ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
TSIOLIS ν. DISTRICT OFFICER N/SIA (1982) 2 CLR 11
Σιέρατον ν. Συμβ. Βελτ. Αγ. Νάπας (1989) 2 ΑΑΔ 76
Σωφρονίου Λτδ ν. Δήμου Στροβόλου (1991) 2 ΑΑΔ 369
Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Δήμου Αγλαντζιάς (2006) 2 ΑΑΔ 291
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 111/1985 - Ο περί Δήμων Νόμος του 1985
Ν. 166/1987 - Ο περί Αυξήσεως των Χρηματικών Ποινών Νόμος του 1987
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(2013) 2 ΑΑΔ 635
[*635]11 Σεπτεμβρίου, 2013
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στές]
(Ποινική Έφεση Αρ. 169/2012)
ΤΑΚΗΣ ΛΕΩΝΙΔΑ & ΥΙΟΙ ΛΤΔ,
Εφεσείοντες,
v.
ΕΠΑΡΧΟΥ ΠΑΦΟΥ,
Εφεσιβλήτου.
(Ποινική Έφεση Αρ. 176/2012)
ΝΤΙΝΟΣ ΝΕΟΦΥΤΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΕΠΑΡΧΟΥ ΠΑΦΟΥ,
Εφεσιβλήτου.
(Ποινική Έφεση Αρ. 177/2012)
ΤΑΚΗΣ ΛΕΩΝΙΔΑ,
Εφεσείων,
v.
ΕΠΑΡΧΟΥ ΠΑΦΟΥ,
Εφεσιβλήτου.
(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 169/2012, 176/2012, 177/2012)
Οδοί και Οικοδομές ― Παράνομη ανέγερση χωρίς άδεια της αρμόδιας αρχής ― Απουσία άμεσης μαρτυρίας, αναφορικά με την ταυτότητα του προσώπου που προέβη στην ανέγερση των συγκεκριμένων παράνομων οικοδομών ― Οδήγησε σε παραμερισμό από το Εφετείο της σχετικής κατηγορίας.
Απόδειξη ― Περιστατική μαρτυρία ― Παραμερισμός καταδίκης για παράνομη ανέγερση οικοδομής επί τω ότι, η περιστατική μαρτυρία η οποία ετέθη ενώπιον του Δικαστηρίου, αξιολογούμενη ως ενιαίο σύνολο, δεν οδηγούσε, με την ασφάλεια που απαιτείται στις ποινικές υποθέσεις, αποκλειστικά στο συμπέρασμα ενοχής.
Οδοί και Οικοδομές ― Έννοια οικοδομής ― Το κατά πόσο κατασκευή θεωρείται «οικοδομή» ή όχι, είναι θέμα πραγματικό και ως τέτοιο αποφασίζεται με βάση τα γεγονότα κάθε υπόθεσης ― Λαμβάνονται υπόψη παράγοντες, όπως το σχήμα και το μέγεθος της κατασκευής, τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν, ο τρόπος κατασκευής της οικοδομής, κατά πόσο είναι προσαρτημένη στη λοιπή οικοδομή, η σχέση της κατασκευής με τα υπόλοιπα κατασκευάσματα και τον τρόπο με τον οποίο θα γίνει η χρήση της οικοδομής ― Κρινόμενοι από μόνοι τους ενδεχομένως να μην αποβούν καθοριστικοί, εντούτοις, κρινόμενοι σωρευτικά βοηθούν στη διαμόρφωση της ορθής απάντησης.
Οι εφέσεις στράφηκαν εναντίον πρωτόδικης απόφασης με την οποία οι εφεσείοντες κρίθηκαν ένοχοι στις κατηγορίες της ανέγερσης οικοδομής χωρίς άδεια, και της κατοχής και χρήσης οικοδομής χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης από την αρμόδια αρχή.
Οι εφεσείοντες αντιμετώπιζαν ακόμα μια κατηγορία, σύμφωνα με την οποία επέτρεψαν την ανέγερση οικοδομής χωρίς άδεια της αρμόδιας αρχής, κατά παράβαση των ίδιων Νόμων, στην οποία όμως απαλλάχθηκαν και αθωώθηκαν.
Επιβλήθηκε στον καθένα σχετική ποινή προστίμου.
