ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 2 ΑΑΔ 215
1 Μαρτίου, 2013
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΝΑΓΗ, Δ/στές]
ΣΩΤΗΡΗΣ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 194/2008)
Πυροβόλα όπλα ― Παράλειψη υποχρέωσης ασφαλούς φύλαξης όπλου ― Κατά πόσον ήταν ορθή η πρωτόδικη κρίση ότι ο εφεσείων είχε αποτύχει να λάβει τις εύλογες προφυλάξεις για να διασφαλίσει ότι το όπλο δεν θα ήταν προσιτό σε άλλο πρόσωπο και ότι δεν το είχε φυλάξει σε ασφαλές μέρος ― Παραμερίστηκε από το Εφετείο ως ακροσφαλής.
Σύνταγμα ― Θεμελιώδη Δικαιώματα ― Δίκαιη δίκη ― Η πάροδος μεγάλου χρόνου στην εκδίκαση της δίκης, δεν προδικάζει και το μη δίκαιο της δίκης, αλλά πρέπει να έχει φανεί ότι υπάρχει δυσμενής επηρεασμός.
Νομική αρωγή ― Αντισυνταγματικότητα ― Με την έκδοση της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 88, ο σχετικός νόμος που καθόριζε το δικαίωμα νομικής αρωγής σε συνάρτηση με το ύψος της ποινής του αδικήματος, εκηρύχθη αντισυνταγματικός.
O εφεσείων αμφισβήτησε με την έφεση την καταδίκη του σε κατηγορία παράλειψης υποχρέωσης ασφαλούς φύλαξης πυροβόλου όπλου, κατά παράβαση του περί Πυροβόλων Όπλων Νόμου του 2004 (Ν. 113(Ι)/2004).
Η υπόθεση προέκυψε από δική του καταγγελία για κλοπή του εν λόγω όπλου, η οποία συναρτήθηκε, στη συνέχεια, και με πρόσωπο το οποίο είχε εργαστεί στην οικία του εφεσείοντα και στον οποίο απεδόθη η κλοπή αφού, λήφθηκε κατάθεση από τον ίδιο ο οποίος την ομολόγησε.
Η κατάθεση αυτή παρουσιάστηκε κατά τη δίκη, το πρόσωπο εκείνο όμως δεν κλήθηκε ως μάρτυρας, αφού είχε, εν τω μεταξύ, εγκαταλείψει την Κύπρο.
Το Δικαστήριο, αποδεχόμενο τη μαρτυρία του αστυνομικού και θεωρώντας ότι η μαρτυρία του εφεσείοντα δεν απεκάλυπτε την αλήθεια, κατέληξε ότι ο εφεσείων είχε αποτύχει να λάβει τις εύλογες προφυλάξεις για να διασφαλίσει ότι το όπλο δεν θα ήταν προσιτό σε άλλο πρόσωπο και ότι δεν το είχε, φυλάξει σε ασφαλές μέρος.
Με την έφεση υποστηρίχθηκε ότι:
α) Η καταδίκη ήταν ακροσφαλής.
β) Παραβιάστηκε η αρχή της δίκαιης δίκης ιδιαίτερα ως εκ του χρόνου ο οποίος είχε μεσολαβήσει, και τη μη εκπροσώπηση του εφεσείοντα από δικηγόρο.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η καταδίκη ήταν ακροσφαλής. Η μαρτυρία η οποία εδόθη από πλευράς της αστυνομίας ήταν τέτοια που να μην είχε τη στοχευμένη δυνατότητα να εξηγήσει τις επακριβείς συνθήκες φύλαξης του όπλου.
2. Η μαρτυρία αυτή προέκυψε από εκ των υστέρων παρατήρηση, ενώ η μόνη μαρτυρία που θα μπορούσε να δοθεί ως προς την εκ των προτέρων παρατήρηση, πέραν εκείνης του εφεσείοντα, ήταν εκείνη του πρώην υπαλλήλου, ο οποίος δεν ήλθε ως μάρτυρας στη διαδικασία. Αυτό δεν θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τον εφεσείοντα παρά μόνο να συντείνει στην αποδυνάμωση της μαρτυρίας του αστυνομικού εξεταστή.
3. Το Δικαστήριο έκρινε, ουσιαστικά, ότι η μαρτυρία του εφεσείοντα θα έπρεπε να απορριφθεί με αναφορά στο ότι η μαρτυρία του ήταν σε πλήρη αντίφαση με την ήδη κριθείσα ως αξιόπιστη μαρτυρία του ΜΚ1.
4. Στο σύνολό τους, οι συνθήκες φύλαξης δεν είχαν προσδιοριστεί με την ακρίβεια που θα έπρεπε και, επομένως, δεν ήταν δυνατό να εξαχθεί συμπέρασμα ότι οι συνθήκες δεν παρείχαν την απαιτούμενη ασφάλεια ώστε το όπλο να μην περιέλθει στην κατοχή τρίτου προσώπου.
5. Το ζητούμενο παρέμενε πάντοτε, όχι αν το όπλο όντως εκλάπη ώστε να υποδήλωνε τη δυνατότητα να κλαπεί, αλλά το εύλογο των συνθηκών φύλαξης ως προς τις οποίες, υπήρχε αμφιβολία για το λογικό της κατάληξης του Δικαστηρίου.
6. Ενόψει της κατάληξης επί της ουσίας, ο λόγος έφεσης περί μη δίκαιης δίκης δεν απασχόλησε. Υπομνήσθηκε ωστόσο ότι η εξάντληση των πόρων του εφεσείοντα, με τις αναβολές οι οποίες υπήρξαν, και η καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης, να ήταν ένας παράγοντας, που, αν αναδεικνύετο, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως επηρεάζων τον εφεσείοντα, με την έννοια ότι δεν ήταν πλέον σε θέση να διατηρήσει δικηγόρο.
7. Η βάση πάνω στην οποία το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση για νομική αρωγή, ήταν εσφαλμένη.
Η έφεση επιτράπηκε.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Κωνσταντίνου v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 88.
Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.
Έφεση από τον Καταδικασθέντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Κουννίδου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 11736/05), ημερομηνίας 14/10/08.
Ο Εφεσείων παρών, παρουσιάζεται αυτοπροσώπως.
Ξ. Ξενοφώντος, για την Eφεσίβλητη.
Ex tempore
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Δ. Χατζηχαμπής, Δ..
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ. Δ.: O εφεσείων αντιμετώπισε κατηγορία παράλειψης υποχρέωσης ασφαλούς φύλαξης πυροβόλου όπλου, κατά παράβαση του περί Πυροβόλων Όπλων Νόμου του 2004 (Ν. 113(Ι)/2004). Η υπόθεση προέκυψε από δική του καταγγελία για κλοπή του εν λόγω όπλου, η οποία συναρτήθηκε, στη συνέχεια, και με πρόσωπο (τον Κοσμά) το οποίο είχε εργαστεί στην οικία του εφεσείοντα και στον οποίο απεδόθη η κλοπή αφού, μάλιστα, λήφθηκε κατάθεση από τον ίδιο ο οποίος την ομολόγησε. Η κατάθεση αυτή παρουσιάστηκε κατά τη δίκη, το πρόσωπο εκείνο όμως δεν κλήθηκε ως μάρτυρας στη δίκη, αφού είχε, εν τω μεταξύ, εγκαταλείψει την Κύπρο και εκκρεμούσε, μάλιστα, ένταλμα σύλληψής του σε σχέση με τη μη παρουσία του στην υπόθεση για την οποία κατηγορείτο. Σύμφωνα με τα όσα προέκυψαν από την ακρόαση, φαίνεται ότι το όπλο αυτό, το οποίο ήταν οικογενειακό κειμήλιο, εκλάπη από μια ψησταριά η οποία ευρίσκετο στον υπόγειο χώρο της οικίας του. Το ερώτημα το οποίο έθεσε και αντιμετώπισε το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν κατά πόσο οι συνθήκες φύλαξης του όπλου ήσαν τέτοιες που να καταδείκνυαν ενοχή ως προς το αδίκημα. Το σχετικό άρθρο του νόμου είναι το Άρθρο 36 το οποίο προνοεί ότι:
«Πρόσωπο το οποίο έχει στην κατοχή του πυροβόλο όπλο ή μη πυροβόλο όπλο υποχρεούται να το φυλάσσει συνεχώς σε ασφαλές μέρος και σε ασφαλή κατάσταση, να λαμβάνει όλες τις εύλογες προφυλάξεις με τις οποίες να διασφαλίζεται ότι το όπλο δεν μπορεί να απολεσθεί ή κλαπεί ή είναι προσιτό σε άλλο πρόσωπο μη νόμιμα δικαιούμενο να κατέχει όπλο».
Εξέτασε, λοιπόν, το πρωτόδικο δικαστήριο τη μαρτυρία η οποία εδόθη, συγκεκριμένα από το ΜΚ1, αστυνομικό, ο οποίος, μετά από την καταγγελία του εφεσείοντα, επήγε στην οικία του και διενήργησε επιτόπιες εξετάσεις. Η θέση του εφεσείοντα ήταν ότι αυτός είχε λάβει τις απαραίτητες προφυλάξεις για ασφαλή φύλαξη του όπλου και ότι το μέρος, στο οποίο είχε φυλάξει το όπλο, δεν ήταν τέτοιο που να μπορούσε να προβλεφθεί ότι κάποιο πρόσωπο θα εντόπιζε εκεί το όπλο και θα το έκλεπτε. Απέδωσε μάλιστα την κλοπή στο γεγονός ότι το πρόσωπο, το οποίο εφέρετο ως ο κλέπτης, μπόρεσε να το πάρει, ακριβώς διότι εργάζετο στην οικία γνωρίζοντας τα στοιχεία τα οποία περιέβαλλαν τη φύλαξη και, επομένως, αυτό έδειχνε ότι, χωρίς την ιδιαίτερη αυτή γνώση, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι κάποιος ο οποίος ερχόταν από έξω προβλέψιμα θα μπορούσε να εντοπίσει το όπλο και να το πάρει. Αυτά, σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι το ημιυπόγειο αποτελούσε βεβαίως μέρος της κατοικίας και δεν αναμένετο ότι κάποιος θα εισερχόταν στην κατοικία χωρίς την άδεια του εφεσείοντα. Περαιτέρω δε, στο χώρο εκείνο εγίνοντο εργασίες και υπήρχε γενικά μια κατάσταση που δεν απεκάλυπτε εύκολα την παρουσία του όπλου στο μέρος εκείνο.
Το Δικαστήριο, αποδεχόμενο τη μαρτυρία του αστυνομικού και θεωρώντας ότι η μαρτυρία του εφεσείοντα δεν απεκάλυπτε την αλήθεια, εβασίσθη σε δυο, ουσιαστικά, στοιχεία, για να αιτιολογήσει την κατάληξή του ότι αποδεικνύετο η ενοχή. Δεν απεδέχθη τη μαρτυρία του εφεσείοντα, η οποία αφορούσε τη διαμόρφωση του χώρου του ημιυπόγειου στο οποίο βρισκόταν η ψησταριά και την ορατότητά της καθώς και τη θέση του ότι η ψησταριά δεν ήταν γυάλινη, όπως είχε αναφέρει ο αστυνομικός, αλλά μεταλλική. Ο αστυνομικός είχε αναφερθεί στο ότι, εισερχόμενος κάποιος στο ημιυπόγειο, μπορούσε να δει από μεγάλη απόσταση την ψησταριά και ότι, μέσα από τη ψησταριά, η οποία ήταν γυάλινη, μπορούσε να δει και το όπλο. Η περαιτέρω αναφορά του εφεσείοντα ήταν στο γεγονός ότι διατηρούσε και σκύλο, ο οποίος ήταν πρόσθετη προφύλαξη κατά της πιθανότητας οποιουδήποτε να εισέλθει στην οικία με κακούς σκοπούς. Τα δυο στοιχεία, στα οποία βασίστηκε το Δικαστήριο εξηγώντας τα συμπεράσματα του ως ευρήματα, ήταν ότι η ψησταριά, εντός της οποίας ευρίσκετο το όπλο, ήταν στο ημιυπόγειο και διακρινόταν από μεγάλη απόσταση μόλις κάποιος εισερχόταν σε αυτό, αφού μάλιστα δεν είχε πόρτες παρά μόνο μια μεγάλη ελεύθερη είσοδο στην οποία εισέρχετο κάποιος από την αυλή της οικίας, χωρίς να είναι ανάγκη να εισέλθει πρώτα στην οικία αυτή καθ' εαυτή. Δεύτερον, ότι το όπλο, φυλαγμένο στη γυάλινη ψησταριά, ήταν διακριτό από έξω. Περαιτέρω δε, ότι η ψησταριά ήταν μεν κλειστή αλλά ήταν ξεκλείδωτη.
Έχουμε ακούσει τις εισηγήσεις των δυο πλευρών επί της κατάληξης του Δικαστηρίου ότι, με αναφορά σ' αυτά τα δεδομένα, ο εφεσείων είχε αποτύχει να λάβει τις εύλογες προφυλάξεις για να διασφαλίσει ότι το όπλο δεν θα ήταν προσιτό σε άλλο πρόσωπο και ότι δεν το είχε, επομένως, φυλάξει σε ασφαλές μέρος. Η κατάληξή μας, επί τους ουσίας της υπόθεσης, είναι ότι η καταδίκη είναι ακροσφαλής. Θεωρούμε ότι, αφ' ενός μεν η μαρτυρία η οποία εδόθη από πλευράς της αστυνομίας ήταν τέτοια που να μην είχε τη στοχευμένη δυνατότητα να εξηγήσει τις επακριβείς συνθήκες φύλαξης του όπλου. Η μαρτυρία αυτή προέκυψε από εκ των υστέρων παρατήρηση, ενώ η μόνη μαρτυρία που θα μπορούσε να δοθεί ως προς την εκ των προτέρων παρατήρηση, πέραν εκείνης του εφεσείοντα βεβαίως, ήταν εκείνη του Κοσμά ο οποίος δεν ήλθε ως μάρτυρας στη διαδικασία. Αυτό δεν θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τον εφεσείοντα παρά μόνο να συντείνει στην αποδυνάμωση της μαρτυρίας του αστυνομικού εξεταστή. Το Δικαστήριο έκρινε, ουσιαστικά, ότι η μαρτυρία του εφεσείοντα θα έπρεπε να απορριφθεί με αναφορά στο ότι η μαρτυρία του ήταν σε πλήρη αντίφαση με την ήδη κριθείσα ως αξιόπιστη μαρτυρία του ΜΚ1. Μα το ζητούμενο ήταν ακριβώς κατά πόσο, έχοντας υπόψη και τις δυο μαρτυρίες, ήταν εύλογο να καταλήξη σε συμπέρασμα ως προς τις ακριβείς συνθήκες φύλαξης, τις οποίες ο εφεσείων γνώριζε καλύτερα από τον αστυνομικό ο οποίος εξέτασε εκ των υστέρων τα πράγματα. Έπειτα, είναι και το γεγονός της κάποιας αναντιστοιχίας ως προς την περιγραφή της εν λόγω ψησταριάς αλλά και των άλλων αντικειμένων τα οποία, ενδεχομένως, να εμπόδιζαν το πεδίο δράσης εντός του υπογείου, λαμβάνοντας υπόψη την όλη ακαταστασία η οποία υπήρχε με τις εργασίες οι οποίες εγίνοντο αλλά και, ενδεχομένως, το γεγονός ότι ακριβώς εκείνος εθεωρήθη από τον Εφεσείοντα ασφαλής χώρος φύλαξης, λόγω του μη ύποπτου ως προς τούτο της δυνατότητας παρουσίας του όπλου στο χώρο εκείνο. Υπάρχουν ακόμα χαλαρές περιγραφές της ψησταριάς σε διάφορα σημεία της μαρτυρίας, ενώ οι φωτογραφίες οι οποίες παρουσιάσθηκαν δεν βοηθούν για την εξαγωγή συμπεράσματος ότι επρόκειτο για περιγραφή την οποία το Δικαστήριο με τόση ακρίβεια επιδίωξε να δώσει. Στο σύνολό τους, λοιπόν, οι συνθήκες φύλαξης δεν έχουν προσδιοριστεί με την ακρίβεια που θα έπρεπε και, επομένως, δεν ήταν δυνατό να εξαχθεί συμπέρασμα ότι οι συνθήκες δεν παρείχαν την απαιτούμενη ασφάλεια ώστε το όπλο να μην περιέλθει στην κατοχή