ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 2 ΑΑΔ 257
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 46/2013
20 Μαρτίου 2013
[Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΡΑΡΕ
Εφεσείων
ΚΑΙ
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης
......
Χρ. Χατζηλοϊζου, για τον εφεσείοντα
Π. Αβρααμίδης με Γ. Χατζηϊωάννου, για την εφεσίβλητη
...........
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(μειοψηφίας)
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ: Δυστυχώς δεν μπορώ να συμφωνήσω με την απόφαση της πλειοψηφίας.
Ο εφεσείων ηλικίας 24 ετών κατά το χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου παραδέχτηκε ενοχή στις δυο κατηγορίες που αντιμετώπιζε και που αφορούν:
Πρώτη κατηγορία
Παράνομη κατοχή ελεγχόμενου Φαρμάκου Τάξεως «Β», κατά παράβαση των άρθρων 2, 3 ΠΡΩΤΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ Μέρος ΙΙ, 6(1)(2), 24, 30, 31, 31 Α και ΤΡΙΤΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/77 όπως τροποποιήθηκε.
ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ
Ο κατηγορούμενος την 2α Φεβρουαρίου 2011 στη Λεμεσό, της Επαρχίας Λεμεσού, είχε στην κατοχή του ελεγχόμενο φάρμακο Τάξεως Β΄, δηλαδή, 0.1953 γραμμάρια φυτού κάνναβης από το οποίο δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη χωρίς την άδεια του Υπουργού Υγείας.
Δεύτερη Κατηγορία
Κάπνισμα φυτού καννάβεως, κατά παράβαση των άρθρων 10(α), 24(1), 30 και 31 ΠΡΩΤΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ Μέρος ΙΙ και ΤΡΙΤΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/77 όπως τροποποιήθηκε.
ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ
Ο κατηγορούμενος την 2α Φεβρουαρίου 2011 στη Λεμεσό, της Επαρχίας Λεμεσού, κάπνισε φυτό κάνναβης από το οποίο δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη.
Ο πρωτόδικος δικαστής, αφού άκουσε τα γεγονότα και αγορεύσεις σχετικά με την ποινή, επέβαλε την 1/2/13 στον εφεσείοντα συντρέχουσα ποινή φυλάκισης δυο μηνών σε κάθε κατηγορία. Ταυτόχρονα διέταξε όπως η έκτιση της ποινής είναι διαδοχική των συντρεχουσών ποινών φυλάκισης 4 ετών που είχαν επιβληθεί σ' αυτόν την 11/10/11, από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λεμεσού στην υπόθεση αρ. 3556/2011. Η τελευταία αφορούσε 3 αδικήματα ένοπλης ληστείας όπου του επιβλήθησαν ποινές φυλάκισης 4 ετών για έκαστο αδίκημα και 6 μήνες φυλάκιση για το αδίκημα της κλοπής. Όλες οι ποινές σύμφωνα με την απόφαση συντρέχουν.
Κατά το χρόνο που επιβλήθησαν οι ως άνω ποινές υπό του Κακουργιοδικείου δεν ζητήθηκε από τον εφεσείοντα να ληφθούν υπόψη τα αδικήματα της παρούσας υπόθεσης. Ο δικηγόρος του που είναι ο ίδιος που χειρίστηκε και τις δυο υποθέσεις για τον εφεσείοντα δικαιολόγησε το γεγονός αυτό στο ότι δεν καταχωρήθηκε στο στάδιο εκείνο ποινική υπόθεση εναντίον του εφεσείοντα και ότι ήταν δύσκολη η επικοινωνία με τον εφεσείοντα λόγω της ψυχολογικής του κατάστασης.
Με την υπό εξέταση έφεση προσβάλλεται η επιβληθείσα ποινή ως υπερβολική όπως επίσης η διαδοχικότητα της ποινής με τις ποινές που έχουν επιβληθεί από το Κακουργιοδικείο.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα στήριξε την έφεση σε δυο άξονες. Πρώτο ότι η ποινή είναι υπερβολική λαμβάνοντας υπόψη τα γεγονότα της υπόθεσης και προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα και δεύτερο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο θα έπρεπε να εξέταζε και το εύλογο της συνολικότητας και της αναλογικότητας του ποινικού μέτρου.
Το Ανώτατο Δικαστήριο εξετάζοντας κατά πόσο η επιβληθείσα ποινή υπό του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι έκδηλα υπερβολική ή έκδηλα ανεπαρκής περιορίζεται στα γεγονότα και ελαφρυντικά ή επιβαρυντικά στοιχεία όπως αυτά εκτίθενται στο πρωτόδικο δικαστήριο και φαίνονται στο πρακτικό της υπόθεσης (Βλ. The Attorney-General v. Kyriacos N. Kouppis and Others (1961) C.L.R. 188, Κουφού και άλλος ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 396).
Οι προβλεπόμενες από το νόμο ποινές για τα αδικήματα που παραδέχτηκε ο εφεσείων είναι ποινή φυλάκισης μέχρι 8 έτη ή χρηματική ποινή ή και οι δύο ποινές ενώ για την κατηγορία χρήσης ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β προβλέπεται ποινή φυλάκισης διά βίου ή χρηματική ποινή ή και οι δύο ποινές. Το άρθρο 30(2) μειώνει τις προβλεπόμενες από τον τρίτο πίνακα του νόμου αυστηρές ποινές, σε ποινή φυλάκισης μόνο δύο χρόνων στις περιπτώσεις όπου ο κατηγορούμενος είναι ηλικίας κάτω των 25 ετών και δεν έχει οιαδήποτε προηγούμενη καταδίκη για αδικήματα ναρκωτικών. Επίσης τίθεται ως προϋπόθεση ότι η κατοχή ναρκωτικών είναι για προσωπική χρήση του κατηγορουμένου και όχι για προμήθεια σε τρίτα πρόσωπα. Οι πιο πάνω προϋποθέσεις ισχύουν στην παρούσα περίπτωση ως η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου εφόσον μεταξύ άλλων ο κατηγορούμενος κατά τον χρόνο διάπραξης των αδικημάτων ήταν ηλικίας 24 ετών.
Το πρωτόδικο δικαστήριο στην εμπεριστατωμένη απόφαση του έλαβε υπόψη όλα τα στοιχεία που ανέφερε ενώπιον μας ο συνήγορος του εφεσείοντα. Ειδικά για το θέμα ότι τα αδικήματα υπό εξέταση θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη στην υπόθεση Κακουργιοδικείου Λεμεσού αρ. 3556/11 αφιέρωσε μεγάλο μέρος στην απόφαση του με νομολογιακή υποστήριξη. Στη σελ. 8 της απόφασης αναφέρει με καθαρότητα ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα υπό εξέταση αδικήματα στην υπόθεση Κακουργιοδικείου για λόγους που αφορούσαν τον εφεσείοντα και μόνο. Γιαυτό και καταλήγει
«Συνακόλουθα αν πρέπει να μέμφεται κάποιον ο κατηγορούμενος γιατί δεν λήφθηκαν υπόψη στην υπόθεση Κακουργιοδικείου Λεμεσού 3556/11, τα γεγονότα των αδικημάτων της παρούσας υπόθεσης, είναι τον ίδιο τον εαυτό του.»
Στην Δημήτρης Βέλιου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. Αρ. 99/12 ημερ. 23/1/13 αναφέρονται τ΄ακόλουθα σχετικά με την αντιμετώπιση του θέματος:
«Όπως προκύπτει από τη σχετική νομολογία, εκεί όπου μια υπόθεση θα μπορούσε να είχε ληφθεί υπόψη και δεν λήφθηκε, αυτό δυνατό να αποτελέσει λόγο για μείωση της ποινής που επιβλήθηκε κατά τη μεταγενέστερη εκδίκαση του αδικήματος. Ωστόσο, όπως η νομολογία επισημαίνει, θέση που μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους, δεν είναι βέβαιο σε μια τέτοια περίπτωση ποια θα ήταν η ποινή που θα επιβαλλόταν στην προηγούμενη υπόθεση αν είχε ζητηθεί η μεταγενέστερη υπόθεση να ληφθεί υπόψη και δεν λήφθηκε. (DJionis v. The Police (1984) 2 C.L.R. 59, 64, Varnava v. Police (1984) 2 C.L.R. 349, Παναγή ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 47 και Παναγιώτου (Αντάρτης) ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 138, 143, 144). Επομένως, θα εξετάσουμε το συγκεκριμένο παράγοντα στα πλαίσια εξέτασης του ευρύτερου ζητήματος που τίθεται με την παρούσα έφεση και που είναι κατά πόσο η εκκαλούμενη ποινή είναι έκδηλα υπερβολική ή όχι.»
Ακολούθως το πρωτόδικο δικαστήριο στην παρούσα υπόθεση, αφού ασχολήθηκε με τη νομολογιακή αντιμετώπιση και αρχές που διέπουν τις περιπτώσεις όπου αδικήματα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη στην επιμέτρηση ποινής σε προγενέστερη επιβολή ποινής σε κατηγορούμενο καταλήγει ότι η «προσέγγιση του δικαστηρίου δεν μπορεί να είναι άλλη από τη νομολογιακή καθιερωθείσα». Εν συνεχεία και αφού αναφέρει μετριαστικά στοιχεία που λαμβάνει υπόψη καταλήγει στη σελ. 15 ως ακολούθως:
«Έχοντας δε κατά νου στα όσα η νομολογία έχει καθορίσει, λαμβάνεται επίσης υπόψη προς όφελος του κατηγορούμενου και το πιο πάνω διαπιστωθέν γεγονός ότι τα αδικήματα της παρούσας θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη στην υπόθεση Κακουργιοδικείου Λεμεσού, με αριθμό 3556/11.»
Θα πρέπει να λεχθεί ότι η καταχώρηση ή μη της υπόθεσης που αφορά τα δυο αδικήματα καμιά σημασία έχει, πρακτική ή άλλη, αφού ο εφεσείων είχε το δικαίωμα και δυνατότητα κατά το χρόνο της επιμέτρησης της ποινής από το Κακουργιοδικείο να ζητήσει να ληφθούν υπόψη και τα υπό εξέταση αδικήματα έστω και αν ακόμη δεν καταχωρήθηκε υπόθεση ή άρχισε η δίωξη. (Βλ. ο περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος, Κεφ. 155). Συνεπώς η εισήγηση του εφεσείοντα ότι εάν καταχωρείτο έγκαιρα η υπόθεση θα ήταν δυνατό να ληφθεί υπόψη από το Κακουργιοδικείο κατά το χρόνο επιμέτρησης της ποινής είναι ανεδαφική χωρίς καμιά απολύτως αξία.
Η σοβαρότητα των αδικημάτων που παρεδέχθη ο εφεσείων και η ανάγκη αποτροπής για επιβολή αυστηρών ποινών δεν αμφισβητούνται. Η θεώρηση της επάρκειας της ποινής και η διαπίστωση στοιχείων υπερβολής κρίνονται αντικειμενικά. Η υπερβολή όπως επισημαίνεται στην Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525 πρέπει να καταφαίνεται είτε από την πασιφανή έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ της σοβαρότητας του εγκληματία από της ποινής ή από τον την ουσιώδη απόκλιση της ποινής από το μέτρο που οριοθετεί η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ή μετά από συσχετισμό των δυο παραγόντων (βλ. Azzeh v. Republic (1983) 2 C.L.R. 14, Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 222). Όλα τα πιο πάνω λέχθηκαν στην Παγιαβλας ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 240, 247.
Στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε υπόψη του όλους τους μετριαστικούς παράγοντες που τέθηκαν ενώπιον του. Κανένα στοιχείο που ανέφερε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα δεν αγνοήθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο.
Το άρθρο 117(2) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 προβλέπει ότι:
«Ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε σε πρόσωπο που ήδη καταδικάστηκε σε φυλάκιση αρχίζει να εκτίεται μετά την λήξη της προηγούμενης ποινής εκτός αν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά.»
Σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. Pefkos &Others v. Republic (1961) C.L.R. 340, Mikis Frixou alias Paraschos v. The Police (1963) 1 C.L.R. 83, Mirachis v. The Police (1965) 2 C.L.R. 28, Karaviotis & Others v. The Police (1967) 2 C.L.R. 286, Katsaronas & Others v. Αστυνομίας (1975) 11JSC 1644, Αχιλλέως ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 335, Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 443, Κουφού και άλλος ν. Αστυνομίας (άνω), Φράγκου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 19/10 ημερ. 25/1/11, Θεοδώρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 72/10 ημερ. 19/9/11, Παναγή ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 87/12, ημερ. 20/9/12 και Ν.Ν. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 45/12 ημερ. 19/11/12) επιβάλλουν ότι προκειμένου το δικαστήριο να εκδώσει διαφορετική διαταγή πρέπει να υπάρχουν ειδικές ή και εξαιρετικές συνθήκες όταν η φύση, ο χαρακτήρας και τα περιστατικά της υπόθεσης είναι διαφορετικά από τα νέα αδικήματα οπότε δικαιολογείται η έκδοση διαφορετικής διαταγής από τη γενική πρόνοια. Αντίθετα όπου οι ποινές θα επιβληθούν για αδικήματα που εγείρονται από τα ίδια γεγονότα ή αποτελούν μέρος του ίδιου επεισοδίου τότε οι ποινές επιβάλλεται να συντρέχουν. Περαιτέρω όταν οι ποινές δεν πρόκειται να συντρέχουν, ο συνολικός χρόνος της φυλάκισης δεν πρέπει να είναι δυσανάλογος με τη συνολική βαρύτητα της υπόθεσης. Στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης υπενθυμίζεται ότι ο εφεσείων εκτίει ποινή φυλάκισης 4 ετών για τρία αδικήματα ένοπλης ληστείας, ποινή που του επιβλήθηκε την 11/10/11 ενώ τα υπό εξέταση αδικήματα αφορούν:
(α) παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου, τάξεως «Β» και
(β) Κάπνισμα φυτού κάνναβης.
Τα αδικήματα που παραδέχθηκε τώρα όπως είναι αντιληπτό, καμιά σχέση δεν έχουν με τη φύση, χαρακτήρα ή περιστατικά των αδικημάτων της υπόθεσης 3556/11 Κακουργιοδικείου Λεμεσού.
Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε όλα τα πιο πάνω θέματα και στη σελ. 20 της απόφασης καταλήγει:
«Προκύπτει από τα πιο πάνω, ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει την εγκληματική συμπεριφορά του κατηγορούμενου στη παρούσα υπόθεση, στο σύνολο της και να αποφασίσει ποια είναι η κατάλληλη ποινή για όλα τα αδικήματα. Εξετάζοντας το σύνολο των παραγόντων που διέπουν το θέμα στην συγκεκριμένη περίπτωση, διαπιστώνεται ότι τα υπό τιμωρία αδικήματα, δεν είναι παρόμοιας φύσης με τα αδικήματα της υπόθεσης Κακουργιοδικείου Λεμεσού υπ' αριθμό 3556/2011. Αυτό κατατάσσει την παρούσα υπόθεση στα πλαίσια των όσων αναφέρθησαν από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Κουφού ν. Αστυνομίας (ανωτέρω), όπου η επιβολή διαδοχικών ποινών βασίστηκε στο ότι τα αδικήματα ήταν εντελώς διαφορετικής φύσης από εκείνα για τα οποία είχε ήδη επιβληθεί και εκτίετο ποινή σε άλλη υπόθεση, ώστε η επιβολή συντρεχουσών ποινών να μην δικαιολογείτο για τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω.
Εξετάζοντας λοιπόν κατά πόσο η συνολική ποινή των 4 χρόνων και 2 μηνών που προκύπτει από την διαδοχικότητα και το άθροισμα των ποινών που έχω επιβάλει στην παρούσα και των ποινών που επιβλήθηκαν στην υπόθεση Κακουργιοδικείου Λεμεσού 3556/11, είναι στο σύνολο της υπέρμετρη και δυσανάλογη, κρίνεται πως η απάντηση θα πρέπει να είναι αρνητική. Ακόμα στην κατάληξη μου αυτή έχω καθοδηγηθεί από την υπόθεση Κουφού ν. Αστυνομίας (ανωτέρω), αφού διαπιστώνω ότι τα αδικήματα της παρούσας υπόθεσης και της υπόθεσης Κακουργιοδικείου Λεμεσού 3556/11 ήταν παρόμοιας φύσης με τα αδικήματα των υποθέσεων που αφορά η εν λόγω απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την οποία δεν αποδέχθηκε οι ποινές φυλάκισης που επιβλήθηκαν στον εφεσείοντα να συντρέχουν.»
Ως αποτέλεσμα το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε σε Διαταγή για διαδοχική έκτιση των ποινών.
Στην εκκαλούμενη ποινή δεν παρατηρείται υπό το φως των θεμελιωμένων αρχών της νομολογίας, γεγονότων της υπόθεσης, της σοβαρότητας, χαρακτήρα και φύσεως των αδικημάτων οιοδήποτε σφάλμα ή ότι η επιβληθείσα ποινή είναι έκδηλα υπερβολική.
Για τους πιο πάνω λόγους θα απέρριπτα την έφεση.
Λ. Παρπαρίνος, Δ.
/ΚΑΣ