Παράλληλα, εκδόθηκε εναντίον τους διάταγμα κατεδάφισης των παράνομων οικοδομών. Οι εφεσείοντες διατάχθηκαν επίσης όπως καταβάλουν τα έξοδα της Κατηγορούσας Αρχής στην πρωτόδικη διαδικασία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με βάση την εν λόγω μαρτυρία, κατέληξε σε ευρήματα και συμπεράσματα σύμφωνα με τα οποία υπήρξε παράνομη ανέγερση, ότι αυτή συνιστούσε οικοδομή εν τη εννοία του σχετικού νόμου, κ.ά.
Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
α) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι αποδείχθηκαν όλα τα συστατικά του αδικήματος της ανέγερσης οικοδομής χωρίς άδεια από την αρμόδια αρχή.
β) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι αποδειχθήκαν τα συστατικά του αδικήματος της κατοχής οικοδομής χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης.
γ) Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο καταδίκασε τους κατηγορουμένους εις τα έξοδα της διαδικασίας.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι δύο κατασκευασμένες από μπετόν βάσεις, συνιστούσαν οικοδομή εντός της εννοίας του σχετικού νόμου, ήταν ορθή. Το γεγονός ότι και οι δύο βάσεις ήταν κατασκευασμένες από σκυρόδεμα, μόνιμα προσαρτημένες επί του εδάφους με ολόκληρη ουσιαστικά την επιφάνεια τους να καλύπτεται από συγκεκριμένα κατασκευάσματα, οδηγούσε στο ασφαλές συμπέρασμα ότι επρόκειτο για κατασκευές που οροθετούν συγκεκριμένο χώρο.
2. Τίποτε δεν είχε τεθεί ενώπιον του δικαστηρίου με τη μορφή άμεσης μαρτυρίας, αναφορικά με την ταυτότητα του προσώπου που προέβη στην ανέγερση των συγκεκριμένων παράνομων οικοδομών.
3. Η συγκεκριμένη περιστατική μαρτυρία που ετέθη πρωτοδίκως, αξιολογούμενη ως ενιαίο σύνολο δεν οδηγούσε, με την ασφάλεια που απαιτείται στις ποινικές υποθέσεις, αποκλειστικά στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες ανήγειραν τις παράνομες οικοδομές.
4. Επιδεχόταν και άλλα συμπεράσματα, ιδιαίτερα ενόψει της απουσίας οποιασδήποτε μαρτυρίας, αναφορικά με το χρόνο ανέγερσης των παράνομων οικοδομών, γεγονός που δημιουργούσε εύλογες αμφιβολίες αναφορικά με την ταυτότητα του προσώπου που ανήγειρε τις επίδικες οικοδομές.
5. Η δε εφεσείουσα κατέστη, σύμφωνα με την αδιαμφισβήτητη μαρτυρία, συνιδιοκτήτρια των δύο τεμαχίων σε ποσοστό 75%, σταδιακά και δυνάμει αγορών μεριδίων. Συναφώς ο πρώτος λόγος έφεσης 1 είχε επιτυχή κατάληξη.
6. Η διάπραξη, και από τους τρεις εφεσείοντες, του αδικήματος που αποτελεί αντικείμενο της κατηγορίας 3 της κατοχής οικοδομής χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης, προέκυπτε στο βαθμό ασφάλειας που απαιτείται στις ποινικές υποθέσεις, από το ενώπιον του δικαστηρίου αποδεχτό υλικό.
7. Οι εφεσείοντες ουδέποτε αιτήθηκαν ή εξασφάλισαν άδεια οικοδομής και συνακόλουθα δεν υπήρχε πιστοποιητικό τελικής έγκρισης για τις συγκεκριμένες παράνομες οικοδομές. Παράλληλα οι συγκεκριμένες οικοδομές χρησιμοποιούντο από την εφεσείουσα με τη συγκατάθεση και την ενεργό εμπλοκή των δύο άλλων εφεσειόντων που ήταν διευθυντές της, για σκοπούς αντιμετώπισης των αναγκών της. Συνακόλουθα ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίφθηκε.
8. Αναφορικά με το λόγο έφεσης 3, δεν διαπιστωνόταν λόγος επέμβασης στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου να επιδικάσει έξοδα.
Η έφεση επιτράπηκε μερικώς με διαταγή αναφορικά με την καταβολή των εξόδων της πρωτόδικης διαδικασίας και του ήμισυ των εξόδων κατ' έφεση υπέρ του εφεσιβλήτου. Η καταδίκη των εφεσειόντων στην κατηγορία 1 ακυρώθηκε και η καταδίκη τους στην κατηγορία 3 επικυρώθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Tsiolis v. The District Officer Nicosia (1982) 2 C.L.R. 11,
Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Δήμου Αγλαντζιάς (2006) 2 Α.Α.Δ. 291,
Μάριος Ανδρέα Σωφρονίου Λτδ ν. Δήμου Στροβόλου (1991) 2 Α.Α.Δ. 369,
Sheraton Estates Co. Ltd. v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίας Νάπας (1989) 2 C.L.R. 76.
Έφεση εναντίον Καταδίκης.
Έφεση από τους Καταδικασθέντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Φυλακτού, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 2920/11), ημερομηνίας 6/7/12.
Π. Γ. Ευθυμίου, για τους Εφεσείοντες.
Δ. Καρακώστα (κα) με Α. Νεοφύτου (κα) για Λ. Λουκαΐδου Θεοφάνους ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο (σε όλες τις Εφέσεις).
Cur. adv. vult.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Αντικείμενο και των τριών πιο πάνω εφέσεων, οι οποίες συνεκδικάστηκαν, είναι η ορθότητα της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (η εκκαλούμενη απόφαση), με την οποία οι τρεις εφεσείοντες κρίθηκαν ένοχοι στις κατηγορίες:
(α) Της ανέγερσης οικοδομής χωρίς άδεια, κατά παράβαση των Άρθρων 2,3(1)(β), (2)(α), 19(1) και 20(1)(α),(2),(3),(3Α) του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96, όπως ο εν λόγω Νόμος μεταγενέστερα τροποποιήθηκε, του περί Αυξήσεως των Χρηματικών Ποινών Νόμου 166/87, του περί Δήμων Νόμου 111/85 και του Άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (1η κατηγορία) και
(β) της κατοχής και χρήσης οικοδομής χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης από την αρμόδια αρχή, στη συγκεκριμένη περίπτωση τον Έπαρχο Πάφου, κατά παράβαση των Άρθρων 1, 2, 3(1)(β), 4, 5, 9(1)(α)(β), 10(1),(2), 19(1) και 20(1),(2),(3) του ίδιου Νόμου, όπως και του Νόμου 166/87 (3η κατηγορία).
Οι εφεσείοντες αντιμετώπιζαν ακόμα μια κατηγορία (2η κατηγορία), σύμφωνα με την οποία επέτρεψαν την ανέγερση οικοδομής χωρίς άδεια της αρμόδιας αρχής, κατά παράβαση των ίδιων Νόμων, στην οποία όμως απαλλάχθηκαν και αθωώθηκαν.
Στον κάθε ένα από τους εφεσείοντες επεβλήθη ποινή προστίμου. Συγκεκριμένα, στην κατηγορία 1 επεβλήθη σε έναν έκαστο των εφεσειόντων πρόστιμο €200, ενώ δεν επεβλήθη ποινή στην 3η κατηγορία. Παράλληλα, εναντίον τους εκδόθηκε διάταγμα κατεδάφισης των παράνομων οικοδομών. Οι εφεσείοντες διατάχθηκαν επίσης όπως καταβάλουν τα έξοδα της Κατηγορούσας Αρχής στην πρωτόδικη διαδικασία.
