ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 2 ΑΑΔ 191
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 198/2012)
19 Φεβρουαρίου, 2013
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείοντας,
v.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΟΥΚΚΙΔΗ,
Εφεσίβλητου.
_________________________
Ν. Κέκκος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄,για τον Εφεσείοντα.
Αδ. Πετρίδης, για τον Εφεσίβλητο.
__________________________
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει
ο Δικαστής Νικολάτος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Στην παρούσα έφεση τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα είχαν συνοψισθεί από την κατηγορούσα αρχή ενώπιον του Δικαστηρίου ως ακολούθως:
"Το θύμα ήταν τέως από την Ινδία, φοιτήτρια 24 ετών.
Στις 17.5.2011 και περί ώρα 15:00 ο 1ος κατηγορούμενος οδηγούσε το όχημα ΚΗΕ693 στην έξοδα Κυκλικού Κόμβου Αρχαγγέλου παρά το ΑΠΟΕΛ προς τον αυτοκινητόδρομο Κοκκινοτριμιθιάς - Λευκωσίας, κατευθυνόμενος από Κοκκινοτριμιθιά προς Λευκωσία. Εισερχόμενος στην 1η λωρίδα του αυτοκινητόδρομου, κτύπησε στο πίσω μέρος του μοτοποδηλάτου ΕΤΤ206 το οποίο οδηγούσε το θύμα και κινήτο εντός του αυτοκινητόδρομου προς Λευκωσία.
Κατά τη σύγκρουση το μοτοποδήλατο σφήνωσε στο μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου με αποτέλεσμα να το παρασύρει για απόσταση 59,50 μέτρα μέχρι που ακινητοποιήθηκε. Το θύμα εκτινάχθηκε αρχικά στον ανεμοθώρακα του οχήματος, στη συνέχεια στην άσφαλτο σε απόσταση 35,90 μέτρα από το σημείο επαφής. Το θύμα τραυματίστηκε κρίσιμα, μεταφέρθηκε στο Γ.Ν. Λ/σίας με ασθενοφόρο, εισήχθηκε στο χειρουργείο, στη συνέχεια μεταφέρθηκε στη μονάδα εντατικής θεραπείας, όπου στις 18.5.2011 και περί ώρα 01:30 υπέκυψε στα τραύματά του.
ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΣΤΗ ΣΚΗΝΗ
Το δυστύχημα έγινε κατά τη διάρκεια μέρας, ο καιρός ήταν αίθριος και η άσφαλτος στεγνή και καθαρή.
Ο αυτοκινητόδρομος Κοκκινοτριμιθιάς - Λευκωσίας που κινήτο το θύμα ήταν διπλής κατεύθυνσης με δύο λωρίδες κυκλοφορίας για κάθε κατεύθυνση, οι οποίες διαχωρίζονται με άσπρη διακεκομμένη γραμμή. Τα δύο αντίθετα ρεύματα κυκλοφορίας χωρίζονται με κτιστή νησίδα. Η έξοδος του Κυκλικού Κόμβου Αρχαγγέλου στον αυτοκινητόδρομο Κοκκινοτριμιθιάς - Λευκωσίας όπου κινήτο ο Κατηγορούμενος είναι μονής κατεύθυνσης με μία λωρίδα κυκλοφορίας.
Περιοχή κατοικημένη, όριο ταχύτητας στην έξοδα του κυκλικού κόμβου 50 ΧΑΩ, στον αυτοκινητόδρομο 65 ΧΑΩ.
Η ορατότητα του Κατηγορούμενου που αρχίζει από την έξοδο του Κυκλικού Κόμβου είναι 300 μέτρα. Η ορατότητα δεν περιορίζεται από οποιοδήποτε εμπόδιο.
Τα οχήματα υπέστησαν ζημιές. Το μοτοποδήλατο καταστράφηκε ολοσχερώς.
Ο Κατηγορούμενος υποβλήθηκε σε έλεγχο αλκοόλης με ένδειξη μηδέν.
Τα οχήματα μεταφέρθηκαν στην Τροχαία Λ/σιας όπου ελέχθηκαν μηχανικά από το Λοχ. 4721 στις 19.5.2011 όπου διαπιστώθηκε ότι δεν υπήρχε σε αυτά οποιοδήποτε μηχανικό πρόβλημα πριν το δυστύχημα.
Στις 19.5.2011 και περί ώρα 11 π.μ. στο Νεκροτομείο του Ν.Γ. Λ/σιας ο ιατροδικαστής Σοφοκλέους διενήργησε τη νενομισμένη νεκροψία στη σωρό του θύματος όπου απεφάνθη ότι ο θάνατος προήλθε από βαρύτατη κρανιοεγκεφαλική κάκωση συνεπεία του τροχαίου δυστυχήματος.".
Εναντίον του εφεσίβλητου διατυπώθηκαν στο κατηγορητήριο τρεις συνολικά κατηγορίες:
1. Πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης, κατά παράβαση κυρίως των άρθρων 210, 211 και 213 του Ποινικού Κώδικα.
2. Χρήση μηχανοκινήτου οχήματος χωρίς Πιστοποιητικό Καταλληλότητας, κατά παράβαση διαφόρων Κανονισμών των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών.
3. Χρήση μηχανοκινήτου οχήματος με ανασταλείσα άδεια κυκλοφορίας, κατά παράβαση άλλων Κανονισμών.
Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής, αφού έλαβε υπόψη της τα προαναφερθέντα γεγονότα, το περιεχόμενο Έκθεσης Κοινωνικής Έρευνας για τον εφεσίβλητο, καθώς και τις παραστάσεις στις οποίες προέβηκε ο συνήγορός του για σκοπούς μετριασμού της ποινής, επέβαλε σ΄ αυτόν τις ακόλουθες ποινές:
1η Κατηγορία: Ποινή φυλάκισης 6 μηνών με αναστολή, για περίοδο 3 χρόνων. Στέρηση του δικαιώματος να κατέχει άδεια οδήγησης για 18 μήνες και 6 βαθμούς ποινής.
2η και 3η Κατηγορία: Υπογραφή εγγύησης για το ποσό των €1.000, ώστε να τηρεί τους Νόμους και Κανονισμούς, για 1 χρόνο.
Ο έντιμος Γενικός Εισαγγελέας θεωρεί την επιβληθείσα ποινή στην 1η κατηγορία ως έκδηλα ανεπαρκή και εφεσιβάλλει την πρωτόδικη απόφαση γι΄ αυτό το λόγο: Αμφισβητεί την ορθότητα της τόσο αναφορικά με το ύψος της ποινής όσο και αναφορικά με την αναστολή της έκτισης της.
Είναι η θέση του εφεσείοντα, ότι η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης των 6 μηνών είναι έκδηλα ανεπαρκής λαμβανομένων υπόψη της σοβαρότητας του αδικήματος, της προβλεπόμενης από το Νόμο ανώτατης ποινής, της νομολογίας και των περιβαλλουσών το αδίκημα συνθηκών. Πιο συγκεκριμένα, όπως εισηγείται ο εφεσείων, το Δικαστήριο έδωσε δυσανάλογη βαρύτητα στις προσωπικές περιστάσεις του εφεσίβλητου, αν και αναγνώρισε ότι αυτός δεν ενήργησε με τη δέουσα επιμέλεια και προσοχή, ενώ, αν το έκανε, θα αντιλαμβανόταν την παρουσία του θύματος. Ότι, περαιτέρω, το Δικαστήριο θα έπρεπε να δώσει περισσότερη σημασία στην ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικής ποινής σε τέτοιου είδους αδικήματα που διαπράττονται με συχνότητα και τραγικές συνέπειες, ενώ λανθασμένα προχώρησε στην αναστολή της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης, αφού κάτι τέτοιο δεν εδικαιολογείτο από το σύνολο των περιστάσεων και τα προσωπικά περιστατικά του εφεσίβλητου.
Επικροτώντας την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης ως προς το ύψος της επιβληθείσας ποινής και την αναστολή έκτισής της, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου υπέβαλε κατ΄ αρχάς ότι η όλη συμπεριφορά του πελάτη του ως οδηγού, δεν εμπίπτει στη χαρακτηριστική περίπτωση συνειδητής ή εγωιστικής παραγνώρισης του κινδύνου ούτε και της συνειδητής αδιαφορίας. Ως προς τις προσωπικές του περιστάσεις, ο εφεσίβλητος είναι ηλικίας 38 ετών, νυμφευμένος, με μια θυγατέρα 8 ετών. Είναι απόφοιτος πανεπιστημίου και ασχολείται με την κατασκευή και τοποθέτηση μεταλλικών κατασκευών. Όπως φαίνεται και στην Έκθεση Κοινωνικής Έρευνας που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο, εκφράζει το συγκλονισμό του για το θάνατο μιας νεαρής κοπέλας, γεγονός που επηρέασε όλη του τη ζωή, και λαμβάνει βοήθεια από ειδικό ψυχολόγο. Η οικογένεια του θύματος έχει αποζημιωθεί από την εμπλεκόμενη ασφαλιστική εταιρεία και ο εφεσίβλητος είχε λευκό ποινικό μητρώο. Ως προς την αναστολή έκτισης της ποινής φυλάκισης, ο συνήγορος του εφεσίβλητου υπέβαλε ότι δεν θα εξυπηρετούσε καθόλου ο εγκλεισμός του σε σωφρονιστικό ίδρυμα. Το θύμα δυστυχώς δεν πρόκειται να επανέλθει στη ζωή, ο ίδιος ο εφεσίβλητος έχει αντιληφθεί πλήρως τις συνέπειες της πράξης του και υπέστη από αυτήν τις δικές του συνέπειες, ενώ οι συνέπειες τώρα από επιβολή άμεσης φυλάκισης θα είναι πολύ επιζήμιες για τον ίδιο και την οικογένειά του, ιδιαίτερα για το μικρό του παιδί.
Κατευθυντήριες οδηγίες αναφορικά με την επιβολή ποινών σε υποθέσεις πρόκλησης θανάτου κατά παράβαση του άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως η παρούσα, δόθηκαν στην αγγλική απόφαση R. v. Guilfoyle 57 Cr. App. R. 549, η οποία υιοθετήθηκε από την κυπριακή νομολογία. Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 ΑΑΔ 355 τονίστηκε ότι το είδος και η έκταση της ποινής είναι πρωταρχική ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Όταν το ατύχημα οφείλεται σε στιγμιαία αβλεψία και το ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου είναι καλό, πρέπει να επιβάλλεται χρηματική ποινή και στέρηση της άδειας οδηγού, εκτός αν συντρέχουν ειδικοί λόγοι για να μη επιβληθεί στέρηση της άδειας. Όταν όμως το θανατηφόρο δυστύχημα προξενείται από εγωιστική παραγνώριση της ασφάλειας των άλλων προσώπων ή πεζών ή από επικίνδυνη ή απερίσκεπτη οδήγηση, ενδείκνυται η επιβολή ποινής φυλάκισης και στέρησης της άδειας οδηγού. Είναι θεμελιωμένο ότι η πάροδος αρκετού χρόνου από τη διάπραξη του αδικήματος είναι στοιχείο ουσιώδες που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στην επιβολή ποινής, ειδικά αναφορικά με το είδος της ποινής, αν δηλαδή θα επιβληθεί ποινή φυλάκισης ή όχι.
Στην προκείμενη περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στις σχετικές νομικές αρχές, παρατήρησε τα εξής:
(α) Ο κατηγορούμενος-εφεσίβλητος επιχείρησε να εισέλθει από πλαγιόδρομο σε αυτοκινητόδρομο. Το σφάλμα του συνίσταται στο ότι παρέλειψε και/ή απέτυχε εντελώς να αντιληφθεί το θύμα το οποίο οδηγούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο το μοτοποδήλατο του, στον κύριο δρόμο, μπροστά στον κατηγορούμενο-εφεσίβλητο. Η βίαιη πρόσκρουση του οχήματος του εφεσίβλητου στο μοτοποδήλατο του θύματος, χωρίς οποιαδήποτε προσπάθεια αποφυγής της σύγκρουσης, εκ μέρους του εφεσίβλητου, δείχνει ότι ο εφεσίβλητος δεν είδε ούτε και πρόσεξε, σε οποιοδήποτε στάδιο το θύμα που οδηγούσε το μοτοποδήλατο του μπροστά από το όχημα του κατηγορούμενου, επιμελώς και στο αριστερότερο άκρο της αριστερής λωρίδας του κυρίου δρόμου.
(β) Ο κατηγορούμενος-εφεσίβλητος έσφαλε σε δύο χρονικά στάδια. Αφενός προτού εισέλθει στον αυτοκινητόδρομο, διότι δεν άσκησε τη δέουσα επιμέλεια για να αντιληφθεί όλη την τροχαία κίνηση, και αφετέρου όταν εισήλθε στον αυτοκινητόδρομο δεν άσκησε την δέουσα επιμέλεια για να προσαρμόσει κατάλληλα την ταχύτητα του προς την τροχαία κίνηση και να τηρήσει απόσταση ασφαλείας από το, προπορευόμενο του, όχημα του θύματος. Σημειώνεται ότι η σύγκρουση συνέβηκε σε απόσταση περίπου 10 μέτρων από το σημείο που σβήνει εντελώς η λωρίδα κυκλοφορίας του πλαγιόδρομου, από την οποία μπήκε στον αυτοκινητόδρομο ο εφεσίβλητος.
(γ) Η σφοδρότητα της σύγκρουσης εμφαίνεται από το γεγονός ότι το μοτοποδήλατο του θύματος δεν μετατοπίστηκε απλά, αλλά σφηνώθηκε μέσα στο μπροστινό μέρος του οχήματος του εφεσίβλητου, το οποίο διάνυσε περίπου 60 μέτρα μέχρις ότου ακινητοποιηθεί, αλλά και από το γεγονός ότι, ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης, το θύμα εκσφενδονίστηκε σε απόσταση 36 περίπου μέτρων. Αυτό δείχνει ότι η ταχύτητα του εφεσίβλητου, κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν είχε προσαρμοστεί ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούσαν στο δρόμο.
(δ) Δεν υπήρχε οποιαδήποτε συντρέχουσα ευθύνη του θύματος. Το θύμα οδηγούσε στο εντελώς αριστερό άκρο του δρόμου και φορούσε προστατευτικό κράνος. Επιπρόσθετα η ορατότητα ήταν ανεμπόδιστη σε απόσταση 300 μέτρων, η ώρα ήταν απογευματινή, 3.00 μ.μ., ήταν Μάιος με αίθριο καιρό και άσφαλτο στεγνή.
Ενόψει των προαναφερομένων, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η οδηγική συμπεριφορά του εφεσίβλητου ήταν αλόγιστη. Αν ο εφεσίβλητος οδηγούσε με λελογισμένη επιμέλεια και προσοχή και με την ανάλογη ταχύτητα, θα αντιλαμβανόταν έγκαιρα την παρουσία του θύματος και θα προλάμβανε να το αποφύγει με ένα μικρό ελιγμό. Δεν μπορεί να αποδοθεί η συμπεριφορά του εφεσίβλητου σε στιγμιαία αβλεψία. Στιγμιαία αβλεψία, όπως είπε το πρωτόδικο δικαστήριο, είναι ένα μεμονομένο σφάλμα το οποίο συμβαίνει σε ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Είναι δηλαδή μια μόνο λανθασμένη κίνηση της στιγμής. Η συμπεριφορά του εφεσίβλητου, κατά το πρωτόδικο δικαστήριο, ήταν «με βεβαιότητα αλόγιστη, τείνει, δε, να αγγίξει στα όρια της απερίσκεπτης (reckless) οδήγησης».
Στη συνέχεια το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε υπόψη ότι δεν υπήρχαν άλλοι επιβαρυντικοί παράγοντες όπως επήρρεια οινοπνεύματος ή ναρκωτικών, εις βάρος του εφεσίβλητου. Απεναντίας υπήρχαν σημαντικοί μετριαστικοί παράγοντες όπως το λευκό του ποινικό μητρώο, η άμεση παραδοχή του, η βοήθεια που παρείχε στο θύμα, καθώς και οι προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις. Είναι νυμφευμένος με ένα ανήλικο παιδί ηλικίας 8 ετών όταν επιβλήθηκε η ποινή. Περαιτέρω ο εφεσίβλητος παρουσιάζεται να έχει πλήρη συναίσθηση της σοβαρότητας των επιπτώσεων της αλόγιστης πράξης του, κρίνοντας από τον συγκλονισμό που υπέστη και τα ψυχολογικά προβλήματα που δημιουργήθηκαν στον ίδιο, με αντίκτυπο στην οικογένειά του.
Καταλήγοντας το πρωτόδικο δικαστήριο ανέφερε ότι, ενόψει της έξαρσης που παρουσιάζουν τα θανατηφόρα δυστυχήματα το τελευταίο διάστημα, είναι ορθό και δίκαιο να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της επιβολής ποινής φυλάκισης 6 μηνών. Στη συνέχεια εξέτασε το κατά πόσον συντρέχουν λόγοι για αναστολή της ποινής. Αφού αναφέρθηκε στο άρθρο 3 του Ν 95/72, το οποίο προνοεί ότι το δικαστήριο διατάσσει την αναστολή της εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του κατηγορούμενου, είπε τα εξής: «Ο κατηγορούμενος είναι πρώτη φορά παραβάτης. Έχει δείξει σημάδια έμπρακτης μεταμέλειας. Κρίνω ότι, υπό τις περιστάσεις, δικαιολογείται η αναστολή της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης. Η ποινή φυλάκισης αναστέλλεται για περίοδο 3 ετών από σήμερα.»
Συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο αναφορικά με το ότι η συμπεριφορά του εφεσίβλητου συνιστούσε αλόγιστη συμπεριφορά που άγγιζε τα όρια της απερίσκεπτης οδήγησης. Δεν επρόκειτο για στιγμιαία αβλεψία υπό την έννοια της μια μόνο λανθασμένης κίνησης της στιγμής. Επρόκειτο για αλόγιστη οδική συμπεριφορά που κάλυψε δύο χρονικά στάδια, όπως τα εξήγησε το πρωτόδικο δικαστήριο. Επιπρόσθετα δεν υπήρχε οποιαδήποτε συντρέχουσα αμέλεια του θύματος. Ο θάνατος του θύματος προκλήθηκε αποκλειστικά από την αλόγιστη και σχεδόν απερίσκεπτη οδική συμπεριφορά του εφεσίβλητου.
Υπό τις περιστάσεις θεωρούμε ότι η επιβολή ποινής φυλάκισης 6 μηνών στο εφεσίβλητο ήταν πολύ επιεικής ποινή, αλλά ενόψει των σοβαρών μετριαστικών παραγόντων, και του χρόνου που παρήλθε από τη διάπραξη του αδικήματος (περίπου 20 μήνες), δεν θεωρούμε την ποινή ως υπερβολικά επιεική για να επέμβουμε και να την αυξήσουμε. Παρατηρούμε όμως ότι στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Χαραλαμπίδη (2009) 2 ΑΑΔ 537, που έχει κάποια κοινά στοιχεία με την παρούσα, το Εφετείο, επιτρέποντας την έφεση, διέταξε όπως η ανασταλείσα ποινή φυλάκισης 12 μηνών, που είχε επιβληθεί, έχει άμεση ισχύ.
Αναφορικά με το ζήτημα της αναστολής της εξάμηνης ποινής φυλάκισης παρατηρήσαμε ήδη ότι η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής ήταν λακωνική. Αναφέρθηκε στο λευκό μητρώο του εφεσίβλητου και στα σημάδια έμπρακτης μεταμέλειας που έδειξε, προφανώς με την άμεση παραδοχή του και τη βοήθεια που παρείχε στο θύμα. Στην Χαραλαμπίδη (ανωτέρω) το Εφετείο έκρινε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έδωσε λανθασμένα υπέρμετρη βαρύτητα στις προσωπικές περιστάσεις του εφεσίβλητου παραγνωρίζοντας ουσιαστικά τα τραγικά περιστατικά της υπόθεσης. Οι προσωπικές περιστάσεις του εφεσίβλητου, όμως, είχαν ήδη ληφθεί υπόψη κατά την επιμέτρηση της αρμόζουσας ποινής και εντασσόμενες στο σύνολο των περιστάσεων δεν μπορούσαν να θεωρηθούν αρκετές για να δικαιολογηθεί ταυτόχρονα και η αναστολή της επιβληθείσας ποινής. «Η εγγενής σοβαρότητα των αδικημάτων και οι συνέπειες που προέκυψαν, καθώς και η ανάγκη για αποτροπή, καθιστούν αναπόφευκτη την άμεση εκτέλεση της επιβληθείσας ποινής», παρατήρησε το Εφετείο. Τα ίδια ακριβώς θεωρούμε ότι ισχύουν και στην παρούσα υπόθεση. Η εγγενής σοβαρότητα του αδικήματος, η αλόγιστη, επικίνδυνη και σχεδόν απερίσκεπτη συμπεριφορά του εφεσίβλητου, και οι τραγικές συνέπειες της, υπό τις περιστάσεις, επέβαλλαν τη μείωση της σημασίας των μετριαστικών παραγόντων και περιστάσεων του εφεσίβλητου, σε σχέση με την ανάγκη επιβολής ποινής που να προστατεύει επαρκώς το κοινωνικό σύνολο και να είναι αποτρεπτική. Σχετικές με το ζήτημα της αναστολής της ποινής φυλάκισης είναι και οι αποφάσεις Ηλιάδη ν. Αστυνομίας (2009) 2 ΑΑΔ 412 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Τζιαουχάρη (2005) 2 ΑΑΔ 161.
Ενόψει των προαναφερομένων η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση διαφοροποιείται με την έκδοση διαταγής όπως η έκτιση της ποινής φυλάκισης 6 μηνών, που επιβλήθηκε στον εφεσίβλητο, είναι άμεση και όχι με αναστολή.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.