ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:B102
(2014) 2 ΑΑΔ 84
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 143/2012)
10 Φεβρουαρίου, 2014
[EΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
ΚΩΣΤΑΣ ΛΑΟΥΡΗΣ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
_______________
Χ. Φωτίου, για τον Εφεσείοντα.
Δ. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
_______________
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Δικαστής Χριστοδούλου.
_______________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
[Ex-tempore]
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων στην παρούσα υπόθεση ήταν κατηγορούμενος, ως διευθυντής της εταιρείας L.F.K. Constructions Ltd, στην ποινική υπόθεση υπ΄ αρ. 5932/11 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, η οποία αφορούσε αδικήματα παράλειψης καταβολής εισφορών κοινωνικών ασφαλίσεων. Κατηγορούμενοι στην ίδια υπόθεση ήταν τόσο η εταιρεία όσο και ο άλλος διευθυντής Lesley Laouri. Όλοι παραδέχθηκαν ενοχή και αμέσως το Δικαστήριο έδωσε στα μέρη την ευκαιρία να του εκθέσουν τόσο τα γεγονότα που συνέθεταν την υπόθεση, όσο και τους μετριαστικούς παράγοντες για σκοπούς επιβολής ποινής.
Αγορεύοντας για σκοπούς μετριασμού της ποινής ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα έκανε αναφορά στις οικογενειακές του συνθήκες, επισημαίνοντας ότι λόγω των σοβαρών οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε τόσο ο ίδιος όσο και η οικογένεια του στην περίπτωση του εφαρμοζόταν το άρθρο 17 του περί Ποινικού Κώδικα Νόμου, ΚΕΦ. 154. Το Δικαστήριο όμως, αφού έκανε αναφορά στο άρθρο αυτό που τιτλοφορείται «Κατάσταση ανάγκης», είχε άλλη άποψη και για σκοπούς ποινής τόνισε ότι στην περίπτωση του δεν εφαρμόζεται. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:
«Έχω μελετήσει με πολύ μεγάλη προσοχή την αγόρευση του ευπαίδευτου συνηγόρου των κατηγορουμένων αλλά και τις σχετικές πρόνοιες του άρθρου 17 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 και με κάθε σεβασμό προς το συνήγορο υπεράσπισης η εισήγηση του αυτή δεν εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση, η εισήγηση είναι νόμω αβάσιμη διότι το άρθρο 17 δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να παρέχει άσυλο στον κάθε ένα να παραβιάζει τη νομοθεσία και να μην καταβάλλει τις οφειλές του στο Κράτος και αυτός δεν ήταν ασφαλώς ο σκοπός του άρθρου 17.»
Ο Εφεσείων, διαφωνώντας με την τελική κατάληξη του Δικαστηρίου που ήταν να του επιβάλει ποινή φυλάκισης 3 μηνών, καταχώρισε έφεση με ένα και μοναδικό λόγο έφεσης. Ότι δηλαδή «το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά παράδοξο, αντινομικά, εσφαλμένα και αντισυνταγματικά αποδέχθηκε μεν ότι υπήρξε κατά τον επίδικο χρόνο κατάσταση ανάγκης εν τη εννοία του άρθρου 17 του Ποινικού Κώδικα αποφάσισε όμως ότι η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται όσον αφορά αδικήματα που αφορούν την καταβολή φόρων και τελών προς το Κράτος.»
Κατά την ενώπιον μας διαδικασία υποστηρίχθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο του Εφεσείοντα ότι, με την επίκληση πρωτοδίκως του άρθρου 17 του Ποινικού Κώδικα το Δικαστήριο έπρεπε να καταχωρίσει μη παραδοχή και ακολούθως να κληθούν μάρτυρες ούτως ώστε να αποφασιστεί εν τέλει κατά πόσο όντως συνέτρεχε στην περίπτωση του Εφεσείοντα η κατάσταση ανάγκης του άρθρου 17 του Ποινικού Κώδικα.
Η πλευρά της Εφεσίβλητης, με τη σειρά της, απέρριψε αυτή την τοποθέτηση επισημαίνοντας συναφώς ότι δεν είναι σίγουρη για το ποιο είναι το παράπονο του Εφεσείοντα. Διερωτήθηκε σχετικά κατά πόσο ο Εφεσείων «Έπρεπε να διαταχθεί να αλλάξει απάντηση, επειδή ο δικηγόρος στο στάδιο της αγόρευσης για μετριασμό της ποινής έκανε αναφορά στο άρθρο 17 του Ποινικού Κώδικα και τις άθλιες οικονομικές του συνθήκες, ή έπρεπε να αποφασίσει ότι το άρθρο 17 μπορεί να εφαρμοστεί σε αδικήματα παράλειψης πληρωμής τελών και φόρων, προχωρώντας σε απόφαση μετά από παραδοχή;»
Οφείλουμε να επισημάνουμε ότι η ίδια απορία μας διακατέχει και εμάς διότι δεν αντιληφθήκαμε εν τέλει ποιο είναι το παράπονο του Εφεσείοντα. Ότι όμως με σαφήνεια απορρέει από τη διατύπωση του μοναδικού λόγου έφεσης είναι ότι βασίζεται στην αντίληψη πως το πρωτόδικο Δικαστήριο «αποδέχθηκε μεν ότι υπήρξε κατά τον επίδικο χρόνο κατάσταση ανάγκης εν τη εννοία του άρθρου 17» και παρόλα αυτά έκρινε πως η κατάσταση αυτή δεν εφαρμόζεται σε φορολογικά αδικήματα. Διαφωνούμε ότι αποδέχθηκε κάτι τέτοιο το πρωτόδικο Δικαστήριο. Από το απόσπασμα που έχουμε παραθέσει πιο πάνω διαφαίνεται ακριβώς το αντίθετο και εξ αυτού είναι φανερό ότι η έφεση, άνευ ετέρου, θα πρέπει να απορριφθεί καθότι στηρίζεται σε ανύπαρκτη βάση.
Υπάρχει όμως και μια άλλη διάσταση του θέματος, δικονομικής φύσης αυτή τη φορά. Αν η θέση του Εφεσείοντα πρωτόδικα ήταν ότι στην περίπτωση του ίσχυε η Υπεράσπιση του άρθρου 17 έπρεπε, με κάθε σαφήνεια και καθαρότητα, να την προβάλει ως τέτοια και όχι έμμεσα και κατά τρόπο αόριστο να το αφήνει να αιωρείται στην αγόρευση του για μετριασμό της ποινής. Αυτό κατά την άποψη μας που ακολούθησε δεν ήταν η σωστή διαδικασία καθότι ότι σχετικά ανάφερε ήταν για σκοπούς μετριασμού της ποινής.
Με τις πιο πάνω σύντομες παρατηρήσεις κρίνουμε ότι η έφεση πρέπει να απορριφθεί και απορρίπτεται, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να εξετάσουμε σε ποιες σπάνιες περιπτώσεις και κάτω υπό ποιες ιδιαίτερα εξαιρετικές περιστάσεις εφαρμόζεται η Υπεράσπιση του άρθρου 17 η οποία, όταν εγείρεται, μεταθέτει το βάρος απόδειξης της ύπαρξης της σε αυτόν που την επικαλείται.
Η έφεση απορρίπτεται.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
/ΦΚ