Σημειώνουμε ότι οι εφεσείοντες στις Εφέσεις 176/2012 και 177/2012 ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο διευθυντές της εφεσείουσας στην Έφεση 169/2012 εταιρείας, ενώ ιδιοκτήτες, εξ' αδιαιρέτου, των τεμαχίων 172 και 173 επί των οποίων είχαν ανεγερθεί οι κατ' ισχυρισμό παράνομες οικοδομές, είναι η εφεσείουσα εταιρεία με ποσοστό 75% και τρίτο πρόσωπο με ποσοστό 25%, το οποίο όμως είχε αποβιώσει λίγο πριν την ποινική δίωξη των εφεσειόντων. Η εφεσείουσα κατέστη ιδιοκτήτρια του συγκεκριμένου ποσοστού, σταδιακά, αγοράζοντας από τους ιδιοκτήτες των μεριδίων στα εν λόγω ακίνητα, τα μερίδια τους. Η όλη διαδικασία άρχισε το 2000 και ολοκληρώθηκε το 2011.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε σε νομολογία, (Tsiolis v. The District Officer Nicosia (1982) 2 C.L.R. 11, Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Δήμου Αγλαντζιάς (2006) 2 Α.Α.Δ. 291 και Μάριος Ανδρέα Σωφρονίου Λτδ. ν. Δήμου Στροβόλου (1991) 2 Α.Α.Δ. 369), στη συνέχεια, αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία, μέρος της οποίας έκρινε αξιόπιστο. Μέρος της εν λόγω μαρτυρίας ήταν και γεγονότα που οι δύο πλευρές είχαν κάμει παραδεκτά. Το Δικαστήριο, με βάση την εν λόγω μαρτυρία, κατέληξε σε ευρήματα και συμπεράσματα τα οποία παραθέτουμε πιο κάτω. Σημειώνεται ότι για την Κατηγορούσα Αρχή κατέθεσαν δύο μάρτυρες, ενώ ο εφεσείων στην Έφεση 177/2012 προέβη σε ανώμοτη δήλωση, το περιεχόμενο της οποίας υιοθέτησε και ο εφεσείων στην Έφεση 176/2012:
"Α) Η κατηγορούμενη 1 εταιρεία είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, εγγεγραμμένη σύμφωνα με τον περί Εταιρειών Νόμο Κεφ. 113 και με έδρα την Πάφο και οι κατηγορούμενοι 2 και 3 είναι διευθυντές της κατηγορούμενης 1 εταιρείας.
Β) Τα τεμάχια 172 και 173 Φ/Σχ 51/3 τοποθεσία Καμαρούδια, βρίσκονται στα Κονιά της Επαρχίας Πάφου και ανήκουν κατά τα ¾ μερίδια εξ' αδιαιρέτου στην κατηγορούμενη 1 εταιρεία.
Γ) Αρμόδια αρχή για την έκδοση άδειας οικοδομής είναι ο Έπαρχος Πάφου.
Δ) Οι κατηγορούμενοι 1 διά μέσου των κατηγορουμένων 2 και 3 υπό την ιδιότητα τους ως διευθυντές της κατηγορούμενης 1 εταιρείας, το έτος 2010 ανέγειραν εντός των τεμαχίων 172 και 173 Φ/Σχ 51/3 τοποθεσία Καμαρούδια που βρίσκονται στα Κονιά της Επαρχίας Πάφου δύο βάσεις από μπετόν.
Ε) Οι κατηγορούμενοι 1 διά μέσου των κατηγορουμένων 2 και 3 υπό την ιδιότητα τους ως διευθυντές της κατηγορούμενης 1 εταιρείας, κατέχουν και διαχειρίζονται από το έτος 2010 τις δύο βάσεις από μπετόν εντός των τεμαχίων 172 και 173 Φ/Σχ 51/3 τοποθεσία Καμαρούδια που βρίσκονται στα Κονιά της Επαρχίας Πάφου.
Ζ) Οι κατηγορούμενοι δεν έχουν αιτηθεί ούτε έχουν εξασφαλίσει άδεια οικοδομής και συνακόλουθα δεν υπάρχει πιστοποιητικό εγκρίσεως για τις δύο βάσεις από μπετόν που έχουν ανεγερθεί εντός των τεμαχίων 172 και 173 Φ/Σχ 51/3 τοποθεσία Καμαρούδια που βρίσκονται στα Κονιά της Επαρχίας Πάφου.
Η) Οι δύο πιο πάνω αναφερόμενες βάσεις από μπετόν, αποτελούν οικοδομή εν τη εννοία του νόμου, διότι οι εν λόγω βάσεις από μπετόν είναι στερεά συνδεδεμένες με το έδαφος και στην έκταση που αυτές καταλαμβάνουν, οριοθετούν τον εν λόγω χώρο."
Την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης οι εφεσείοντες αμφισβητούν με τρεις πανομοιότυπους λόγους έφεσης, τους οποίους κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε μαζί με την αιτιολογία τους:
"1ος Λόγος
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κακώς και εσφαλμένα αποφάσισε ότι αποδειχθήκαν όλα τα συστατικά του αδικήματος της ανέγερσης οικοδομής χωρίς άδεια από την αρμόδια αρχή.
Αιτιολογία
Το Δικαστήριο είχε ενώπιον του μαρτυρία ότι μέσα σε μέρος των εξ αδιαιρέτου συνιδιοκτητών με άλλο πρόσωπο, τεμαχίων αριθμοί 172 & 173 στα Κονιά της Πάφου, υπήρχαν τοποθετημένες, κάποιες προκατασκευές και κάποια κοντέινερς.
Πέρα από το φωτογραφικό υλικό που παρουσιάστηκε καμιά σαφής μαρτυρία υπήρχε ως προς το ότι αυτές επικάθοντο επί βάσεων από μπετόν το οποίο είναι συνδεδεμένο στην έννοια του νόμου με την γη και ότι αυτές οι βάσεις αποτελούν οικοδομές εις την έννοια του νόμου.
Η ερμηνεία του Δικαστηρίου ότι οι βάσεις αυτές είναι οικοδομές εις την έννοια του νόμου είναι αυθαίρετη και δεν στηρίζεται σε επαρκή μαρτυρία.
2ος Λόγος
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κακώς και εσφαλμένα αποφάσισε ότι αποδειχθήκαν τα συστατικά του αδικήματος της κατοχής οικοδομής χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης.
Αιτιολογία
Η καταδίκη στο αδίκημα αυτό, προϋπόθετε, ότι οι κατ' ισχυρισμό οικοδομές πράγματι, είναι οικοδομές εις την έννοια του Νόμου και επίσης προϋπόθετε την στοιχειοθέτηση της κατοχής και ιδιοκτησίας των οικοδομών από μέρους των κατηγορουμένων αρ. 1, πράγμα που σε καμιά περίπτωση έγινε με την μαρτυρία που προσκομίστηκε από την κατηγορούσα αρχή, αφού τα τεμάχια αυτά, κατέχονται εξ αδιαιρέτου με άλλο πρόσωπο, που δεν κατηγορήθηκε.
3ος Λόγος
Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο καταδίκασε τους κατηγορουμένους εις τα έξοδα της διαδικασίας.
Αιτιολογία
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφασίζοντας με τον τρόπο που αποφάσισε, εσφαλμένα καταδίκασε τους κατηγορουμένους εις τα έξοδα της κατηγορούσας αρχής."
Κατ' αρχάς θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων κατηγορίας, δεν αμφισβητείται με οποιοδήποτε λόγο έφεσης. Εκείνο που αμφισβητείται, είναι η ορθότητα της κατάληξης του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η ενώπιον του μαρτυρία, κρινόμενη στο σύνολό της, συνιστούσε ασφαλές υπόβαθρο εξαγωγής των ευρημάτων στα οποία κατέληξε και συνακόλουθα των συμπερασμάτων ενοχής των εφεσειόντων πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, στα οποία οδηγήθηκε στη βάση των εν λόγω ευρημάτων. Θεωρούμε επίσης σκόπιμο να επισημάνουμε ότι δεν αμφισβητείται η ορθότητα της προσέγγισης του πρωτόδικου δικαστηρίου στην ανώμοτη δήλωση των εφεσειόντων στις Εφέσεις 176 και 177/2012 και συγκεκριμένα, της κατάληξης του, για λόγους που παρατίθενται στην εκκαλούμενη απόφαση, μη προσδώσει στην εν λόγω δήλωση οποιαδήποτε βαρύτητα.
Με δεδομένο ότι, οι κατ' ισχυρισμό παράνομες οικοδομές για την ανέγερση, κατοχή και χρήση των οποίων οι εφεσείοντες κρίθηκαν ένοχοι, αποτελούντο από δύο βάσεις κατασκευασμένες από μπετόν και ότι, οι εφεσείοντες δεν έχουν, σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα, αιτηθεί ούτε έχουν εξασφαλίσει άδεια οικοδομής γι' αυτές, τίθεται, ως πρώτο ζήτημα, κατά πόσο οι βάσεις αυτές συνιστούν οικοδομή εντός της εννοίας των προνοιών του Άρθρου 2, του Κεφ. 96, όπως αυτό τροποποιήθηκε, τις οποίες και παραθέτουμε:
"«οικοδομή» σημαίνει οποιαδήποτε κατασκευή, είτε από λίθους, σκυρόδεμα, πηλό, σίδερο, ξύλο ή άλλη ύλη, και περιλαμβάνει οποιοδήποτε λάκκο και οποιοδήποτε θεμέλιο, τοίχο, στέγη, καπνοδόχο, βεράντα, εξώστη, κορωνίδα ή προεξοχή ή τμήμα οικοδομής ή οποιοδήποτε πράγμα που είναι προσαρτημένο σε αυτή, ή οποιοδήποτε τοίχο, ανάχωμα, φράκτη, περίφραγμα ή άλλη κατασκευή που περικλείει ή οροθετεί ή έχει σκοπό να περικλείει ή να οροθετεί οποιαδήποτε γη ή χώρο."
Το κατά πόσο κατασκευή θεωρείται «οικοδομή» ή όχι, είναι θέμα πραγματικό και ως τέτοιο αποφασίζεται με βάση τα γεγονότα κάθε υπόθεσης. Όπως πολύ εύστοχα υποδεικνύεται στην Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Δήμου Αγλαντζιάς (πιο πάνω), παράγοντες, όπως «το σχήμα και το μέγεθος της κατασκευής, τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν, ο τρόπος κατασκευής της οικοδομής, κατά πόσο είναι προσαρτημένη στη λοιπή οικοδομή, η σχέση της κατασκευής με τα υπόλοιπα κατασκευάσματα και τον τρόπο με τον οποίο θα γίνει η χρήση της οικοδομής», συνιστούν παράγοντες οι οποίοι αν και κρινόμενοι από μόνοι τους ενδεχομένως να μην αποβούν καθοριστικοί, εντούτοις, κρινόμενοι σωρευτικά βοηθούν στη διαμόρφωση της ορθής απάντησης στο ερώτημα που προβάλλεται.
Στην κρινόμενη περίπτωση, καθοριστικής σημασίας για το θέμα που εξετάζουμε είναι εκείνο το μέρος της μαρτυρίας της Μ.Κ.1, διοικητικού λειτουργού στην Επαρχιακή Διοίκηση Πάφου, το οποίο, έγινε δεκτό πρωτοδίκως. Παρενθετικά αναφέρουμε πως μέρος της μαρτυρίας της συγκεκριμένης μάρτυρος, δεν έγινε δεκτό από το πρωτόδικο δικαστήριο, όμως επειδή η επί του προκειμένου πρωτόδικη κρίση δεν αμφισβητείται με αντέφεση, η συγκεκριμένη πτυχή της υπόθεσης δεν θα μας απασχολήσει.
Σύμφωνα με το αξιόπιστο μέρος της μαρτυρίας της Μ.Κ.1, η μάρτυς, κατά την επί τόπου επίσκεψη της στα τεμάχια 172 και 173, το καλοκαίρι του 2010, διαπίστωσε την ύπαρξη στα εν λόγω δύο τεμάχια «δύο βάσεων από μπετόν οι οποίες ήταν κτισμένες πάνω στο έδαφος .... ήταν μόνιμα προσαρτημένες πάνω στο έδαφος». Πάνω στις εν λόγω βάσεις, καλύπτοντας ολόκληρη ουσιαστικά την επιφάνεια τους, ήταν τοποθετημένες διάφορες κατασκευές (εμπορευματοκιβώτια και λυόμενες κατασκευές), για τις οποίες όμως το πρωτόδικο δικαστήριο απεφάνθη και η επί του προκειμένου κρίση του δεν αμφισβητείται με αντέφεση, ότι δεν συνιστούν οικοδομές εντός της εννοίας του νόμου. Η μάρτυς, με τη συγκατάθεση της υπεράσπισης, κατέθεσε και σειρά φωτογραφιών οι οποίες επιβεβαιώνουν την ύπαρξη των συγκεκριμένων βάσεων, όπως και το γεγονός ότι ολόκληρη ουσιαστικά η επιφάνεια τους καλύπτεται από τις συγκεκριμένες κατασκευές.
Κρίνουμε ότι η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι οι δύο κατασκευασμένες από μπετόν βάσεις συνιστούν οικοδομή εντός της εννοίας του σχετικού νόμου, είναι ορθή. Το γεγονός ότι και οι δύο βάσεις ήταν κατασκευασμένες από σκυρόδεμα, μόνιμα προσαρτημένες επί του εδάφους με ολόκληρη ουσιαστικά την επιφάνεια τους να καλύπτεται από συγκεκριμένα κατασκευάσματα, οδηγεί στο ασφαλές συμπέρασμα ότι πρόκειται για κατασκευές που οροθετούν συγκεκριμένο χώρο.
Έχοντας καταλήξει ως πιο πάνω, προχωρούμε να εξετάσουμε κατά πόσο από την ενώπιον του δικαστηρίου αποδεχτή μαρτυρία προκύπτει με ασφάλεια και στο βαθμό που απαιτείται σε ποινικές υποθέσεις, συμπέρασμα ενοχής των εφεσειόντων στις δύο κατηγορίες που βρέθηκαν ένοχοι.
Σε σχέση με την κατηγορία 1, η απάντηση στο πιο πάνω ερώτημα πρέπει να είναι αρνητική. Τίποτε δεν έχει τεθεί ενώπιον του δικαστηρίου με τη μορφή άμεσης μαρτυρίας, αναφορικά με την ταυτότητα του προσώπου που προέβη στην ανέγερση των συγκεκριμένων παράνομων οικοδομών. Η σχετική μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του δικαστηρίου, είναι περιστατική μαρτυρία και συνεπώς, για να τεκμηριωθεί ενοχή θα πρέπει όχι μόνο λογικά η εν λόγω μαρτυρία να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι εκείνος που ανήγειρε τις παράνομες οικοδομές είναι οι εφεσείοντες, αλλά και να μην συμβιβάζεται με οποιοδήποτε άλλο λογικό συμπέρασμα από το συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες ανήγειραν τις παράνομες οικοδομές.
Η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσιβλήτου, υποβάλλοντας ότι η περιστατική μαρτυρία στην κρινόμενη περίπτωση και συγκεκριμένα,
(α) ότι η εφεσείουσα εταιρεία είναι συνιδιοκτήτρια σε ποσοστό ¾ των τεμαχίων επί των οποίων οι παράνομες οικοδομές ανηγέρθησαν,
(β) ότι οι εφεσείοντες είναι διευθυντές της εφεσείουσας εταιρείας,
(γ) ότι η κατά ¼ μερίδιο συνιδιοκτήτρια των τεμαχίων 172 και 173 είχε, σε ανύποπτο χρόνο, δηλώσει στη Μ.Ε.1 ότι αν και συνιδιοκτήτρια, δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για τα εν λόγω τεμάχια, με τα οποία καμιά άλλη σχέση δεν είχε και τέλος,
(δ) τη δήλωση του εφεσείοντα στην Έφεση 176/2012 στη Μ.Ε.1, όταν η τελευταία επισκέφθηκε τα δύο τεμάχια, ότι «η ανέγερση των οικοδομών .... είχε γίνει για τις ανάγκες της εταιρείας που διαθέτει για σκοπούς αποθηκεύσεως υλικών»,
εισηγήθηκε την απόρριψη του λόγου έφεσης 1.
Η πιο πάνω θέση δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Η συγκεκριμένη περιστατική μαρτυρία αξιολογούμενη ως ενιαίο σύνολο δεν οδηγεί, με την ασφάλεια που απαιτείται στις ποινικές υποθέσεις, αποκλειστικά στο συμπέρασμα που εισηγείται η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσιβλήτου. Επιδέχεται και άλλα συμπεράσματα, ιδιαίτερα ενόψει της απουσίας οποιασδήποτε μαρτυρίας, αναφορικά με το χρόνο ανέγερσης των παράνομων οικοδομών, γεγονός που δημιουργεί εύλογες αμφιβολίες αναφορικά με την ταυτότητα του προσώπου που ανήγειρε τις επίδικες οικοδομές. Υπενθυμίζουμε ότι η εφεσείουσα κατέστη, σύμφωνα με την αδιαμφισβήτητη μαρτυρία, συνιδιοκτήτρια των δύο τεμαχίων σε ποσοστό 75%, σταδιακά και δυνάμει αγορών μεριδίων, από τους προηγούμενους ιδιοκτήτες τους, αγορών που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια μιας μακράς περιόδου, περίπου 10 χρόνων.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, ο λόγος έφεσης 1 επιτυγχάνει.
Το ίδιο όμως δεν συμβαίνει και με το λόγο έφεσης 2. Τα όσα έχουμε αναφέρει πιο πάνω στα πλαίσια συζήτησης του λόγου έφεσης 1, δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην περίπτωση του λόγου έφεσης 2. Η διάπραξη, και από τους τρεις εφεσείοντες, του αδικήματος που αποτελεί αντικείμενο της κατηγορίας 3, προκύπτει στο βαθμό ασφάλειας που απαιτείται στις ποινικές υποθέσεις, από το ενώπιον του δικαστηρίου αποδεχτό υλικό. Είναι πιστεύουμε αρκετό να επισημάνουμε την επί του προκειμένου πτυχή των παραδεκτών γεγονότων, σύμφωνα με την οποία οι εφεσείοντες ουδέποτε αιτήθηκαν ή εξασφάλισαν άδεια οικοδομής και συνακόλουθα δεν υπήρχε πιστοποιητικό τελικής έγκρισης για τις συγκεκριμένες παράνομες οικοδομές, όπως και το γεγονός ότι οι συγκεκριμένες οικοδομές χρησιμοποιούντο από την εφεσείουσα με τη συγκατάθεση και την ενεργό εμπλοκή των δύο άλλων εφεσειόντων που ήταν διευθυντές της, για σκοπούς αντιμετώπισης των αναγκών της, (Sheraton Estates Co. Ltd. v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίας Νάπας (1989) 2 C.L.R. 76).
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, ο λόγος έφεσης 2 απορρίπτεται.
Η απαλλαγή και αθώωση των εφεσειόντων στην κατηγορία 1, συμπαρασύρει σε ακύρωση και το επιβληθέν πρόστιμο των €200 που το πρωτόδικο δικαστήριο επέβαλε στον κάθε ένα εφεσείοντα χωριστά, στην εν λόγω κατηγορία, το οποίο αναπόφευκτα θα πρέπει να ακυρωθεί.
Η απόρριψη του λόγου έφεσης 2 φέρνει στο προσκήνιο τη μη επιβολή ποινής στην κατηγορία 3 στους εφεσείοντες. Η απόφαση για μη επιβολή ποινής στην κατηγορία 3 δεν έχει εφεσιβληθεί από τον εφεσίβλητο και συνεπώς παραμένει αλώβητη. Επομένως, παρά το γεγονός ότι οι εφεσείοντες ορθά κρίθηκαν ένοχοι στη συγκεκριμένη κατηγορία, η ορθότητα της απόφασης για μη επιβολή ποινής δεν έχει καταστεί αντικείμενο εξέτασης στην παρούσα διαδικασία.
Αναφορικά με το λόγο έφεσης 3, περιοριζόμαστε στην επισήμανση ότι εφόσον οι εφεσείοντες κρίθηκαν ένοχοι σε μια από τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν, δεν διαπιστώνουμε λόγο επέμβασης μας στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου να επιδικάσει τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας στον εφεσίβλητο. Ως αποτέλεσμα, ο λόγος έφεσης 3 απορρίπτεται.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει μερικώς. Η καταδίκη των εφεσειόντων στην κατηγορία 1 ακυρώνεται. Οι εφεσείοντες αθωώνονται και απαλλάττονται στην κατηγορία 1. Το επιβληθέν πρόστιμο στον κάθε ένα από τους εφεσείοντες στην εν λόγω κατηγορία, ακυρώνεται. Η καταδίκη των εφεσειόντων στην κατηγορία 3 επικυρώνεται. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας επιδικάζονται, ως η σχετική διαταγή του πρωτόδικου δικαστηρίου, υπέρ του εφεσιβλήτου. Οι εφεσείοντες να καταβάλουν το ήμισυ των εξόδων του εφεσιβλήτου στην παρούσα έφεση.
Η έφεση επιτρέπεται μερικώς με διαταγή αναφορικά με την καταβολή των εξόδων της πρωτόδικης διαδικασίας και του ήμισυ των εξόδων κατ' έφεση υπέρ του εφεσιβλήτου. Η καταδίκη των εφεσειόντων στην κατηγορία 1 ακυρώνεται και η καταδίκη τους στην κατηγορία 3 επικυρώνεται.