ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2013) 2 ΑΑΔ 449

21 Ιουνίου, 2013

 

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π., ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΝΑΓΗ, Δ/στές]

 

ΘεΟδωροΣ ΑργυρΙδηΣ (Εφεση Αρ. 64/2013),

ΝικΟλαΣ ΑργυροΥ (Εφεση Αρ. 65/2013),

ΠΑτροκλοΣ ΠατρΟκλου (εφεση Αρ. 66/2013),

ΚΩσταΣ ΑναστασΙου (Εφεση Αρ. 67/2013),

Dalsouz Mohamad (Εφεση Αρ. 68/2013),

ΑλκηΣ ΧαραλΑμΠουΣ (Εφεση Αρ. 69/2013),

 

Εφεσείοντες,

 

v.

 

ΑστυνομΙαΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 64-69/2013)

 

 

Αναστολή ποινής ― Νεαρά πρόσωπα ― Επέμβαση Εφετείου σε πρωτόδικη απόφαση και άσκηση πρωτογενούς εξουσίας για αναστολή της ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε στους εφεσείοντες ηλικίας 18 -20 χρόνων ― Παράγοντες που προσμέτρησαν στην αναστολή, οι συνέπειες της φυλάκισης στα  νεαρά αυτά πρόσωπα ― Έλλειψη στοιχείων οργανωμένου εγκλήματος, πρόθεση αποζημίωσης, ομολογία,  έμπρακτη μεταμέλεια και συνεργασία με την Αστυνομία.

 

Αναστολή ποινής ― Κατά πόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο περιόρισε εαυτόν, στο αποτρεπτικό, όπως το ίδιο ανέφερε, της ποινής που θα έπρεπε να επιβληθεί, επεκτείνοντας αυτό και στο γεγονός της αναστολής και κατά πόσον περιορίστηκε στη σημασία των ελαφρυντικών παραγόντων.

 

Αναστολή ποινής ― Νεαρά πρόσωπα ― Μικρότερο  το όφελος που θα προερχόταν από το αποτέλεσμα μιας ποινής άμεσης φυλάκισης, από την προσδοκία ότι με την καλή χρήση του μέτρου της αναστολής, θα υπάρξει αναμόρφωση.

 

Ποινή ― Σκοπός ― Οι γενικότερες διαστάσεις των επιδιώξεων της επιβαλλόμενης ποινής, πρέπει να δικαιώνονται με αναφορά στην ανάγκη αναμόρφωσης και όχι στην τιμωρία για χάριν της τιμωρίας.

Αναστολή ποινής ― Ο περί της Υφ' Όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμος του 1972 (N. 95/1972) ως έχει τροποποιηθεί με το νόμο 186 (Ι)/2003 ― Τα όρια της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου δεν περιορίζονται με αναφορά σε συγκεκριμένους παράγοντες και δη με αναφορά σε παράγοντες οι οποίοι έχουν ήδη ληφθεί υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής ― Ο Νομοθέτης θέλησε  να δώσει στο Δικαστήριο την ευχέρεια να δει αν η αναστολή θα δικαιολογείτο από το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης.

 

Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν με έξι εφέσεις την ορθότητα πρωτόδικης κρίσης, σχετικά με το μέρος που αφορούσε στην απόρριψη του ενδεχομένου αναστολής των ποινών φυλάκισης που τους επιβλήθηκαν σε οκτώ κατηγορίες αναφορικά με αδικήματα ενόπλων ληστειών με τη χρήση μαχαιριών και άλλων αντικειμένων.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιον του τις παραδοχές των εφεσειόντων και επέβαλε ποινές φυλάκισης διαφορετικής έκτασης στην κάθε περίπτωση, 18 μήνες στον πρώτο κατηγορούμενο, 30 μήνες στον δεύτερο, 30 στον τρίτο, 18 στον τέταρτο, 15 στον πέμπτο και 15 μήνες στον έκτο.

 

Εξέτασε επίσης το ενδεχόμενο αναστολής των ποινών φυλάκισης, αλλά απέρριψε το ενδεχόμενο αυτό, κρίνοντας  ότι από τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων και τη συνολική αξιόποινη συμπεριφορά των κατηγορουμένων, φαινόταν ότι επρόκειτο για σοβαρά αδικήματα με μόνο κίνητρο την απόκτηση οικονομικού οφέλους και συνεπώς η ποινή έπρεπε να ήταν αποτρεπτική.

 

Με την έφεση υποστηρίχθηκε ότι:

 

α)  Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε λανθασμένη καθοδήγηση ως προς τις αρχές που διέπουν το θέμα της αναστολής της ποινής φυλάκισης, ιδιαίτερα.

 

β)  Θεώρησε εαυτόν ως περιοριζόμενο εις ορισμένες παραμέτρους που δεν περιλαμβάνουν παράγοντες οι οποίοι ήδη ελήφθησαν υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

  1.   Ως προς τη σοβαρότητα των αδικημάτων, δεν υπήρχε αμφιβολία. Οι δε ποινές ενέπιπταν στα πλαίσια εκείνα ώστε να μπορούσε να είχε δοθεί η αναστολή, αν ήταν πρέπουσα περίπτωση.

  2.    Το πρωτόδικο Δικαστήριο φαίνεται όμως να περιόρισε εαυτόν στο αποτρεπτικό, όπως το ίδιο ανέφερε, της ποινής που θα έπρεπε να επιβληθεί, επεκτείνοντας αυτό και στο γεγονός της αναστολής. Πέραν τούτου, περιόρισε εαυτόν και όσον αφορά στη σημασία των ελαφρυντικών παραγόντων, και δη του νεαρού της ηλικίας, του λευκού ποινικού μητρώου και της δεδομένης, όπως το ίδιο διαπίστωσε, έμπρακτης μεταμέλειας.

 

  3.   Θεώρησε δηλαδή ότι αυτοί οι παράγοντες ναι μεν είχαν σημασία ως προς τον καθορισμό της έκτασης της ποινής φυλάκισης αλλά δεν μπορούσαν να αλλάξουν τα δεδομένα της υπόθεσης στα πλαίσια της εξέτασης του θέματος αναστολής.

 

  4.   Η διαπίστωση ότι το Δικαστήριο έσφαλε ως προς τη νομική του καθοδήγηση για το θέμα της αναστολής της ποινής φυλάκισης οδηγούσε  αναπόφευκτα το Εφετείο στην ανάληψη της ευθύνης να αποφασίσει κατά πόσο η περίπτωση ήταν πρέπουσα περίπτωση αναστολής με βάση τις αρχές που είχαν ήδη διατυπωθεί.

 

  5.   Επρόκειτο  σε όλες τις εφέσεις για νεαρά άτομα ηλικίας μεταξύ 18 και 20 ετών, τα οποία δεν είχαν οποιοδήποτε προηγούμενο και τα οποία, όπως ελέχθη, έχουν από πολλές απόψεις επηρεαστεί ή θα επηρεάζονταν από την επιβολή ποινής άμεσης φυλάκισης. Από δε το οικογενειακό υπόβαθρο έκαστου εφεσείοντα προέκυπτε ότι δεν επρόκειτο για άτομα τα οποία είχαν δείξει αντικοινωνική συμπεριφορά ή ροπή προς το έγκλημα.

 

  6.   Οι εφεσείοντες είχαν ήδη εκτίσει μέρος της ποινής φυλάκισης τους, αφού η έφεση ακούστηκε τέσσερις σχεδόν μήνες μετά την πρωτόδικη απόφαση και, τούτο συνιστούσε μια έντονη διέγερση του καταδικαζόμενου σε φυλάκιση νεαρού προσώπου, ώστε να αντιληφθεί τις συνέπειες τις οποίες θα είχε ενδεχόμενη νέα εγκληματική συμπεριφορά.

 

  7.   Ναι μεν επρόκειτο για σοβαρά αδικήματα, αλλά φαινόταν να διέπονταν από μια μεγάλη επιπολαιότητα και να μην ήταν στη βάση των οργανωμένων εγκλημάτων ληστείας, εφόσον τα ποσά στα οποία αφορούσαν οι ληστείες δεν ήταν τόσο σημαντικά.

 

  8.   Ελήφθη υπόψη και το γεγονός ότι όλα τα αδικήματα ανακαλύφθηκαν στο τέλος μέσα από την ομολογία και καθοδήγηση του τρίτου κατηγορούμενου, ώστε να βοηθήθηκε τα μέγιστα η απονομή της δικαιοσύνης όπως βοηθήθηκε και στη συνέχεια από την έμπρακτη μεταμέλεια μέσω της παραδοχής ενώπιον του Δικαστηρίου και της πλήρους συνεργασίας.

 

  9.   Διετάχθη η επιστροφή των ποσών από το Δικαστήριο, δεδομένης της πρόθεσης για αποζημίωση.

 

10.   Αποτελούσε πρέπουσα περίπτωση αναστολής της ποινής φυλάκισης για όλους τους εφεσείοντες, με βάση τις γενικές αρχές οι οποίες αναφέρθησαν.

 

Οι εφέσεις επιτράπηκαν και το υπόλοιπο όλων των ποινών φυλάκισης ανεστάλη για τρία έτη από την ημέρα έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης.

 

Αναφερόμενη Υπόθεση:

 

Γενικός Εισαγγελέας v. Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161.

 

Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.

 

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Κατσικίδης, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 10232/12), ημερομηνίας 4/3/13.

 

Ο Εφεσείων στην 64/2013 παρουσιάζεται αυτοπροσώπως.

 

Ο Εφεσείων στην 65/2013 παρουσιάζεται αυτοπροσώπως.

 

Λ. Γεωργίου (κα), για τον Εφεσείοντα στην 66/2013.

 

Α. Κονναρής, για τον Εφεσείοντα στην 67/2013.

 

Χρ. Χριστοφόρου, για τον Εφεσείοντα στην 68/2013.

 

Α. Αργυρού, για τον Εφεσείοντα στην 69/2013.

 

Γ. Ιωαννίδου (κα) με Ε. Κληρίδου (κα), για την Εφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου δίδεται από το Δ. Χατζηχαμπή, Π.

 

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π.: Έχουμε ενώπιον μας έξι εφέσεις, οι οποίες ακούστηκαν μαζί ως εκ του ότι οι έξι Εφεσείοντες ήσαν συγκατηγορούμενοι, σε συνδυασμούς μεταξύ των, σε κατηγορητήριο που περιελάμβανε 20 συνολικά κατηγορίες. Οκτώ ήσαν οι κατηγορίες στις οποίες επιβλήθησαν ποινές, αφού οι άλλες αποσύρθησαν, και όλες οι κατηγορίες αφορούν ένοπλες ληστείες. Οι κατηγορίες που αποσύρθησαν αφορούσαν συνομωσία και απόπειρα ένοπλης ληστείας.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο είχε ενώπιον του τις παραδοχές των Εφεσειόντων και επέβαλε ποινές φυλάκισης διαφορετικής έκτασης στην κάθε περίπτωση, 18 μήνες στον πρώτο κατηγορούμενο, 30 μήνες στον δεύτερο, 30 μήνες στον τρίτο, 18 μήνες στον τέταρτο, 15 μήνες στον πέμπτο και 15 μήνες στον έκτο. Εξέτασε επίσης το ενδεχόμενο αναστολής των ποινών φυλάκισης, αλλά απέρριψε το ενδεχόμενο αυτό. Οι εφέσεις που είναι σήμερα ενώπιον μας επικεντρώθησαν ακριβώς στο θέμα της αναστολής της ποινής φυλάκισης, η οποία, κατά την εισήγηση όλων των ευπαίδευτων συνηγόρων, θα έπρεπε να είχε δοθεί.

 

Η βασική εισήγηση των ευπαίδευτων συνηγόρων είναι ότι το Δικαστήριο είχε λανθασμένη καθοδήγηση ως προς τις αρχές που διέπουν το θέμα της αναστολής της ποινής φυλάκισης, ιδιαίτερα αφού θεώρησε εαυτό ως περιοριζόμενο εις ορισμένες παραμέτρους που δεν περιλαμβάνουν παράγοντες οι οποίοι ήδη ελήφθησαν υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής. Η σχετική αναφορά του Δικαστηρίου είναι στις τελευταίες δύο σελίδες της απόφασης του, όπου, αφού αναφέρεται στο Νόμο 186(Ι)/03 ο οποίος τροποποίησε τον προηγούμενο Νόμο του 1972, θέτει ως κεντρική αρχή του Νόμου ότι το Δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και από τα προσωπικά περιστατικά του κατηγορουμένου. Στη συνέχεια έκανε αναφορά στην υπόθεση Τζιαουχάρη, όπου εθεωρήθη ότι ετέθησαν κριτήρια για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας με αναφορά στο απόσπασμα ότι:-

 

«Με βάση τα κριτήρια που ίσχυαν πριν από τον περιορισμό της εξουσίας του δικαστηρίου όπως είχε επιβληθεί με το Ν. 41(Ι)/97 (που τώρα έχει καταργηθεί), τα κριτήρια που μπορούσε να λάβει υπόψη το δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας να εκδώσει ή όχι τέτοιο διάταγμα ήσαν τα ακόλουθα: (α) η σοβαρότητα του αδικήματος και τα κίνητρα διάπραξης του (β) το ποινική μητρώο του κατηγορουμένου δηλαδή αν είναι τέτοιο που υπάρχει η ανάγκη αποτροπής και (γ) η διαγωγή του κατηγορουμένου μετά τη διάπραξη του αδικήματος συμπεριλαμβανομένης και της μεταμέλειας.»

 

Έκρινε το Δικαστήριο ότι από τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων και τη συνολική αξιόποινη συμπεριφορά των κατηγορουμένων φαίνεται ότι επρόκειτο για σοβαρά αδικήματα με μόνο κίνητρο την απόκτηση οικονομικού οφέλους και συνεπώς η ποινή πρέπει να είναι αποτρεπτική. Προχώρησε το Δικαστήριο δε να πει τα ακόλουθα:-

 

«Όσον αφορά τις προσωπικές, οικογενειακές και επαγγελματικές περιστάσεις των κατηγορουμένων καθώς και το νεαρό της ηλικίας τους, το λευκό τους ποινικό μητρώο και την έμπρακτη μεταμέλεια τους, αυτά αποτελούν μετριαστικούς παράγοντες οι οποίοι ομού με τους λοιπούς ελαφρυντικούς παράγοντες, ήδη λήφθηκαν υπόψη και προσμέτρησαν δεόντως στην απόφαση για το ύψος της ποινής και δεν μεταβάλλουν τα δεδομένα της υπόθεσης στα πλαίσια εξέτασης θέματος αναστολής.».

 

Ως προς τη σοβαρότητα των αδικημάτων, δεν υπάρχει βεβαίως αμφιβολία, εφόσον επρόκειτο για ένοπλες ληστείες με τη χρήση μαχαιριών και άλλων αντικειμένων, τα οποία είχαν τον σκοπό τους στη διάπραξη των αδικημάτων. Και δεν είναι χωρίς σημασία το ότι όλοι οι ευπαίδευτοι συνήγοροι δεν επεκτάθησαν στο θέμα του ύψους της ποινής φυλάκισης που επεβλήθη ως δεόντως αντανακλούσας κατά τη νομολογία την ποινή που θα πρέπει να επιβάλλεται σε τέτοιες περιπτώσεις, με τις διαφοροποιήσεις βεβαίως ως προς έκαστο κατηγορούμενο, ώστε να φαίνεται η σοβαρότητα των αδικημάτων.

 

Έχοντας όμως πει ότι επρόκειτο για σοβαρά αδικήματα, το ερώτημα πλέον για το Δικαστήριο, στα πλαίσια της εξέτασης του θέματος της αναστολής, δεν περιορίζεται στη σοβαρότητα των αδικημάτων ώστε να θεωρείται ότι η ποινή πρέπει να είναι αποτρεπτική, όπως είπε, αφού εδώ το θέμα δεν είναι πλέον το αποτρεπτικό της ποινής, που αφορά το είδος και το ύψος της ποινής που επεβλήθη, αλλά το ίδιο το ερώτημα κατά πόσον, δοθείσας της επιβληθείσας ποινής, η περίπτωση είναι κατάλληλη για αναστολή.

 

Η καταλληλότητα της περίπτωσης εξετάζεται πρώτα βεβαίως σε συνάρτηση με το αν η ποινή εμπίπτει στα πλαίσια που ο Νόμος ορίζει, και σαφώς οι ποινές αυτές εμπίπτουν στα πλαίσια εκείνα ώστε να μπορούσε να είχε δοθεί η αναστολή αν ήταν πρέπουσα περίπτωση. Το Δικαστήριο φαίνεται όμως να περιόρισε εαυτό στο αποτρεπτικό, όπως το ίδιο ανέφερε, της ποινής που θα έπρεπε να επιβληθεί, επεκτείνοντας αυτό και στο γεγονός της αναστολής. Πέραν τούτου, περιόρισε εαυτό και όσον αφορά τη σημασία των ελαφρυντικών παραγόντων, και δη του νεαρού της ηλικίας, του λευκού ποινικού μητρώου και της δεδομένης, όπως το ίδιο διαπίστωσε, έμπρακτης μεταμέλειας. Θεώρησε δηλαδή ότι αυτοί οι παράγοντες ναι μεν είχαν σημασία ως προς τον καθορισμό της έκτασης της ποινής φυλάκισης αλλά δεν μπορούσαν να αλλάξουν τα δεδομένα της υπόθεσης στα πλαίσια της εξέτασης του θέματος αναστολής.

 

Όμως ο ίδιος ο Νόμος του 2003, τροποποιώντας τον παλαιό Νόμο, αλλά και επιφέροντας ουσιαστικά αλλαγή στην καθιερωθείσα νομολογία η οποία έχει βασιστεί στον παλαιότερο Νόμο, θέλησε να εκφράσει τη θέση του Νομοθέτη ότι τα όρια της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου δεν περιορίζονται με αναφορά σε συγκεκριμένους παράγοντες και δη με αναφορά σε παράγοντες οι οποίοι έχουν ήδη ληφθεί υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής. Θέλησε δηλαδή ο Νομοθέτης να δώσει στο Δικαστήριο την ευχέρεια να δει αν η αναστολή θα δικαιολογείτο από το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης και τα προσωπικά δεδομένα του κάθε κατηγορούμενου, ορίζοντας ταύτα ως κατευθυντήριες γραμμές και μη περιορίζοντας το θέμα της αναστολής της επιβληθείσας ποινής στα κριτήρια που θα έπρεπε να υπάρχουν σύμφωνα με την παλαιότερη αντίληψη και δη μη περιορίζοντας την ευχέρεια του Δικαστηρίου να εξετάσει παράγοντες οι οποίοι μπορεί να έχουν σημασία και ως προς την αναστολή.

 

Η διαπίστωση μας ότι το Δικαστήριο έσφαλε ως προς τη νομική του καθοδήγηση για το θέμα της αναστολής της ποινής φυλάκισης μας οδηγεί αναπόφευκτα στην ανάληψη της ευθύνης να αποφασίσουμε οι ίδιοι κατά πόσο η περίπτωση είναι πρέπουσα περίπτωση αναστολής με βάση τις αρχές που έχουμε ήδη διατυπώσει. Οι ποινές που έχουν επιβληθεί είναι εντός των μέσων πλαισίων του τριετούς μέτρου ποινής φυλάκισης που ο Νόμος είχε υπόψη του και επομένως αποτελούν ποινές που προσφέρονται για εξέταση του περαιτέρω θέματος της αναστολής με αναφορά στα υπόλοιπα δεδομένα.

 

Το πρώτο δεδομένο βεβαίως που πρέπει να εξετάσουμε είναι τα προσωπικά περιστατικά του κάθε κατηγορούμενου. Εις αυτό το στάδιο παρατηρούμε ότι πρόκειται σε όλες τις εφέσεις για νεαρά άτομα ηλικίας μεταξύ 18 και 20 ετών, τα οποία δεν έχουν οποιοδήποτε προηγούμενο και τα οποία, όπως μας ελέχθη, έχουν από πολλές απόψεις επηρεαστεί ή θα επηρεάζοντο από την επιβολή ποινής άμεσης φυλάκισης. Έχει γίνει αναφορά για κάθε συγκεκριμένο κατηγορούμενο εις εγγραφή σε εκπαιδευτικά ιδρύματα, ή ακόμα και σε ορισμένες περιπτώσεις σε διακοπή των σπουδών η οποία επήλθε λόγω της υπόθεσης αυτής, και έχει γίνει περαιτέρω αναφορά στο οικογενειακό υπόβαθρο έκαστου Εφεσείοντα που καταδεικνύει ότι δεν πρόκειται για άτομα τα οποία έχουν άλλως δείξει αντικοινωνική συμπεριφορά ή ροπή προς το έγκλημα.

 

Η θεωρημένη μας άποψη είναι ότι αυτοί οι παράγοντες πρέπει να είναι επαρκώς σημαντικοί στην κρίση του Δικαστηρίου ούτως ώστε, όπως υποδείξαμε κατά την ακρόαση, οι γενικότερες διαστάσεις των επιδιώξεων της επιβαλλόμενης ποινής να δικαιώνονται με αναφορά στην ανάγκη αναμόρφωσης και όχι στην τιμωρία για χάριν της τιμωρίας. Νεαρά άτομα αυτής της ηλικίας ιδιαίτερα χρήζουν αυτής της μεταχείρισης εφόσον το αποτέλεσμα που θα επιτυγχάνετο από μια ποινή άμεσης φυλάκισης μακράς σχετικώς διάρκειας, όπως είναι οι ποινές που επιβλήθησαν στην προκειμένη περίπτωση, ενδέχεται να είναι πολύ μικρότερο από το όφελος που θα προέρχετο από την προσδοκία, με την καλή χρήση του μέτρου της αναστολής, ότι όντως θα υπάρξει αναμόρφωση και θα αποφευχθεί μια χειροτέρευση της θέσης των Εφεσειόντων εάν αυτοί περνούσαν στη φυλακή το μεγάλο αυτό σχετικά χρονικό διάστημα.

 

Οι ίδιοι βεβαίως έχουν υπηρετήσει μέρος της ποινής φυλάκισης τους αφού η έφεση ακούγεται τέσσερις σχεδόν μήνες μετά την πρωτόδικη απόφαση και, όπως υποδείξαμε κατά την ακρόαση, και τούτο συνιστά μια έντονη διέγερση του καταδικαζόμενου σε φυλάκιση νεαρού προσώπου, ώστε να αντιληφθεί τις συνέπειες τις οποίες θα είχε ενδεχόμενη νέα εγκληματική συμπεριφορά, ώστε να έχει πάρει μια ανάλογη γεύση από το τι σημαίνει να εγκλειστεί κάποιος στη φυλακή σε τέτοια νεαρή ηλικία.

 

Βαρύνει ακόμα στην κρίση μας το γεγονός ότι, ναι μεν επρόκειτο για σοβαρά αδικήματα όπως αναφέραμε, αλλά φαίνεται να διέπονται από μια μεγάλη επιπολαιότητα και να μην είναι στη βάση των οργανωμένων εγκλημάτων ληστείας που έχουμε δυστυχώς γνωρίσει πρόσφατα, εφόσον τα ποσά τα οποία αφορούν οι ληστείες δεν είναι τόσο σημαντικά που να δείχνουν την επιδίωξη οικονομικού οφέλους διαστάσεων της συνήθους ληστείας.  Αφορούσαν συνήθως περίπτερα και αρτοποιεία και μας ανεφέρθη το ποσό των περίπου €2.500 ως προς το αποτέλεσμα της συγκομιδής όλων των ληστειών.

 

Λαμβάνουμε υπόψη μας και το γεγονός ότι όλα τα αδικήματα ανακαλύφθησαν στο τέλος μέσα από την ομολογία και καθοδήγηση του τρίτου κατηγορούμενου, ώστε να εβοηθήθη τα μέγιστα η απονομή της δικαιοσύνης όπως εβοηθήθη και στη συνέχεια από την έμπρακτη μεταμέλεια μέσω της παραδοχής ενώπιον του Δικαστηρίου και της πλήρους συνεργασίας.

 

Έχει επίσης αναφερθεί στο Δικαστήριο ότι υπήρξε πλήρης διάθεση για αποζημίωση των παραπονούμενων. Ήδη ορισμένα ποσά έχουν διαταχθεί από το Δικαστήριο να επιστραφούν και είμεθα εις το στάδιο στο οποίο σημειώνουμε απλώς την πρόθεση αυτή για σκοπούς της απόφασης μας. Θα επανέλθουμε αργότερα.

 

Καταλήγοντας και ενεργούντες λοιπόν πρωτογενώς ως προς το θέμα, θεωρούμε ότι αυτή θα ήταν πρέπουσα περίπτωση της αναστολής της ποινής φυλάκισης για όλους τους Εφεσείοντες, με βάση τις γενικές αρχές τις οποίες έχουμε αναφέρει. Οι εφέσεις λοιπόν επιτυγχάνουν ως προς τούτο και το υπόλοιπο όλων των ποινών φυλάκισης αναστέλλεται για τρία έτη από την ημέρα της πρωτόδικης απόφασης.

 

Δικαστήριο προς Εφεσείοντες:

 

Θα εξηγήσουμε βεβαίως τι σημαίνει αυτό και είμεθα βέβαιοι ότι και οι ευπαίδευτοι συνήγοροι, αλλά και οι γονείς, θα εξηγήσουν περισσότερο. Σημαίνει ότι η ποινή φυλάκισης είναι ποινή φυλάκισης αλλά δεν ενεργοποιείται άμεσα, διότι κρίναμε ότι θα πρέπει να σας δοθεί άλλη μια ευκαιρία, με την προϋπόθεση ότι δεν διαπράξετε θα άλλο αδίκημα. Αυτό σημαίνει ότι, εάν μέσα στα επόμενα τρία χρόνια δεν διαπράξετε οποιοδήποτε άλλο αδίκημα που τιμωρείται με φυλάκιση, δεν θα κληθείτε να υπηρετήσετε την ποινή φυλάκισης. Αν όμως διαπράξετε οποιοδήποτε άλλο τέτοιο αδίκημα, θα μπορεί το Δικαστήριο να σας επιβάλει ποινή για το αδίκημα εκείνο αλλά και να διατάξει να υπηρετήσετε το υπόλοιπο της ποινής φυλάκισης που σας έχει επιβληθεί και η οποία σήμερα ανεστάλη. Επομένως πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη σημασία στην επιείκεια που ο Νόμος έχει επιδείξει σε κάθε ένα από εσάς σε σχέση με τη μελλοντική σας συμπεριφορά.

 

Θέλουμε να εξετάσουμε και το θέμα της αποζημίωσης. Αν μπορούμε να κάνουμε κάτι σήμερα, θα ήταν καλό. Υπάρχει δυνατότητα για διάταγμα σήμερα;

 

Χριστοφόρου: Μάλιστα.

 

Χατζηχαμπής, Π.: Είναι συμφωνημένα τα ποσά που κάθε ένας παραπονούμενος μπορεί να δώσει;

 

Χριστοφόρου: Το υπόλοιπο είναι €1.483. Έχει αναλάβει δέσμευση ο κ. Κονναρής για τα €1.000.

 

Κονναρής: Έτσι είναι.

 

Χατζηχαμπής, Π.: Θα εκδώσουμε διάταγμα όσον αφορά τον τρίτο κατηγορούμενο, Εφεσείοντα στην έφεση 67/2013, όπως καταβάλει το ποσό των €1.000. Το υπόλοιπο ποσό των €1.483 διατάσσεται να καταβληθεί υπό του πρώτου, τέταρτου και πέμπτου κατηγορούμενου εξ ίσου (διά τρία).

 

Η πληρωμή να μην είναι άμεση, αλλά να υπάρξει αναστολή μέχρι 30.8.2013.

 

Οι εφέσεις επιτυγχάνουν και το υπόλοιπο όλων των ποινών φυλάκισης αναστέλλεται για τρία έτη από την ημέρα έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο