ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2013) 2 ΑΑΔ 1

9 Ιανουαρίου, 2013

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

ΣΑΒΒΑΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ,

 

Εφεσείων,

 

v.

 

ΔΗΜΟΥ ΓΕΡΜΑΣΟΓΕΙΑΣ,

 

Εφεσιβλήτου.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 115/2011)

 

 

Οδοί και Οικοδομές ― Ανέγερση οικοδομής χωρίς άδεια από την Αρμόδια Αρχή ― Η ανέγερση τέντας με στύλους και οριζόντιους δοκούς, αποτελούσε οικοδομή και ενέπιπτε στον νομοθετικό ορισμό του όρου «οικοδομή» ― Επικύρωση σχετικής πρωτόδικης κρίσης.

 

Οδοί και Οικοδομές ― Έκδοση διατάγματος κατεδάφισης ― Μπορεί να αποφευχθεί μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που η παρέκκλιση από τους όρους οικοδομής είναι ασήμαντη σε τέτοιο βαθμό που η κατεδάφιση του συνόλου της οικοδομής θα συνιστούσε τιμωρία δυσανάλογη προς τη βαρύτητα του πταίσματος ― Όταν το μέρος της οικοδομής το οποίο συνιστά την παρανομία διαχωρίζεται από το υπόλοιπο δικαιολογείται έκδοση διατάγματος κατεδάφισης του συγκεκριμένου μέρους.

 

Λέξεις και φράσεις ― «Οικοδομή» στο Άρθρο 2 του Περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96 ως έχει τροποποιηθεί.

 

Οδοί και Οικοδομές ― Κατά πόσο μια κατασκευή θεωρείται «οικοδομή» ή όχι ― Είναι θέμα πραγματικό ― Λαμβάνονται υπ' όψιν όλα τα συναφή γεγονότα, όπως επί παραδείγματι, το σχήμα και το μέγεθος της κατασκευής, τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν, ο τρόπος κατασκευής της οικοδομής, κατά πόσο είναι προσαρτημένη στη λοιπή οικοδομή, η σχέση της κατασκευής με τα υπόλοιπα κατασκευάσματα και τον τρόπο με τον οποίο θα γίνει χρήση της οικοδομής ― Κανένας από τους πιο πάνω παράγοντες δεν είναι καθοριστικός, αλλά συνυπολογίζονται στην απάντηση του τιθέμενου ερωτήματος.

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όπου φαίνεται ότι τα πρωτόδικα συμπεράσματα  είναι προφανώς παράλογα ή αυθαίρετα, ή όπου αυτά δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία.

 

Ο εφεσείων αμφισβήτησε με την έφεση την καταδίκη του σε κατηγορίες που αντιμετώπισε πρωτοδίκως αναφορικά με τη διάπραξη αδικημάτων ανέγερσης οικοδομής (ήτοι τέντας) χωρίς άδεια από την Αρμόδια Αρχή, κατοχής οικοδομής, άνευ πιστοποιητικού εγκρίσεως από την αρμόδια αρχή, και χρήσης οικοδομής, άνευ πιστοποιητικού εγκρίσεως από την Αρμόδια Αρχή.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε ευρήματα γεγονότων και κατέληξε στα συμπεράσματά του, κρίνοντας τον εφεσείοντα κατηγορούμενο ένοχο σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε. Ακολούθως επέβαλε χρηματική ποινή και διέταξε κατεδάφιση της κατασκευής.

 

Με την έφεση υποστηρίχθηκε ότι:

 

α)  Το δικαστήριο επενέβη ανεπίτρεπτα στην όλη διαδικασία υποβάλλοντας πολυάριθμες ερωτήσεις.

 

β)  Ήταν εσφαλμένο το πρωτόδικο εύρημα ότι η τέντα ενέπιπτε στην έννοια της «οικοδομής», όπως αυτή καθορίζεται στον Περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμο.

 

γ) Τα ευρήματα και τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου δεν δικαιολογούνταν από τη μαρτυρία, ενώ εσφαλμένη ήταν και η έκδοση διατάγματος κατεδάφισης.

δ)         Το Δικαστήριο είχε έτοιμη εκ των προτέρων την απόφαση του επί του θέματος της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης και την εξέδωσε αμέσως από την έδρα, προτού μελετήσει το θέμα.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Από την εξέταση της μαρτυρίας του κατηγορούμενου, ουδόλως προέκυπτε επέμβαση του Δικαστηρίου στη διαδικασία. Οι ερωτήσεις του Δικαστηρίου ήταν περιορισμένες και ήταν προφανές ότι όλες αποσκοπούσαν στη διευκρίνιση θεμάτων που εθίγησαν από τον εφεσείοντα.

 

2.  Δεν προέκυπτε οτιδήποτε που να έδειχνε ότι ο Δικαστής είχε προαποφασίσει το θέμα στο εκ πρώτης όψεως στάδιο.

 

3.  Δεν υπήρχε πεδίο επέμβασης στα πρωτόδικα ευρήματα και την αξιολόγηση της μαρτυρίας. Ήταν πλήρως εντός της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να αξιολογήσει με τον τρόπο που αξιολόγησε τη μαρτυρία.

 

4.  Με βάση τη μαρτυρία και τα ευρήματα, η επίδικη τέντα ήταν ένα ουσιαστικό κατασκεύασμα, το οποίο πέρα από το ότι είχε στύλους, οι οποίοι είχαν στερεωθεί στο έδαφος σε προκατασκευασθέντα θεμέλια, ήταν και στερεωμένη με οριζόντιες δοκούς στον τοίχο της κύριας οικοδομής με τέτοιο τρόπο που έστω και αν τοποθετούντο τροχοί στους κάθετους στύλους λίγο θα άλλαζε η μορφή του κατασκευάσματος.

 

5.  Στην υπό κρίση υπόθεση, λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος και τη μορφή της κατασκευής, τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν, τον τρόπο κατασκευής της και τον τρόπο που η κατασκευή αυτή ήταν στερεωμένη στο έδαφος και στην παρακείμενη οικοδομή, δεν υπήρχε αμφιβολία πως σαφώς η κατασκευή ενέπιπτε στον ορισμό του όρου «οικοδομή», όπως αυτή ερμηνεύεται στο σχετικό Νόμο.

 

6.  Αναφορικά με την ορθότητα έκδοσης διατάγματος, η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστή υπέρ της έκδοσης σχετικού διατάγματος ήταν ορθή με βάση τη σχετική νομολογία.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Evangelou a.o. v. Ambizas a.o. (1982) 1 C.L.R. 41,

Κυπριανού ν. Δήμου Στροβόλου (1992) 2 Α.Α.Δ. 344,

 

Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Δήμου Αγλαντζιάς (2006) 2 Α.Α.Δ. 291,

 

Αδελφοί Λαμπριανίδη κ.ά. ν. Συμβούλιο Βελτιώσεως Γερίου (1989) 2 Α.Α.Δ. 390.

 

Έφεση εναντίον Καταδίκης.

 

Έφεση από τον καταδικασθέντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Βλάμης, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 26193/09), ημερομηνίας 17/6/11.

 

Χρ. Χριστοφόρου, για τον Εφεσείοντα.

 

Α. Κουρίδης, για τον Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Π..

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Οι κατηγορίες που αντιμετώπιζε πρωτοδίκως ο κατηγορούμενος-εφεσείων φαίνονται στο εισαγωγικό μέρος της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο παραθέτουμε αυτούσιο:

 

«Ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει το αδίκημα της ανέγερσης οικοδομής χωρίς άδεια από την αρμόδια αρχή κατά παράβαση διαφόρων άρθρων του Περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96 μετά των συναφών τροποποιήσεων. Συγκεκριμένα, κατηγορείται ότι περί τις 23.10.09 ανέγειρε ή ανέχθηκε ή επέτρεψε την ανέγερση οικοδομής, ήτοι την ανέγερση τέντας διαστάσεων 7 μέτρα Χ 4 μέτρα στο τεμάχιο υπ' αριθμό 563, Φ/Σχ.54/51 στη Γερμασόγεια, εντός των ορίων του Δήμου Γερμασόγειας στην επαρχία Λεμεσού, χωρίς την άδεια από το Δήμο Γερμασόγειας ως αρμόδια αρχή (κατηγορία 1).

 

Περαιτέρω, ο κατηγορούμενος κατηγορείται ότι την ίδια χρονική περίοδο και στον ίδιο τόπο για τα οποία γίνεται αναφορά στην πρώτη κατηγορία κατείχε οικοδομή, ήτοι την προαναφερόμενη τέντα, άνευ πιστοποιητικού εγκρίσεως από την αρμόδια αρχή, δηλαδή το Δήμο Γερμασόγειας επίσης κατά παράβαση διαφόρων σχετικών άρθρων του Κεφ. 96 (κατηγορία 2).

 

Επιπλέον, ο εν λόγω κατηγορούμενος κατηγορείται ότι την ίδια χρονική περίοδο και στον ίδιο τόπο για τα οποία γίνεται αναφορά στην πρώτη κατηγορία χρησιμοποιούσε οικοδομή, ήτοι την πιο πάνω τέντα, άνευ πιστοποιητικού εγκρίσεως από την αρμόδια αρχή, δηλαδή το Δήμο Γερμασόγειας επίσης κατά παράβαση διαφόρων σχετικών άρθρων του Κεφ. 96 (κατηγορία 3).»

 

Για απόδειξη της υπόθεσης εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής κλήθηκε ένας μάρτυρας, ήτοι ο Δημοτικός Μηχανικός του Δήμου Γερμασόγειας, ο οποίος έδωσε τη μαρτυρία του και κατέθεσε και μία δέσμη τεκμηρίων, που αποτελείτο από 5 έγχρωμες φωτογραφίες (τεκμήριο 1Α - Ε).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση κάλεσε τον κατηγορούμενο σε απολογία και ο τελευταίος επέλεξε να δώσει ένορκη μαρτυρία.

 

Ο πρωτόδικος Δικαστής, σε μία λεπτομερή απόφαση, προέβηκε σε ευρήματα γεγονότων και κατέληξε στα συμπεράσματά του, κρίνοντας τον κατηγορούμενο ένοχο σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε. Ακολούθως επέβαλε χρηματική ποινή και διάταξε κατεδάφιση της κατασκευής.

 

Με τους λόγους έφεσης, ο εφεσείων-κατηγορούμενος εισηγείται πως το δικαστήριο επενέβη ανεπίτρεπτα στην όλη διαδικασία υποβάλλοντας πολυάριθμες ερωτήσεις. Περαιτέρω, αμφισβήτησε ουσιαστικά το αν το κατασκεύασμα ενέπιπτε στην έννοια της «οικοδομής», όπως αυτή καθορίζεται στον Περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμο και αμφισβήτησε την ορθότητα της καταδίκης του, ισχυριζόμενος ότι τα ευρήματα και τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία. Επίσης, αμφισβητεί ο εφεσείων την ορθότητα έκδοσης διατάγματος κατεδάφισης. Τέλος, ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο είχε έτοιμη εκ των προτέρων την απόφαση του επί του θέματος της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης και την εξέδωσε αμέσως από την έδρα, πριν μελετήσει το θέμα.

 

Όσον αφορά την κατ' ισχυρισμό επέμβαση του Δικαστηρίου στη διαδικασία, με το να υποβάλλει συνεχώς ερωτήσεις παραβιάζοντας έτσι τα συνταγματικά δικαιώματα του κατηγορούμενου, όπως αυτά απορρέουν από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και τις αρχές που εκφράστηκαν στην Evangelou a.o. v. Ambizas a.o. (1982) 1 C.L.R. 41, δεν έχουμε κανένα ενδοιασμό να τον απορρίψουμε, αφού από μία εξέταση της μαρτυρίας του κατηγορούμενου, ουδόλως προκύπτει κάτι τέτοιο. Οι ερωτήσεις του Δικαστηρίου ήταν περιορισμένες και όλες είναι προφανές ότι αποσκοπούσαν στη διευκρίνιση θεμάτων που εθίγησαν από τον ίδιο. Ο λόγος αυτός της έφεσης κρίνεται ως παντελώς ανεδαφικός.

 

Θα εξετάσουμε τώρα τον ισχυρισμό που αφορά την ενδιάμεση απόφαση, με την οποία ο εφεσείων κλήθηκε να παρουσιάσει την υπεράσπισή του. Ούτε αυτός ο λόγος μας βρίσκει σύμφωνους. Το Δικαστήριο είχε ακούσει τη μαρτυρία και τις αγορεύσεις των συνηγόρων των διαδίκων και ακολούθως εξέδωσε ex tempore την απόφαση του, κάτι που πολύ συχνά γίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις. Ο Δικαστής είχε υπόψη του τη μαρτυρία που δόθηκε στο Δικαστήριο καθώς και την επιχειρηματολογία των συνηγόρων των διαδίκων και δεν βλέπουμε πώς το γεγονός αυτό δείχνει πως ο Δικαστής είχε προαποφασίσει το θέμα, χωρίς να λάβει υπόψη του τα πιο πάνω στοιχεία. Και ο λόγος αυτός της έφεσης πρέπει να απορριφθεί.

 

Όσον αφορά τα θέματα αξιοπιστίας και ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, οι αρχές με βάση τις οποίες επεμβαίνει το Εφετείο είναι καλώς γνωστές και περιέχονται σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, θεωρούμε δε περιττόν να αναφερθούμε σε αυτές, οι οποίες και με λεπτομέρεια περιέχονται στο διάγραμμα αγόρευσης των εφεσιβλήτων. Αρκεί να αναφέρουμε, πως το ζήτημα της αξιοπιστίας των μαρτύρων και η κατάληξη σε ευρήματα ανήκει κατ'εξοχή στο πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο έχει και την ευκαιρία να δει και να ακούσει τους μάρτυρες και το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όπου φαίνεται ότι τα συμπεράσματά του δικαστηρίου είναι προφανώς παράλογα ή αυθαίρετα, ή όπου αυτά δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία.

 

Στην παρούσα υπόθεση, αφού εξετάσαμε με προσοχή τη μαρτυρία που δόθηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστή, δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι υπάρχει πεδίο επέμβασής μας στα ευρήματά του και την αξιολόγηση της μαρτυρίας, αλλά αντίθετα θεωρούμε πως ήταν πλήρως εντός της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να αξιολογήσει με τον τρόπο που αξιολόγησε τη μαρτυρία και να καταλήξει σε αυτά, τα οποία και επικυρώνουμε.

 

Με βάση τη μαρτυρία και τα ευρήματα και όπως φαίνεται και από τις φωτογραφίες που κατατέθηκαν, η επίδικη τέντα ήταν ένα ουσιαστικό κατασκεύασμα, το οποίο πέρα από το ότι είχε στύλους, οι οποίοι είχαν στερεωθεί στο έδαφος σε προκατασκευασθέντα θεμέλια, ήταν και στερεωμένη με οριζόντιες δοκούς στον τοίχο της κύριας οικοδομής με τέτοιο τρόπο που έστω και αν τοποθετούντο τροχοί στους κάθετους στύλους λίγο θα άλλαζε η μορφή του κατασκευάσματος.

 

Ο όρος «οικοδομή» καθορίζεται στο Άρθρο 2 του σχετικού Νόμου και είναι ο ακόλουθος:

 

««οικοδομή» σημαίνει οιανδήποτε κατασκευήν, είτε εκ λίθων, σκυροδέματος, πηλού, σιδήρου, ξύλου ή ετέρας ύλης, και περιλαμβάνει οιονδήποτε λάκκον και οιονδήποτε θεμέλιον, τοίχον, στέγην, καπνοδόχον, βεράνταν, εξώστην, κορωνίδα (κορνίζα) ή προβολήν ή τμήμα οικοδομής, ή οιονδήποτε πράγμα προσηρτημένον εις αυτήν, ή οιονδήποτε τοίχον, ανάχωμα, φράκτην, περίγραμα ή ετέραν κατασκευήν περικλείουσαν ή οροθετούσαν ή σκοπόν έχουσαν να περικλείη ή οροθετή οιανδήποτε γαίαν ή χώρος.»

 

Στην υπόθεση Κυπριανού ν. Δήμου Στροβόλου (1992) 2 Α.Α.Δ. 344, ο εφεσείων ανήγειρε ένα υπόστεγο για να το χρησιμοποιεί ως γκαράζ για το αυτοκίνητό του, με την τοποθέτηση πασάλων παράλληλα προς υπάρχοντα τοίχο, τοποθετώντας και στέγη που στηριζόταν στον απέναντι τοίχο του διαμερίσματος του. Το πρωτόδικο δικαστήριο, θεωρώντας την κατασκευή ως εμπίπτουσα στον ορισμό του όρου «οικοδομή», καταδίκασε τον κατηγορούμενο και εξέδωσε διάταγμα κατεδάφισης του υποστέγου, το δε Εφετείο απέρριψε την έφεση λέγοντας τα ακόλουθα:

 

«Αναμφίβολα η τοποθέτηση πασσάλου παράλληλα προς υπάρχοντα τοίχο και η τοποθέτηση στέγης αποτελεί κατασκευή η οποία περικλείει και οριοθετεί χώρο».

 

Επίσης, στην υπόθεση Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Δήμου Αγλαντζιάς (2006) 2 Α.Α.Δ. 291, λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά με το τι λαμβάνεται υπόψη για να κριθεί αν κατασκευή θεωρείται οικοδομή:

 

«Το κατά πόσο κατασκευή θεωρείται «οικοδομή» ή όχι είναι θέμα πραγματικό (Τsiolis v. The District Officer Nicosia (1982) 2 C.L.R. 11). Λαμβάνονται υπ' όψιν όλα τα συναφή γεγονότα, όπως επί παραδείγματι, το σχήμα και το μέγεθος της κατασκευής, τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν, ο τρόπος κατασκευής της οικοδομής, κατά πόσο είναι προσαρτημένη στη λοιπή οικοδομή, η σχέση της κατασκευής με τα υπόλοιπα κατασκευάσματα και τον τρόπο με τον οποίο θα γίνει χρήση της οικοδομής. Κανένας από τους πιο πάνω παράγοντες δεν είναι καθοριστικός, αλλά όλα μαζί βληθούν στην απάντηση του τιθέμενου ερωτήματος (βλέπε South Wales Aluminium Co. Ltd. v. Assessment Committee for the Neath Assessment Area [1943] 2 All E.R. 587)."

 

Στην υπό κρίση υπόθεση, λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος και τη μορφή της κατασκευής, τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν, τον τρόπο κατασκευής της και τον τρόπο που η κατασκευή αυτή ήταν στερεωμένη στο έδαφος και στην παρακείμενη οικοδομή δεν μας αφήνουν καμία αμφιβολία πως σαφώς η κατασκευή ενέπιπτε στον ορισμό του όρου «οικοδομή», όπως αυτή ερμηνεύεται στο σχετικό Νόμο.

 

Αναφορικά με την ορθότητα έκδοσης διατάγματος, στην υπόθεση Αδελφοί Λαμπριανίδη κ.ά. ν. Συμβούλιο Βελτιώσεως Γερίου (1989) 2 Α.Α.Δ. 390, λέχθηκαν τα ακόλουθα στις σελ. 394-395:

 

«. . . αναφορά από το πρωτόδικο Δικαστήριο υποστηρίζει ότι ο πρωταρχικός παράγοντας στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου ως προς την έκδοση διατάγματος κατεδάφισης είναι η διασφάλιση της εγκυρότητας της πολεοδομικής νομοθεσίας (Περί Οδών και Οικοδομών Νόμος και Κανονισμοί) και η αποκατάσταση της νομιμότητας. Η έκδοση διατάγματος για την κατεδάφιση παράνομων οικοδομών μπορεί να αποφευχθεί μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που η παρέκκλιση από τους όρους οικοδομής είναι ασήμαντη σε τέτοιο βαθμό που η κατεδάφιση του συνόλου της οικοδομής θα συνιστούσε τιμωρία δυσανάλογη προς τη βαρύτητα του πταίσματος. Όμως και στην περίπτωση που η παρέκκλιση από τους όρους είναι ασήμαντη, και το μέρος της οικοδομής το οποίο συνιστά την παρανομία διαχωρίζεται από το υπόλοιπο και σ' εκείνη την περίπτωση δικαιολογείται έκδοση διατάγματος κατεδάφισης του συγκεκριμένου μέρους που συνιστά την παράβαση.»

 

Ενόψει και αυτής της νομολογίας, κρίνουμε ότι ορθή ήταν η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστή υπέρ της έκδοσης σχετικού διατάγματος.

 

Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται και η πρωτόδικη απόφαση και το διάταγμα επικυρώνονται. Επιδικάζονται τα έξοδα εναντίον του εφεσειόντα.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο