ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2013) 2 ΑΑΔ 350

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 29/2012)

 

20 Μαΐου 2013

 

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ,  ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

ΜΑΡΙΟΣ ΚΛΕΟΜΕΝΗΣ,

Εφεσείων

- ν. -

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης

-----------------------------------

 

Κ. Ταμπούρλας, για τον Εφεσείοντα.

Μ. Πασιαρδή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για την Εφεσίβλητη.

Εφεσείων παρών.

 

------------------------------------

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

         ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας στην κατηγορία της εισαγωγής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξης Β΄, ήτοι, για 2.307,5256 γραμμάρια ρητίνης κάνναβης, (πρώτη κατηγορία), καθώς και για κατοχή 0,9848 γραμμάρια ρητίνης κάνναβης (τέταρτη κατηγορία).  Ταυτόχρονα κρίθηκε αθώος και απαλλάχθηκε από τη δεύτερη και τρίτη κατηγορία που αφορούσαν την κατοχή των 2.307,5256 γραμμαρίων ρητίνης κάνναβης και κατοχή της ίδιας ποσότητας με σκοπό την προμήθεια της σε άλλα πρόσωπα, κατά παράβαση των σχετικών νομοθετικών προνοιών. 

 

         Η καταδίκη στις κατηγορίες 1 και 4, έγινε στη βάση των ακολούθων γεγονότων, όπως τα παρέθεσε το Κακουργιοδικείο στο σκεπτικό του.  Πληροφορίες  ότι θα εισάγονταν ναρκωτικά από την Ινδία στη Δημοκρατία μέσω της Gulf Air διά της μεταφοράς δέματος από την εταιρεία Aramex, κινητοποίησε την αστυνομία και τις τελωνειακές αρχές, οι οποίες εντόπισαν στην αποθήκη του Τελωνείου στο αεροδρόμιο Λάρνακας, ένα κόκκινο σάκο στον οποίο ήταν επικολλημένο ένα τιμολόγιο αποστολής με βάση το οποίο  αποστολέας φερόταν να ήταν κάποιος ονόματι Anil Kumar, ο δε παραλήπτης η εταιρεία M.K. Indian Artifacts Trading Limited που ανήκε εξ ολοκλήρου στον εφεσείοντα.  Ο σάκος αυτός εντοπίστηκε το απόγευμα της 17.4.2010, συνοδευόταν δε και από τιμολόγιο που ανέγραφε ότι περιείχε τέσσερα δείγματα  handicraft wooden paintings, αξίας €10 έκαστο. 

 

         Οι τελωνειακοί λειτουργοί Α. Ιγνατίου, Μ.Κ.3 και Χρ. Ιωάννου, άνοιξαν το σάκο στην παρουσία των αστυνομικών της ΥΚΑΝ, Γ. Απέγητου και Γ. Τσιαλή, Μ.Κ.8.  Στο σάκο ανευρέθη άσπρη σακούλα της εταιρείας Aramex εντός της οποίας υπήρχε χάρτινη συσκευασία με τέσσερα κάδρα τα οποία ήταν στο οπίσθιο μέρος τους καλυμμένα με λαδόκολλα.  Αφού αφαιρέθη η λαδόκολλα, διαπιστώθηκε να υπάρχει στο πίσω μέρος των κορνιζών κάθε κάδρου, από δύο νάϋλον συσκευασίες περιέχουσες καφέ συμπαγή ουσία, η οποία από την ανάλυση που έγινε στο Γενικό Χημείο του κράτους επιβεβαιώθηκε ότι ήταν ρητίνη κάνναβης. 

 

         Στα πλαίσια ελεγχόμενης παράδοσης των ναρκωτικών ουσιών δυνάμει του περί Καταστολής του Εγκλήματος (Ελεγχόμενη Παράδοση και άλλες Ειδικές Διατάξεις) Νόμου     αρ. 3(Ι)/95, αφαιρέθησαν οι ναρκωτικές ουσίες από τα κάδρα τα οποία, άδεια πλέον, επανατοποθετήθηκαν στη χάρτινη τους συσκευασία και στη συνέχεια στην άσπρη σακούλα της εταιρείας Aramex.  Στη συνέχεια ομάδα αστυνομικών αναπτύχθηκε γύρω από την περιοχή των γραφείων Aramex στη Λευκωσία για να εντοπιστούν οι κινήσεις του προσώπου που θα εμφανιζόταν να παραλάβει το δέμα.

Ο εφεσείων  παρέλαβε πράγματι το δέμα και, αφού το τοποθέτησε στο χώρο αποσκευών του οχήματος του, υπ΄ αρ. εγγραφής CAW 851, αναχώρησε με κατεύθυνση τη Λεμεσό.  Μέλη της ΥΚΑΝ τον ακολούθησαν διακριτικά και, όπως βεβαίωσε ο Κλεάνθης Γρηγορίου, Μ.Κ. 2, της ΥΚΑΝ Αρχηγείου, ο εφεσείων εξήλθε κάποια στιγμή από την έξοδο της Κοφίνου εισερχόμενος στον παλαιό δρόμο Λευκωσίας-Λεμεσού με κατεύθυνση το μοναστήρι της Παναγίας της Γαλακτοφορούσας.  Στη συνέχεια έκαμε επαναστροφή δίδοντας έτσι την εντύπωση στους αστυφύλακες που τον ακολουθούσαν ότι είχαν γίνει αντιληπτοί από αυτόν, με αποτέλεσμα να δοθεί εντολή ανακοπής του.

 

 Όντως ανεκόπη σε έξοδο του παλαιού δρόμου, σε σχετική δε ερώτηση αρνήθηκε ότι είχε στην κατοχή του οτιδήποτε το παράνομο. Ακολούθησε έρευνα στο όχημα του εφεσείοντος, ο δε Μ.Κ. 2, πληροφορήσας τον εφεσείοντα ότι στην άσπρη σακούλα που εντοπίστηκε στο χώρο αποσκευών βρέθηκαν 2.5 κιλά ρητίνης κάνναβης που παρέλαβε η ΥΚΑΝ, ο εφεσείων, μετά την επίστηση της προσοχής του στο Νόμο, απάντησε: «Εγώ εν πίνακες που παρέλαβα.».  Ο εφεσείων οδηγήθηκε στα γραφεία της ΥΚΑΝ για εξετάσεις και στην πορεία συνελήφθη δυνάμει δικαστικού εντάλματος, αφού του επεστήθη δε η προσοχή στο Νόμο, απάντησε:  «Εν έχω σχέση με τούτα τα πράματα εγώ.».  Η προφορική στη συνέχεια ανάκριση του εφεσείοντος αποκάλυψε την ουσία της θέσης του η οποία ήταν ότι είχε εισαγάγει από την Ινδία τους προηγούμενες έξι περίπου μήνες διάφορα βραχιόλια και δακτυλίδια και άλλα μικρά αντικείμενα τα οποία δεν πωλούνταν και έτσι τα περισσότερα βρίσκονταν ακόμη στα σπίτι του, ενώ κάποια είχε επιστρέψει.  Η τελευταία εισαγωγή που είχε κάνει από την Ινδία αφορούσε πίνακες, αλλά δεν γνώριζε πόσα χρήματα είχε αποστείλει παραπέμποντας τον ανακριτή της υπόθεσης στη λογίστρια της εταιρείας.

 

         Οι περαιτέρω ανακρίσεις των αστυνομικών αρχών αφορούσαν την έρευνα τόσο του καταστήματος του εφεσείοντος στο Στρόβολο, όσο και της κατοικίας του στα Πολεμίδια στη Λεμεσό όπου διαμένει με τους γονείς του.  Το κατάστημα στο Στρόβολο βρέθηκε να ήταν εντελώς άδειο με ορισμένα κουτιά βαφής στο πάτωμα, ενώ από την κατοικία του συνελέγη αριθμός τεκμηρίων  τα οποία κατέληξαν στον εξεταστή της υπόθεσης αρχιαστυφύλακα 1790, Ανδρέα Ανδρέου, Μ.Κ.1.  Αυτός, καταθέτοντας στο Δικαστήριο διάφορα εξ συμφώνου τεκμήρια, βεβαίωσε ότι στο πλαίσιο των ανακρίσεων είχε ζητηθεί η συνδρομή της Interpol  για εξακρίβωση των στοιχείων του αποστολέα Anil Kumar, αλλά απεκαλύφθη ότι τόσο τα στοιχεία του αποστολέα, όσο και η δοθείσα διεύθυνση του, ήταν ψευδή. 

 

         Από τις εξετάσεις προέκυψε επίσης ότι η εταιρεία του εφεσείοντος ήταν εγγεγραμμένη στο Φ.Π.Α. από τις 21.7.2009, με δραστηριότητα την εισαγωγή ινδικών προϊόντων, είχε δε υποβληθεί εκ μέρους της φορολογική δήλωση ότι για την περίοδο μέχρι 31.12.2009, είχαν εισαχθεί εμπορεύματα αξίας €1.795, χωρίς όμως να υπάρχουν αντίστοιχες πωλήσεις, ενώ για την περίοδο 1.1.2010-31.3.2010, είχαν πωληθεί εμπορεύματα έναντι του ποσού των €600.  Ο λογιστής της εταιρείας Ευάγγελος Ευαγγέλου, Μ.Κ.10, ο οποίος δεν διατηρούσε προσωπική επαφή με τον εφεσείοντα διότι ελάμβανε τα στοιχεία από το Akis Express, κατέθεσε ότι του είχε αποσταλεί ένα τιμολόγιο πώλησης, ημερ. 10.1.2010, σε κάποιο Α. Ανδρέου από τη Λάρνακα για ένα πίνακα έναντι του ποσού των €690, ενώ ο εφεσείων ήταν συνεπής με τις οικονομικές του υποχρεώσεις εφόσον το ενοίκιο του καταστήματος στο Στρόβολο πληρωνόταν μέσω του γραφείου του, ενώ πληρώνονταν και οι μηνιαίες εισφορές στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων και άλλα σχετικά έξοδα.

 

         Μέσω της μαρτυρίας της εργοδοτούμενης της Western Union, Νεκταρίας Μιχαήλ, Μ.Κ. 9, αποκαλύφθηκε ότι ο εφεσείων από 29.6.2009 μέχρι και 10.4.2010, προέβη σε είκοσι περιπτώσεις στην κατάθεση εμβασμάτων για την Ινδία συνολικού ποσού €11.600, από τις οποίες οι έντεκα περιπτώσεις αφορούσαν ποσό €5.900 επ΄ ονόματι του Anil Kumar με τα υπόλοιπα εννέα εμβάσματα να ήταν επ΄ ονόματι άλλων προσώπων στην Ινδία. 

 

         Αποτέλεσε παραδεκτό γεγονός ότι  η εταιρεία Aramex είχε μεταφέρει από την Ινδία και παραδώσει στον εφεσείοντα στη Λευκωσία, δέματα σε τέσσερεις περιπτώσεις.  Από αυτές, η πρώτη αφορούσε δέμα με επιγραφή «Photoframe» με αποστολέα κάποια εταιρεία «Apexus Overseas», η δεύτερη αφορούσε δέμα με την επιγραφή «Paintings» με αποστολέα τον Anil Kumar,  η τρίτη αφορούσε δέμα με επιγραφή «T/shirt, showl» και η τελευταία αφορούσε το επίδικο δέμα βάρους 18 κιλών που είχε επίσης ως αποστολέα, όπως και η προηγούμενη, τον  Anil Kumar.  Στη βάση άλλης μαρτυρίας για την αξία των υφασμάτινων κάδρων, προέκυψε ότι αυτά δεν ξεπερνούσαν την αξία των €10-€20 έκαστο, τέτοια δε κάδρα δεν αποτελούν έργα τέχνης, αλλά είναι έργα χειροτεχνίας χωρίς οποιαδήποτε καλλιτεχνική αξία. 

 

         Μαρτυρία έδωσε επίσης η ιδιοκτήτρια του ενοικιαζομένου καταστήματος στο Στρόβολο Άννα Χριστοφόρου, Μ.Κ.4, η οποία κατέθεσε ότι διαμένει ύπερθεν του καταστήματος, καθόλη δε την περίοδο ενοικίασης δεν είδε ποτέ κάποιο πελάτη να μπαίνει σ΄ αυτό, στο κατάστημα δεν πρόσεξε να υπήρχαν εμπορεύματα, τα δε τζάμια του καταστήματος είχαν καλυφθεί από τον εφεσείοντα με χαρτί.  Έτυχε να συνομιλήσει με τον εφεσείοντα, ο οποίος της είπε ότι οι δουλειές του δεν πήγαιναν καλά και ότι εμπορεύματα που ανέμενε από την Ινδία είχαν χαθεί στο Ταχυδρομείο.  Παρόλο που πληρωνόταν κανονικά το ενοίκιο των €400 μηνιαίως, η μάρτυς του ανέφερε ότι θα μπορούσε να αφήσει το κατάστημα, εάν ήθελε, πλην όμως ο εφεσείων συνέχιζε να το κατέχει.

