ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
16 Ιανουαρίου, 2013
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 65/2012
SAMMY JOHN LEE TRUSSLER
Εφεσείων
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
............................
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 70/2012
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσείων
- ΚΑΙ -
SAMMY JOHN LEE TRUSSLER
Εφεσίβλητου
........
A. Χαραλάμπους για τον εφεσείοντα στην Π.Ε. 65/12 και για τον εφεσίβλητο στην ΠΕ 70/12
Π. Ευθυβούλου (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την εφεσίβλητη στην ΠΕ 65/12 και εφεσείουσα στην ΠΕ 70/12.
Εφεσείων παρών.
..................................
Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Π: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου
θα δώσει ο Δικαστής Παρπαρίνος
...............................
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ: Ο εφεσείων (Π.Ε. 65/12) Άγγλος στρατιώτης καταδικάστηκε από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λάρνακας/Αμμοχώστου που συνεδριάζει στη Λάρνακα στην κατηγορία βιασμού κατά παράβαση των άρθρων 144 και 145 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Του επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως 4 ετών.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την καταδίκη του ως εσφαλμένη και ο Γενικός Εισαγγελέας εφεσιβάλλει την ποινή που του επιβλήθηκε ως έκδηλα ανεπαρκή. Θα εξετάσουμε πρώτα την έφεση κατά της καταδίκης.
Ο κατηγορούμενος/εφεσείων και παραπονούμενη κατάγονται από την Αγγλία. Ο πρώτος υπηρετεί στον Βρεττανικό στρατό ενώ η δεύτερη είναι φοιτήτρια. Γνωρίστηκαν στο κλάμπ Aqua στην Αγία Νάπα το βράδυ της 31/5/11. Μετά τη διασκέδαση τους, γύρω στις 6.30 π.μ. της 1/6/11 ο κατηγορούμενος προθυμοποιήθηκε να συνοδεύσει την παραπονούμενη στο διαμέρισμα όπου διέμενε.
Ήταν η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής, η οποία έγινε δεκτή από το Κακουργιοδικείο, ότι, καθοδόν προς το διαμέρισμα και συγκεκριμένα στην αυλή οικίας στην οδό Ιπποκράτους Αγίας Νάπας επεσυνέβη η διάπραξη του αδικήματος. Συγκεκριμένα ο εφεσείων αρχικά προσπάθησε να φιλήσει την παραπονούμενη η οποία αρνήθηκε. Τότε αυτός την άρπαξε από το λαιμό, την τράβηξε στην παρακείμενη αυλή και αφού την κτύπησε ώστε να μην στριγγλίζει, την έριξε ανάσκελα στο έδαφος. Ακολούθως έπεσε από πάνω της και τράβηξε το εσώρουχο της προσπαθώντας να την βιάσει. Επειδή αυτή στρίγγλιζε, την κτύπησε εκ νέου και την δάγκωσε δεξιά, δίπλα από το στόμα. Η παραπονούμενη φοβούμενη ότι θα την στραγγάλιζε, παρέμεινε σιωπηλή, οπότε αυτός προχώρησε στο βιασμό της. Η παραπονούμενη ένοιωθε πόνο και αφού του είπε να σταματήσει, στρίγγλισε ακόμα μια φορά. Την ίδια στιγμή τρεις (3) κοπέλλες, επίσης Αγγλίδες, επέστρεφαν μετά από νυκτερινή διασκέδαση σε παρακείμενο διαμέρισμα. Ενώ ευρίσκοντο έξω από το διαμέρισμα, που να σημειωθεί ευρίσκεται στον πρώτο όροφο, ακουσαν τις φωνές της παραπονούμενης και έτρεξαν τελικά στη σκηνή όπου η μια (Μ.Κ.5) την βοήθησε ενώ οι άλλες δυο (Μ.Κ.6, 8) ακολούθησαν τον εφεσείοντα στο οποίο φώναζαν ότι βίασε την φίλη τους ενώ παράλληλα η μια εξ' αυτών τον κτυπούσε. Έτερος Άγγλος (Μ.Κ.12) που επίσης βρέθηκε στη σκηνή, ανέκοψε τον εφεσείοντα και τον ανάγκασε να του δώσει τα στοιχεία του προτού αυτός αναχωρήσει με ταξί. Όλες οι τρεις κοπέλλες (Μ.Κ.5, 6 και 8) προέβαλαν ότι η παραπονούμενη αμέσως μετά το συμβάν τους είπε ότι ο εφεσείων την βίασε και την κτύπησε στο πρόσωπο. Η παραπονούμενη από την άλλη ανέφερε ότι παρουσίασε συμπτώματα blackout από τη στιγμή που είδε τις τρεις κοπέλλες σε μπαλκόνι του κτιρίου όπου ευρίσκοντο.
Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή του παραπονούμενου και δυο μαρτύρων (Μ.Υ.1 και 2) που κατέθεσαν γιαυτόν.
Λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του αδικήματος και την καθιερωμένη πρακτική που ακολουθείται σε ανάλογες περιπτώσεις, το δικαστήριο αναζήτησε μαρτυρία ενισχυτική της μαρτυρίας της παραπονούμενης.
Στην υπόθεση Λιασίδης ν. Αστυνομία (2002) 2 Α.Α.Δ. 434, 442 αναφέρεται σχετικά:
«Ακολουθώντας την καθιερωθείσα από τη νομολογία θέση - Sutton v The King (No. 2) 14 C.L.R. 160, Queen v. Christodoulos Georghiou Votsis, 19 C.L.R. 306, Georghios Yannou Hji Louca v. The Republic (1961) C.L.R. 57 - το Δικαστήριο θεώρησε το παράπονο ως ενισχυτική μαρτυρία, παρόλο που δεν είχε προέλευση πηγή ανεξάρτητη από την παραπονούμενη. Η νομολογία έχει αναγνωρίσει ότι οι προϋποθέσεις, που θέτει το Άρθρο 10 του περί Απόδειξης Νόμου, Κεφ. 9, για την παραδοχή παραπόνου, αίρουν το ενδεχόμενο κατασκευής του περιεχομένου του, εξυψώνοντας την υπόσταση της μαρτυρίας σε βαθμό που να εξομοιώνεται με ανεξάρτητη μαρτυρία. Σύμφωνα με τον κλασσικό κανόνα του αγγλικού δικαίου, προσδιοριστικό της φύσης της ενισχυτικής μαρτυρίας, που διατυπώθηκε στην R. v. Baskerville, 12 Cr. App. R. 81, αυτή πρέπει να έχει προέλευση ανεξάρτητη από τη μαρτυρία της οποίας επιζητείται η ενίσχυση, εις ην περίπτωση η περιγραφή από το θύμα των διαδραματισθέντων δεν έχει αυτό το χαρακτήρα. Ανάλογη αρχή ισχύει και στην Κύπρο - (βλ. μεταξύ άλλων, Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 258, Χριστοδούλου, άλλως Ρόπας κ.α. ω. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 294 και 628) - πλην είναι παραδεκτό ότι παράπονα, που γίνονται δεχτά βάσει του Άρθρου 10 του Κεφ. 9, αποτελούν εξαίρεση, όπως αναγνωρίζεται στην Παρμαξής ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 224.»
Με την έφεση προβάλλονται συνολικά εννέα λόγοι έφεσης, οι οποίοι όμως μπορούν να καταταχθούν στις τέσσερεις (4) ενότητες:
(α) Λόγοι που αφορούν την αξιολόγηση της μαρτυρίας. Σύμφωνα με αυτούς η προσαχθείσα μαρτυρία θεωρήθηκε πλημμελής από το δικαστήριο με αποτέλεσμα τον κλονισμό των ευρημάτων.
(β) Εσφαλμένη θεώρηση και εφαρμογή των αρχών που διέπουν την ενισχυτική μαρτυρία και άμεσο παράπονο.
(γ) Παράλειψη επαρκούς εξέτασης θέματος προσυνεννόησης μαρτύρων.
(δ) Διάφοροι άλλοι λόγοι.
Η πρώτη ενότητα αφορά κυρίως τη μαρτυρία της παραπονούμενης. Με βάση τα όσα ανέφερε το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του προκειμένου ν' αναζητήσει ενισχυτική μαρτυρία και συγκεκριμένα ότι «.....παρουσιάζει κενά λόγω των συμπτωμάτων blackout που ανέπτυξε ..» γίνεται η εισήγηση ότι το Κακουργιοδικείο δεν ήταν διαθετειμένο ή είχε σοβαρές επιφυλάξεις στο να βασιστεί πάνω στη μαρτυρία της χωρίς την ύπαρξη ενίσχυσης ή έστω διατηρούσε σοβαρές αμφιβολίες για την αξιοπιστία της λόγω των κενών που υπήρχαν.
Προβάλλει επίσης άλλο μέρος της απόφασης όπου αυτό είπε:
«Έχουμε εξετάσει με λεπτομέρεια και διερευνητική διάθεση την εκδοχή της .. Όλα αυτά με δεδομένη τη δική της παραδοχή ότι κάποια γεγονότα τα θυμάται καλά, κάποια όχι και τόσο καλά και κάποια καθόλου .. Η γενική παρατήρηση που έχουμε να κάνουμε είναι ότι η παραπονούμενη μας έκανε εξαιρετική εντύπωση. Κατά την πολύωρη αντεξέτασή της η οποία επεκτάθηκε με κάθε λεπτομέρεια σε όλα τα γεγονότα που περιβάλλουν το επίδικο περιστατικό και άλλα πέραν αυτού, απαντούσε άμεσα με ευθύτητα και με ειλικρίνεια.»
Για να εισηγηθεί ότι τα πιο πάνω είναι αντίθετα με το συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου αναφορικά με τα κενά που εντόπισε στη μαρτυρία της παραπονούμενης. Δεν μπορεί κατά την εισήγηση από τη μια να γίνεται αναφορά για την «επιβεβλημένη» ανάγκη αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας λόγω των κενών που παρουσίασε η μαρτυρία της παραπονούμενης και από την άλλη το δικαστήριο να εξάγει συμπέρασμα ότι η παραπονούμενη έκανε εξαιρετική εντύπωση. Η όλη προσέγγιση και καθοδήγηση του δικαστηρίου ήταν λανθασμένη.
Εξετάσαμε με προσοχή την άνω εισήγηση σε συνάρτηση πάντοτε με την απόφαση του Κακουργιοδικείου. Είναι η κρίση μας ότι υπάρχει παρανόηση της απόφασης του Κακουργιοδικείου. Στη σελ. 53 της απόφασης το σχετικό απόσπασμα έχει ως ακολούθως:
«Θεωρούμε ότι η παρούσα περίπτωση εμπίπτει εντός του γενικού κανόνα όπου θα πρέπει να αναζητηθεί ενισχυτική μαρτυρία. Η μαρτυρία της παραπονουμένης η οποία είναι η μοναδική που τείνει να αποδείξει παράνομη συνουσία, παρά το γεγονός ότι έχει κριθεί αξιόπιστη, παρουσιάζει κενά λόγω των συμπτωμάτων blackout που ανέπτυξε. Γι' αυτό θεωρούμε επιβεβλημένο να αναζητήσουμε ενισχυτική μαρτυρία.»
Η κατηγορία που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος είναι, όπως έχει αναφερθεί αυτή του βιασμού, κατά παράβαση των άρθρων 144,145 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ήτοι αδίκημα σεξουαλικής φύσης και όπως η νομολογία έχει καθιερώσει, ως θέμα πρακτικής ενδείκνυται ενίσχυσης της μαρτυρίας του παραπονούμενου προσώπου. (Βλ. Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 390, Πετεινός ν. Αστυνομίας (1961) 2 C.L.R. 330, Μεϊτάνης ν. Δημοκρατίας (1967) 2 C.L.R. 31 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Πέτρου (1972) 2 C.L.R. 81). Αυτό εδράζεται στα εγγενή ανθρώπινα ελαττώματα και αδυναμίες που πιθανόν να οδηγούν γυναίκες (όταν το αδίκημα αφορά γυναίκες) στην επινόηση ψευδών καταγγελιών για δικούς τους σκοπούς (βλ. Καϊλης ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 251, 257). Παρόλα ταύτα η αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας δεν είναι απόλυτη. Το δικαστήριο εφόσον αποδέχεται τη μαρτυρία της παραπονούμενης για το σεξουαλικό αδίκημα μπορεί να ενεργήσει πάνω σ' αυτή, χωρίς ενισχυτική μαρτυρία, υπό την προϋπόθεση ότι προειδοποιεί τον εαυτό του για τους κινδύνους να βασισθεί αποκλειστικά σε τέτοια μαρτυρία χωρίς ενίσχυση.
Σύμφωνα με το άρθρο 10 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ.9 ως έχει τροποποιηθεί, το πρώτο παράπονο συνιστά μαρτυρία ενισχυτικής μαρτυρίας. Στην Typye v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 279, 292 χαρακτηρίστηκε ως κλασσική μορφή ενισχυτικής μαρτυρίας.
Στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης αυτό έπραξε το Κακουργιοδικείο. Είναι εμφανές από το πιο πάνω απόσπασμα της απόφασης του Κακουργιοδικείου ότι δεν ήταν διατεθειμένο να προχωρήσει σε καταδίκη με βάση μόνο τη μαρτυρία της παραπονούμενης, προειδοποιώντας ασφαλώς προηγουμένως κατάλληλα τον εαυτό του για τον κίνδυνο που ενυπάρχει να στηριχθεί σ' αυτή χωρίς ενίσχυση και παρόλο που την έκρινε αξιόπιστη. Αναφέρει με σαφήνεια το λόγο. Λόγω ότι η μαρτυρία της «παρουσίαζε κενά λόγω των συμπτωμάτων blackout που ανέπτυξε.» Αναζήτησε ως αποτέλεσμα και πολύ ορθά ενισχυτική μαρτυρία την οποία βρήκε σε εκείνη των μαρτύρων Asiminas (M.K.5) και Harley (M.K.6). Αμφότερες μαζί με τη φίλη τους Helen (M.K.8) προσέτρεξαν στην σκηνή αφού άκουσαν τις κραυγές της παραπονούμενης και όταν ακόμη ο εφεσείων ήταν από πάνω από την παραπονούμενη. Οι δυο πρώτες άκουσαν την παραπονούμενη να τους λέγει ότι ο εφεσείων «την είχε βιάσει και γρονθοκοπήσει». Επαναλαμβάνουμε τα όσα λέχθηκαν στη Τypye (άνω) ότι δηλαδή ως πρώτο παράπονο που ήταν, αποτελεί κλασσική μορφή ενισχυτικής μαρτυρίας.
Ο συνήγορος του εφεσείοντα προχώρησε και εισηγήθηκε ότι η προσέγγιση του Κακουργιοδικείου να θεωρήσει τα πιο πάνω ως πρώτο παράπονο είναι λανθασμένη καθ' ότι από τη μαρτυρία που το Κακουργιοδικείο δέχτηκε δεν υπάρχει ταύτιση των όσων είπε η παραπονούμενη και αυτών που είπαν οι Μ.Κ.5 και 6 ότι είπε. Παρέπεμψε προς τούτο στην White v. Regina (1999) 1 Cr. App.R. Part 2, 153. Εξετάσαμε με προσοχή την εισήγηση και είναι η κρίση μας ότι δεν έχει έρεισμα.
Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 10 του Κεφ. 9 για να γίνει αποδεκτό ένα παράπονο πρέπει:
(α) Το παράπονο ή η δήλωση να έγινε λαμβανομένων υπόψη των περιστατικών της υπόθεσης, αμέσως μετά την διάπραξη του αδικήματος και
(β) Το παράπονο πρέπει να έγινε προς το πρώτο πρόσωπο ή πρόσωπα στο οποίο ή στα οποία ο παραπονούμενος μίλησε μετά τη διάπραξη του αδικήματος, ή τα πρόσωπα προς τα οποία το δικαστήριο φρονεί ότι ήτο φυσικό να προβεί σε παράπονο ή δήλωση σχετικά με το ποινικό αδίκημα.
(Βλ. Το Δίκαιο της Απόδειξης του Τάκη Ηλιάδη σελ. 280, Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 618, 636)
Στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης ικανοποιούνται όλες οι προϋποθέσεις του άνω άρθρου. Αυτό είπε και το Κακουργιοδικείο. Η υπόθεση White v. Regina (ανωτέρω) δεν παραγματεύεται ασφαλώς το άνω άρθρο. Εκείνο που αναλύεται είναι ο κανόνας του κοινοδικαίου με τις δυο εξαιρέσεις του ότι ένας μάρτυρας δεν μπορεί κατά την κυρίως εξέταση του να ερωτηθεί κατά πόσο πρόσφατα προέβη σε δήλωση συνεπή με την τωρινή μαρτυρία του. Η πρώτη του εξαίρεση κατά το κοινοδίκαιο επιτρέπει σε υποθέσεις σεξουαλικών αδικημάτων την απόδειξη παραπόνου που έγινε στην πρώτη λογική ευκαιρία μετά το αδίκημα. Μπορεί έτσι να αποδειχθεί η συνέπεια της παραπονούμενης όπως και ανυπαρξία συγκατάθεση της. Για να αποδειχθεί όμως είναι αναγκαίο η παραπονούμενη να καταθέσει ότι προέβη σε παράπονο αλλά το περιεχόμενο του θα πρέπει να αποδειχθεί και από το πρόσωπο προς το οποίο έγινε. Η άλλη εξαίρεση είναι ότι ένας μάρτυρας μπορεί να καταθέσει σχετικά με προηγούμενη συνεπή δήλωση του ώστε να αντικρούσει την εισήγηση ότι η μαρτυρία του είναι πρόσφατο κατασκεύασμα.
Τα πιο πάνω όμως δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση λόγω του ότι ρυθμίζεται από ρητή νομοθετική πρόνοια, το άρθρο 10 του Κεφ. 9 (βλ. άρθρο 29 (γ) του περί Δικαστηρίου Νόμου Ν. 14/60 όπως τροποποιήθηκε). Η Asimina (Μ.Κ.5) τόσο στην κατάθεση της όσο και στη μαρτυρία της ενώπιον του Κακουργιοδικείου ανέφερε τι τους είπε η παραπονούμενη. Χαρακτηριστικά στην κατάθεση της (τεκμ. 31) που λήφθηκε από την Αστυνομία 2-2½ ώρες μετά τον βιασμό αναφέρει:
«.....The girl told me that she had been rapped by that boy and also punched her on her face..."
Το Κακουργιοδικείο αποδέχτηκε ως αξιόπιστη την άνω μαρτυρία και μετά από ορθή νομική ανάλυση και εξέταση του θέματος δέχθηκε τη δήλωση της παραπονουμένης προς την Asimina (Μ.Κ.5) ως άμεσο παράπονο και ως στοιχείο ενισχυτικής μαρτυρίας. Δεν θεωρούμε ως εκ τούτου δικαιολογημένη την καθ' οιονδήποτε τρόπο επέμβαση μας στα πιο πάνω συμπεράσματα που κατέληξε το Κακουργιοδικείο.
Το ίδιο θεωρούμε ότι δεν χωρεί επέμβαση μας και σε άλλα μέρη της μαρτυρίας που αποδέχθηκε το Κακουργιοδικείο. Η προσωρινή απώλεια μνήμης (blackout) που παρουσίασε η παραπονούμενη με αποτέλεσμα να μην θυμάται ορισμένα πράγματα δεν είχαν να κάνουν τίποτε με τον πυρήνα και βασική εκδοχή της πως διαπράχθηκε το αδίκημα. Το Κακουργιοδικείο ασχολήθηκε με το θέμα και σε έκταση ανέλυσε τη μαρτυρία της, επισήμανε τα κενά, τις διαφοροποιήσεις της από την κατάθεση της όπως και άλλες αδυναμίες που παρατήρησε. Το Κακουργιοδικείο εξετάζοντας σφαιρικά τη μαρτυρία της έκρινε ότι αυτά δεν έπλητταν την αξιοπιστία της.
Διεξήλθαμε τη μαρτυρία στο σύνολο της, ιδιαίτερα στα σημεία που μας παρέπεμψε ο συνήγορος του εφεσείοντα. Η μαρτυρία της παραπονουμένης τόσο στην κατάθεση της όσο και στο Δικαστήριο αναφορικά με τον βιασμό ήταν η ίδια και ευρίσκετο σε συμφωνία με τη μαρτυρία των τριών (3) άλλων μαρτύρων Μ.Κ.5, 6 και 8 που είδαν τον εφεσείοντα να ευρίσκεται πάνω στην παραπονουμένη όταν προσέτρεξαν στις κραυγές της για να την βοηθήσουν. Οι λεπτομέρειες και κενά που παρατηρήθηκαν, επεξηγήθηκαν τόσο από την ίδια την παραπονούμενη όσο και από το Κακουργιοδικείο. Οι λόγοι που δίδονται από το κακουργιοδικείο για την αξιολόγηση των αδυναμιών που παρατήρησε στη μαρτυρία της παραπονουμένης κρίνουμε ότι είναι πειστικοί και εύλογοι με αποτέλεσμα να μην δικαιολογείται η επέμβαση μας. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε την περίπτωση που η παραπονουμένη στην κατάθεση της δεν περιέγραψε ορθά τον εφεσείοντα και δεν τον αναγνώρισε κατά την αναγνωριστική παράταξη που διενεργήθη από την Αστυνομία. Αυτό οδήγησε το συνήγορο να εισηγηθεί ενώπιον μας ότι η παραπονούμενη ήταν αναξιόπιστη. Διαφεύγει του συνηγόρου η κατάσταση της παραπονουμένης κατά τον βιασμό και η δικαιολογία που προέβαλε για την λανθασμένη περιγραφή του εφεσείοντα στην κατάθεση της, η οποία υπενθυμίζεται, λήφθηκε λίγες ώρες μετά τον βιασμό. Ανέφερε χαρακτηριστικά «Μα εγώ μόλις βιάστηκα. Δεν μπορούσα να σκεφτώ τι ήταν σημαντικό. Εγώ απλά απαντούσα τις ερωτήσεις ..» και σ' άλλο μέρος «Διότι κλείνεις τα μάτια σου. Ήμουν τρομοκρατημένη». Το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του, διαπίστωσε αυτή την αδυναμία της μαρτυρίας της αλλά όπως ορθά παρατήρησε «θα ήταν σημαντικές εάν δεν υπήρχε άλλη μαρτυρία που να συνδέει τον κατηγορούμενο με το περιστατικό. Από τη στιγμή που ακόμη και ο ίδιος ο κατηγορούμενος τοποθετεί τον εαυτό του στην σκηνή και ως το πρόσωπο που ήταν με την παραπονούμενη, όλα αυτά δεν έχουν πλέον ουσιαστική σημασία.»
Η προσέγγιση του Κακουργιοδικείου είναι καθ' όλα ορθή, σ' αυτό θα προσθέταμε και τη μαρτυρία του Μ.Κ.12 Scott Barlett που έγινε δεκτή από το Κακουργιοδικείο και ο εφεσείων δεν την προσβάλει. Σύμφωνα μ' αυτήν ο Μ.Κ.12 ανέκοψε τον εφεσείοντα όταν αυτός απομακρύνετο από τη σκηνή του βιασμού και πήρε απ' αυτόν τα στοιχεία του, τα οποία σημείωσε σ' ένα μικρό χαρτάκι που παρουσιάστηκε στο δικαστήριο και είναι το τεκμ. 13. Όλα αυτά δεν αμφισβητούνται από τον εφεσείοντα.
Άλλη εισήγηση του συνήγορου του εφεσείοντα, προκειμένου να καταδείξει ότι η παραπονούμενη δεν έλεγε την αλήθεια, είναι ότι αυτή δεν παραπονέθηκε στον Δρα Κλεάνθους (Μ.Κ.13) για πόνο που ένοιωθε διότι κανένας δεν μιλούσε αγγλικά. Θέση που διέψευσε κατά την εισήγηση ο Δρ. Κλεάνθους. Προστρέξαμε στη μαρτυρία και παρατηρούμε ότι υπάρχει πλήρη συμφωνία στη μαρτυρία των δύο. Το σχετικό απόσπασμα από τη μαρτυρία της παραπονούμενης έχει ως ακολούθως:
«Ε. Παραπονέθηκες στο γιατρό που σε εξέτασε ότι είχες πόνο;
Α. Δε με ρώτησε ούτε μιλούσε αγγλικά, απλώς με εξέτασε.
Ε. Ποιοι ήταν παρόντες όταν σ' εξέταζε;
Α. Η αστυνομικίνα και 3 άλλοι άνθρωποι που δεν ξέρω ποιοι ήταν. Μπορεί να ήταν νοσοκόμοι.
Ε. Και δε μιλούσε κανένας αγγλικά;
Α. Όχι αυτοί μιλούσαν μεταξύ τους.»
Το σχετικό απόσπασμα της μαρτυρίας του Δρα Κλεάνθους (Μ.Κ.13) είναι το ακόλουθο:
«Ε. Και το ερώτημα είναι, η ίδια σας υπέβαλε οποιεσδήποτε ερωτήσεις σε σχέση με αυτό το πρόβλημα που της συνέβηκε;
Α. Ουδεμία ερώτηση. Καθόλου δεν μίλησε ούτε μαζί μου, ούτε με τη νοσοκόμα. Απλούστατα έγινε η εξέταση, την πήρε η Αστυνομικός και έφυγε...»
Ο ιατρός σε άλλο μέρος της μαρτυρίας του δέχτηκε ότι γνώριζε την αγγλική γλώσσα. Όμως κανένας ούτε η παραπονούμενη αλλά ούτε ο ίδιος μίλησαν, συνεπώς πώς θα γνώριζε η παραπονούμενη για τη γνώση αγγλικής γλώσσας από αυτόν. Το ασφαλές συμπέρασμα που εξάγεται είναι ότι αυτή δεν εψεύδετο και συνεπώς δεν πλήττετο η αξιοπιστία της.
Είναι καλά νομολογημένο ότι το Εφετείο, για να ανατρέψει ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων επεμβαίνει μόνο, αν τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματα του. Σ' ό,τι αφορά τις παραλείψεις ή τις αντιφάσεις στις καταθέσεις ή στη μαρτυρία, για να ανατραπεί η πρωτόδικη κρίση θα πρέπει αυτές να είναι ουσιώδεις ώστε να πλήττουν σημαντικά την αξιοπιστία του μάρτυρα ή να αποκαλύπτουν την πρόθεση του να παραποιήσει την αλήθεια (βλ. Λοϊζου κ.α. ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 469, 486).
Από την όλη εξέταση μας και τους λόγους που έχουμε αναφέρει, κρίνουμε ότι δεν συντρέχει κανένας λόγος επέμβασης μας.
Προσυνεννόησης Μαρτύρων
Είναι η εισήγηση του συνηγόρου για τον εφεσείοντα ότι υπήρξε προσυνεννόηση μεταξύ των Μ.Κ.6 και 8 στις καταθέσεις τους τεκμ. 23 και 24, των Μ.Κ.5, 6 και 8 στα τεκμ. 31, 32 και 33, των Μ.Κ. 5, 6 και 8 και παραπονουμένης Μ.Κ.4 στα τεκμ. 31, 32, 33 και 34, των Μ.Κ. 4 και 5 στα τεκμ. 37 και 35 και παραπονουμένης και μαρτυρίας των Μ.Κ.5, 6 και 8. Αυτό το στήριξε σε ομοιότητες που παρουσιάζουν οι καταθέσεις τους και σε νέα θέματα που εισαγάγουν για πρώτη φορά στη μαρτυρία τους ενώπιον του δικαστηρίου. Ως αποτέλεσμα σύμφωνα με την εισήγηση οι μάρτυρες ως άνω έπρεπε να κριθούν ως αναξιόπιστοι.
Το Κακουργιοδικείο εξέτασε το θέμα και αν και διαπίστωσε ότι παρουσιάζουν κάποιες ομοιότητες οι καταθέσεις τεκμ. 23 και 24 των Μ.Κ.6 και 8 αντίστοιχα, εντούτοις απέδωσε αυτό στις ομοιότητες ενεργειών τους που κατέγραψαν στις άνω καταθέσεις και αφορούσαν την αναγνωριστική παράταξη όπου αναγνώρισαν τον εφεσείοντα.
Αναφορικά με τις καταθέσεις τεκμ. 31, 32 και 33 δέχθηκε ότι υπήρχαν ομοιότητες οι οποίες ως έκρινε οφείλονται στον τρόπο που αυτές λαμβάνονται. Σύμφωνα με τη μαρτυρία, δεν γινόταν υπαγόρευση από τις Μ.Κ.5, 6 και καταγραφή τους από Μ.Κ.3 Λοχ. Δρουσιώτη. Γινόταν αφήγηση γεγονότων από την εκάστοτε μάρτυρα και ο αστυφύλακας τα μετέφερε σε γραπτό κείμενο. Ήταν κατάληξη του Κακουργιοδικείου ότι «..... είναι λογικό να υπάρχουν ομοιότητες στις καταθέσεις όταν οι μάρτυρες αφηγούνται τα ίδια γεγονότα, ιδιαίτερα όταν αυτές λαμβάνονται η μια αμέσως μετά την άλλη, όπως στην παρούσα περίπτωση.» Θεώρησε δε ότι «εκείνο που είναι σημαντικό είναι το περιεχόμενο των καταθέσεων να παρουσιάζει με ακρίβεια αυτά που αφηγήθηκε ο μάρτυρας».
Στην υπόθεση D.P.P. v. Kilbourne (1973) A.C. 729, 751 όπου εξετάζετο θέμα αποδοχής ενισχυτικής μαρτυρίας ο Lord Reid είπε:
«We must be astute to see that the apparently corroborative statement is truly independent of the doubted statement. If there is any real chance that there has been collusion between the makers of the two statements we should not accept them as corroborative".
Στην R. v. Johansen (1977) 65 Cr. App. R. 101 (C.A.) μετά από ανάλυση της σχετικής αγγλικής νομολογίας επί του θέματος καταλήγει ως ακολούθως:
«..Put another way - in almost every case of this kind when possibility of a conspiracy is suggested - the question is: what facts are there to show that there was one or from which it could reasonably be inferred that there may have been one?»
Ήδη έχει αναφερθεί η αντιμετώπιση του θέματος από το Κακουργιοδικείο.
Εξετάσαμε με μεγάλη προσοχή κάθε στοιχείο που εισηγήθηκε ο συνήγορος του εφεσείοντα που κατά τη γνώμη του είναι προϊόν προσυνεννόησης και παραποίησης. Πιστεύουμε ότι δεν χωρεί επέμβαση μας. Όλοι οι σχετικοί μάρτυρες κατηγορίας αντεξετάσθηκαν από την υπεράσπιση επί του θέματος και απ' αυτή δεν προέκυψε ότι υπήρχε προσυνεννόησης μεταξύ τους ή ότι η μαρτυρία παραποιήθηκε. Από την αποδεκτή μαρτυρία και ευρήματα του Κακουργιοδικείου διεφάνη ότι η παραπονούμενη πριν τον βιασμό της δεν γνώριζε τις τρεις κοπέλλες (Μ.Κ.5, 6 και 8) και οι καταθέσεις όλων λήφθηκαν λίγες ώρες μετά το βιασμό. Η πρώτη στις 9 π.μ. και η τελευταία στις 10.50π.μ. της 1/6/11 (τεκμ. 31 και 34). Ήδη από τις 8 π.μ. συναντήθηκαν με τους Μ.Κ.3 και 14 λοχία Δρουσιώτη και αστυφ. Χρ. Μάμα στην κλινική Napa Olympic. Συνεπώς δεν υπήρχε χρονικό περιθώριο οιασδήποτε συνεννόησης μεταξύ τους.
Οι καταθέσεις της παραπονούμενης (Μ.Κ.4) και των 3 κοπέλλων (Μ.Κ.5, 6 και 8) τεκμ. 35, 36, 23 και 24 αντίστοιχα) αφορούν την αναγνωριστική παράταξη που διενεργήθη από την Αστυνομία την 3/6/11. Όλες είναι στερεότυπες, μικρές σε έκταση με περιγραφή της συμμετοχής εκάστης στην παράταξη. Οι δυο εξ αυτών Μ.Κ.4 και 5 δεν αναγνώρισαν τον εφεσείοντα ενώ οι άλλες δυο, Μ.Κ.6 και 8 τον αναγνώρισαν. Με αυτά τα δεδομένα οι άνω καταθέσεις δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να είναι προϊόν προσυνεννόησης.
Τέλος όσον αφορά τα «νέα θέματα» όπως τα ονόμασε ο συνήγορος του εφεσείοντα που κατά την εισήγηση του τέθηκαν από τους μάρτυρες κατηγορίας για πρώτη φορά κατά το χρόνο που κατέθεταν στο Δικαστήριο χωρίς πρώτα να τ' αναφέρουν στην κατάθεση τους παρατηρούμε τα ακόλουθα: Όλα αυτά τέθηκαν από την υπεράσπιση για πρώτη φορά στην παραπονούμενη (Μ.Κ.4) όταν αντεξετάζετο και κατ' ακολουθία στις άλλες μάρτυρες. Συνεπώς δεν είναι δυνατό να τίθεται θέμα προσυνεννόησης.
Επίσης η μαρτυρία των τεσσάρων άνω δεν είναι ταυτόσημη. Ενδεικτικά αναφέρεται το θέμα κατά πόσο ο εφεσείων φορούσε ή όχι εσώρουχο κατά τον ουσιώδη χρόνο. Η Μ.Κ.4 δεν θυμάτων, η Μ.Κ.5 το είδε, η Μ.Κ.6 ότι δεν είδε σλιπάκι και η Μ.Κ. 8 δεν απέκλεισε ο εφεσείων να μην φορούσε εσώρουχο. Διερωτώμαστε πού ευρίσκεται η προσυνεννόηση ή παραποίηση μαρτυρίας.
ΑΛΛΟΙ ΛΟΓΟΙ
Ο έκτος λόγος έφεσης αναφέρεται σε πλημμελή διερεύνηση της υπόθεση από την Αστυνομία και λανθασμένη αξιολόγηση από το Κακουργιοδικείο της σχετικής εισήγησης της υπεράσπισης.
Ο λόγος αυτός περιορίζεται σε τέσσερα θέματα:
(α) Καθυστέρηση στην παραλαβή του εσώρουχου της παραπονούμενης με αποτέλεσμα επηρεασμού της εξέτασης της από Μ.Κ.7 Δρ. Καριόλου.
(β) Παράλειψη φωτογράφησης του παραθύρου από όπου έβλεπαν «οι κοπέλλες» προκειμένου να διαφανεί η ορατότητα από το σημείο εκείνο προς το μέρος που έγινε ο βιασμός.
(γ) Ανεύρεση του εσωρούχου του εφεσείοντα για σκοπούς εξέτασης.
(δ) Παράλειψη διεξαγωγής κολποσκόπησης της παραπονουμένης.
Σύμφωνα με την αποδεκτή μαρτυρία του Μ.Κ.7 Δρ Καρυόλου εκείνο που έχει σημασία για τον εντοπισμό γενετικού υλικού σ' ένα αντικείμενο (εδώ εσωρούχου παραπονουμένης τεκμ. 4) είναι «τι ακριβώς συνέβηκε στο εσώρουχο πριν παραδοθεί - για γενετικές εξετάσεις» και όχι ο χρόνος που παρήλθε. Συνεπώς ο λόγος αυτός δεν μπορεί να έχει οιανδήποτε τύχη.
Για τα υπόλοιπα θέματα ως άνω, το Κακουργιοδικείο τα εξέτασε στις σελ. 49-50 της απόφασης του, με κατάληξη ότι «......η Αστυνομία προέβη σε σωστές ενέργειες για διερεύνηση της υπόθεσης....». Οι λόγοι που δίδονται για το καθένα χωριστά κρίνονται βάσιμοι και εύλογοι ώστε να μη δικαιολογείται παρέμβαση μας.
Ο έβδομος λόγος αφορά την εσφαλμένη, κατά τον εφεσείοντα, εκτίμηση από το Κακουργιοδικείο της μαρτυρίας των εμπειρογνωμόνων (Δρ. Καρυόλου και Δρ. Κλεάνθους) ότι αυτή ενίσχυε τη μαρτυρία της παραπονουμένης.
Πιστεύουμε ότι ο λόγος αυτός στηρίζεται σε εντελώς λανθασμένη θεώρηση των πραγμάτων. Το Κακουργιοδικείο ουδόλως στήριξε την καταδίκη έστω και κατ' ελάχιστο στη μαρτυρία των άνω. Τα ευρήματα των πιο πάνω μαρτύτων, Μ.Κ.7 και 13 που συνίσταντο στην μη ανεύρεση γενετικού υλικού ή τραυματισμού εντός του κόλπου της παραπονούμενης, ήταν ουδέτερα στοιχεία στην κρίση του δικαστηρίου και αυτό δικαιολογείτο πλήρως από τις εξηγήσεις των μαρτύρων που έγιναν αποδεκτές από το δικαστήριο αλλά και άλλα ευρήματα του Κακουργιοδικείου που ήταν αποτέλεσμα της αποδοχής της μαρτυρίας της παραπονουμένης. Αυτό φαίνεται εν μέρει και από τα εξής αποσπάσματα της απόφασης του Κακουργιοδικείου:
«Ο μάρτυρας ανέφερε ότι η ανεύρεση γενετικού υλικού καθώς και σπερματικών κυττάρων του δράστη επηρεάζεται αρνητικά σε περιπτώσεις βιασμού όταν μεταξύ άλλων το άτομο έχει ουρήσει πριν τη λήψη κολπικών επιχρισμάτων. Στην παρούσα περίπτωση, αποτελεί εύρημα μας ότι το θύμα είχε ουρήσει τουλάχιστο μία φορά πριν τη λήψη των κολπικών επιχρισμάτων. Αυτό έγινε όταν ήταν στο διαμέρισμα των κοπέλων και πριν αρχίσει η διερεύνηση της υπόθεσης από την Αστυνομία. Εξάλλου έχει αναφερθεί ότι η ανυπαρξία επιστημονικής μαρτυρίας, όπως γενετικού υλικού, «δεν επάγεται βέβαια άνευ ετέρου τη μη ανάμειξη» ενός Κατηγορουμένου Βλ. Γρηγόρης Χρυσάνθου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 213/08, ημερ. 31/5/2011»
«Τέλος, στα πλαίσια της αξιοπιστίας της Παραπονουμένης, γίνεται και το ανάλογο εύρημα ότι υπήρξε παράνομη συνουσία αφού ο Κατηγορούμενος χωρίς τη θέληση της εισχώρησε το πέος του στον κόλπο της. Η ενέργεια του αυτή μπορεί να διακόπηκε από τις τρεις κοπέλες, αλλά αποτελεί νομολογιακή αρχή ότι για να αποδειχθεί ο βιασμός πρέπει να υπάρχει εισδοχή του πέους στον κόλπο της παραπονουμένης έστω και εάν η εισδοχή αυτή είναι ελάχιστου βαθμού και δεν υπήρξε εκσπερμάτωση (Archbold Criminal Pleadings Evidence and Practice, 40η έκδοση, σελ. 1410, παράγραφος 2878 και Russel onCrime, 12η έκδοση, σελ. 708-709).»
Όπως καθίσταται φανερό ο όλος συλλογισμός επί του οποίου εδράζεται ο εξεταζόμενος λόγος έφεσης δεν είναι ορθός.
Ο τελευταίος λόγος έφεσης είναι συναρτημένος επίσης με την αξιοπιστία της παραπονουμένης και μαρτύρων κατηγορίας και αφορά το εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι η παραπονούμενη κατά τον ουσιώδη χρόνο «...... Δεν ήταν μεν εντελώς νηφάλια (sober) αλλά σίγουρα δεν ήταν μεθυσμένη». Αυτή ήταν η εκδοχή της παραπονουμένης. Αντίθετη αυτή του εφεσείοντα και των Μ.Υ.1 και 2, η οποία και απερρίφθη.
Ο συνήγορος του εφεσείοντα εισηγήθηκε πως είναι δυνατό η ίδια η παραπονούμενη να καταθέτει ότι κατανάλωσε κάποια αλκοολούχα ποτά και όλοι οι μάρτυρες κατηγορίας να θυμούνται ότι αυτή δεν ήταν μεθυσμένη και δεν μύριζε αλκοόλ. Επίσης πως δεν έγινε αντιληπτή αυτή κατά τον ουσιώδη χρόνο από τους μάρτυρες κατηγορίας ότι ήταν μεθυσμένη και διότι αυτό δεν συμπεριελήφθηκε στις καταθέσεις τους.
Το Κακουργιοδικείο εξέτασε το θέμα και ανέφερε σχετικά:
«Συνεκτιμώντας όλα τα πιο πάνω, δεχόμαστε και αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι η Παραπονούμενη δεν ήταν μεθυσμένη όπως η Υπεράσπιση προσπάθησε να της καταλογίσει. Έχουμε ήδη αποδεχθεί ως αξιόπιστη τη δική της εκδοχή ότι δεν ήταν μεν εντελώς νηφάλια (sober), αλλά σίγουρα δεν ήταν μεθυσμένη. Η μαρτυρία της υποστηρίζεται από πολλούς μάρτυρες κατηγορίας. Αναφέρουμε καταρχήν την καλόπιστη αλλά υποκειμενική άποψη των τριών κοπέλων Μ.Κ.5, 6 και 8. Ούτε όμως οι δύο εξεταστές της υπόθεσης Λοχ. Δρουσιώτης (ΜΚ3) και Αστ. Μάμα (ΜΚ14) διαπίστωσαν κάτι τέτοιο όταν τη συνάντησαν λίγο μετά το περιστατικό και πριν τις 08.00 στη Νapa Olympic. Μάλιστα ο ΜΚ14 ανέφερε ότι είχε υπηρετήσει για 6 χρόνια στην Τροχαία Αμμοχώστου και μπορεί να καταλάβει αν ένα άτομο είναι μεθυσμένο, τονίζοντας ότι η Παραπονούμενη δεν ήταν μεθυσμένη. Ούτε όμως ο Γυναικολόγος ΜΚ13, ούτε ο Ιατροδικαστής ΜΚ9 όταν την εξέταζαν την ίδια μέρα διαπίστωσαν κάτι τέτοιο αφού, όπως είπαν, σε τέτοια περίπτωση θα το κατέγραφαν.
Επομένως απορρίπτεται ο ισχυρισμός της Υπεράσπισης για μέθη της Παραπονουμένης και η προσπάθεια της να αποδώσει την ανεξήγητη της συμπεριφορά σ' αυτήν. Τονίζουμε τέλος ότι ούτε ο ίδιος ο Κατηγορούμενος φαίνεται να είχε εγείρει τέτοιο θέμα στην Κατάθεση του την οποία έδωσε στις 3/6/2011 δηλαδή τρεις μέρες μετά το περιστατικό.»
Θα προσθέταμε στα πιο πάνω ότι η παραπονούμενη στην κατάθεση της τεκμ. 34 αναφέρει ότι εκείνο το βράδυ είχε καταναλώσει δυο ποτά (βότκα και πορτοκαλοχυμό) μεταξύ 3-4 π.μ. και ακολούθως ακόμα ένα, μεταξύ 4-5 π.μ. ως συμπεραίνεται από την κατάθεση της αναφορικά με το χρόνο και μόνο.
Η αποδεκτή από το Κακουργιοδικείο κατάσταση της παραπονουμένης όπως αυτή την περιέγραψε «όχι εντελώς νηφάλια .. αλλά όχι μεθυσμένη» γιατί έπρεπε να γίνει αντιληπτή ως μεθυσμένη από όλους τους άλλους μάρτυρες κατηγορίας που την συνάντησαν αργότερα, δεν επεξηγήθηκε από το συνήγορο του εφεσείοντα. Επίσης είναι λάθος η αναφορά του συνηγόρου του εφεσείοντα ότι το δικαστήριο επιβάλλοντας ποινή αναφέρθηκε στον εφεσείοντα ότι τελούσε υπό κατάσταση μέθης λόγω κατανάλωσης 3 ποτών και έλαβε αυτό υπόψη ως μετριαστικό παράγοντα. Το δικαστήριο ρητά και με σαφήνεια ανέφερε «.. θα το λάβουμε υπόψη ως παράγοντα που σε κάποιο βαθμό άμβλυνε τον αυτοέλεγχο του κατηγορουμένου με τη χαλαρότητα που επιφέρει η κατανάλωση αλκοόλ».
Η μέθη και η χαλαρότητα που αναφέρθηκε το Κακουργιοδικείο είναι δυο εντελώς διαφορετικές καταστάσεις πραγμάτων και σε καμιά περίπτωση δεν ταυτίζονται.
Οι λόγοι για τους οποίους το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι η παραπονούμενη δεν τελούσε υπό μέθη κρίνονται δικαιολογημένοι με βάση την αποδεκτή μαρτυρία ενώπιον του και δεν χωρεί επέμβαση του Εφετείου.
Η έφεση του εφεσείοντα κατά της καταδίκης απορρίπτεται.
Έφεση κατά της ποινής
Όπως ήδη έχει αναφερθεί το Κακουργιοδικείο επέβαλε στον εφεσείοντα για το αδίκημα του βιασμού ποινή φυλάκισης 4 ετών. Σύμφωνα με τη συνήγορο η ποινή είναι ανεπαρκής καθ' ότι ο κατηγορούμενος βρέθηκε ένοχος μετά από ακρόαση, η παραπονούμενη μέσω αυτής αναβίωσε τα δυσάρεστα γεγονότα του βιασμού και ως αποτέλεσμα αυτό έχει επιπτώσεις στην ψυχική της υγεία. Αντίθετη ήταν η θέση του συνηγόρου του κατηγορουμένου. Αυτός υπεστήριξε την ποινή ως ορθή και ότι αυτή έχει καταστροφικές συνέπειες στον κατηγορούμενο.
Το αδίκημα του βιασμού κάτω από το άρθρο 144 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, κατατάσσεται στα πλεον σοβαρά όπως η ίδια η προβλεπόμενη ποινή φανερώνει. Τιμωρείται μέχρι και με δια βίου φυλάκιση.
Όπως λέχθηκε στην Σοφοκλέους ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 259, σε σεξουαλικά αδικήματα πρέπει να επιβάλλεται αποτρεπτική ποινή σε μια προσπάθεια καταστολής τους. Πρόκειται για εγκλήματα ιδιαίτερης σοβαρότητας, τα οποία δεν στρέφονται μόνο κατά των ηθών, αλλά προσβάλλουν ταυτόχρονα την προσωπικότητα του θύματος (βλ. Λοϊζου κ.α. ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 469, 492. Η κάθε υπόθεση κρίνεται στα δικά της ιδιαίτερα περιστατικά και ανάλογη με αυτά είναι και η ποινή (βλ. Γιάγκου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 67. Στην παρούσα υπόθεση ο εφεσείων εκμεταλλεύτηκε τη σωματική του υπεροχή έναντι της παραπονουμένης η οποία ήταν μικρόσωμη. Αφού προσπάθησε αρχικά να την φιλήσει και αυτή αρνήθηκε, στη συνέχεια χρησιμοποιώντας την μυϊκή του δύναμη την «άρπαξε» από το λαιμό και την έσυρε σε παρακείμενο κήπο όπου παρά τις κραυγές της την κτύπησε στο πρόσωπο προκειμένου αυτή να μην προβάλει αντίσταση και να μη φωνάζει. Ακολούθως την έριξε στο έδαφος όπου την κτύπησε και πάλιν, την δάγκωσε και την βίασε. Προς βοήθεια της παραπονουμένης προσέτρεξαν οι Μ.Κ.5, 6 και 8, αφού άκουσαν τις φωνές της και διέκοψαν τον εφεσείοντα από το ανίερο έργο του.
Το Εφετείο παρεμβαίνει προς διαφοροποίηση της ποινής εάν διαπιστωθεί σφάλμα αρχής ή αν ποινή είναι έκδηλα υπερβολική ή έκδηλα ανεπαρκής.
Το Κακουργιοδικείο εξέτασε με προσοχή όλες τις παραμέτρους και στάθμισε όπως διαπιστώνουμε ορθά κάθε σχετικό παράγοντα καταλήγοντας στην ποινή φυλάκισης των 4 ετών. Αν και η επιβληθείσα ποινή κρίνεται επιεικής δεν κρίνουμε ότι είναι έκδηλα ανεπαρκής και συνεπώς δεν δικαιολογείται επέμβαση μας.
Η έφεση κατά της ποινής απορρίπτεται.
Π. Αρτέμης, Π.
Κ. Παμπαλλής, Δ.
Λ. Παρπαρίνος, Δ.
/ΚΑΣ