τρίτου προσώπου. Το Δικαστήριο εσχολίασε, μάλιστα, το γεγονός ότι το ανεπαρκές της φύλαξης καταδεικνύεται από το ίδιο το γεγονός της απώλειάς του και της ανεύρεσής του σε μετέπειτα στάδιο στα χέρια του Κοσμά. Μα, αυτό δεν αποδεικνύει οτιδήποτε και αποτελεί λανθασμένη προσέγγιση στο θέμα, αφού το ζητούμενο παραμένει πάντοτε, όχι αν το όπλο όντως εκλάπη ώστε να υποδήλωνε τη δυνατότητα να κλαπεί, αλλά το εύλογο των συνθηκών φύλαξης ως προς τις οποίες, όπως είπαμε, υπάρχει αμφιβολία για το λογικό της κατάληξης του Δικαστηρίου.
Έχοντας πει αυτά, θέλουμε να σημειώσουμε ότι ο εφεσείων είχε εγείρει και δυο άλλες πτυχές που αφορούν όχι την ουσία της υπόθεσης αλλά, πρώτον, το μη δίκαιο της δίκης, ιδιαίτερα ως εκ του χρόνου ο οποίος έχει μεσολαβήσει, και, δεύτερον, τη μη εκπροσώπησή του από δικηγόρο. Ως προς το δεύτερο, αναφέρουμε συγκεκριμένα ότι ο εφεσείων φαίνεται να είχε δικηγόρο στα αρχικά στάδια, αλλά έπαυσε να έχει δικηγόρο την ημέρα που η ακρόαση άρχισε. Η ακρόαση άρχισε στις 5.5.08, δηλαδή τρία χρόνια μετά από τη διάπραξη του αδικήματος. Ζητήσαμε πληροφόρηση η οποία εδόθη από την ευπαίδευτη συνήγορο για τη Δημοκρατία ως προς τις αναβολές οι οποίες εδίδοντο, που φαίνεται να άρχιζαν από τις 3.5.2006 που η υπόθεση ορίστηκε, κατά πρώτον, για ακρόαση. Αυτό σήμαινε, βεβαίως, ένα χρόνο μετά από τη διάπραξη του αδικήματος και εδόθησαν τρεις αναβολές μέχρι τις 11.5.2007, λόγω έλλειψης χρόνου του Δικαστηρίου. Μια αναβολή φαίνεται να εδόθη, στη συνέχεια, λόγω αδυναμίας της υπεράσπισης να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της εκείνη την ημέρα και μια άλλη ακόλουθη αναβολή και πάλιν λόγω έλλειψης χρόνου. Ενώ ακολούθησε στις 14.12.07 αίτημα για νομική αρωγή το οποίο απερρίφθη στις 20.12.07. Η υπόθεση κατέληξε στις 5.5.08, αφού ανεβλήθη και πάλιν άλλη μια φορά, χωρίς να έχουμε το λόγο. Και σε όλα αυτά τα δεδομένα, προστίθεται το γεγονός της περαιτέρω καθυστέρησης της έφεσης, που ενώ κατεχωρήθη το 2008 ακούεται το 2013. Πρέπει να σημειωθεί επ' αυτού βεβαίως, ότι η υπόθεση είχε παραμείνει στο Πρωτοκολλητείο χωρίς να έλθει ενώπιον του Δικαστηρίου, εν αναμονή των πρακτικών τα οποία δεν είχαν αποσταλεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου. Ήταν το ίδιο το Δικαστήριο που εζήτησε να παρουσιαστούν ενώπιόν του όλες οι ποινικές υποθέσεις που δεν είχαν ορισθεί, και ήταν με αυτό τον τρόπο που η υπόθεση ορίσθηκε. Αν και δεν θα μας απασχολήσει ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης ενόψει της κατάληξής μας επί της ουσίας, θέλουμε να παρατηρήσουμε ότι η πάροδος του μεγάλου χρόνου, σύμφωνα με τη νομολογία, δεν προδικάζει και το μη δίκαιο της δίκης, εφόσον πρέπει να έχει φανεί ότι υπάρχει δυσμενής επηρεασμός. Όμως δεν θα υπεισέλθουμε σ' αυτό το θέμα, παρά μόνο να παρατηρήσουμε ότι, ενδεχομένως, η εξάντληση των πόρων του εφεσείοντα, με τις αναβολές οι οποίες υπήρξαν, και η καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης να ήταν ένας παράγοντας, που, αν αναδεικνύετο, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως επηρεάζων τον εφεσείοντα, με την έννοια ότι δεν ήταν πλέον σε θέση να διατηρήσει δικηγόρο.
Ερχόμεθα στο θέμα της εκπροσώπησης από δικηγόρο, που είναι ο άλλος νομικός λόγος τον οποίο ο Εφεσείων επεκαλέσθη πέραν της ουσίας. Έχουμε να παρατηρήσουμε ότι ο εφεσείων εκπροσωπείτο από δικηγόρο προηγουμένως, και το αίτημά του για νομική αρωγή που υπεβλήθη την ημέρα που ήταν ορισμένη η υπόθεση στις 14.12.07, υπεβλήθη σε προχωρημένο στάδιο της υπόθεσης. Βεβαίως, είναι αντιληπτή η θέση του ότι δεν ήταν πλέον σε θέση να διατηρεί δικηγόρο, όμως μετά από την απόρριψη του αιτήματος, και αφού φαίνεται ότι η υπόθεση άρχισε να εκδικάζεται, δεν υπεβλήθη νέο αίτημα. Είναι γεγονός ότι η βάση πάνω στην οποία το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση για νομική αρωγή, δηλαδή ότι δεν ενέπιπτε στα αδικήματα για τα οποία προβλέπετο νομική αρωγή, έπαυσε να υφίσταται στη συνέχεια αφού, με την έκδοση απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου την 25.1.2008 στην Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 88, ο σχετικός νόμος που καθόριζε το δικαίωμα νομικής αρωγής σε συνάρτηση με το ύψος της ποινής του αδικήματος, εκηρύχθη αντισυνταγματικός. Αυτό, ενδεχομένως, να επέτρεπε στον εφεσείοντα να ζητήσει ξανά νομική αρωγή και να έθετε και κάποια υποχρέωση στο δικαστήριο να του υποδείξει τη δυνατότητα αυτή. Όμως, δεν θα μας απασχολήσει περαιτέρω το θέμα.
Ενόψει της κατάληξής μας ότι η καταδίκη είναι ακροσφαλής, η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση ως προς την καταδίκη και την ποινή παραμερίζεται όπως παραμερίζεται και η διαταγή για έξοδα.
Καθόσον αφορά το όπλο, αν θα μπορούσε να κρατείτο για σκοπούς της παρούσας υπόθεσης ως τεκμήριο, έχει παύσει να υφίσταται ανάγκη και έτσι όσον αφορά αυτή την υπόθεση δεν συντρέχει λόγος γιατί να κρατείται πλέον ως τεκμήριο.
Η έφεση επιτυγχάνει.