         Ο εφεσείων στη δική του ένορκη κατάθεση ανέφερε ότι είχε γνωρίσει μια Ινδή ονόματι Ματού με την οποία είχε συνάψει σχέση και η οποία πριν αναχωρήσει για την πατρίδα της του γνώρισε τον Anil Kumar, ο οποίος του ανέφερε ότι θα μπορούσε ο εφεσείων να εμπορευθεί είδη ινδικής λαϊκής τέχνης που θα αγόραζε για €0.50-€1.00 και τα οποία θα πωλούσε στη συνέχεια €10 με €30.  Ο Kumar όμως για την πιθανή συνεργασία του ζήτησε €3.000 με €4.000 και επειδή είχε εγκαταλείψει το σχολείο μετά τη τρίτη Γυμνασίου και δεν γνώριζε από αυτές τις εργασίες, συνέστησε εταιρεία με βάση δικηγορική συμβουλή και ενοικίασε το κατάστημα στη Λευκωσία το οποίο και προόριζε για τα εμπορεύματα που θα εισήγαγε από την Ινδία.  Επέλεξε τη Λευκωσία διότι είχε περισσότερη εμπορική κίνηση από τη Λεμεσό, όπου διέμενε.

 

         Στη βάση των πιο πάνω, άρχισε να στέλλει στην Ινδία από το καλοκαίρι του 2008 χρήματα σε διάφορα πρόσωπα που του είχε υποδείξει ο Kumar μέχρι τη συμπλήρωση των €4.000 ως προκαταβολή διότι ο Kumar τον πληροφόρησε ότι δεν ήταν δυνατό να αποσταλεί το ποσό αυτό εξ ολοκλήρου και σε ένα μόνο πρόσωπο.  Ο Kumar του απέστειλε κάποια δείγματα τα οποία δεν πωλούντο και έτσι, αφού διέκοψε τη συνεργασία με αυτόν, απαίτησε την επιστροφή των χρημάτων του.  Πλην όμως ο Kumar του πρότεινε να του αποστέλλει πίνακες που ήταν εμπορεύσιμοι και έτσι αποφάσισε να κάμει και δεύτερη προσπάθεια αφού θεωρούσε τις €4.000 χαμένες και έστειλε στον Kumar και άλλα χρήματα.  Ο Kumar πράγματι του απέστειλε τρεις συνολικά πίνακες που πώλησε για €500 με €600 τον καθένα, χωρίς τιμολόγια, αλλά όταν ζήτησε από τον Kumar να του στείλει και άλλους πίνακες εμβάζοντας του γι΄ αυτό το σκοπό και άλλα χρήματα, ο Kumar όχι μόνο δεν απέστειλε οτιδήποτε, αλλά ούτε και απαντούσε στα τηλεφωνήματα του.  Σε κάποια συνδιάλεξη στην οποία του απάντησε ο Kumar, ο εφεσείων τον απείλησε ότι αν δεν τηρούσε τη συμφωνία θα τον επισκεπτόταν στην Ινδία για να τον «σπάσει στο ξύλο» και να του «κάψει το σπίτι». 

 

Ο Kumar μετά από αυτό του απέστειλε και άλλους πίνακες μαζί με  φουλάρια, αλλά θα έπρεπε να του αποστείλει ακόμη €700, πράγμα το οποίο έπραξε, αφού προηγουμένως του είχε τηλεφωνήσει η Ματού διαβεβαιώνοντας τον ότι θα λάμβανε το εμπόρευμα έναντι μερικών ακόμη χρημάτων.  Έλαβε ένα πακέτο με φουλάρια και μετά από μερικές μέρες ειδοποιήθηκε από τη Aramex ότι έφθασε και το επίδικο.  Το παρέλαβε χωρίς να το ανοίξει και ξεκίνησε για τη Λεμεσό εξερχόμενος του αυτοκινητόδρομου σε κάποιο σημείο προς εξεύρεση φαγητού.  Επειδή δεν εντόπισε οτιδήποτε έκανε επαναστροφή προς την περιοχή της Χοιροκοιτίας όπου γνώριζε ότι υπήρχαν εστιατόρια, αλλά τον ανέκοψε η αστυνομία, όταν δε πληροφορήθηκε το λόγο της ανακοπής, αντέδρασε διότι ο ίδιος είχε παραλάβει πίνακες και όχι ναρκωτικά.  Είχε τη θέση, κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης του σε σχετικές ερωτήσεις, ότι πιθανόν τα ναρκωτικά στους πίνακες να τα είχαν τοποθετήσει οι Kumar και Ματού προς ενοχοποίηση του ώστε να κρατήσουν τα χρήματα που τους είχε αποστείλει και επειδή τους είχε απειλήσει.  Επίσης ήταν η θέση του ότι ίσως τα ναρκωτικά να προορίζονταν για τρίτα πρόσωπα που θα παρουσιάζονταν στον ίδιο ως αγοραστές των πινάκων, πιθανόν δε οι ίδιοι να είχαν πληροφορήσει την αστυνομία για να τον ενοχοποιήσουν. 

 

         Το Κακουργιοδικείο απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντος χαρακτηρίζοντας τις θέσεις του ως «παιδαριώδεις», θεωρώντας ότι η εκδοχή αυτή «... προκαλεί την στοιχειώδη νοημοσύνη την οποία απορρίπτουμε χωρίς κανένα δισταγμό.».  Στο σκεπτικό του το Κακουργιοδικείο παρέθεσε τέσσερεις λόγους γιατί η εκδοχή του εφεσείοντος ήταν απορριπτέα.  Διερωτήθηκε πώς είχε στείλει δυνάμει του Τεκμ. 34, €5.900 στον Kumar ο οποίος του είχε πει να αποστείλει τις €4.000 που είχε ζητήσει ως προκαταβολή σε διάφορα πρόσωπα.  Ο ισχυρισμός του δε ότι δεν μπορούσε να αποστέλλει στην Ινδία περισσότερα από €700 κάθε φορά, διαψευδόταν από δύο εμβάσματα του Τεκμ. 34 προς τον Kumar για €1.500 και €1.000 αντίστοιχα.  Το Κακουργιοδικείο διερωτήθηκε επίσης γιατί έστειλε ακόμη €5.900 στον Kumar με έντεκα συνολικά εμβάσματα για να λάβει πίνακες, η αξία των οποίων δεν υπερέβαινε τα €10 έκαστος, τη στιγμή που με το ποσό των €5.900, θα μπορούσε να απαιτήσει να του αποσταλούν «.  μερικές εκατοντάδες πίνακες και μετά αν είχαν ζήτηση να αποστείλει και άλλα χρήματα.».

         Ξένισε επίσης το Κακουργιοδικείο ότι πλήρωνε για ένα περίπου έτος ενοίκιο €400 τον μήνα χωρίς να τοποθετήσει οτιδήποτε στο κατάστημα, ενώ πλήρωνε και €173 τον μήνα εισφορές στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις, χωρίς ουσιαστικά έσοδα από την όλη επιχείρηση ή δραστηριότητα της εταιρείας του.  Σε σχέση με τον ισχυρισμό του εφεσείοντος  ότι λόγω της απειλής που του εκτόξευσε, ο Kumar έκρυψε στους πίνακες 2.307 γρ. ρητίνης κάνναβης με επαγγελματικό τρόπο ώστε να μην ανιχνευθούν από ακτινολογικό έλεγχο, το Κακουργιοδικείο χαρακτήρισε τον ισχυρισμό αυτό «εκπληκτικό», εφόσον γι΄ αυτή τη δήθεν εκδίκηση ο Kumar θα επιβαρυνόταν με μερικές χιλιάδες ευρώ, τη χονδρική δηλαδή αξία της πιο πάνω ποσότητας ναρκωτικών, δωρίζοντας ταυτόχρονα την ποσότητα αυτή στον εφεσείοντα, η οποία στην Κυπριακή αγορά θα απέφερε άνω των €50.000. 

 

         Στη βάση της απόρριψης της εκδοχής του εφεσείοντος και αφού συζήτησε τη νομική πτυχή της υπόθεσης, το Κακουργιοδικείο αθώωσε και απάλλαξε τον εφεσείοντα από τις κατηγορίες της κατοχής και κατοχής με σκοπό την προμήθεια εφόσον ο εφεσείων όταν παρέλαβε τους πίνακες αυτοί ήσαν άδειοι από οποιαδήποτε απαγορευμένη ουσία αφού τα ναρκωτικά είχαν αφαιρεθεί από την αστυνομία, αλλά τον καταδίκασε, όπως προαναφέρθηκε στην αρχή του σκεπτικού, στην κατηγορία της εισαγωγής της ίδιας ποσότητας.  Στη συνέχεια, αφού άκουσε τα όσα λέχθηκαν υπέρ του εφεσείοντος από τον συνήγορο του, επέβαλε στον εφεσείοντα την ποινή των 7 ετών φυλάκισης, μη επιβάλλοντας ταυτόχρονα οποιαδήποτε ποινή στην ήσσονος σημασίας τέταρτη κατηγορία που αφορούσε την κατοχή για ιδίαν χρήση, ελάχιστης ποσότητας ρητίνης κάνναβης.

 

         Ο εφεσείων προσβάλλει τόσο την καταδίκη, όσο και την ποινή.  Θεωρεί ότι υπήρξε θύμα επιτηδείων οι οποίοι εκμεταλλεύονταν την αφέλεια και απειρία του, χρησιμοποιώντας τον χωρίς ο ίδιος να το αντιλαμβάνεται καν.  Στην προσπάθεια του να στηρίξει οικονομικά τον εαυτό του παγιδεύθηκε από τον Anil Kumar, ένα άτομο που του παρουσιάστηκε με ψευδή στοιχεία και από την Ματού, η οποία προφανώς ήταν συνεργός του.  Το γεγονός ότι απέστελλε χρήματα σε διάφορα πρόσωπα στη βάση οδηγιών του Kumar πιστοποιεί την παγίδα στην οποία έπεσε.  Όσα χρήματα είχε αποστείλει στον Kumar ήταν αρχικά για να εδραιωθεί η συνεργασία τους και μετέπειτα, τη προτροπή της Ματού, στην προσπάθεια του να καταστήσει κερδοφόρα τη συνεργασία τους, αφού τα πρώτα χρήματα θεωρήθηκαν χαμένα.  Δεν εδράζεται παρά σε εικασία η θέση του Δικαστηρίου ότι μπορούσε με τα χρήματα που απέστειλε να «απαιτούσε», να του αποσταλούν μερικοί εκατοντάδες πίνακες.

 

         Μετέπειτα, δεν είναι δυνατόν να λειτουργήσει εναντίον του η προσπάθεια να λειτουργήσει νομότυπα μια επιχείρηση, καταβάλλοντας πλήρως τα σχετικά ενοίκια, τις κοινωνικές του ασφαλίσεις κλπ., ενώ ενέγραψε εταιρεία με συμβουλή δικηγόρου.  Το Κακουργιοδικείο επίσης ήταν προκατειλημμένο εναντίον του Εφεσείοντος αναφέροντας ότι ο επαγγελματικός τρόπος που ο Kumar απέκρυψε τα ναρκωτικά στους πίνακες και η αξία τους αναιρούσαν τον ισχυρισμόν του για ενοχοποίηση του. Δεν υπήρξε όμως επιστημονική μαρτυρία ότι πράγματι οι λαδόκολλες εμποδίζουν τον ακτινολογικό έλεγχο, ούτε και δόθηκε μαρτυρία ότι οι συγκεκριμένοι πίνακες είχαν περάσει από ακτινολογικό έλεγχο.  Ενώ διαφάνηκε ότι μόνο ο αποστολέας ή οι τελωνειακές αρχές της Ινδίας μπορούσαν να γνωρίζουν όχι μόνο για την άφιξη του πακέτου, αλλά και τον αριθμό της φορτωτικής.  Οπότε και πληροφορήθηκαν οι αρχές της Δημοκρατίας στα πλαίσια ελεγχόμενης παράδοσης για να εξαρθρωθεί το δίκτυο, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ο εφεσείων δεν χρησιμοποιείτο εν αγνοία του, για να παραλαμβάνουν ναρκωτικά, μέσω του, τρίτα άτομα που παρουσιάζονταν ως αγοραστές των πινάκων.

 

         Πρόσθετα, η απαλλαγή του εφεσείοντος από τις κατηγορίες της κατοχής και της κατοχής με σκοπό την προμήθεια, είναι ασυμβίβαστη με την καταδίκη του στην κατηγορία της εισαγωγής.  Δεν μπορεί με ασφάλεια να εξαχθεί γνώση της ύπαρξης των ναρκωτικών στους πίνακες με μόνη την παραλαβή των πινάκων από τον εφεσείοντα, εντός των οποίων δεν υπήρχαν ναρκωτικά.  Αυτό διότι από την παραλαβή και μετέπειτα, ο εφεσείων δεν προέβη σε καμιά ενέργεια που να εκδηλώνει γνώση από πλευράς του, ούτε και το Κακουργιοδικείο προέβη σε τέτοιο εύρημα.  Ενώ θα πρέπει και να αποφασιστεί πότε ακριβώς έγινε η εισαγωγή των ναρκωτικών ουσιών.  Με την είσοδο των πινάκων στη Δημοκρατία ή με την πραγματική παραλαβή τους από τον ίδιο τον εφεσείοντα.

 

         Όσον αφορά την ποινή, η θέση του εφεσείοντος είναι ότι αυτή ήταν εν πάση περιπτώσει υπερβολική εφόσον στην ουσία το Κακουργιοδικείο τον κατέταξε στην κατηγορία των εμπόρων ναρκωτικών και τον τιμώρησε αυστηρά, ενώ ούτε ο ίδιος ήταν που τοποθέτησε τις λαδόκολλες στους πίνακες, ούτε μαρτυρία υπήρχε ότι υπήρξε οποιαδήποτε συνεννόηση του με τον αποστολέα, ούτε και αποδείχθηκε ότι υπήρχε οτιδήποτε το παράνομο στην ενοικίαση του καταστήματος.  Ακόμη και αν η έφεση επί της καταδίκης αποτύχει, τότε η ποινή πρέπει να μειωθεί ως έκδηλα υπερβολική υπό το φως της νεαράς ηλικίας του εφεσείοντος και του λευκού ποινικού του μητρώου.

 

         Η Δημοκρατία προώθησε την αντίθετη βέβαια θέση, υποστηρίζοντας πλήρως την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και ως εύλογα τα συμπεράσματα περί ενοχής. 

 

         Η δική μου θεώρηση της όλης υπόθεσης υπό το φως των διαγραμμάτων, έχει ως εξής: πολύ ορθά το Κακουργιοδικείο αθώωσε και απάλλαξε τον εφεσείοντα από τις κατηγορίες της κατοχής και κατοχής με σκοπό την προμήθεια, εφόσον ουδεμία ναρκωτική ουσία εντοπίστηκε στην κατοχή του.  Τα αστυνομικά όργανα αφαίρεσαν τα ευρεθέντα στους πίνακες ναρκωτικά στα πλαίσια της ελεγχόμενης παράδοσης. Ταυτόχρονα όμως αφαίρεσαν και τα πειστήρια για πιθανή ενοχή του εφεσειόντος.  Μόνο μετά την παραλαβή των πινάκων κατά την άφιξη τους στη Λευκωσία  μέσω της Aramex, ο εφεσείων θα συσχετιζόταν με τις ναρκωτικές ουσίες εάν προέβαινε σε κάποιες κινήσεις που έδειχναν ότι είχε γνώση του παράνομου περιεχομένου, όπως εάν άνοιγε τους πίνακες και αφαιρούσε ο ίδιος τη ρητίνη κάνναβης,  ή, εντοπιζόταν άλλως πως στην κατοχή του ή στο ενοικιαζόμενο υπ΄ αυτού υποστατικό, αφού εξήγαγε το περιεχόμενο.  Όπως υπέδειξε το Κακουργιοδικείο, ο Νόμος αρ. 3(Ι)/1995, ως προς τη ρύθμιση ελεγχόμενης παράδοσης, επιτρέπει τη διακίνηση απαγορευμένων ουσιών από και διά μέσω του εδάφους της επικράτειας χώρας με σκοπό την αναγνώριση προσώπων που είναι αναμεμειγμένα στη διάπραξη αδικημάτων που καθορίζονται στο Νόμο.  Αυτή η διακίνηση γίνεται υπό την επίβλεψη των αρμοδίων αρχών της χώρας ή χωρών, κατά περίπτωση.  Η νομοθετική αυτή ρύθμιση επιτρέπει την κατακράτηση ή καταστροφή εν όλω ή εν μέρει των απαγορευμένων ουσιών και την αντικατάσταση τους με άλλες ουσίες, οι οποίες όταν παραληφθούν ή παραδοθούν θα θεωρούνται ως να μην είχαν αντικατασταθεί.

 

         Δεν υπήρχαν όμως οποιεσδήποτε ουσίες κατά την παραλαβή του πακέτου από τον εφεσείοντα διότι μετά την αφαίρεση τους από τους πίνακες, δεν αντικαταστάθηκαν με άλλες και επομένως στη βάση της νομολογίας στην οποία και το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε (Ιακώβου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 211, Queiss v. Republic (1987) 2 Α.Α.Δ. 49 και Victor Abe v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 211), δεν μπορούσε να λογισθεί κατοχή, ήτοι, φυσική κατοχή ή έλεγχος των ναρκωτικών ουσιών στη γνώση του εφεσείοντος.

 

         Η ταυτόχρονη όμως καταδίκη του εφεσείοντος επί της κατηγορίας της εισαγωγής είναι, κατά την άποψη μου, αντινομική προς την απαλλαγή του από τις κατηγορίες της κατοχής.  Αυτό διότι κατά το Κακουργιοδικείο η κατηγορία της εισαγωγής και ιδιαιτέρως η γνώση του εφεσείοντος γι΄ αυτή, συναγόταν ως το αποτέλεσμα της υπάρχουσας περιστατικής μαρτυρίας.  Προκύπτει όμως το ερώτημα ότι αν αυτή η περιστατική μαρτυρία ήταν ικανή να στοιχειοθετήσει γνώση για την εισαγωγή, γιατί δεν κρίθηκε και ως δεικνύουσα γνώση και για τις κατηγορίες της κατοχής και κατοχής με σκοπό την προμήθεια;  Και, περαιτέρω, πώς είναι δυνατόν να αποδειχθεί γνώση περί της εισαγωγής, όταν η ανακοπή και έρευνα του εφεσείοντος και του οχήματος του από την αστυνομία δεν έφερε στην επιφάνεια οποιαδήποτε ναρκωτική ουσία.

 

         Η κατηγορία της εισαγωγής εδράζεται στο άρθρο 4(1)(α) του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου αρ. 29/1977, ως τροποποιήθηκε.  Δεν υπάρχει, πέραν της απαγορευτικής διάταξης περί εισαγωγής, οποιαδήποτε ερμηνεία του όρου «εισαγωγή».  Εξυπακούεται βεβαίως ότι ο όρος καλύπτει τη μεταφορά εντός της Δημοκρατίας από την αλλοδαπή ελεγχόμενου και ταυτόχρονα απαγορευμένου φαρμάκου.  Αναμφίβολα, στη γνώση του κατηγορούμενου, άλλως, η όποια εισαγωγή γίνεται τη αγνοία του, δεν μπορεί να θεμελιώσει ένοχη διάνοια και συνεπώς την κατηγορία.

 

         Η κα Πασιαρδή εισηγείται ότι ο εφεσείων στη βάση της περιστατικής μαρτυρίας γνώριζε για την εισαγωγή των ναρκωτικών, αφού τα ναρκωτικά είχαν συσκευασθεί εντός των πινάκων με επαγγελματικό τρόπο, ενώ στα πλαίσια του σχολιασμού του πρώτου λόγου έφεσης, λέγει επίσης ότι ο εφεσείων «.. ήταν άτομο που ενήργησε με επαγγελματικό τρόπο και έλαβε όλα τα δέοντα μέτρα για να αποκρύψει την ενασχόληση του με τα ναρκωτικά.».  Η κατήγορος εισηγείται επίσης ότι η εισαγωγή συντελέστηκε στη Λάρνακα γι΄ αυτό και ο εφεσείων κατηγορήθηκε ότι εισήγαγε τα ναρκωτικά στο αεροδρόμιο Λάρνακας και προς τούτο αναφέρεται στο άρθρο 5 των Customs and Excise (Single Market) Κανονισμών του 1992 που προδιαγράφει ότι χρόνος εισαγωγής είναι η άφιξη του αεροσκάφους στο Ηνωμένο Βασίλειο, όταν τα ναρκωτικά μεταφέρονται διά αέρος, και στο σχετικό απόσπασμα από το Blackstone´s Criminal Practice 2004,σελ. 732.

 

         Τα νομοθετήματα αυτά όμως δεν ισχύουν στην Κύπρο.  Στον Archbold: Criminal Pleading, Evidence and Practice του 2007, σελ. 2384 κ.ε., ιδιαίτερα παρ. 25-386, 25-389 και 25-390, εξηγείται ότι το Customs and Excise Management Act 1979 δημιουργεί μια ευρύτερη κατηγορία αδικημάτων που υπερκαλύπτει πολλές φορές  τα αδικήματα που δημιουργούνται κάτω από το Misuse of Drugs Act 1971 και έτσι οι διωκτικές αρχές προτιμούν να προσάπτουν κατηγορίες κάτω από το CEMA 1979, παρά κάτω από το Misuse of Drugs Act 1971.  Η ουσία όμως είναι ότι το άρθρο 5(1) του CEMA 1979, ρυθμίζει νομοθετικά το χρόνο της εισαγωγής και εάν τα ναρκωτικά μεταφέρονται διά αέρος, τότε:

 

«....... the time of importation of any goods shall be deemed to be ..... (b) where the goods are brought by air, the time when the aircraft carrying them lands in the United Kingdom or the time when the goods are unloaded in the United Kingdom, whichever is the earlier.» (δέστε παρ. 25-393 και 25-406).

 

Όπως δε εξηγείται στην παρ. 25-392, το βάρος απόδειξης του γεγονότος της εισαγωγής είναι στην κατηγορούσα αρχή και δεν υπάρχει τεκμήριο εισαγωγής, παρά την υιοθέτηση τέτοιας σκέψης σε μια απόφαση.  Η Αγγλική νομολογία υποδεικνύει ότι η κατηγορούσα αρχή πρέπει να αποδείξει ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι τα εμπορεύματα που εισήχθησαν ήταν είτε απαγορευμένα, είτε παράνομα και ότι η εισαγωγή τους στόχο είχε την παράκαμψη, κατά δόλιο τρόπο, της απαγόρευσης ή παρανομίας, αν και δεν είναι αναγκαίο να αποδείξει περαιτέρω ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε την επακριβή φύση των εμπορευμάτων.  (R. V. Hussain (1969) 2 Q.B. 567, R. V. Hennessey 68 Cr. App. R. 419 και  R. V. Forbes (Giles) (2002) 2 A.C. 512 (H.L.)).

 

Υποδεικνύεται ότι πέραν της μη εφαρμογής αντιστοίχων προνοιών στην Κύπρο, κατά την ανακοπή του από την αστυνομία, αποδείχθηκε ότι ο εφεσείων είχε απλώς στην κατοχή του τέσσερεις πίνακες.  Η θέση του Κλεάνθη Γρηγορίου, Μ.Κ.2, που είχε ανακόψει το όχημα του εφεσείοντος όταν αυτός έκαμε επαναστροφή ερχόμενος προς το μέρος που ήταν τα αστυνομικά οχήματα, ότι ήταν ανήσυχος και συγχυσμένος και ήταν έξαλλος, δεν παραπέμπει κατ΄ ανάγκη σε ανήσυχη κατάσταση εξ αιτίας του ότι μετέφερε ναρκωτικά.  Εκτός του ότι ο μάρτυρας στην αστυνομική του κατάθεση (Έγγραφο Κ2), που έγινε όταν τα δεδομένα ήταν νωπά στη μνήμη του, δεν ανέφερε τέτοιου είδους αντίδραση εκ μέρους του εφεσείοντος, η εκ των υστέρων θεώρηση του ότι ο εφεσείων ήταν ανήσυχος, συνάδει επίσης με αντίδραση φυσιολογική όταν πολίτης ανακόπτεται αιφνίδια από την αστυνομία, η οποία μάλιστα τον ρωτά αν έχει οτιδήποτε το παράνομο στην κατοχή του.

 

Ο εφεσείων από την αρχή της ανακοπής του επέμενε ότι μόνο πίνακες είχε παραγγείλει, ενώ και ο μάρτυρας διευκρίνισε στη συνέχεια ότι το «έξαλλος» που είπε στη μαρτυρία το, δεν σήμαινε ότι φώναζε, αλλά ότι αρνείτο τα πάντα.  Αναμφίβολα, η μαρτυρία αυτή που έγινε δεκτή από το Κακουργιοδικείο δεν συνάδει μόνο με ενοχή, όπως είναι απαραίτητο στην περιστατική μαρτυρία.  Και σίγουρα δεν στοιχειοθετεί από μόνη της γνώση.  Ενώ, παρατηρείται περαιτέρω ότι αν πράγματι ο εφεσείων είχε στην κατοχή του και εντός του πακέτου με τους πίνακες, παράνομες ουσίες, η αντίδραση του θα ήταν, αν όντως είχε αντιληφθεί ότι η αστυνομία ήταν στα ίχνη του, όπως ο αστυφ. Γρηγορίου κατέθεσε ενόρκως, να απομακρυνθεί από αυτήν και όχι με επαναστροφή να οδηγήσει τον εαυτόν του κατευθείαν  στα αστυνομικά οχήματα.

 

         Γνώση όμως ότι το πακέτο εισήχθη με ναρκωτικές ουσίες μέσα στους πίνακες δεν στοιχειοθετείται ούτε με τη μαρτυρία του Ανδρέα Ιγνατίου, Μ.Κ.3, του τελωνειακού λειτουργού, διότι, όπως ορθά υπέδειξε ο κ. Ταμπούρλας, η ύπαρξη λαδόκολλας που εμπόδιζε την ανίχνευση των ναρκωτικών σύμφωνα με τη θέση του Ιγνατίου, που εν πάση περιπτώσει δεν μπορεί να αμφισβητηθεί εκ των υστέρων από τον εφεσείοντα εφόσον ουδεμία σχετική ερώτηση απευθύνθη κατά την αντεξέταση του μάρτυρα αυτού, (είχε αντεξεταστεί επί αυτού ο μάρτυρας Γ. Τσιαλή, Μ.Κ.8, της ΥΚΑΝ Αρχηγείου), δεν είχε εν πάση περιπτώσει τοποθετηθεί από τον εφεσείοντα, ενώ ουδεμία μαρτυρία υπήρξε αναφορικά με οποιαδήποτε διασύνδεση του εφεσείοντος με το άτομο που τοποθέτησε τη λαδόκολλα που παρέμεινε άγνωστος και μόνο εικασίες μπορούν στην πραγματικότητα να γίνουν ότι αυτός ήταν ο φερόμενος ως Anil Kumar, ή, ότι αυτή η τοποθέτηση έγινε τη προτροπή ή στη γνώση του εφεσείοντος.

 

Επομένως, δεν λειτουργούσε εναντίον του εφεσείοντος, η περιστατική μαρτυρία περί μη ανίχνευσης των ναρκωτικών με τη χρήση λαδόκολλας, τόσο διότι ο ίδιος δεν στοιχειοθετήθηκε να έχει οποιαδήποτε ανάμειξη, όσο και διότι πράγματι δεν είχε προσαχθεί κάποια επιστημονική μαρτυρία ότι η χρήση λαδόκολλας εμποδίζει απαραίτητα την ανίχνευση ναρκωτικών.  Ο Μ.Κ. 8, Γ. Τσιαλή, δέχθηκε στην αντεξέταση του ότι δεν ήταν ειδικός στις ακτίνες, ενώ δεν απέκλεισε την πιθανότητα κάποια μηχανήματα να εντοπίζουν τα ναρκωτικά ακόμη και αν έχουν λαδόκολλες.  Εν πάση περιπτώσει τα ναρκωτικά δεν βρέθηκαν στην προκείμενη περίπτωση αφού απέτυχαν να εντοπιστούν διά ακτινολογικού ελέγχου, αλλά διότι οι αστυνομικές και τελωνειακές αρχές άνοιξαν απευθείας το πακέτο μετά τις σχετικές πληροφορίες που είχαν ως την ύπαρξη εντός αυτού, ναρκωτικών, (έγγραφο Κ8 του μάρτυρα Τσιαλή).

 

         Σχολιάστηκαν ανωτέρω οι μαρτυρίες των Γρηγορίου και Ιγνατίου, ως μη ικανές να προσδώσουν στην περιστατική μαρτυρία τη συνοχή που χρειαζόταν ώστε να είναι τέτοιας αποφασιστικής σημασίας που να είναι ασυμβίβαστη με οποιαδήποτε άλλη άποψη,  παρά  μόνο με την ενοχή του εφεσείοντος.  Περαιτέρω, οι επτά λόγοι που δόθηκαν από το Κακουργιοδικείο ως προς την κατάληξη του ότι τα περιστατικά «.. είναι τέτοια που οδηγούν σε ένα και μόνο συμπέρασμα», το οποίο συμπέρασμα στη συνέχεια εξηγεί να είναι ότι ο εφεσείων σύστησε την εταιρεία του μόνο και μόνο ως «καμουφλάρισμα» των πραγματικών δραστηριοτήτων του και ότι «ασφαλώς και γνώριζε ότι μέσα στα κάδρα είχαν συσκευασθεί με επαγγελματικό τρόπο ναρκωτικά ...», δεν είναι συμβατοί (οι λόγοι αυτοί), μόνο με ενοχή.

 

  Η περιστατική μαρτυρία όπως έχει επανειλημμένα διακηρυχθεί δεν είναι υποδεέστερη της άμεσης μαρτυρίας και όταν είναι «.. συμπερασματική τείνει να αφανίσει την πιθανότητα του ανθρώπινου λάθους ...», (δέστε Παφίτης ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 102, σελ. 119-120, Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 748 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Παναγιώτη Νικολάου (2010) 2 Α.Α.Δ. 525).  Ταυτόχρονα, όμως, πρέπει να είναι τέτοιας φύσεως που να συνδέει τον κατηγορούμενο με το αδίκημα αποδεικνύοντας την ενοχή του κατά τρόπο άμεσο και ταυτόχρονα ασυμβίβαστο με άλλη λογική επ΄ αυτής ερμηνεία, (Fournides v. Republic (1986) 2 C.L.R. 73).  Πρέπει η περιστατική μαρτυρία να αποτελεί τη μόνη λογική κατάληξη ως προς την ενοχή του κατηγορούμενου χωρίς να υπάρχουν κενά στην πορεία της, ώστε να υπάρχει η αναγκαία ασφάλεια στην απόφαση περί ενοχής, (Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 428 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Νικολάου - πιο πάνω -).

 

         Η περιστατική μαρτυρία πρέπει, τέλος, να είναι καταλυτική ως προς την ενοχή και οι κρίκοι της αλυσίδας της να είναι συνεκτικά στερεωμένοι μεταξύ τους ώστε να μην υπάρχει έδαφος για άλλη λογική εξήγηση.

 

         Η ενοικίαση από μόνη της ενός υποστατικού και μάλιστα μετά από νομότυπη σύσταση εταιρείας, δεν είναι δυνατόν να λειτουργήσει ως στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας εναντίον του εφεσείοντος.  Ιδιαίτερα, όταν η έρευνα εντός του υποστατικού, όπως κατέδειξε η μαρτυρία του Αστυφ. 1790 Α. Ανδρέου, Μ.Κ.1, δεν απεκάλυψε οτιδήποτε το παράνομο.  Όπως, παρενθετικά, ούτε και η έρευνα στο σπίτι των γονιών του εφεσείοντος στη Λεμεσό, πλην μικρής ποσότητας ρητίνης κάνναβης  για  δική  του  χρήση  που  αποτέλεσε το υπόβαθρο για την τέταρτη κατηγορία. Πρόσθετα, η αποστολή χρημάτων από  τον  εφεσείοντα προς τον Anil Kumar, δυσανάλογα μεγάλων προς την αξία των εμπορευμάτων που λάμβανε, συμπεριλαμβανομένων και των πινάκων, δεν εξυπάκουε απαραίτητα και την αναγκαία γνώση για την απόκρυψη ναρκωτικών εντός των πινάκων που είναι εδώ και το ζητούμενο.  Ο εφεσείων συνέστησε εταιρεία και εμπορευόταν όπως ο ίδιος νόμιζε καλύτερα, με σκοπό  την επίτευξη νόμιμου κέρδους.  Η πληρωμή των διαφόρων εξόδων, όπως ενοίκιο και κοινωνικές ασφαλίσεις νομότυπα γινόταν και επιβεβλημένα. Αν ο εφεσείων προσχεδίαζε την άφιξη ναρκωτικών προς τι η ταυτόχρονη ενοικίαση υποστατικού, που είχε έξοδα, ενώ θα μπορούσε κάλλιστα να τοποθετούσε σ΄ αυτό εμπορεύματα ώστε να παρουσιάζεται ότι εμπορευόταν κανονικά.  Ούτε ο εφεσείων ρωτήθηκε ποτέ στην αντεξέταση του πού έβρισκε τα χρήματα και πλήρωνε τα έξοδα της ενοικίασης, ενώ είχε έσοδα μόνο €600 για την περίοδο Απριλίου 2009-Απριλίου 2010, όπως είπε το Κακουργιοδικείο, ώστε να συνδεθεί αυτή η ενοικίαση με παράνομο σκοπό.

 

         Βεβαίως, ως η νομολογία υποδεικνύει, διαζευκτικές εκδοχές πρέπει, για να συζητούνται βάσιμα, να είναι στην ολότητα της μαρτυρίας τέτοιες, που να θεωρούνται εύλογες, διαφορετικά το Δικαστήριο θα καλείτο να εξετάζει πιθανότητες ή εικασίες που δεν μπορούν εύλογα να εξαχθούν από την ενώπιον του μαρτυρία, (Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ, 41 και Σταυρινού ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 706).  Από την άλλη, όμως, η εκδοχή ενός κατηγορούμενου δεν πρέπει να απορρίπτεται άνευ ετέρου μεταφέροντας ουσιαστικά με τον τρόπο αυτό, βάρος στους ώμους του, όταν η εκδοχή αυτή αναδύεται ως πιθανή από τα γεγονότα.  Η πιθανότητα αυτή πρέπει, αντικειμενικά, να θεωρείται εύλογη, χωρίς βέβαια να χρειάζεται να αποδειχθεί οτιδήποτε από τον κατηγορούμενο.  Η χρήση από το Κακουργιοδικείο έντονων φράσεων προς απόρριψη της εκδοχής του, ως «παιδαριώδης» και προκαλούσα «την στοιχειώδη νοημοσύνη», δεν το άφησε, κατά την κρίση μου, ανεπηρέαστο, ως προς μια νηφάλια και αποστασιοποιημένη εξέταση της εκδοχής του εφεσείοντος υπό το φως της ολότητας της ενώπιον του μαρτυρίας.  Η εκδοχή του εφεσείοντος, κατά την άποψη μου, ήταν εύλογη, στοιχειοθετημένη από σωρεία δεδομένων.

 

         Ο εφεσείων προσπαθούσε να λειτουργήσει μια επιχείρηση.  Είχε σχέση με μια Ινδή την οποία εμπιστευόταν.  Γνωρίστηκε μέσω της με κάποιο ονόματι Anil Kumar και προσπάθησε να συνεργαστεί μαζί του.  Αποδεδειγμένα απέστειλε χρήματα μέσω της Western Union στον Anil Kumar και άλλα πρόσωπα, με αποτέλεσμα η αντεξέταση του εφεσείοντος από τη Δημοκρατία και η υποβολή ότι ουδέποτε έστειλε χρήματα στην Ινδία μέσω της Western Union, να καταρρίπτεται.  Το γεγονός ότι στους πίνακες ήταν κρυμμένα ναρκωτικά δεν εξυπάκουε και γνώση του εφεσείοντος τη στιγμή που όταν οι πίνακες περιήλθαν στην κατοχή του ουδέν ανευρέθη, ούτε ο εφεσείων από την παραλαβή των πινάκων, μέχρι και την ανακοπή του από την αστυνομία, συμπεριφέρθηκε κατά τρόπο που να υποδείκνυε, έστω κατ΄ ελάχιστον, τέτοια γνώση.  Και βέβαια το γεγονός ότι εντοπίστηκε στο δωμάτιο του η μικρή ποσότητα των 0,948 γρ. ρητίνης κάνναβης λόγω εξάρτησης του, όντας χρήστης, δεν παραπέμπει και σε εμπορία ή εισαγωγή ναρκωτικών.

 

        

Όσον αφορά το στάδιο κατά το οποίο συντελέστηκε η εισαγωγή των ναρκωτικών, το Κακουργιοδικείο φαίνεται στην απόφαση του να δέχεται (δεν το αποφασίζει ρητά), ότι η υπό του εφεσείοντος κατοχή των ναρκωτικών θα συντελείτο με την εκ μέρους του απόκτηση φυσικού ελέγχου του πακέτου από την Aramex στη Λευκωσία.  Αθωώνοντας και απαλλάσσοντας όμως τον εφεσείοντα από τις κατηγορίες της κατοχής, γεγονός που εξυπάκουε ότι δεν είχε γνώση του περιεχομένου των πινάκων, η λόγω της φυσικής παραλαβής του δέματος στη Λευκωσία,  απόδοση στον εφεσείοντα της γνώσης ότι αυτό το δέμα περιείχε κατά την προηγούμενη άφιξη του στη Λάρνακα, παράνομες ουσίες, ήταν πλέον απομακρυσμένη και έτι δυσκολότερο να αποδειχθεί.

 

         Υπό το φως όλων των ανωτέρω, θα επέτρεπα την έφεση με αποτέλεσμα την αθώωση του εφεσείοντα και στην πρώτη κατηγορία της εισαγωγής, με συνακόλουθο την ακύρωση και της επιβληθείσας ποινής.

 

 

 

 

                                           Στ. Ναθαναήλ,

                                                     Δ.

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο