ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 2 ΑΑΔ 83
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 9/2011)
22 Ιανουαρίου, 2013
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στές]
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
_______________
Σ. Ζαννούπας, για τον Εφεσείοντα.
Α. Κάρνου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
_______________
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει η Δικαστής Μιχαηλίδου.
_______________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Στην παρούσα υπόθεση ο εφεσείων καταδικάστηκε πρωτόδικα για τα αδικήματα μεταφοράς συναρμολογημένου κυνηγετικού όπλου μέσα σε όχημα κατά παράβαση των άρθρων 57(1)(α)(γ)(3), 88, 90 και 100 του περί Προστασίας και Διαχείρισης ΄Αγριων Πτηνών και Θηραμάτων Νόμου, Ν.152(Ι)/2003 και μεταφοράς κυνηγετικού όπλου σε απαγορευμένη περιοχή κυνηγιού κατά παράβαση των άρθρων 2, 57(1)(δ)(3), 88 και 90 του πιο πάνω Νόμου.
Με ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου ο κατηγορούμενος αθωώθηκε στη 2η κατηγορία που αφορά καταδίωξη θηράματος μέσα σε απαγορευμένη περιοχή κατόπιν ενεργοποίησης της διάταξης 74(1)(β) της Ποινικής Δικονομίας, ενώ η 4η και τελευταία κατηγορία, κατοχή φονευμένου θηράματος κατά τη διάρκεια κλειστής περιόδου, κατά παράβαση των άρθρων 2, 49, 88 και 90 του περί Προστασίας και Διαχείρισης αγρίων πτηνών και θηραμάτων Νόμος 152(1)/2003, διακόπηκε από την κατηγορούσα αρχή, έτσι ο κατηγορούμενος αθωώθηκε και απαλλάχθηκε και από αυτήν.
Η θέση της υπεράσπισης, όπως προβλήθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία, ήταν ότι ο κατηγορούμενος νομίμως διακινείτο στην περιοχή μία ώρα μετά τη δύση του ηλίου μεταφέροντας αποσυναρμολογημένο το ΔΟΚΟ το οποίο βρισκόταν μέσα στο αυτοκίνητό του.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής οι θηροφύλακες, Μ.Κ.1 και Μ.Κ.3, στις 26.11.2006, βρίσκονταν σε περιπολία στο δάσος της Παναγιάς στις τοποθεσίες Στενή και Λαζαρίδες, μόνιμα απαγορευμένες για το κυνήγι περιοχές, εντόπισαν γύρω στις 18:10 και ανέκοψαν το όχημα του εφεσείοντα, καθώς και ένα άλλο ακόμα όχημα. Στο όχημα του εφεσείοντα στη θέση του συνοδηγού, ο Μ.Κ.3 εντόπισε και παρέλαβε ένα θήραμα, λαγό, και ένα συναρμολογημένο όπλο τύπου ΔΟΚΟ, μέσα στο οποίο υπήρχαν δύο πλήρη φυσίγγια.
΄Ηταν κοινή η θέση των δύο μερών ότι ο εφεσείων είχε κάθε δικαίωμα να βρίσκεται στην περιοχή μέχρι μία ώρα μετά τη δύση του ήλιου έχοντας αποσυναρμολογημένο το όπλο του και μέσα στη θήκη του. Αυτή ακριβώς ήταν και η θέση της υπεράσπισης, ότι τη στιγμή της ανακοπής του εφεσείοντα δεν είχε παρέλθει πέραν της μίας ώρας από τη δύση του ήλιου και ότι το όπλο ήταν αποσυναρμολογημένο. Ο εφεσείων, μετά την κλήση του σε απολογία στις κατηγορίες που είχαν απομείνει, κατέθεσε ενόρκως και η μαρτυρία του παρέμεινε η μόνη μαρτυρία για την υπεράσπιση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας τη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας, συμπεριλαμβανομένου και του Μ.Κ.4 Μάριου Θεοφίλου, ο οποίος εργάζεται στη Μετεωρολογική Υπηρεσία, την αποδέχθηκε κρίνοντάς την ως αξιόπιστη, ενώ από την άλλη δεν έκαμε αποδεχτή τη μαρτυρία του κατηγορουμένου. Στη βάση της αποδεχτής μαρτυρίας κατέληξε στα ευρήματά του: ότι η δύση του ηλίου στις 26.11.2006, ημερομηνία διάπραξης των επίδικων αδικημάτων, ήταν στις 4:41 και ο κατηγορούμενος ως εκ τούτου είχε δικαίωμα μέχρι και τις 5:41 να μεταφέρει από τη συγκεκριμένη περιοχή αποσυναρμολογημένο το ΔΟΚΟ του.
Το Δικαστήριο στη βάση της μαρτυρίας των Μ.Κ.1 και Μ.Κ.3, αποδέχθηκε ότι ο κατηγορούμενος αναχαιτίστηκε από τους πιο πάνω μάρτυρες στις 18:10, μετά τον επιτρεπόμενο χρόνο κατά τον οποίο δικαιούταν να μεταφέρει όπλο στην περιοχή η οποία είναι μονίμως απαγορευμένη για το κυνήγι και ότι μετέφερε συναρμολογημένο ΔΟΚΟ στο αυτοκίνητό του, το οποίο ο Μ.Κ.3 παρέλαβε. Εν όψει των πιο πάνω ευρημάτων του, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η κατηγορούσα αρχή απέδειξε την υπόθεσή της πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο.
Ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης με πέντε λόγους έφεσης που ουσιαστικά άπτονται του εσφαλμένου και αναιτιολόγητου της κρίσης του Δικαστηρίου ως προς την αποδοχή της μαρτυρίας των μαρτύρων της κατηγορούσης αρχής, Μ.Κ.1, 2 και 3, παρά την ύπαρξη ουσιαστικών και πραγματικών αντιφάσεων σε ουσιώδη στοιχεία της μαρτυρίας. 1ος και 2ος λόγος έφεσης.
Στην ίδια παράμετρο με τον 3ο και 4ο λόγο έφεσης προβάλλει το λανθασμένο και αναιτιολόγητο της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία του εφεσείοντα για το λόγο ότι ο κατηγορούμενος άσκησε το δικαίωμά του να μην καλέσει μάρτυρες. Τέλος, με τον 5ο λόγο έφεσης αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι εσφαλμένα, αυθαίρετα και στη βάση εικασιών, κατέληξε στο εύρημα ότι ο εφεσείοντας μετέφερε συναρμολογημένο όπλο: δεν υπήρξε μαρτυρία, άμεση ή περιστατική, που να οδηγούσε, στο βαθμό που απαιτείται, σ΄ ένα τέτοιο συμπέρασμα.
΄Εχει κατ΄ επανάληψη λεχθεί και είναι πλέον καλά καθιερωμένες οι αρχές της νομολογίας, ότι το θέμα αξιολόγησης της μαρτυρίας ανήκει κατά κύριο λόγο στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο βιώνει την ατμόσφαιρα της δίκης, ακούει απευθείας τους μάρτυρες και έχει υπ΄ όψιν και τη συμπεριφορά τους. Το Εφετείο δεν έχει αυτό το πλεονέκτημα. «Καθοδηγείται μόνο από τα στεγνά, πρακτικά. Γι΄ αυτό χρειάζονται ισχυροί λόγοι, για να ανατραπούν οι άμεσες εντυπώσεις και εκτιμήσεις της πρωτόδικης απόφασης» (Φράγκος ν. Χουβαρτά (1992) 1 Α.Δ.Δ. 39). Το Εφετείο επεμβαίνει στην εκτίμηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων, και αυτό πολύ σπάνια και σε ακραίες περιπτώσεις όπου οι αμφισβητούμενες διαπιστώσεις, κρινόμενες εξ αντικειμένου, ή η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εμφανίζεται αυθαίρετη ή δεν είναι εύλογα επιτρεπτή, είτε έχοντας υπ΄ όψιν το σύνολο της μαρτυρίας, είναι εμφανώς λανθασμένη (Αποστόλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 200). Επέμβαση που δικαιολογείται μόνο αν οι διαπιστωθείσες αντιφάσεις είναι ουσιαστικής μορφής, δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση, πλήττουν καίρια και καθοριστικά την αξιοπιστία των συγκεκριμένων μαρτύρων και φανερώνουν διάθεση απόκρυψης της αλήθειας (Ρόπας ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 628 και Λαζάρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 633).
Αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων κατηγορίας Μ.Κ.1 - Μ.Κ.3 ο κ. Ζαννούπας εισηγήθηκε ότι ο Μ.Κ.1 ήταν επιλεκτικός στις τοποθετήσεις του. Ο Μ.Κ.2 κινήθηκε αντιφατικά, αναιρώντας τις θέσεις που πρόβαλε στην κατάθεσή του αμέσως μετά τη διάπραξη των κατ΄ ισχυρισμόν αδικημάτων. Ο Μ.Κ.3 όχι μόνο ήρθε σε αντίθεση με τις θέσεις που εξέφρασε ο Μ.Κ.2 όσον αφορά τη σύνταξη του κατηγορητηρίου, αλλά και κινήθηκε αντιφατικά όσον αφορά το χρόνο που απαιτήθηκε για αποσυναρμολόγηση του ΔΟΚΟ και του χρόνου που διήρκησε το όλο επεισόδιο το οποίο εκ των υστέρων ο Μ.Κ.2 προσδιόρισε στα 10 - 12 λεπτά, ενώ καμιά αναφορά δεν έγινε στη γραπτή του κατάθεση.
Εξετάσαμε τις κατ΄ ισχυρισμό αντιφάσεις στις οποίες μας παρέπεμψε ο συνήγορος του εφεσείοντα και με αναδρομή στα πρακτικά, καταλήγουμε ότι ακόμη κι΄ αν τα ζητήματα στα οποία αναφέρθηκε ο δικηγόρος του εφεσείοντα για τα όσα κατέθεσαν οι μάρτυρες κατηγορίας, θεωρούνταν ως αντιφάσεις, αυτές με κανένα τρόπο δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν σοβαρές ή ουσιώδεις ώστε να επηρεάσουν την αξιοπιστία τους. Εξετάσαμε πιο προσεχτικά τα όσα σχετικά αναφέρθηκαν γύρω από το επεισόδιο της ανακοπής του οχήματος του κατηγορουμένου, τα ευρήματα και τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου σε συνάρτηση και με τη μαρτυρία των Μ.Κ.1 - Μ.Κ.3, έχοντας κατά νου τις επισημάνσεις και παραπομπές της υπεράσπισης. Δεν διαπιστώνουμε οτιδήποτε το μεμπτό στον τρόπο προσέγγισης και αξιολόγησης της μαρτυρίας των μαρτύρων κατηγορίας.
Όσον αφορά τον 3ο λόγο έφεσης, ότι ο εφεσείοντας λανθασμένα κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως αναξιόπιστος για το λόγο ότι δεν κάλεσε μάρτυρες να επιβεβαιώσουν τους ισχυρισμούς του, ή γιατί ο εφεσείων διαψεύστηκε από τους μάρτυρες κατηγορίας, παρατηρούμε ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Ο κ. Ζαννούπας απομονώνει από την πρωτόδικη απόφαση την πιο πάνω αναφορά καθιστώντας έτσι τεχνιέντως την αιτιολογία ελλιπή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε επαρκείς λόγους γιατί έκρινε τον κατηγορούμενο ως αναξιόπιστο και σε αναφορά στον τρόπο με τον οποίο ο μάρτυρας κατέθετε και στη συμπεριφορά του στο εδώλιο. Συμπεριφορά που καταδείκνυε, κατά την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι δεν είπε στο Δικαστήριο την αλήθεια για τα γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά την επίδικη ημερομηνία.
Είναι ορθή η θέση του συνηγόρου για τον εφεσείοντα ότι το ποιους και πόσους μάρτυρες θα καλέσει κάποιος διάδικος, δεν μπορεί να αφορά την αξιοπιστία του. Όμως το Δικαστήριο, δεν στηρίχθηκε αυτοτελώς στην απουσία μαρτύρων. Όπως φαίνεται με λεπτομέρεια από την απόφασή του, εξέτασε τους ισχυρισμούς που πρόβαλε ο κατηγορούμενος σε συνάρτηση με τη μαρτυρία των Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2 και στα όσα ο ίδιος ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι έγιναν στην παρουσία τους, αλλά διαψεύστηκαν από τους ίδιους τους μάρτυρες, τους οποίους έκρινε ως αξιόπιστους. Εξ ου και ο σχολιασμός του Δικαστηρίου, που καλό θα ήταν να αποφεύγετο, κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του κατηγορουμένου, ότι άλλα πρόσωπα, τα οποία ο ίδιος επικαλέστηκε ή δεν έδωσαν μαρτυρία ή διάψευσαν τον κατηγορούμενο.
Κατά την κρίση μας το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε ορθά τόσο τη μαρτυρία που προσφέρθηκε για την κατηγορούσα αρχή, όσο και τη μαρτυρία του κατηγορουμένου. ΄Εχοντας υπ΄ όψιν όλα τα στοιχεία της μαρτυρίας που τέθηκαν ενώπιόν μας, δεν έχουμε πεισθεί ότι υπάρχουν περιθώρια επέμβασής μας.
Εν όψει των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται.
Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
/ΜΔ