Θωμά». Το είδος του αντικειμένου περιγράφεται να είναι «Επιστολή». Στο μέρος όπου πρέπει να συμπληρωθούν διάφορες ενδείξεις με τον υπότιτλο, «Να συμπληρωθεί στον τόπο προορισμού», υπάρχει μια υπογραφή και με το χέρι η ημερομηνία 21.9.2007. Δεν υπάρχει καμιά αναφορά στο όνομα του παραλήπτη, ούτε φαίνεται πουθενά ολογράφως το όνομα που παρέλαβε την επιστολή, ενώ απουσιάζει και η αναγραφή της ταυτότητας του παραλήπτη. Στο δεξιό μέρος του εντύπου αναφέρονται τα στοιχεία του αποστολέα στον οποίο θα επιστραφεί το έντυπο. Φαίνεται το όνομα «Φ.Π.Α.», ως «οδός και αριθμός», ο αριθμός «4117» και ως περιοχή και χώρα η «Λάρνακα». Στο κάτω μέρος του εντύπου είναι τυπωμένα τα εξής: «Η απόδειξη αυτή μπορεί να υπογραφεί από τον παραλήπτη ή, αν οι κανονισμοί της χώρας προορισμού το επιτρέπουν, από ένα άλλο εξουσιοδοτημένο πρόσωπο ή από τον υπάλληλο του γραφείου προορισμού.»
Συνημμένο στο έντυπο είναι η «Απόδειξη για Κατάθεση Συστημένων Αντικειμένων». ΄Εναντι του αύξοντα αριθμού 2, αναφέρεται: «Θέμη Θωμά - 6309 Λάρνακα», ως το ονοματεπώνυμο και διεύθυνση του παραλήπτη, τα στοιχεία «RA130248805CY» ως «Αριθμός Συστημένου Αντικειμένου» και στη στήλη «Παρατηρήσεις», φαίνεται η ένδειξη «Διπλοσυστημένο». Ως «΄Ονομα και διεύθυνση αποστολέα» αναφέρεται «Φ.Π.Α. Λάρνακας, Τ.Θ. 41117, 6309 Λάρνακα».
Το Δικαστήριο παρέλειψε να προσδώσει την απαραίτητη σημασία στην πιο πάνω πραγματική μαρτυρία, αλλά και την προφορική που την επεξήγησε. Ο αριθμός 6309 που εμφανιζόταν μόνο στο συνοδευτικό λευκό έντυπο Ρ.Ο. 43Α, απόδειξη κατάθεσης συστημένου αντικειμένου, δεν ήταν η θυρίδα του εφεσείοντος, στον δε κωδικό 6309 αντιστοιχούσαν περίπου 50-100 ταχυδρομικές θυρίδες. Επί του εντύπου CN 07, δεν αναγραφόταν ούτε ο αριθμός 6309. Ο υπάλληλος του ταχυδρομείου που όντως παρέδωσε την επιστολή δεν κλήθηκε ως μάρτυρας ώστε να διαφωτίσει επί πτυχών που παρέμειναν αδιευκρίνιστες ή κενές. Τέτοιες ήταν η θέση του Σάββα Χριστοδούλου, ΜΚ5, ότι για να παραδοθεί μια διπλοσυστημένη επιστολή, ο υπάλληλος ζητά να εξακριβώσει την ταυτότητα του προσώπου που την παραλαμβάνει. Η ταυτότητα εξακριβώνεται με την ίδια την ταυτότητα, ή άδεια οδηγού ή διαβατήριο ή άλλο οποιοδήποτε στοιχείο που να εξακριβώνει τον παραλήπτη. Ο ίδιος όμως δεν είχε παραδώσει την επίδικη επιστολή. Μετέπειτα ο μάρτυρας αναφέρθηκε και στο έντυπο ΤΥ24, που είναι η απόδειξη άφιξης συστημένου αντικειμένου το οποίο υπογράφει ο παραλήπτης και το οποίο κρατά το ταχυδρομείο, για δικούς του ελέγχους. Ούτε αυτό το έντυπο παρουσιάστηκε.
Αλλά και η Αναστασία Παπαδοπούλου, ΜΚ9, είχε επίσης καταθέσει ότι επί του CN 07 έπρεπε να αναγραφόταν η ταυτότητα του παραλήπτη, πράγμα που δεν έγινε. Δεν ήταν σε θέση να πει κατά πόσο ο εφεσείων υπέγραψε το έντυπο, συμφωνώντας ότι η ταχυδρομική θυρίδα του εφεσείοντος δεν φαινόταν πουθενά επί του εντύπου.
Υπό το φως όλων των ανωτέρω κενών, το πρωτόδικο Δικαστήριο αυθαίρετα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων είχε στην ουσία μεθοδεύσει τον τρόπο παραλαβής έτσι ώστε να προκαλέσει πρόβλημα στην κατηγορούσα αρχή. Η αποδοχή της μαρτυρίας της κατηγορούσας αρχής επί του θέματος προς απόδειξη του γεγονότος της αποστολής και παράδοσης της επιστολής, δεν συνήδε με την ταυτόχρονη επισήμανση του Δικαστηρίου ότι όντως υπήρξαν κενά και παραλείψεις στην όλη διαδικασία, όπως ο μη έλεγχος της ορθής συμπλήρωσης του εντύπου CN 07 όταν αυτό επεστράφη, η μη σημείωση επί του εντύπου του αριθμού ταυτότητος του προσώπου που παρέλαβε την επιστολή και η λάθος σημείωση επί του ιδίου εντύπου του αριθμού της ταχυδρομικής θυρίδας του παραλήπτη. Αυθαίρετη ήταν και η κατάληξη του για την «πεποίθηση ότι η επιστολή παραλήφθηκε από τον κατηγορούμενο ή έστω κάποιο αντιπρόσωπο του» (έμφαση προστέθηκε), όταν ουδεμία μαρτυρία παρουσιάστηκε από την κατηγορούσα αρχή ότι η επιστολή παραλήφθηκε από άτομο άλλο από τον ίδιο τον εφεσείοντα. Η διαπίστωση αυτή του Δικαστηρίου ήταν αυτοαναιρετική και πιστοποιούσε η ίδια την εγγενή αμφιβολία στην οποία τελούσε. Επίσης αυθαίρετη ήταν και η διαπίστωση ότι ο εφεσείων είχε κάθε λόγο, γνωρίζοντας ότι θα του αποστελλόταν η επιστολή από το Φ.Π.Α., να μεθοδεύσει τέτοια παραλαβή που θα του παρείχε έρεισμα αμφισβήτησης της, όταν το απλούστερο που θα είχε να κάμει ο εφεσείων θα ήταν να μην παραλάβει απλώς την επιστολή.
Όλα τα πιο πάνω κενά και παραλείψεις λειτουργούν υπέρ του εφεσείοντος. Δεν μπορεί να αποκλεισθεί η πιθανότητα να τοποθετήθηκε σε λάθος ταχυδρομική θυρίδα η ένδειξη της αποστολής της διπλοσυστημένης επιστολής, να εμφανίστηκε κάποιο άλλο άτομο να την παραλάβει, το οποίο στην πορεία απλώς την αγνόησε διαπιστώνοντας ότι δεν τον αφορούσε. Αναμφίβολα εδώ ενυπάρχει υποβόσκουσα αμφιβολία ως προς τα πραγματικά συμβάντα (Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2001) 2 ΑΑΔ 326 και R. v. Cooper (1969) 1 All E.R. 32).
Υπό το φως των ανωτέρω, παρέλκει η εξέταση του λόγου εφέσεως αναφορικά με την καθυστέρηση στην προσαγωγή της υπόθεσης στο Δικαστήριο.
Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη καταδίκη και συνακόλουθα και η επιβληθείσα ποινή, παραμερίζονται.
Ο εφεσείων αθωώνεται και απαλλάσσεται στην τέταρτη κατηγορία.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Γ. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
ΕΘ/ΣΦ