ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
KATSIAMALIS ν. REPUBLIC (1980) 2 CLR 107
Kolarski Georgui Metodiev ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 205
Παρμαξής Nίκος ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 224
Mελανίτης Mάριος Xριστοδούλου ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2004) 2 ΑΑΔ 309
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Χριστάκη Αναστασίου (2005) 2 ΑΑΔ 125
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2013) 2 ΑΑΔ 424
24 Mαΐου, 2013
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/στές]
ΜALKHAZ GAPRINDASHVILI,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 158/2012)
Ποινή ― Εμπρησμός ― Άρθρο 315(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ως έχει τροποποιηθεί ― Επικύρωση ποινής επταετούς φυλάκισης ― Χαρακτηρίστηκε από το Εφετείο, αυστηρή υπό τις περιστάσεις ― Δεν ήταν ωστόσο έκδηλα υπερβολικού χαρακτήρα για να χωρούσε επέμβαση.
Ποινικός Κώδικας ― Εμπρησμός ― Άρθρο 315(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ως έχει τροποποιηθεί ― Επικύρωση καταδίκης παρά τον εντοπισμό παραλείψεων στο ανακριτικό έργο της αστυνομίας και κάποιων αδυναμιών στην ανάλυση της μαρτυρίας που έγινε πρωτοδίκως ― Περίπτωση που δεν εντασσόταν σε τέτοια εσφαλμένη αξιολόγηση που να έπληττε τον πυρήνα της καταδίκης.
Ποινή ― Επιμέτρηση ― Το Εφετείο, ως είναι πάγια νομολογημένο, παρεμβαίνει προς διαφοροποίηση της ποινής μόνο όταν διαπιστωθεί σφάλμα αρχής ή αν η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική ή έκδηλα ανεπαρκής.
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Τυχόν αντιφάσεις ή αδυναμίες που ενδεχομένως να παρατηρούνται στη μαρτυρία δεν αποτελούν λόγο επέμβασης του Εφετείου ― Το Εφετείο επεμβαίνει, όπου αυτές είναι τόσο σημαντικές, ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέκτηκε τη μαρτυρία ως αξιόπιστη.
Αστυνομία ― Ανακριτικό έργο ― Υπόδειξη Εφετείου ότι η Αστυνομία δεν διερεύνησε ως όφειλε, πλήρως τα όλα δεδομένα της υπόθεσης και η πλημμελής αυτή διερεύνηση δεν περιποιούσε τιμή στο ανακριτικό έργο.
Ύστερα από ακροαματική διαδικασία ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος σε κατηγορία εμπρησμού, κατά παράβαση του Άρθρου 315(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, ως έχει τροποποιηθεί, ενώ αθωώθηκε και απαλλάγηκε από κατηγορία αναφορικά με συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος κατά παράβαση των Άρθρων 371, 315(α) και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Παραδέχθηκε δε, κατηγορίες αναφορικά με είσοδο στην Κυπριακή Δημοκρατία ενώ ήταν απαγορευμένος μετανάστης, παράνομη είσοδο στη Δημοκρατία της Κύπρου και αναφορικά με πλαστοπροσωπία, κατά παράβαση των Άρθρων 360 και 35 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, ως έχει τροποποιηθεί.
Ως αποτέλεσμα, του επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης 7 ετών, 10 μηνών και 4 μηνών αντίστοιχα.
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του κατηγορητηρίου, ο εφεσείων σε άγνωστη ημερομηνία συνωμότησε με τρίτο πρόσωπο να διαπράξει κακούργημα και την 30/3/12 στη Λεμεσό εσκεμμένα και παράνομα έθεσε φωτιά στο αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του Κλέωνα Χριστοδουλίδη ενώ αυτό ήταν σταθμευμένο στη Λεωφ. Αμαθούντος 115 στη Λεμεσό.
Ο τρόπος και οι συνθήκες ανακοπής του εφεσείοντα από τους δυο μάρτυρες, έδωσαν λαβή για έντονη αντιπαράθεση μεταξύ των πλευρών υπό το φως του γεγονότος ότι ο εφεσείων τραυματίστηκε κατά την καταδίωξη, αλλά και την ανακοπή του.
Ο εφεσείων προσέβαλε με την έφεση, την καταδίκη του στην 2η κατηγορία. Περαιτέρω εφεσίβαλε και την επιβληθείσα σε αυτόν ποινή, ως έκδηλα υπερβολική.
Η έφεση στηρίχθηκε μεταξύ άλλων στους κάτωθι λόγους:
Λόγοι έφεσης 1, 2 και 4:
α) Η μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας δεν συνήδε με τα ευρήματα του Δικαστηρίου αλλά ούτε ήταν αξιόπιστη διότι περιείχε αντιφάσεις.
β) Υπήρξε πλημμελής διερεύνηση από την Αστυνομία η οποία δεν προέβη σε έρευνα για ανεύρεση του ξύλου και γαντιού που ανέφεραν μάρτυρες κατηγορίας.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Από διάφορα σημεία, εντοπιζόταν ότι το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του δεν επέδειξε τη δέουσα και αναμενόμενη επιμέλεια στην ανάλυση της μαρτυρίας, ως όφειλε, ώστε εντοπίζοντας τις αδυναμίες αυτές να τις συνεξετάσει στο σύνολο της μαρτυρίας. Ήταν επιφανειακή η προσέγγιση του αρκούμενο σε μια γενικευμένη αξιολόγηση.
2. Η γενικότερη όμως θεώρηση του πιο πάνω σφάλματος υπό το φως των όσων ακολούθησαν και ιδιαίτερα της ανεύρεσης του γενετικού υλικού, δεν ενέτασσε την περίπτωση σε τέτοια εσφαλμένη αξιολόγηση που να έπληττε τον πυρήνα της καταδίκης.
3. Η απόφαση του Κακουργιοδικείου ήταν αποτέλεσμα των διαπιστώσεων του επί της μαρτυρίας, η οποία είχε προσαχθεί και παρέμεινε, στην ουσία της, αναντίλεκτη.
4. Η Αστυνομία όφειλε να διερευνήσει πλήρως τα όλα δεδομένα της υπόθεσης. Δεν το έπραξε και αναμφίβολα η πλημμελής αυτή διερεύνηση δεν περιποιούσε τιμή στο ανακριτικό έργο. Όμως, ο εφεσείων στην ανακριτική του κατάθεση, δεν προέβαλε ισχυρισμό ότι κτυπήθηκε με ξύλο, αλλά απλώς ότι κτυπήθηκε από πίσω στο κεφάλι. Συνεπώς με αυτά τα δεδομένα, περιορισμένη αξία θα είχε η παρουσίαση του ξύλου.
5. Όσον αφορούσε στο γάντι και πάλιν δεν ήταν αντιληπτό πώς θα βοηθούσε τον εφεσείοντα. Τυχόν ανεύρεση DNA του εφεσείοντα και στο υπόλοιπο του μέρος, θα ήταν επιβαρυντικό στοιχείο για τον ίδιο.
Η έφεση κατά της καταδίκης απορρίφθηκε.
Με την έφεση κατά της ποινής υποστηρίχθηκε ότι:
α) Η επιβληθείσα ποινή ήταν υπερβολική λαμβάνοντας υπόψη τις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα και κυρίως τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε.
β) Το Κακουργιοδικείο δεν προχώρησε σε εξατομίκευση της ποινής με αποτέλεσμα αυτή να ήταν υπερβολική.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Δεν τέθηκε οτιδήποτε ενώπιον του Κακουργιοδικείου αναφορικά με τις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα πλην αυτών που αναφέρονταν στην έκθεση του Γραφείου Ευημερίας.
2. Περαιτέρω και σε σχέση με τα προβληθέντα προβλήματα υγείας, εκείνο που αναφέρθηκε ήταν ότι λόγω του σοβαρού τραυματισμού του, που προκλήθηκε από τους ΜΚ12 και 16, λάμβανε φαρμακευτική αγωγή στις Κεντρικές Φυλακές.
3. Το αδίκημα του εμπρησμού κάτω από το Άρθρο 315(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, είναι ένα από τα πλέον σοβαρά αδικήματα του Ποινικού Κώδικα και τιμωρείται μέχρι και δεκατέσσερα (14) έτη φυλάκισης και διαχρονικά παρατηρείται έξαρση στην διάπραξη της μορφής αυτής αδικημάτων.
4. Εξετάστηκαν με προσοχή όλα όσα αναφέρθησαν από την πλευρά του εφεσείοντα και προέκυπτε ότι το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του εξέτασε επισταμένα όλες τις παραμέτρους και στάθμισε κάθε σχετικό παράγοντα καταλήγοντας στην ποινή των 7 ετών.
5. Στην απόφαση δεν παρατηρείτο σφάλμα αρχής και αν και η επιβληθείσα ποινή κρινόταν αυστηρή, δεν ήταν έκδηλα υπερβολική στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Μουλάκης ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 20,
Katsiamalis v. Republic (1980) 2 C.L.R. 107,
Kolarsky v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 205,
Παρμαξής ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 224,
Μελανίτης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 309,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Αναστασίου (2005) 2 Α.Α.Δ. 125.
Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.
Έφεση από τον Καταδικασθέντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λεμεσού (Ψαρά-Μιλτιάδου, Π.Ε.Δ., Ιωαννίδης, Α.Ε.Δ., Τσιβιτανίδου-Κίζη, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 9489/12), ημερομηνίας 20/7/12.
Χρ. Χριστοφόρου, για τον Eφεσείοντα.
Μ. Αλεξάνδρου (κα), για την Eφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Παρπαρίνος
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Ο εφεσείων αντιμετώπισε ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου που συνεδρίασε στη Λεμεσό πέντε κατηγορίες ως ακολούθως:
(1) Συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος κατά παράβαση των Άρθρων 371, 315(α) και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
(2) Εμπρησμός, κατά παράβαση του Άρθρου 315(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 85(1)/2002.
(3) Είσοδος στην Κυπριακή Δημοκρατία ενώ ήταν απαγορευμένος μετανάστης κατά παράβαση των Άρθρων 2, 6 (1)(θ) και 19(2) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105.
(4) Παράνομη είσοδος στη Δημοκρατία της Κύπρου δια μέσου μη εγκεκριμένου λιμανιού χωρίς τη συγκατάθεση του Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης κατά παράβαση του Άρθρου 2, 3 και 12(1)(2)(5) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ. 105 και γνωστοποίηση με αρ. 265/74, ΚΔΠ 266/74 και το Νόμο 50/1988.
(5) Πλαστοπροσωπία, κατά παράβαση των Άρθρων 360 και 35 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 166/87.
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του κατηγορητηρίου ο εφεσείων σε άγνωστη ημερομηνία συνωμότησε με τριτο πρόσωπο να διαπράξει κακούργημα (πρώτη κατηγορία) και την 30/3/12 στη Λεμεσό εσκεμμένα και παράνομα έθεσε φωτιά στο αυτοκίνητο υπ' αρ. εγγραφής ΚΤΕ 842, ιδιοκτησίας του Κλέωνα Χριστοδουλίδη ενώ αυτό ήταν σταθμευμένο στη Λεωφ. Αμαθούντος 115 στη Λεμεσό (δεύτερη κατηγορία). Οι κατηγορίες 3 και 4 αφορούσαν παράνομη είσοδο του εφεσείοντα στην Κύπρο ενώ ήταν απαγορευμένος μετανάστης δια μέσω μη εγκεκριμένου λιμανιού.
Η δοθείσα ενώπιον του Κακουργιοδικείου μαρτυρία εισηγείται ότι ο εφεσείων θεάθηκε από τους Μ.Κ.12 και Μ.Κ.16 να βρίσκεται μπροστά από το φλεγόμενο αυτοκίνητο και στη συνέχεια να τρέχει μακριά από αυτό. Οι μάρτυρες αυτοί τον ακολούθησαν, και καταφέρνοντας να τον ανακόψουν, τον οδήγησαν πίσω στη σκηνή του εμπρησμού, όπου στο μεταξύ είχε καταφθάσει η αστυνομία, η οποία και απέκλεισε το χώρο. Ο τρόπος και οι συνθήκες ανακοπής του εφεσείοντα από τους δυο μάρτυρες, έδωσε λαβή για έντονη αντιπαράθεση μεταξύ των πλευρών υπό το φως του γεγονότος ότι ο εφεσείων τραυματίστηκε κατά την καταδίωξη, αλλά και την ανακοπή του. Θα γίνει εκτενέστερη αναφορά κατωτέρω.
Από τις ως άνω πέντε κατηγορίες, ο εφεσείων παραδέχθηκε τις υπ' αρ. (3) και (4) ενώ για την 5η κατηγορία ανεστάλη η ποινική δίωξη. Μετά από ακροαματική διαδικασία ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος στην 2η κατηγορία ενώ αθωώθηκε και απαλλάγηκε από την 1η κατηγορία. Ως αποτέλεσμα του επιβλήθηκαν οι ποινές φυλάκισης 7 ετών, 10 μηνών και 4 μηνών αντίστοιχα στις κατηγορίες 2, 3 και 4. Ο εφεσείων με την παρούσα έφεση του, προσβάλλει την καταδίκη του στην 2η κατηγορία. Περαιτέρω εφεσιβάλλει και την επιβληθείσα σε αυτόν ποινή, ως έκδηλα υπερβολική και/ή δεν αντικατοπτρίζει τις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα και/ή ως μη εξατομικευθείσα.
Οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 4 αφορούν την αξιολόγηση της μαρτυρίας από το Δικαστήριο όπως και τα ευρήματα που προέβη, ενώ ο λόγος έφεσης 3 αφορά το ανακριτικό έργο της Αστυνομίας και υποβάλλεται ότι αυτό είναι πλημμελές. Επ' αυτού υποβάλλεται περαιτέρω ότι το εύρημα του Κακουργιοδικείου περί του αντιθέτου, είναι εσφαλμένο, αυθαίρετο και αδικαιολόγητο.
Αναπτύσσοντας τους λόγους έφεσης 1, 2 και 4 ο ευπαίδευτος συνηγορος του εφεσείοντα αναφέρθηκε στη μαρτυρία των μαρτύρων που κατά τη γνώμη του δεν συνάδει με τα ευρήματα του Δικαστηρίου αλλά ούτε είναι αξιόπιστη διότι περιέχει αντιφάσεις. Οι αναφορές του συνηγόρου αφορούσαν κυρίως τους Μ.Κ.12, 16 σε αντιδιαστολή με αυτή του Μ.Υ.1.
Έχουμε εξετάσει προσεκτικά στα όσα μας παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος. Ο πυρήνας της εισήγησης του είναι ότι εφόσον η μαρτυρία του Μ.Υ.1 έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο και σύμφωνα με αυτή, οι τραυματισμοί που έφερε ο εφεσείων δεν συμφωνούν με την επίσης αποδεκτή μαρτυρία των Μ.Κ.12 και 16, ότι δηλαδή αυτός τραυματίστηκε από πτώση του στο έδαφος, θα έπρεπε τότε το Δικαστήριο να διερευνήσει ποια άλλα ψέματα είπαν οι τελευταίοι. Ανατρέξαμε για σκοπούς ορθής εκτίμησης στα πρακτικά της υπόθεσης. Σύμφωνα με αυτά ο Μ.Υ.1, Παναγιώτης Δημοσθένους ήταν ο ιατρός στις Πρώτες Βοήθειες του Νοσοκομείου Λεμεσού που περιέθαλψε τον κατηγορούμενο τις πρωϊνές ώρες της 30ης Μαρτίου 2011 όταν αυτός εισήχθη στο Νοσοκομείο. Σύμφωνα με τα ευρήματα ο εφεσείων έφερε «ωτορραγία δεξιά, θλαστικό τραύμα στο άνω χείλος, αιμάτωμα στη μύτη, τραύματα τριβής στο δεξιό κάτω άκρο και ένα κεφαλοαιμάτωμα ινιακά (καρούμπαλο) στο πίσω μέρος του κεφαλιού, κάταγμα βρεγματοϊνιακό δεξιά (κοντά στο αυτί δεξιά), εσωτερικά ένα υποσκληρίδιο αιμάτωμα βρεγματοϊνιακά και μία αιμορραγία αριστερά μετωπιαία. Ο Μ.Υ.1, σχετικά με το εξεταζόμενο θέμα, σε δύο περιπτώσεις ανέφερε τ' ακόλουθα:
«Ερ. Κύριε μάρτυρα, είπες ότι το πρόσωπο αυτό, δηλαδή ο κατηγορούμενος ανέφερε ξυλοδαρμό. Τα ευρήματα σας αυτά, είτε από το Μ.Κ.1 είτε με αυτά που διαπιστώσατε εσείς, συνάδουν με τον ισχυρισμό;
Α. Είχε κάποια τραύματα, εντάξει έφερε διάφορα τραύματα. Μπορεί να ήταν από ξυλοδαρμό, μπορεί και όχι.
..........................
Ε. Τώρα στην προκείμενη περίπτωση από ότι έχετε αναφέρει υπήρχε και μπροστά τραύμα και πίσω το καρούμπαλο που έχετε αναφέρει και στη δεξιά πλευρά στο δεξιό αυτί.
Α. Ναι.
Ε. Με μια και μόνο πτώση κάποιου μπορούσε να προκληθούν αυτά τα 3 τραύματα ταυτόχρονα;
Α. Όχι.»
Ο Μ.Κ.12 επί του ιδίου θέματος κατέθεσε ότι ο εφεσείων στην προσπάθεια του να ξεφύγει, έπεσε σε πεζοδρόμιο και κτύπησε το κεφάλι του. Επίσης δέχθηκε ότι κτύπησε τον κατηγορούμενο όχι σοβαρά διευκρινίζοντας ότι τον κλώτσησε στο αριστερό πόδι. Παράλληλα αρνήθηκε ότι τον κτύπησε στο κεφάλι. Ο Μ.Κ.16 κατέθεσε επίσης ότι ο εφεσείων στην προσπάθεια του να ξεφύγει από το ίδιο τον Μ.Κ.12 έπεσε με το πρόσωπο προς τα κάτω. Αρνήθηκε επίσης υποβολή ότι κτύπησε με ξύλο τον κατηγορούμενο στο πίσω μέρος της κεφαλής του ή άλλως πως.
Αμφότεροι οι άνω μάρτυρες στις καταθέσεις τους (τεκμ. 11(Β) και 11(Δ)) που λήφθηκαν από τους άνω μάρτυρες 2-3 ώρες μετά το συμβάν, αναφέρουν ότι ο εφεσείων έπεσε και κτύπησε με το πρόσωπο στο πεζοδρόμιο και αιμορραγούσε.
Το Κακουργιοδικείο αποδέκτηκε, όπως έχει αναφερθεί, τη μαρτυρία και των τριών ως άνω μαρτύρων. Αξιολογώντας τις μαρτυρίες τους αναφέρει τ' ακόλουθα:
«Εξετάζοντας την μαρτυρία των δυο ΜΚ12 και 16, υπό το πρίσμα των ευρημάτων και διαπιστώσεων του ΜΥ1 ιατρού Δημοσθένους, δεν θεωρούμε ότι η μαρτυρία του τελευταίου πλήττει την αξιοπιστία των ΜΚ12 και 16, αφού και οι δύο δέχθηκαν ότι προκλήθηκαν κτυπήματα και ακολούθησε εν τέλει η πτώση του κατηγορούμενου κατά την προσπάθεια διαφυγής του. Οπότε δεν μπορεί να αποκλεισθεί η δυνατότητα πρόκλησης προηγουμένων τραυμάτων πριν την πτώση. Άλλωστε ο γιατρός συσχέτισε την δυνατότητα πρόκλησης τραυμάτων από διάφορους παράγοντες της πτώσης. Σημασία έχει ότι στη ολότητα της εκδοχής των ΜΚ12 και 16 - χωρίς μάλιστα αντίστοιχη θεώρηση του κατηγορούμενου επί του γεγονότος - η μαρτυρία του γιατρού δεν κρίνεται ασυμβίβαστη με τα γεγονότα που παρουσίασε η Κατηγορούσα Αρχή ως προς το ειδικό θέμα του τραυματισμού.»
Η πιο πάνω προσέγγιση του Κακουργιοδικείου αφήνει κενά και προκαλεί ερωτηματικά, υπο το φως του γεγονότος ότι όντως ο ιατρός Μ.Υ.1, ο οποίος να σημειωθεί δεν αντεξετάστηκε από την Κατηγορούσα Αρχή, δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο τα τραύματα του εφεσείοντα να προήλθαν από ξυλοδαρμό, ενώ πρόσθετα η μαρτυρία του ήταν ότι τα τρία τραύματα που έφερε ο εφεσείων μπροστά, πίσω και δεξιά, δεν μπορούσαν να είχαν προκληθεί ταυτόχρονα.
Όσον αφορά τις άλλες αντιφάσεις, που μας παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος του, τις εξετάσαμε προσεκτικά και είναι η διαπίστωση μας ότι υπάρχουν αντιφάσεις και εγγενείς αδυναμίες στη μαρτυρία του Μ.Κ.16, ιδιαιτέρως σ' ότι αφορά τον τρόπο που αυτός κατέθεσε ενώπιον του Κακουργιοδικείου ότι ο εφεσείων ήταν από το αριστερό χέρι που έβγαλε το γάντι που φορούσε. Αυτή τη «λεπτομέρεια», όπως τη χαρακτήρισε το Κακουργιοδικείο, την έδωσε κατά την αντεξέταση, αφού «σκέφτηκε τη σοβαρότητα και είπε αυτή την λεπτομέρεια, την οποία ακριβώς ούτε αψήφιστα έδωσε, ούτε επιπόλαια». Διέλαθε όμως της προσοχής του Κακουργιοδικείου ότι στην κατάθεση του στην Αστυνομία, τεκμ. 11Δ, ο Μ.Κ.16 είπε ότι όταν ανέκοψε τον εφεσείοντα, του κρατούσε το ένα χέρι, ενώ με το άλλο κρατούσε ένα ξύλο που βρήκε στο έδαφος για σκοπούς άμυνας, αλλά ο εφεσείων «ενώ τον έπιασε», «φορούσε ένα γάντι χειρουργικό στο ένα χέρι και προσπάθησε να το βγάλει οπότε και το έκοψε».
Τίθεται επομένως εύλογα το ερώτημα πώς ο εφεσείων έκοψε το γάντι που φορούσε, με το ένα χέρι, αφού ο Μ.Κ.16 του κρατούσε το άλλο.
Βεβαίως, τα πιο πάνω εντοπίζονται για να διαφανεί ότι το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του δεν επέδειξε τη δέουσα και αναμενόμενη επιμέλεια στην ανάλυση της μαρτυρίας, ως όφειλε, ώστε εντοπίζοντας τις αδυναμίες αυτές να τις συνεξετάσει στο σύνολο της μαρτυρίας. Ήταν επιφανειακή η προσέγγιση του αρκούμενο σε μια γενικευμένη αξιολόγηση.
Η γενικότερη όμως θεώρηση του πιο πάνω σφάλματος υπό το φως των όσων ακολουθούν και ιδιαίτερα της ανεύρεσης του γενετικού υλικού, δεν εντάσσει την περίπτωση σε τέτοια εσφαλμένη αξιολόγηση που πλήττει τον πυρήνα της καταδίκης. Όπως είναι νομολογημένο, τυχόν αντιφάσεις ή αδυναμίες που ενδεχομένως να παρατηρούνται στη μαρτυρία δεν αποτελούν λόγο επέμβασης του Εφετείου. Το Εφετείο επεμβαίνει, όπου αυτές είναι τόσο σημαντικές, ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αποδέκτηκε τη μαρτυρία ως αξιόπιστη. (Βλ. Μουλάκης ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 20, Katsiamalis v. Republic (1980) 2 C.L.R. 107, Kolarsky v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 205, Παρμαξής ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 224).
Συγκεκριμένα, όσον αφορά τους Μ.Κ.11 και 15, Μάριο Αυξεντίου και Μ. Καριόλου αντίστοιχα, παρατηρούμε από τα πρακτικά ότι ουδόλως αμφισβητήθηκε η μαρτυρία τους κατά το χρόνο που αυτοί κατέθεταν στο Κακουργιοδικείο. Σύμφωνα με την Μ.Κ.14 χημικό, στο παντελόνι του κατηγορουμένου εντοπίστηκε πετρέλαιο και σύμφωνα με τον Μ.Κ.15, του Ινστιτούτου Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου, σε κομμάτι πλαστικού γαντιού χεριού, βρήκε γενετικό υλικό το οποίο ταυτίστηκε με το γενετικό υλικό του εφεσείοντα με πιθανότητα ταύτισης 1000 000 000 000 000 000 παρά από κάποιο άλλο πρόσωπο. Η εκτίμηση έγινε με βάση τις συχνότητες των αλληλιών στον ελληνοκυπριακό πληθυσμό. Δέχθηκε ο Μ.Κ.15 ότι εάν υπήρχαν διαθέσιμες οι συχνότητες αλληλιών από τον Γεωργιανό πληθυσμό (απ' όπου προέρχεται ο εφεσείων) η εκτίμηση του θα ήταν διαφορετική, αλλά δεν θα μείωνε την εικόνα ενός πολύ σπάνιου γενετικού προφίλ ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπόψη ότι ο πληθυσμός της γης είναι 8 δισεκατομμύρια. Όσον αφορά το μέρος απ' όπου λήφθηκαν τα επιχρίσματα, εξήγησε ο ΜΚ15 με σαφήνεια ότι αυτά λήφθησαν από μέρος (εσωτερικό) του γαντιού (κομμάτι) που ήλθε σε επαφή με το χέρι και δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση του.
Όλα τα πιο πάνω, όπως και τη χρήση του dvd, το Κακουργιοδικείο δεν τα χρησιμοποίησε αποσπασματικά προκειμένου να καταλήξει, άλλα για ενίσχυση της πρωτογενούς μαρτυρίας των Μ.Κ.12 και 16 που είδαν τον εφεσείοντα ν' απομακρύνεται από την σκηνή του εμπρησμού. Το σχετικό απόσπασμα της απόφασης αναφέρει:
«Με τα δεδομένα αυτά, η επιστημονική μαρτυρία, που είναι απόλυτα αποδεκτή αλλά και οι ανακριτικές ενέργειες που επίσης είναι αποδεκτές, έρχονται να ενισχύουν όχι μόνον την εκδοχή των ΜΚ12 και 16 αλλά και εν γένει, την άνευ αμφιβολιών, εμπλοκή του κατηγορούμενου ως δράστη του εμπρησμού.
Η ενίσχυση αυτή προκύπτει ως ακολούθως:
(α) η μαρτυρία του Χημικού ΜΚ14 για την ύπαρξη εύφλεκτης ύλης και δη πετρελαίου επί του παντελονιού που ο κατηγορούμενος φορούσε την επίδικη μέρα (Τεκμ. 4(3)). Το ότι στη σκηνή δεν προσδιορίστηκε το είδος της εύφλεκτης ύλης δεν οδηγεί σε αναίρεση της σημασίας της ανεύρεσης του πετρελαίου στο παντελόνι του κατηγορούμενου. Και το πετρέλαιο είναι εύφλεκτη ύλη.
(β) η μαρτυρία του κ. Καριόλου (ΜΚ15), ότι πάνω στο κομμάτι γάντι ανευρέθη γενετικό υλικό που ταυτίζεται με του κατηγορουμένου. Το κομμάτι από γάντι ανευρέθη στο σημείο που οι ΜΚ12 και 16 ακινητοποιούν τον κατηγορούμενο ως πιο πάνω. Μάλιστα ο ΜΚ16 σαφώς ομιλεί για χειρουργικό γάντι που φορούσε στο χέρι του ο κατηγορούμενος και ότι του σχίζεται στην προσπάθεια του να το βγάλει από το αριστερό του χέρι. Εύλογα αναρωτιέται κάποιος γιατί να φοράει χειρουργικό γάντι ένα άτομο που κάνει γυμναστική ώρα 3.00 τα χαράματα, ως η θέση του κατηγορούμενου στην κατάθεση του στην Αστυνομία.
Περαιτέρω, θα πρέπει να σταθούμε στο εν λόγω dvd. Είναι φανερό ότι από τα δρώμενα που αποκαλύπτονται στο dvd, εμφανίζεται ένα πρόσωπο να ενεργεί όπως πιο πάνω παραθέσαμε, επί του επίδικου αυτοκινήτου, με ταυτόχρονο αποτέλεσμα την ανάφλεξη. Δεν μπορεί να γίνει διαπίστωση ποιο είναι το πρόσωπο. Το μόνο που μπορεί με ασφάλεια να διαγνωσθεί είναι ότι δεν αποκλείεται να είναι ο κατηγορούμενος αφού εν γένει ο σωματότυπος, η παρουσίαση του, ρούχα κ.α. ομοιάζουν με του κατηγορούμενου, του οποίου, εξάλλου η παρουσία στο σημείο και χρόνο της ανάφλεξης είναι δεδομένη. Το ίδιο και η κατοχή των δύο αναπτήρων (Τεκμήρια 4(1) και 4(2)). Δεδομένη παρουσιάζεται και η ανάφλεξη με χρήση εμπρηστικής λωρίδας (βλ. Έκθεση του ΜΚ8).
Εν κατακλείδι, μπορούμε με ασφάλεια να πούμε ότι τα διαδραματιζόμενα στο dvd συμπλέουν και συνταιριάζονται με την μαρτυρία των ΜΚ12 και 16.»
Η επιχειρηματολογία του ευπαιδεύτου συνηγόρου ήταν περαιτέρω ότι ενόψει μη εντοπισμού του ακριβούς σημείου που ανευρέθη το ακάθαρτο πετρέλαιο στο παντελονι του εφεσείοντα, όπως και του χρόνου εναποθέτησης του σε συνάρτηση με την μη εξέταση της εύφλεκτης ύλης που χρησιμοποιήθηκε στον εμπρησμό, η απόφαση του Κακουργιοδικείου είναι αυθαίρετη και αδικαιολόγητη. Το ίδιο εισηγήθηκε αναφορικά με την μαρτυρία του Μ.Κ15 που στηρίχθηκε στην έρευνα του στον ελληνοκυπριακό πληθυσμό και το μέρος που λήφθηκαν τα επιχρίσματα. Τα ίδια ισχυρίστηκε για χρήση του Dvd από το Κακουργιοδικείο.
Δεν συμφωνούμε με τα πιο πάνω για τους λόγους που εξηγήσαμε νωρίτερα. Η απόφαση του Κακουργιοδικείου ήταν αποτέλεσμα των διαπιστώσεων του επί της μαρτυρίας, η οποία είχε προσαχθεί και παρέμεινε, στην ουσία της, αναντίλεκτη.
Ο εφεσείων παραπονείται επίσης για το ανακριτικό έργο της αστυνομίας ισχυριζόμενος ότι η διερεύνηση του ήταν πλημμελής και περιορίστηκε στο «στήσιμο» της υπόθεσης. Στήριξε τα πιο πάνω στο ότι η αστυνομία δεν προέβη σε έρευνα για ανεύρεση του ξύλου και γαντιού που ανέφεραν οι ΜΚ12 και 16. Για το πρώτο εισηγήθηκε ότι εάν αυτό ανευρίσκετο και εξετάζετο θα διαπιστούτο επιστημονικά κατά πόσο ο εφεσείων κτυπήθηκε με αυτό ή όχι, οπότε θα είχε καταλυτικές συνέπειες και στην αξιολόγηση της μαρτυρίας των Μ.Κ.12 και 16. Επίσης η μη παρουσίαση του δεύτερου dvd διότι σύμφωνα με τη μαρτυρία της Αστυνομίας, η εξέταση του δεν παρουσίαζε ικανοποιητικά στοιχεία, στέρησε ενδεχομένως τον εφεσείοντα από υλικό προς όφελος του.
Το Κακουργιοδικείο αντιμετώπισε το θέμα ως ακολούθως:
«Δεν αγνοούμε την ανησυχία της Υπεράσπισης στο γιατί δεν βρέθηκε το υπόλοιπο μέρος του γαντιού ή γιατί δεν εντοπίσθηκε το ξύλο που περιγράφηκε. Ωστόσο θεωρούμε ότι δεν αγγίζουν - ούτε στο ελάχιστο - την θετική εικόνα αξιοπιστίας που έχουν αφήσει οι ΜΚ12 και 16 στο Δικαστήριο.
Δεν βρίσκουμε επίσης κάτι που να δεικνύει εκ προθέσεως επιλήψιμη ενέργεια επ' αυτών της Αστυνομίας, όπως εξηγήσαμε και πιο πάνω.»
Συμφωνούμε εν μέρει με την άνω προσέγγιση. Η Αστυνομία όφειλε να διερευνήσει πλήρως τα όλα δεδομένα της υπόθεσης. Δεν το έπραξε και αναμφίβολα η πλημμελής αυτή διερεύνηση δεν περιποιεί τιμή στο ανακριτικό έργο. Όμως, παρατηρείται ότι ο εφεσείων στην ανακριτική του κατάθεση, τεκμ. 13Α, δεν προέβαλε ισχυρισμό ότι κτυπήθηκε με ξύλο, αλλά απλώς ότι κτυπήθηκε από πίσω στο κεφάλι. Συνεπώς με αυτά τα δεδομένα περιορισμένη αξία θα είχε η παρουσίαση του ξύλου. Όσον αφορά το γάντι και πάλιν δεν αντιλαμβανόμαστε πώς θα βοηθούσε τον εφεσείοντα. Τυχόν ανεύρεση DNA του εφεσείοντα και στο υπόλοιπο του μέρος θα ήταν επιβαρυντικό στοιχείο για τον ίδιο. Τέλος, όσον αφορά το δεύτερο dvd η εισήγηση βασίζεται επί εντελώς λανθασμένου υποβάθρου. Σύμφωνα με τη μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου, ο τεχνικός Ηρόδοτος Στυλιανού, ΜΚ6 αντέγραψε επιτόπου από τον σκληρό δίσκο του συστήματος παρακολούθησης του περιπτέρου ένα dvd. Η εγγραφή αφορούσε την λήψη από μια κάμερα η οποία κάλυπτε τον χώρο της σκηνής του εμπρησμού. Οι άλλες 3 κάμερες κάλυπταν τους άλλους χώρους και δεν είχαν οτιδήποτε σχετικό, γιαυτό και δεν προέβη σε αντιγραφή. Παρέδωσε το dvd στον αστυφύλακα Γ. Ντζουβάνη (βλ. τεκμ. 13) και αυτός με τη σειρά του στον αστυφύλακα 2793 Μαρίνο Τηλεμάχου (ΜΚ4) ο οποίος κατέθεσε στο Δικαστήριο το dvd ως τεκμ. 4(8)(ΜΓ1). Απ' αυτό, σύμφωνα με την αξιόπιστη και μη αμφισβητηθείσα μαρτυρία, έγινε ένα ακόμη αντίγραφο το οποίο επίσης κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως τεκμ. 4(8)(ΜΓ3). Συνεπώς οιονδήποτε παράπονο του εφεσείοντα με βάση την ύπαρξη δυο ξέχωρων dvd, δεν μπορεί να βοηθήσει την υπεράσπιση.
Η έφεση κατά της καταδίκης απορρίπτεται.
Έφεση κατά της ποινής
Όπως ήδη έχει αναφερθεί το Κακουργιοδικείο επέβαλε στον εφεσείοντα για το αδίκημα του εμπρησμού (Άρθρο 315(α) του Ποινικού Κώδικα) ποινή φυλάκισης 7 ετών.
Στην αγόρευση του ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα υποστήριξε ότι η επιβληθείσα ποινή είναι υπερβολική λαμβάνοντας υπόψη τις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα και κυρίως τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει. Περαιτέρω ήταν η θέση του ότι το Κακουργιοδικείο δεν προχώρησε σε εξατομίκευση της ποινής με αποτέλεσμα αυτή να είναι υπερβολική.
Η αγόρευση του συνηγόρου περιορίστηκε στη γενικότητα ως ανωτέρω χωρίς συγκεκριμένα στοιχεία. Ανατρέξαμε προς τούτο στα πρακτικά της υπόθεσης. Παρατηρούμε απ' αυτά ότι δεν τέθηκε οτιδήποτε ενώπιον του Κακουργιοδικείου αναφορικά με τις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα πλην αυτών που αναφέρονται στην έκθεση του Γραφείου Ευημερίας. Περαιτέρω και σε σχέση με τα προβληθέντα προβλήματα υγείας εκείνο που αναφέρθηκε είναι ότι λόγω του σοβαρού τραυματισμού του, που προκλήθηκε από τους ΜΚ12 και 16, λάμβανε φαρμακευτική αγωγή στις Κεντρικές Φυλακές, είχε έντονους πόνους, κεφαλαλγίες, σοβαρά προβλήματα και παρακολουθείται από ιατρούς.
Το αδίκημα του εμπρησμού κάτω από το Άρθρο 315(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, είναι ένα από τα πλέον σοβαρά αδικήματα του Ποινικού Κώδικα και τιμωρείται μέχρι και δεκατέσσερα (14) έτη φυλάκισης.
Όπως πολύ σωστά παρατηρεί και το Κακουργιοδικείο την απόφαση του, διαχρονικά παρατηρείται έξαρση στην διάπραξη της μορφής αυτής αδικημάτων. Στην Μελανίτης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 309, 314 αναφέρεται ότι «σχεδόν καθημερινά διαπράττονται τέτοια αδικήματα εμπρησμού ως μέσο επίτευξης παράνομων στόχων». Στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Αναστασίου (2005) 2 Α.Α.Δ. 125 αναφέρθηκε ότι «δεν μπορεί τέτοιου είδους εγκλήματα να οργιάζουν και να μένουν ατιμώρητα».
Συνακόλουθα των πιο πάνω είναι ότι η επιβολή αποτρεπτικών ποινών καθίσταται αναγκαία, ώστε ν' ανακοπεί η έξαρση των εγκληματικών ενεργειών της φύσεως αυτής. Είναι κοινωνικά επιβεβλημένη η προσπάθεια αυτή των δικαστηρίων για αποτροπή μέσω της ποινής που αυτά επιβάλλουν. Πάντοτε βέβαια υπό την προϋπόθεση ότι κάθε υπόθεση κρίνεται στα δικά της ιδιαίτερα περιστατικά και ανάλογα με αυτά θα πρέπει να είναι και η ποινή.
Το Εφετείο, ως είναι πάγια νομολογημένο, παρεμβαίνει προς διαφοροποίηση της ποινής μόνο όταν διαπιστωθεί σφάλμα αρχής ή αν η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική ή έκδηλα ανεπαρκής.
Εξετάσαμε με προσοχή όλα όσα ανέφερε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα και είναι διαπίστωση μας ότι το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του εξέτασε επισταμένα όλες τις παραμέτρους και στάθμισε κάθε σχετικό παράγοντα καταλήγοντας στην ποινή των 7 ετών. Στην απόφαση του δεν παρατηρείται σφάλμα αρχής και αν και η επιβληθείσα ποινή κρίνεται αυστηρή, δεν κρίνουμε ότι είναι έκδηλα υπερβολική στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης. Κρίνουμε συνεπώς ότι δεν δικαιολογείται επέμβαση μας.
Η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.