ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΛΗΤΩΣ ΠΗΛΕΙΔΟΥ κ.α. ν. ΔΗΜΟΥ ΣΤΡΟΒΟΛΟΥ, Ποινική Έφεση Αρ. 199/2013, 20/2/2015, ECLI:CY:AD:2015:B124
Πηλείδου Λητώ και Άλλη ν. Δήμου Στροβόλου (2015) 2 ΑΑΔ 66, ECLI:CY:AD:2015:B124
(2013) 2 ΑΑΔ 250
13 Μαρτίου, 2013
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΝΑΓΗ, Δ/στές]
ΕΠΑΡΧΟΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ,
Εφεσείων,
v.
1. ΗIGH PROJECT LIMITED,
2. ΜΑΡΙΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,
3. ΦΟΙΒΟΥ ΣΤΑΥΡΙΔΗ,
Εφεσιβλήτων.
(Ποινική Έφεση Αρ. 144/2010)
Οδοί και Οικοδομές ― Διάταγμα κατεδάφισης παρανόμως ανεγερθείσας οικοδομής ― Εφαρμοστέες αρχές ― Επικύρωση πρωτόδικης απόφασης με την οποία δεν διατάχθηκε η κατεδάφιση παρανόμως ανεγερθείσας οικοδομής πολύ μικρής έκτασης, επί τω ότι, με την έκδοση διατάγματος θα επιφέρετο τεράστια οικονομική ζημιά και κλείσιμο της επιχείρησης ενώ ήταν ανέφικτη η αποκοπή από τη νομίμως ανεγερθείσα οικοδομή ― Υπόμνηση Εφετείου ότι η απόφαση θα πρέπει να ενταχθεί στα πολύ ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης, παρά στην καθιέρωση νέας νομολογιακής αρχής.
Ο εφεσείων αμφισβήτησε με την έφεση πρωτόδικη απόφαση με την οποία αποφασίστηκε η μη έκδοση διατάγματος κατεδάφισης παρανόμως ανεγερθείσας οικοδομής, παρά την καταδίκη των εφεσιβλήτων σε κατηγορίες ανέγερσης οικοδομής χωρίς άδεια, χρήσης οικοδομής χωρίς πιστοποιητικό έγκρισης και κατοχής οικοδομής χωρίς πιστοποιητικό έγκρισης.
Το παράνομο οικοδόμημα είχε ανεγερθεί σε τεμάχιο, στο οποίο η εφεσίβλητη 2 είναι συνιδιοκτήτρια, και επεκτεινόταν σε χώρο 2½ μέτρων εντός τεμαχίου, στο οποίο επίσης είναι συνιδιοκτήτρια.
Η συγκεκριμένη επέκταση αφορούσε στέγαστρο το οποίο ευρίσκεται στον αέρα. Η βασική οικοδομή καλυπτόταν από άδεια οικοδομής και οι κατηγορίες αφορούσαν, ακριβώς, το επιπρόσθετο αυτό μέρος της οικοδομής. Συγκεκριμένα, επρόκειτο για εστιατόριο του οποίου η εφεσίβλητη 1 ήταν ενοικιάστρια και διαχειρίστρια και ο εφεσίβλητος 3 διευθυντής της.
Το Δικαστήριο επέβαλε ποινή προστίμου στους εφεσίβλητους. Έκρινε ότι η παραβίαση αφορούσε μόνο ένα κομμάτι του οικοδομήματος, ήτοι μόνο 2,5μ, ενώ το υπόλοιπο ήταν νόμιμο.
Έκρινε περαιτέρω, ότι η έκδοση διατάγματος κατεδάφισης, θα ήταν δυσανάλογη τιμωρία σε σχέση με την έκταση της παραβίασης, λόγω του ότι θα επηρεαζόταν από μια τέτοια διαταγή όλο το οικοδόμημα ενώ η παραβίαση ήταν πολύ μικρή.
Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
α) Λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η παράβαση ήταν πολύ μικρή και ως εκ τούτου, δεν εξέδωσε διάταγμα κατεδάφισης της παρανομίας.
β) Λανθασμένα ελήφθη υπόψη ότι η εφεσίβλητη, είχε πράξει ότι ήταν δυνατό για να νομιμοποιήσει το παράνομο μέρος της οικοδομής.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Εκείνο το οποίο, ουσιαστικά, εβάρυνε στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ήταν ότι, όντως, η οικοδομή αυτή είχε ήδη καλυφθεί από άδεια και η παράβαση, στην οποία αναφέρθηκε ως πολύ μικρή, ήταν της έκτασης των 2 ½ μέτρων αλλά και, ιδιαίτερα, διότι, όπως είχε δηλωθεί και δεν είχε αμφισβητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, αν η διακριτική του ευχέρεια ασκείτο με την έκδοση διατάγματος θα επιφέρετο τεράστια οικονομική ζημιά και κλείσιμο της επιχείρησης διότι δεν μπορούσε το συγκεκριμένο κομμάτι των 2½ μέτρων να αποκοπεί από το υπόλοιπο και θα έπρεπε, ουσιαστικά, να κατεδαφιστεί το όλο οικοδόμημα ως επηρεαζόμενο και το οποίο, ήταν νομίμως ανεγερθέν.
2. Στο σύνολο των δεδομένων, στα οποία φαίνεται να βασίστηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο για την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, η κατάληξή του ήταν εντός των επιτρεπτών πλαισίων άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του.
3. Τα γεγονότα της υπόθεσης είχαν τη δική τους ιδιαιτερότητα και ως εκ τούτου η επικύρωση του τρόπου άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, υπέρ της μη έκδοσης του διατάγματος κατεδάφισης, θα έπρεπε να ενταχθεί στα πολύ ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης παρά στην καθιέρωση νέας νομολογιακής αρχής.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Αδελφοί Λαμπριανίδη κ.ά. ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερίου (1989) 2 Α.Α.Δ. 390.
Έφεση εναντίον Ποινής.
Έφεση από τον Παραπονούμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Γεωργίου-Αντωνίου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 16091/08), ημερομηνίας 13/9/10.
Ι. Ιωάννου, για τον Eφεσείοντα.
Α. Πελεκάνος, για τον Eφεσίβλητο.
Ex tempore
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου Θα δώσει ο δικαστής Χατζηχαμπής, Δ..
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι παραδέχθησαν κατηγορίες ανέγερσης οικοδομής χωρίς άδεια, χρήσης οικοδομής χωρίς πιστοποιητικό έγκρισης και κατοχής οικοδομής χωρίς πιστοποιητικό έγκρισης. Άλλες κατηγορίες που αντιμετώπιζαν αποσύρθηκαν. Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Έπαρχο, ο οποίος ήταν ο φέρων τις κατηγορίες και ο οποίος είναι εφεσείων, εκθέτωντας τα γεγονότα ανέφερε ότι αυτά είναι όπως αναφέρονται στις λεπτομέρειες των κατηγοριών, οπότε ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους εφεσίβλητους προχώρησε να αναφέρει στο δικαστήριο τη δική του εικόνα της όλης κατάστασης. Προέκυψε δε, ότι το οικοδόμημα στο οποίο αφορά η υπόθεση έχει οικοδομηθεί στο τεμάχιο 352, στο οποίο η εφεσίβλητη 2 είναι συνιδιοκτήτρια, και επεκτείνεται σε χώρο 2½ μέτρων εντός του τεμαχίου 356, στο οποίο επίσης είναι συνιδιοκτήτρια. Η συγκεκριμένη επέκταση αφορά στέγαστρο το οποίο ευρίσκεται στον αέρα. Η βασική οικοδομή καλύπτετο από άδεια οικοδομής και οι κατηγορίες αφορούσαν, ακριβώς, το επιπρόσθετο αυτό μέρος της οικοδομής. Συγκεκριμένα, επρόκειτο για εστιατόριο του οποίου η εφεσίβλητη 1 ήταν ενοικιάστρια και διαχειρίστρια και ο εφεσίβλητος 3 διευθυντής της.
Το Δικαστήριο επέβαλε ποινή προστίμου στους εφεσίβλητους. Το επίμαχο θέμα στην έφεση είναι η απόρριψη του αιτήματος του εφεσείοντος όπως εκδοθεί και διάταγμα κατεδάφισης ως προς την έκταση της παράβασης. Το Δικαστήριο παρέπεμψε στη σχετική νομολογία που αφορά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του ως προς την έκδοση διατάγματος κατεδάφισης, προκειμένου περί μη νομιμοποιημένης οικοδομής, και, ιδιαίτερα, στην απόφαση Αδελφοί Λαμπριανίδη κ.ά. ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερίου (1989) 2 Α.Α.Δ. 390 και στο σχετικό απόσπασμα ότι:
«ο πρωταρχικός παράγοντας στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου ως προς την έκδοση διατάγματος κατεδάφισης είναι η διασφάλιση της εγκυρότητας της πολεοδομικής νομοθεσίας και η αποκατάσταση της νομιμότητας. Η έκδοση διατάγματος για την κατεδάφιση παράνομων οικοδομών μπορεί να αποφευχθεί μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που η παρέκκλιση από τους όρους οικοδομής είναι ασήμαντη σε τέτοιο βαθμό που η κατεδάφιση του συνόλου της οικοδομής θα συνιστούσε τιμωρία δυσανάλογη προς τη βαρύτητα του πταίσματος.».
Στην προκείμενη περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε:
«η παραβίαση αφορά μόνο ένα κομμάτι του οικοδομήματος, ήτοι μόνο 2,5μ, ενώ το υπόλοιπο είναι νόμιμο. Η θέση του συνηγόρου Υπεράσπισης δεν αμφισβητήθηκε από τον συνήγορο του παραπονούμενου, δηλαδή ότι μόνο ένα πολύ μικρό μέρος του οικοδομήματος βρίσκεται στο τεμάχιο 356. Ούτε και αμφισβήτησε ο συνήγορος του Παραπονούμενου ότι η παραβίαση ήταν μικρής έκτασης.
Συνεπακόλουθα θεωρώ ότι η διακριτική μου ευχέρεια θα πρέπει να ασκηθεί με τέτοιο τρόπο που να μην αδικηθούν οι Κατηγορούμενοι αφού το μεγαλύτερο μέρος της ανεγερθείσας οικοδομής είναι νόμιμο και έχει πράξει, η Κατηγορούμενη 2 η οποία είναι συνιδιοκτήτρια στο τεμάχιο 356, ότι ήταν δυνατό για να νομιμοποιήσει το μέρος της οικοδομής που βρίσκεται σε αυτό. Επαναλαμβάνω αυτές οι θέσεις της Υπεράσπισης δεν αμφισβητήθηκαν.
Θεωρώ, με βάση τα όσα έχουν αναφερθεί και δεν έχουν αμφισβητηθεί, ότι η έκδοση διατάγματος κατεδάφισης, λόγω του ότι θα επηρεαστεί από μια τέτοια διαταγή όλο το οικοδόμημα ενώ η παραβίαση είναι πολύ μικρή, θα είναι δυσανάλογη τιμωρία σε σχέση με την έκταση της παραβίασης, Οπόταν δεν εκδίδω οποιοδήποτε διάταγμα.»
Δύο είναι οι λόγοι έφεσης, εκ των οποίων έχει απομείνει μόνο ο ένας, και εκείνος πιο περιορισμένος, αφού οι αναφορές που εγίνοντο στο λόγο έφεσης 1 όπως και ολόκληρος ο λόγος έφεσης 2 έχουν αποσυρθεί στην έκταση που αφορούν πλάνη του Δικαστηρίου ως προς το είδος και την έκταση της παρανομίας. Το τι ελέχθη ενώπιον του Δικαστηρίου, ως προς αυτόν, περιέχεται στα πρακτικά της 6ης Σεπτεμβρίου 2010 και όσα ελέχθησαν από τον κ. Πελεκάνο δεν αμφισβητήθηκαν από τον κ. Ιωάννου. Πέραν τούτου, και στα πρακτικά της 9ης Σεπτεμβρίου 2010, το Δικαστήριο ρώτησε, συγκεκριμένα, ποιά η έκταση της παρανομίας και εδηλώθη από τον κ. Πελεκάνο ότι «η έκταση της παράνομης οικοδομής είναι 2½ μέτρα και αυτό είναι το μόνο οικοδόμημα το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ως παράνομο, είναι όμως ενιαίο με το υπόλοιπο για το οποίο υπάρχουν όλες οι νενομισμένες άδειες». Απευθυνόμενο δε προς τον κ. Ιωάννου το Δικαστήριο ερώτησε, «συμφωνείτε ότι η έκταση της παράνομης οικοδομής για την οποία ζητείται διάταγμα κατεδάφισης, εκτείνεται στα 2½ μέτρα και ότι για το υπόλοιπο οικοδόμημα υπάρχουν άδειες;», και ο κ. Ιωάννου απάντησε «Ναι, συμφωνώ».
Το βασικό παράπονο, τώρα, του εφεσείοντα το οποίο απομένει, είναι ότι λανθασμένα το Δικαστήριο έκρινε ότι τα 2½ μέτρα της παράνομης προέκτασης της οικοδομής ήταν μικρή παράβαση και, ως εκ τούτου, δεν εξέδωσε διάταγμα κατεδάφισης της παρανομίας. Περαιτέρω αναφορά γίνεται στην παρατήρηση του Δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη 2, προσεγγίζοντας τη συνιδιοκτήτρια για να εξασφαλίσει τη συγκατάθεσή της, είχε πράξει ότι ήταν δυνατό για να νομιμοποιήσει το παράνομο μέρος της οικοδομής, παράγοντας ο οποίος, όπως εισηγήθηκε ο κ. Ιωάννου, δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη, εφόσον το κρινόμενο είναι η εξ αρχής νομιμότητα της οικοδομής και όχι η εκ των υστέρων προσπάθεια νομιμοποίησής της με καλυπτική άδεια. Επικεντρώθηκε, μάλιστα, ο ευπαίδευτος συνήγορος στο όντως δεδομένο ότι επρόκειτο για μέρος οικοδομής το οποίο δεν εκαλύπτετο από την άδεια και, ως εκ τούτου, μια παρανομία αυτού του είδους, όπως εισηγήθηκε, δεν πρέπει να γίνει ανεκτή υπό οιεσδήποτε συνθήκες.
Η υπόθεση έχει κάποια προϊστορία. Φαίνεται, δηλαδή, ότι πριν από πολλά χρόνια η εφεσίβλητη 2, ως συνιδιοκτήτρια στο τεμάχιο 356 εδέχθη, τότε, όπως η άλλη συνιδιοκτήτρια ανεγείρει διαμερίσματα σ' αυτό και εθεώρησε ότι ανάλογη υποχρέωση είχε και η συνιδιοκτήτρια εκείνη να της δώσει την έγκρισή της για την οικοδομή αυτή ώστε να εξασφαλίσει την καλυπτική άδεια. Προέβαλε όμως η άλλη συνιδιοκτήτρια παράλογες απαιτήσεις και ανταλλάγματα, οπότε δεν υπήρξε κατάληξη. Τα λέμε αυτά, όμως, και προς μια άλλη κατεύθυνση. Ότι, δηλαδή, εκείνο που αφορά την υπόθεση ενώπιόν μας, δεν είναι οι όποιες υπάρχουσες διαφορές μεταξύ των συνιδιοκτητών ή κατά πόσο υπάρχει θέμα επέμβασης ως αστικό αδίκημα, αλλά, κατά πόσο υπάρχει παράβαση του νόμου όσον αφορά τον Έπαρχο και κατά πόσο, δηλαδή, η ανέγερση της οικοδομής αυτής με την επέκταση του στεγάστρου, χωρίς ιδιαίτερη αναφορά στο ότι αυτή ήταν εντός άλλου κτήματος, συνιστά παρανομία για την οποία θα έπρεπε να εκδοθεί διάταγμα κατεδάφισης.
Ερχόμενοι τώρα στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, θέλουμε να παρατηρήσουμε ότι ορθώς το Δικαστήριο αντιλήφθηκε τη νομολογία, στην οποία και παρέπεμψε, και η οποία τονίζει ότι ο πρωταρχικός παράγοντας στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου είναι η διασφάλιση της νομιμότητας και της εγκυρότητας της πολεοδομικής νομοθεσίας, ούτως ώστε και με το διάταγμα το οποίο επιδιώκεται να αποκαθίσταται η νομιμότητα η οποία έχει διαταραχθεί αυθαιρέτως. Όμως η νομολογία αναγνωρίζει, συγχρόνως, ότι η έκδοση του διατάγματος είναι θέμα διακριτικής ευχέρειας, εφόσον μπορεί να υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες δεν θα ήταν λογικό να εκδοθεί το διάταγμα, αν αυτό θα συνιστούσε υπέρμετρη τιμωρία σε σχέση με την παράβαση τη δεδομένη στιγμή που το θέμα κρίνεται από το δικαστήριο.
Η δεύτερη μας παρατήρηση αφορά την εφαρμογή των αρχών αυτών στην προκείμενη περίπτωση. Είναι γεγονός ότι το Δικαστήριο φαίνεται να εξέλαβε, όπως παραπονείται και ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον εφεσείοντα, ότι επρόκειτο για πολύ μικρή παράβαση. Βεβαίως, η έκταση της παράβασης δεν σταθμίζεται μόνο με το χώρο ο οποίος καταλαμβάνεται από αυτή, η δε έννοια της μικρής ή μεγάλης ή πολύ μικρής ή πολύ μεγάλης συναρτάται και προς την έκταση της όλης οικοδομής αλλά και προς τη σημασία της παράβασης σε σχέση με το είδος αυτής και την ένταξή της στο όλο πλαίσιο της οικοδομής. Όμως αυτό δεν είναι ιδιαίτερα σημαντικό, εφόσον εκείνο το οποίο, ουσιαστικά, εβάρυνε στην κρίση του Δικαστηρίου, ήταν ότι, όντως, η οικοδομή αυτή είχε ήδη καλυφθεί από άδεια και η παράβαση, στην οποία αναφέρθηκε ως πολύ μικρή, ήταν της έκτασης των 2 ½ μέτρων αλλά και, ιδιαίτερα, διότι, όπως είχε δηλωθεί και δεν είχε αμφισβητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, αν η διακριτική του ευχέρεια ασκείτο με την έκδοση διατάγματος θα επιφέρετο τεράστια οικονομική ζημιά και κλείσιμο της επιχείρησης διότι δεν μπορούσε το συγκεκριμένο κομμάτι των 2½ μέτρων να αποκοπεί από το υπόλοιπο και θα έπρεπε, ουσιαστικά, να κατεδαφιστεί το όλο οικοδόμημα ως επηρεαζόμενο και το οποίο, όπως υποδείξαμε, ήταν νομίμως ανεγερθέν. Αυτά είναι που το Δικαστήριο, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η εφεσιβλητη 2 ήταν συνιδιοκτήτρια στο τεμάχιο 256, θεώρησε ως δυσανάλογη τιμωρία σε σχέση με την έκταση της παράβασης και η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του, υπό τοιαύτες συνθήκες, δεν θα μπορούσε να ήταν τέτοια που να μπορούσε να προκαλέσει την παρέμβασή του Εφετείου. Το Δικαστήριο επεκτάθηκε και στις προσπάθειες της εφεσίβλητης 2 να επιδιώξει νομιμοποίηση του μέρους εκείνου της οικοδομής και δεν συμφωνούμε ότι αυτό ήταν ανεπίτρεπτο. Ασφαλώς, στο όλο πλέγμα της συμπεριφοράς των μερών, και αυτό θα ήταν ένας παράγοντας που θα μπορούσε να σταθμιστεί, έστω και αν προέκυψε εκ των υστέρων και ήταν ήσσονος σημασίας, αφού, μάλιστα, συνδέετο και προς την όλη συμπεριφορά της άλλης συνιδιοκτήτριας σε σχέση με την εφεσίβλητη 2.
Επομένως, στο σύνολο των δεδομένων, στα οποία φαίνεται να βασίστηκε το Δικαστήριο για την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, η κατάληξή του ήταν εντός των επιτρεπτών πλαισίων άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του και δεν ήταν εκτός των πλαισίων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε δική μας παρέμβαση, ως εφετείο πλέον, διαπιστώνοντας, δηλαδή, σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν τη δική της ιδιαιτερότητα και ως εκ τούτου η επικύρωση του τρόπου άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου υπέρ της μη έκδοσης του διατάγματος κατεδάφισης, θα πρέπει να ενταχθεί στα πολύ ιδιαίτερα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης παρά στην καθιέρωση νέας νομολογιακής αρχής.
Για τους λόγους αυτούς η έφεση απορρίπτεται.
Υπάρχει θέμα εξόδων;
Πελεκάνος - Όχι κύριε Πρόεδρε.
Δικαστήριο - Καμιά διαταγή για έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται.