ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2013) 2 ΑΑΔ 687

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 51/2012.

 

22 Oκτωβρίου, 2013

 

[Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π., Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ/Δ]

 

ΜΕΤΑΞΥ:

ΛΟΥΚΑ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ,

                                                  Εφεσείοντα,

-        και -   

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

                                                        Εφεσίβλητης.

----------------------

Ηλίας Στεφάνου, για τον Εφεσείοντα.

Δήμητρα Παπαστεφάνου (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας,  για την Εφεσίβλητη.

----------------------

Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Π. Παναγή, Δ.

----------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Μετά από έρευνα της Αστυνομίας το βράδυ της 17.6.2011, που κινήθηκε στη βάση πληροφοριών, βρέθηκε στην αυλή της οικίας των γονιών του εφεσείοντα ένα φυτό κάνναβης μέσα σε πλαστική γλάστρα, ενώ σε αποθήκη που βρίσκεται στην αυλή, συσκευασμένη ξηρή φυτική ύλη κάνναβης βάρους 980,10γρ.

 

Ως αποτέλεσμα, ο εφεσείων και η μητέρα του αντιμετώπισαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου κατηγορίες για (1) παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β, δηλαδή κάνναβη βάρους 980,10γρ και (2) παράνομη κατοχή του εν λόγω φαρμάκου με σκοπό την προμήθεια του σε άλλα πρόσωπα (κατηγορίες 1 και 3 αντιστοίχως).  Η μητέρα του εφεσείοντα αντιμετώπισε κατηγορίες και σε σχέση με το φυτό κάνναβη, δηλαδή για την κατοχή και την καλλιέργεια του.  Τις κατηγορίες αυτές αντιμετώπισε και ο εφεσείων όπως και για τη χρήση ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β, από τις οποίες αθωώθηκε και απαλλάχθηκε μετά το κλείσιμο της υπόθεσης για την Κατηγορούσα Αρχή.   Μετά το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας, το Κακουργιοδικείο καταδίκασε τον εφεσείοντα στις κατηγορίες 1 και 3, ενώ η μητέρα του αθωώθηκε και απαλλάχθηκε από όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε, αφού έκρινε πως με την ανώμοτη δήλωσή της, μέσα στα πλαίσια του συνόλου των περιστάσεων της υπόθεσης, δημιούργησε αμφιβολίες «αναφορικά με το κατά πόσο γνώριζε την ύπαρξη των ναρκωτικών μέσα στην αποθήκη της κατοικίας της».   Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της καταδικαστικής απόφασης του Κακουργιοδικείου και της επιβληθείσας στον εφεσείοντα ποινής.

 

Η ξηρή φυτική ύλη, εντοπίστηκε από την Αστυνομία εντός δύο μεγάλων κυλινδρικών πλαστικών δοχείων, του είδους που χρησιμοποιούνται για την αποθήκευση τροφίμων, τα οποία ήταν τοποθετημένα μέσα σε ανοικτό χαρτοκιβώτιο, πάνω σε δύο μαύρα νάιλον σακούλια.  Τα δοχεία αυτά ήταν κλειστά με πλαστικό βιδωτό πώμα.  Στο ένα, το πώμα ήταν σπασμένο.  Μεταξύ του πώματος και του δοχείου και στις δύο συσκευασίες, παρεμβαλλόταν διαφανές νάιλον σακούλι. Προφανώς, όπως παρατήρησε το Κακουργιοδικείο, για να ενισχυθεί η σύσφιξη του πώματος ή για να κατασταθεί η συσκευασία αεροστεγή.

 

Tα κυλινδρικά δοχεία και τα νάιλον σακούλια, όπως και άλλα αντικείμενα που παρέλαβε η Αστυνομία από την αποθήκη, προωθήθηκαν στο Ινστιτούτο Γενετικής όπου ο Δρ. Καριόλου διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, πως το γενετικό υλικό που απομονώθηκε από την κάτω πλευρά του νάιλον διαφανούς σακουλιού που υπήρχε στο κυλινδρικό δοχείο με το σπασμένο πώμα, καθώς και στα μαύρα σακούλια, ανήκε σε πρόσωπα άγνωστα στα γεγονότα της υπόθεσης, ενώ το επίχρισμα της δειγματοληψίας που έγινε από το νάιλον διαφανές σακούλι που παρεμβάλλετο μεταξύ του άλλου δοχείου και του πώματος του, από την πάνω πλευρά όπως ήταν τοποθετημένο, σε σημείο που καλυπτόταν από το πώμα, ταυτιζόταν με το γενετικό προφίλ του γενετικού υλικού του εφεσείοντα.  Σύμφωνα με τον Δρα Καριόλου, η εναπόθεση του γενετικού υλικού στο σημείο εκείνο πρέπει να ήταν άμεση.  Ο εφεσείων ήταν δότης και μέρους του μεικτού γενετικού υλικού που απομονώθηκε από το επίχρισμα δειγματοληψίας που έγινε από σημείο στο κάτω μέρος του ιδίου σακουλιού, το οποίο επίσης δεν προεξείχε του πώματος, δηλαδή δεν ήταν ορατό καθ' ον χρόνο το πώμα ήταν βιδωμένο στο δοχείο.

 

Σε ό, τι αφορά τη χρήση της αποθήκης, το Κακουργιοδικείο δέχτηκε ως αληθινή την μαρτυρία του γαμπρού του εφεσείοντα, Α. Τιττόνη, ο οποίος κατάθεσε πως την αποθήκη την χρησιμοποιούσε ο ίδιος, η πεθερά του και «οι υπόλοιποι του σπιτιού», εξηγώντας ότι μπορεί να την χρησιμοποιούσαν και ο εφεσείων και ο πεθερός του και όχι τόσο συχνά η σύζυγος του μάρτυρα και ο αδελφός της.  Το Κακουργιοδικείο αποφάνθηκε ότι ο εν λόγω μάρτυρας δεν είχε καμία ανάμειξη με τα ναρκωτικά που βρέθηκαν στην αποθήκη, ενώ δέχτηκε τη μαρτυρία του πως δύο μέρες πριν από την έρευνα της Αστυνομίας, το χαρτοκιβώτιο με τα κυλινδρικά δοχεία δεν βρισκόταν στην αποθήκη.

 

Ο εφεσείων, καταθέτοντας ενόρκως, υποστήριξε πως καμία σχέση είχε με ναρκωτικά, ούτε με τα ανευρεθέντα στην αποθήκη ναρκωτικά.  Επισκεπτόταν δε συχνά την οικία των γονιών του, για να τους δει και για να παραλάβει τα παιδιά του που πήγαιναν εκεί μετά το σχολείο.  Την αποθήκη χρησιμοποιούσε κάποτε, όταν του έλεγε η μητέρα του να πάρει τρόφιμα για το σπίτι, όπως πατάτες, ντομάτες και κρεμμύδια που είχε φέρει από το χωριό ή για να της φέρει κάτι από την αποθήκη.  Η τελευταία φορά που μπήκε στην αποθήκη ήταν στις 12.6.2011, ενώ είχε επισκεφθεί την οικία των γονιών του και το μεσημέρι της 17.6.2011, αλλά δεν μπήκε στην αποθήκη γιατί δεν χρειάστηκε να πάρει κάτι από εκεί.

 

Αξιολογώντας την εκδοχή του εφεσείοντα, το Κακουργιοδικείο  σημείωσε τα ακόλουθα:

 

«Πιστεύουμε πως ο κατηγορούμενος 1 [ο εφεσείων] είχε υπόψη του τη μαρτυρία που θα έδινε ο Α. Τιττόνης και προσάρμοσε ανάλογα τη δική του μαρτυρία.  Ισχυρίστηκε πως μπήκε στην αποθήκη στις 12.6.2011, πριν δηλαδή την επίσκεψη του Α. Τιττόνη.  Δεν επιχείρησε να αποκρύψει πως στις 17.6.2011 επισκέφθηκε την κατοικία γιατί τούτο είχε αποκαλύψει στην κατάθεση του ο πατέρας του.  Όμως ισχυρίστηκε πως δεν μπήκε στην αποθήκη.  Κατά την αντεξέταση , του υποβλήθηκε συγκεκριμένη ερώτηση πώς δεν έτυχε από 12.6.2011 μέχρι 17.6.2011 που επισκεπτόταν καθημερινά την κατοικία των γονιών του να μπει στην αποθήκη.  Απάντησε πως δεν έτυχε να χρειαστεί κάτι για το λόγο ότι έλειπε η γυναίκα του και δεν χρειαζόταν κάτι να πάρει στο σπίτι.  Αυτό δεν είναι αλήθεια.  Ο ίδιος είχε προγενέστερα στη μαρτυρία του αναφέρει πως η σύζυγος του είχε επιστρέψει στην Κύπρο στις 12.6.2011.  Συνεπώς η εξήγηση που έδωσε ο κατηγορούμενος 1 ήταν αβάσιμη.

 

Ως προς το γεγονός της ανίχνευσης γενετικού του υλικού στο νάιλον σακούλι, στο ένα από τα κυλινδρικά δοχεία, ο κατηγορούμενος 1 ουδεμία εξήγηση πρόσφερε πέραν της θεωρητικής θέσης πως πιθανό να άγγιξε το σακούλι προτού αυτό τοποθετηθεί στο δοχείο.

 

Αυτό που ο κατηγορούμενος 1 λέγει ως πιθανό είναι ασφαλές εύρημα του Δικαστηρίου στη βάση της μαρτυρίας του Δρ. Μ. Καριόλου.  Έχουμε ήδη καταλήξει πως ο κατηγορούμενος 1 ήρθε σε άμεση επαφή με το συγκεκριμένο σακούλι πριν το κυλινδρικό δοχείο (Τεκμήριο 16) κλείσει.»

 

 

 

Ακολούθως το Κακουργιοδικείο εξέτασε την εισήγηση της υπεράσπισης ότι κάποιο άγνωστο πρόσωπο, εν αγνοία των ενοίκων της κατοικίας, ενδεχομένως να εισήλθε στην αποθήκη και να τοποθέτησε το χαρτοκιβώτιο στη θέση όπου ανευρέθηκε από την Αστυνομία, απορρίπτοντας την τελικά ως σενάριο εκτός της κοινής ανθρώπινης λογικής και πείρας.  Ικανοποιήθηκε δε από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης, πέρα από κάθε λογική αμφιβολία πως:

 

«Το γενετικό υλικό του κατηγορούμενου 1 [εφεσείοντα] βρισκόταν στο σακούλι (μέρος του Τεκμηρίου 16) γιατί αυτός συμμετείχε στη διεργασία κλεισίματος του κυλινδρικού δοχείου με το πώμα. Καμία άλλη λογική εξήγηση δεν χωρεί υπό τις περιστάσεις. Ο κατηγορούμενος 1 είχε γνώση του τι περιείχαν τα δοχεία. Αυτά δεν περιείχαν κάτι άλλο και τα ναρκωτικά φαινόντουσαν όταν τα δοχεία ήταν ανοιχτά.  Η διαπιστωθείσα συμμετοχή του κατηγορούμενου 1 στο στάδιο της συσκευασίας και η ανεύρεση του χαρτοκιβωτίου με τα δύο κυλινδρικά δοχεία στο χώρο όπου βρέθηκαν, οδηγεί στο συμπέρασμα, που είναι και το μόνο λογικό, πως ο κατηγορούμενος 1 γνώριζε ότι το χαρτοκιβώτιο με τα δύο κυλινδρικά δοχεία ήταν εκεί.  Τα ναρκωτικά ήταν στην αποθήκη της κατοικίας των γονιών του όπου ο ίδιος μπορούσε να τα ελέγχει και συνεπώς τα κατείχε».

 

Η απόφαση του Κακουργιοδικείου προσβάλλεται με έξι λόγους έφεσης, από τους οποίους οι πέντε αφορούν στην καταδίκη και ο ένας  στην ποινή.  Ο τρίτος λόγος έφεσης αποσύρθηκε.

 

Το βασικό παράπονο του εφεσείοντα είναι ότι το εύρημα ενοχής στο οποίο κατέληξε το Κακουργιοδικείο δεν δικαιολογείται από τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του και η οποία δεν εκτιμήθηκε στο σύνολό της (6ος λόγος).  Με τους λόγους 1, 4 και 5 αναπτύσσονται επιμέρους πτυχές της βασικής εισήγησης του εφεσείοντα, ισχυριζόμενος αδυναμία, ουσιαστικά, της περιστατικής μαρτυρίας να οδηγήσει σε καταδίκη και λανθασμένη και ελλιπή εκτίμηση από το Κακουργιοδικείο της μαρτυρίας του Α. Τιττόνη.  Προσβάλλεται και το εύρημα του Κακουργιοδικείου με το οποίο έκρινε αξιόπιστη τη μαρτυρία του Αστ. Β. Αναξαγόρου (ΜΚ8) αναφορικά με το παράθυρο της αποθήκης.     Θεωρούμε ότι οι λόγοι αυτοί, αλλά και ο 2ος λόγος έφεσης, με τον οποίο προσβάλλεται η απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντα, μπορούν να εξεταστούν μαζί.

 

Η υπόθεση εναντίον του εφεσείοντα βασιζόταν εξ' ολοκλήρου σε περιστατική μαρτυρία.   Όπως υποδείχθηκε στην υπόθεση Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 260 εφόσον η υπόθεση στηρίζεται σε περιστατική μαρτυρία, η απόφαση του δικαστηρίου πρέπει να αναφέρει με καθαρότητα και ένα προς ένα τα αποδειχτικά στοιχεία που ευρίσκει ότι συνιστούν κρίκους περιστατικής μαρτυρίας και να τα συνδέει με τη σειρά σε αλυσίδα που τελικά να δένει τον κατηγορούμενο ως το δράστη του εγκλήματος.

 

Η περιστατική μαρτυρία δεν υπολείπεται σε δύναμη οποιασδήποτε άλλης μορφής μαρτυρίας. Τα σκόρπια μέρη της μπορεί να αποκτήσουν τέτοια συνεκτικότητα που να εδραιώσουν, με ακαταμάχητη πειστικότητα, την καταδίκη για ένα έγκλημα (Βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Θεοδώρου (2002) 2 ΑΑΔ 9).   Για να οδηγήσει όμως σε καταδίκη, πρέπει να είναι τέτοια που στο σύνολο της να οδηγεί αναπόφευκτα σε συμπέρασμα ενοχής, μη επιδεχόμενη λογικά άλλη ερμηνεία ή εξήγηση και να μην είναι συμβατή με άλλη άποψη των πραγμάτων.   Η ενοχή του κατηγορούμενου πρέπει να προκύπτει από τη σύνθεση της περιστατικής μαρτυρίας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. 

 

Τίθεται επομένως το ερώτημα κατά πόσο τα στοιχεία που συνέθεταν την περιστατική μαρτυρία στην προκείμενη περίπτωση στο σύνολο τους  στοιχειοθετούσαν την αναγκαία γνώση και κατοχή των ναρκωτικών από τον εφεσείοντα ώστε να δικαιολογείται συμπέρασμα ενοχής. 

 

Το Κακουργιοδικείο καθοδηγήθηκε ορθά ως προς τις αρχές που διέπουν το ζήτημα της αποτελεσματικότητας της περιστατικής μαρτυρίας και τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων που αντιμετώπιζε ο εφεσείων, ιδιαίτερα την κατοχή και την γνώση, επισημαίνοντας, μεταξύ άλλων, πως η έννοια της κατοχής καλύπτει και τις περιπτώσεις φύλαξης ναρκωτικών σε υποστατικό τρίτου, εφόσον ο κατηγορούμενος διατηρεί τον έλεγχο τους (Βλ. Ιωάννου άλλως Τίτος κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 409).

 

Αφού το Κακουργιοδικείο σημείωσε πως η υπόθεση εναντίον του εφεσείοντα βασιζόταν εξ ολοκλήρου σε περιστατική μαρτυρία, σημείωσε πως αυτή εδραζόταν στο γεγονός ότι η ξηρή φυτική ύλη ανευρέθηκε στην αποθήκη της οικίας των γονιών του, όπου αυτός είχε πρόσβαση, και στην ύπαρξη γενετικού του υλικού στο διαφανές νάιλον σακούλι που βρισκόταν μεταξύ ενός από τα κυλινδρικά δοχεία, μεταξύ του δοχείου και του πώματος  - όχι του σπασμένου.  Ότι ο εφεσείων επισκεπτόταν συχνά το σπίτι των γονιών του και έμπαινε συχνά στην εν λόγω αποθήκη δεν αμφισβητήθηκε από την υπεράσπιση.  Ούτε ότι ενόψει της ανεύρεσης γενετικού υλικού του στο διαφανές νάιλον σακούλι, ο εφεσείων είχε έρθει σε επαφή μ' αυτό.  

 

Το Κακουργιοδικείο έκρινε επίσης πως ο εφεσείων δεν ήταν ειλικρινής σε δύο, ουσιαστικά, σημεία.  Το πρώτο αφορούσε το ύψος του πισινού τοίχου της αυλής.  Έχοντας απορρίψει τη μαρτυρία του εφεσείοντα αναφορικά με το ύψος του δεξιού τοίχου της αυλής και του αριστερού μαντρότοιχου, θεωρώντας πρόδηλο ότι ο εφεσείων προσπαθούσε να παραπλανήσει το δικαστήριο για να δώσει βάση στις υποθέσεις της υπεράσπισης, έκρινε ότι δεν μπορούσε να δεχτεί ούτε την εκτίμηση ούτε την ειλικρίνεια του αναφορικά με το ύψος του πισινού τοίχου.   Το δεύτερο σημείο, αφορούσε τη θέση του εφεσείοντα ότι από 12.6.2011 μέχρι 17.6.2011 δεν μπήκε στην αποθήκη, θέση την οποία απέρριψε το Κακουργιοδικείο ως «αβάσιμη» (το σχετικό αποσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση έχει ήδη παρατεθεί πιο πάνω).  Το Κακουργιοδικείο όμως, σε καμία από τις δύο πιο πάνω περιπτώσεις δεν φαίνεται να θεώρησε ότι οι δηλώσεις του εφεσείοντα συνιστούσαν καταφυγή στο ψεύδος, αναγόμενη σε περιστατική μαρτυρία δυνάμενη να προσμετρήσει προς στοιχειοθέτηση των κατηγοριών.  Δεν ανέφερε κάτι τέτοιο, ούτε το απασχόλησε  κατά πόσο πληρούνταν οι σχετικές προϋποθέσεις.  Παρά μόνο φαίνεται ότι θεωρήθηκε πως η περί ης ο λόγος μαρτυρία του εφεσείοντα δεν μπορούσε, από απόψεως αξιοπιστίας, να προσμετρήσει προς όφελος του, για τους λόγους που εξηγεί στην απόφαση του.

 

Tο Κακουργιοδικείο κατέληξε λοιπόν σε εύρημα ενοχής με μόνα στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας το γενετικό υλικό του εφεσείοντα στο διαφανές νάιλον σακούλι και τη δυνατότητα πρόσβασης του στην αποθήκη. 

 

Η μαρτυρία γενετικού υλικού, που συνιστά πάντοτε επιστημονική μαρτυρία, αξιολογείται και τυγχάνει εφαρμογής αναλόγως των γεγονότων της κάθε υπόθεσης (βλ. Vedat v. Αστυνομίας, Π.Ε. 102/10, ημερ. 21.1.2011).  Είναι δε δυνατό να θεμελιώσει γεγονός για το οποίο προβάλλεται ως αποδεικτική σε βαθμό που κυμαίνεται, ανάλογα με την περίπτωση, «από την απλή πιθανότητα ως την ουσιαστική βεβαιότητα» (βλ. Ιωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 195).  Αναφορικά με την αποδεικτική δύναμη της μαρτυρίας η οποία αναφέρεται σε γενετικό υλικό, τη σημασία και τον τρόπο προσέγγισής της από το δικαστήριο σχετικές είναι επίσης οι υποθέσεις Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 571 και Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2007) 2 A.A.Δ. 428.

 

Εξετάζοντας κατά πόσο ο εφεσείων είχε, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας,   γνώση και κατοχή των ναρκωτικών, δύο δεδομένα  προβάλλουν ως ιδιαίτερα σημαντικά.  Το πρώτο είναι ότι ο εφεσείων χρησιμοποιούσε την αποθήκη πιο συχνά από κάποια άλλα μέλη της οικογένειας.  Ωστόσο, σύμφωνα με αποδεκτή από το Κακουργιοδικείο μαρτυρία, δεν ήταν ο μόνος που είχε πρόσβαση σ' αυτήν.   Σημασία, βέβαια, εδώ δεν έχει η συχνότητα της χρήσης από συγκεκριμένα μέλη της οικογένειας, αλλά το γεγονός ότι όλη η οικογένεια φαίνεται να είχε τη δυνατότητα πρόσβασης στην αποθήκη κατά τον ουσιώδη χρόνο.  Το γεγονός που επισημαίνει το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του, πως «Κανένας από τα πρόσωπα που θα μπορούσαν να γνωρίζουν δεν υποστήριξε πως κάποιο πρόσωπο άλλο από τον κατηγορούμενο 1 [εφεσείοντα] ή την κατηγορούμενη 2 εισήλθε στην αποθήκη μετά την επίσκεψη του Α. Τιττόνη», δεν μπορεί να αποτελέσει ενοχοποιητικό για τον εφεσείοντα παράγοντα, δεδομένου μάλιστα ότι ούτε για τον ίδιο υποστηρίχθηκε ότι είχε εισέλθει στην αποθήκη.  Ούτε βέβαια μπορεί κάποιος να υποθέσει ότι «τα πρόσωπα που θα μπορούσαν να γνωρίζουν» είχαν την αποθήκη υπό τη συνεχή τους παρακολούθηση, ώστε να γνωρίζουν ανά πάσα στιγμή ποιος ή ποίοι έμπαιναν στην αποθήκη.  Το συμπέρασμα δε του Κακουργιοδικείου ότι «αναμφίβολα» αν η αδελφή ή ο αδελφός του εφεσείοντα ή κάποιος άλλος συγγενείς είχε επισκεφθεί την κατοικία και είχε εισέλθει στην αποθήκη τις ημέρες εκείνες «θα αναμένετο να αποκαλυφθεί», δεν βρίσκει έρεισμα στη μαρτυρία.

 

Το δεύτερο είναι πως δεν υπήρχε μαρτυρία ότι ο εφεσείων είχε θεαθεί ποτέ με τα δοχεία που περιείχαν τα ναρκωτικά.  Περαιτέρω, καμία μαρτυρία δεν υπήρχε για την ύπαρξη γενετικού υλικού του στην επιφάνεια των δοχείων, ούτε εντοπίστηκε οτιδήποτε άλλο που θα μπορούσε να τον συνδέσει με το περιεχόμενο τους.  Καμία μαρτυρία δεν υπήρχε και ως προς τον χρόνο ή τις περιστάσεις εναπόθεσης του γενετικού υλικού του εφεσείοντα στο νάιλον σακούλι.  Δεν θεωρούμε σημαντικό το γεγονός ότι η Αστυνομία δεν εντόπισε παρόμοια σακούλια ή ρολό τέτοιων σακουλιών εντός της αποθήκης.     

 

Τελικά, το μόνο που καταδείκνυε η μαρτυρία είναι πως στο ένα από τα δύο σακούλια που είχαν τοποθετηθεί μεταξύ του δοχείου και του πώματος - ένα στο κάθε δοχείο - υπήρχε γενετικό υλικό του εφεσείοντα, μαζί με το γενετικό υλικό άλλου αγνώστου ή άλλων αγνώστων προσώπων, ενώ στο άλλο νάιλον σακούλι και στα μαύρα σακούλια υπήρχε γενετικό υλικό προσώπων αγνώστων στα γεγονότα της υπόθεσης και πως ο εφεσείων είχε πρόσβαση στην αποθήκη.

 

Με αυτό το πραγματικό πλαίσιο θεωρούμε ότι η περιστατική μαρτυρία δεν έχει την αποτελεσματικότητα που της απέδωσε το Κακουργιοδικείο ώστε να καταλήξει σε εύρημα πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι ο εφεσείων είχε γνώση για το περιεχόμενο των δοχείων καθώς και τον έλεγχο και συνεπώς την  κατοχή των ναρκωτικών.  Ειδικότερα σε ό, τι αφορά την ανεύρεση του γενετικού υλικού, δεν έχει την αμεσότητα και τη σύνδεση με το αδίκημα που υπήρχε στην υπόθεση Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 746 στην οποία βρέθηκε γενετικό υλικό του κατηγορουμένου στην εσωτερική επιφάνεια δακτυλίου περόνης ασφαλείας της χειροβομβίδας που προκάλεσε την έκρηξη, καθώς και στην εξωτερική επιφάνεια του μοχλού όπλισής της, που καταδεικνύει κάποια άμεση επαφή με το ίδιο το όργανο της διάπραξης του εγκλήματος.  Στην προκείμενη περίπτωση δημιουργείται τουλάχιστον υποβόσκουσα αμφιβολία ως προς το κατά πόσο το συμπέρασμα ενοχής του Εφεσείοντα είναι το μόνο λογικό συμπέρασμα επί της περιστατικής μαρτυρίας. Η ύπαρξη του γενετικού υλικού του εφεσείοντα στο σακούλι μπορούσε, εφόσον επρόκειτο για μεταφερόμενο αντικείμενο, να συμβιβαστεί με επαφή του εφεσείοντα με το σακούλι σε κάποιο άλλο, άσχετο με τα ναρκωτικά, χρονικό σημείο.  

 

Ως εκ της φύσης του, το σακούλι ήταν ουδέτερο και μη προσωπικό  στοιχείο, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί από διάφορα άτομα για ποικίλους σκοπούς.   Όπως τονίστηκε από το δικαστή Lord Hamilton στην υπόθεση Maguire v. HM Advocate  2003 S.L.T. 1307, με αναφορά σε υποθέσεις όπου μαρτυρία η οποία συνίστατο σε δακτυλικά αποτυπώματα ή σε άλλη παρόμοια περιστατική μαρτυρία θεωρήθηκε αδύναμη να οδηγήσει σε καταδίκη, πολλά εξαρτώνται από τη φύση του αντικειμένου στο οποίο εντοπίζεται το αποτύπωμα ή ο συνδετικός με τον κατηγορούμενο κρίκος  (identifying link) και τη σχέση του με το χρόνο και τον τόπο του εγκλήματος.  Η ευκολία (readiness) με την οποία ένας κατηγορούμενος μπορεί αθώα να είχε έρθει σε επαφή με ένα τέτοιο αντικείμενο μπορεί να είναι τέτοια που,  ακόμα και στην απουσία οποιασδήποτε εξήγησης εκ μέρους του, να μην μπορεί να εξαχθεί οποιοδήποτε συμπέρασμα επαρκούς σύνδεσης μεταξύ του και του εγκλήματος (Βλ επίσης Campbell v. HM Advocate 2008 S.C.L. 1245).

 

Για τους πιο πάνω λόγους θεωρούμε πως το υπόβαθρο της καταδίκης του εφεσείοντα δεν ήταν ασφαλές.  Η κατάληξη μας καθιστά περιττή την ενασχόληση μας με τις υπόλοιπες πτυχές της έφεσης.

 

Η έφεση επιτυγχάνει και η καταδικαστική απόφαση όπως και η επιβληθείσα ποινή παραμερίζονται. Ο εφεσείων αθωώνεται και απαλλάσσεται.

 

                                      Δ. Χατζηχαμπής, Π.           .................

 

                                       Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.           ...............

 

                                       Π. Παναγή, Δ.                  ................

/ΣΓ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο