ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 2 ΑΑΔ 15
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 33/2012
[Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Π. ΠΑΝΑΓΗ Δ/στές]
15 Ιανουαρίου, 2013
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΑΚΡΗ
Εφεσείοντας
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
Μάριος Γεωργίου με Άντη Γεωργίου για τον εφεσείοντα.
Δένα Θεοδώρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την εφεσίβλητη.
Ο εφεσείων παρών.
(Η ομόφωνη απόφαση δίδεται από το Δικαστή Χατζηχαμπή, Δ.)
____________________________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η (EX TEMPORE)
XATZHXAMΠΗΣ, Δ. - Ο εφεσείων αντιμετώπισε ενώπιον του Κακουργιοδικείου κατηγορία ένοπλης ληστείας και συνακολούθως κατοχής πυροβόλου όπλου και εκρηκτικών υλών (φυσίγγια) που σχετίζοντο με την ένοπλη ληστεία. Τα γεγονότα απεκάλυπταν ότι ο εφεσείων, κρατώντας πιστόλι και φορώντας κουκούλα στο κεφάλι, εισήλθε σε κατάστημα τραπέζης και υπό την απειλή του πιστολιού απαίτησε χρήματα. Υπήρχαν αρκετά πρόσωπα στο κατάστημα, τόσο υπάλληλοι της τράπεζας όσο και πελάτες, και καθόλη τη διάρκεια της ληστείας το πιστόλι ήταν το μέσο που χρησιμοποιήθηκε στραμμένο προς τους ταμίες για να μπορέσει να διεκπεραιωθεί η ληστεία. Ο κατηγορούμενος απέσπασε ένα ποσό πέραν των €36.000 και εγκατέλειψε το κατάστημα οδηγώντας αυτοκίνητο. Έγινε όμως αντιληπτός από αστυνομικό που έτυχε να οδηγά το δικό του αυτοκίνητο εκτός υπηρεσίας κατά το σχετικό χρόνο και ο οποίος, καταδιώκοντας τον εφεσείοντα, κατάφερε τελικά να τον ακινητοποιήσει σε αδιέξοδο εμβολίζοντας προηγουμένως αλλεπάλληλα το αυτοκίνητο του. Η καταδίωξη αυτή διήρκησε αρκετό χρόνο και κατά τη διάρκεια της, όταν ο αστυνομικός πλεύρισε το αυτοκίνητό του, ο εφεσείων σήκωνε το χέρι του επιδεικνύοντας το πιστόλι που κρατούσε, σημαδεύοντας σε κάποιο στάδιο και το διώκτη του ο οποίος αναγκαζόταν να σκύψει για να αποφύγει την κατεύθυνση της ενέργειας του εφεσείοντα. Διεφάνη από τις εξετάσεις που έγιναν ότι το πιστόλι που είχε ο εφεσείων ήταν έμφορτο με επτά πλήρη φυσίγγια, ένα εκ των οποίων ήταν εντός της θαλάμης, ενώ εντοπίσθησαν και άλλα φυσίγγια εντός του αυτοκινήτου.
Ήσαν αυτές οι συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων, και δη εκείνου της ένοπλης ληστείας, που οδήγησαν το Κακουργιοδικείο στην κατάληξη ότι επρόκειτο για ένα σοβαρό αδίκημα όχι μόνο ως εκ της φύσης του, εφόσον η ένοπλη ληστεία τιμωρείται με ισόβια φυλάκιση, αλλά ιδιαίτερα και ως εκ των συνθηκών διάπραξης του. Το Κακουργιοδικείο ετόνισε και τη γενική σοβαρότητα του αδικήματος της ληστείας όπως αντανακλάται στη νομολογία, στην οποία αναφέρθη σε έκταση, αλλά και το ανησυχητικό φαινόμενο της αυξητικής τάσης των αδικημάτων αυτών και ουσιαστικά της έξαρσης τους, παραπέμποντας στις σοβαρές ποινές στις οποίες είχαν καταδικαστεί οι δράστες στις υποθέσεις στις οποίες ανέφερε. Τόνισε ιδιαίτερα το Κακουργιοδικείο το γεγονός ότι ο εφεσείων διέπραξε τη ληστεία με έμφορτο πιστόλι το οποίο είχε προτάξει τόσο εντός της τράπεζας αλλά και κατά την καταδίωξή του και θεώρησε ότι τα δεδομένα αυτά ήσαν επιβαρυντικά για τον εφεσείοντα παρά το ότι, όπως συνέχισε να παρατηρήσει, ευτυχώς το όπλο δεν είχε χρησιμοποιηθεί σε οποιονδήποτε στάδιο, παρά μόνο προς εκφοβισμό. Έδωσε το Κακουργιοδικείο σημασία στην παραδοχή του εφεσείοντα, συγχρόνως βεβαίως παρατηρώντας ότι έπρεπε να θεωρηθεί στο πλαίσιο τού ότι, ουσιαστικά, συνελήφθη επ' αυτοφόρω εφόσον ανεκόπη σε αδιέξοδο και ακινητοποιήθηκε με αυτό τον τρόπο, ανευρέθησαν δε εντός του αυτοκινήτου του όλα τα σχετιζόμενα με τη ληστεία. Όμως έλαβε υπόψη την παραδοχή όπως και το γεγονός ότι δεν υπήρχε οποιοδήποτε προηγούμενο στα 49 έτη της ζωής του εφεσείοντα. Θεώρησε, υπό τις περιστάσεις, ότι ήταν αρμόζουσα η ποινή των οκτώ ετών για το αδίκημα της ένοπλης ληστείας και επέβαλε άλλες ποινές τριών ετών και ενός έτους για την κατοχή πυροβόλου όπλου και την κατοχή εκρηκτικών υλών αντιστοίχως οι οποίες, βεβαίως, όρισε να συντρέχουν.
Εφεσιβάλλοντας την ποινή, ο εφεσείων εισηγείται ότι είναι εκδήλως υπερβολική, με ιδιαίτερη αναφορά στους μετριαστικούς παράγοντες που αφορούν το πρόσωπό του και δη τα προβλήματα υγείας του σε συνδυασμό με την όλη εξέλιξη της ζωής του, αφού το πρόβλημα υγείας το οποίο παρουσίασε στα μάτια του απέληξε στην απώλεια της εργασίας του ως ναυτικός και στην αποτυχία των προσπαθειών του για επαγγελματική δραστηριοποίηση σε άλλους τομείς έκτοτε, καταλήγοντας να είναι άνεργος και ουσιαστικά διαπράττοντας το αδίκημα υπό συνθήκες που συνιστούσαν πράξη απελπισίας εκ μέρους του, αφού μάλιστα, όπως προκύπτει και από την έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, έχει τεράστια χρέη και δεν έχει άλλες δυνατότητες καλής διαβίωσης.
Το Εφετείο, εξετάζοντας έφεση κατά της ποινής ως εκδήλως υπερβολικής, έχει, όπως είναι καλά γνωστό και καθιερωμένο, περιορισμένες δυνατότητες να υπεισέλθει σε θέματα που αφορούν τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα ιδιαίτερα ως προς αδικήματα όπως εκείνο της ένοπλης ληστείας τα οποία δεν συνδέονται άμεσα με τις προσωπικές περιστάσεις. Στην προκείμενη περίπτωση δεν είναι δυνατό να εντοπίσουμε λάθος στην προσέγγιση του Κακουργιοδικείου όσον αφορά τη στάθμισή τους με τη σοβαρότητα του αδικήματος. Η έξαρση των αδικημάτων αυτών αλλά και η ίδια η φύση τους, ως η δια της βίας και της επίδειξης βίας προς εκφοβισμό και εξαναγκασμό, συνιστούν τέτοια ενέργεια που παραβιάζει κάθε έννοια της πολιτισμένης συμπεριφοράς. Είναι, λοιπόν, δικαίως που το αδίκημα της ένοπλης ληστείας θεωρείται από τα σοβαρότερα του Ποινικού Κώδικα, για να μην αναφερθούμε περαιτέρω στις ενδεχόμενες συνέπειες που μπορεί να προκύψουν. Εδώ, δυστυχώς, η ληστεία διεπράχθη όχι με τρόπο που να μη εξυπάκουε κίνδυνο, αλλά με έμφορτο όπλο χωρίς να δοθεί η παραμικρή εξήγηση. Θα ήσαν, ενδεχομένως, διαφορετικά τα πράγματα εάν τα γεγονότα προσομοίαζαν προς την υπόθεση Πέτρος Λάμπρου Πατσαλίδης ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 224/2008 ημερομηνίας 21 Οκτωβρίου 2009, στην οποία έγινε αναφορά από τον ευπαίδευτο συνήγορο για τον εφεσείοντα στην αγόρευσή του για να καταδειχθεί το έκδηλα υπερβολικό της ποινής. Στην υπόθεση εκείνη η μείωση της ποινής έγινε ακριβώς διότι, όπως υπεδείχθη, δεν υπήρχε η ωμή έκφραση βίας που υπάρχει σε άλλες περιπτώσεις, αφού το πιστόλι που χρησιμοποιήθηκε δεν ήταν σε λειτουργήσιμη κατάσταση ενώ το δεύτερο όπλο παρουσίαζε προβλήματα στη λειτουργία του. Τα δύο όπλα μεταφέροντο από τον εφεσείοντα μόνο για εκφοβισμό. Όμως, στην προκειμένη περίπτωση το όπλο ήταν έμφορτο. Η δυναμική που υπάρχει σε τέτοια περίπτωση είναι ότι μπορεί να εκδηλωθεί σε οποιαδήποτε στιγμή. Γι΄αυτό και το αδίκημα χαρακτηρίζεται ως ιδιαίτερα σοβαρό στην προκείμενη περίπτωση, γεγονός που δεν διέλαθε της προσοχής του Κακουργιοδικείου και το οποίο δεν μπορεί να αγνοηθεί από το Εφετείο ως το κύριο χαρακτηριστικό της υπόθεσης αυτής.
Υπό τις περιστάσεις αυτές θεωρούμε ότι, παρά το ότι ο Εφεσείων δεν έχει οποιοδήποτε προηγούμενο, η ποινή των οκτώ ετών ήταν σύμφωνη με τη νομολογία η οποία, μάλιστα, παραπέμπει ακόμα και σε αυστηρότερες ποινές. Το βάρος των εισηγήσεων του ευπαιδεύτου συνηγόρου ήταν, βεβαίως, στην άλλη πτυχή των προσωπικών περιστάσεων. Έχουμε προβληματιστεί ιδιαίτερα και συμμεριστεί την αγωνία η οποία υπάρχει σε ένα άνθρωπο ο οποίος έχει αντιμετωπίσει επανειλημμένες ατυχίες στη ζωή του και προβαίνει σε μια απονενοημένη ουσιαστικά ενέργεια της ένοπλης ληστείας για επίλυση των προβλημάτων του. Όμως, αν τα οικονομικά προβλήματα, συνδεόμενα και με άλλα προβλήματα ευρύτερα, οικογενειακά ή υγείας, μπορούσαν να δικαιολογήσουν την παρανομία, αυτό θα ήταν η οριστική κατάρρευση κάθε ηθικής αρχής αλλά και κάθε αρχής τάξης και δικαίου. Η φιλοσοφική αρχή όσο και η χριστιανική αρχή ότι είναι καλύτερα να αδικείσαι παρά να αδικείς, δεν μπορεί να υποχωρήσει στις περιπτώσεις που υφίσταται ένας άνθρωπος μια δοκιμασία, έστω και αν εκείνη η δοκιμασία είναι σοβαρής φύσεως. Πολλοί άνθρωποι υφίστανται τέτοιες δοκιμασίες και, εν τούτοις, δεν προσφεύγουν στη χρήση βίας για διάπραξη αδικημάτων, με αξιοπρέπεια δεχόμενοι τις καταστάσεις τις οποίες αντιμετωπίζουν και προσπαθώντας με τα μέσα τα οποία μπορεί να είναι δυνατά να τις αντιμετωπίσουν.
Δεν θα λέγαμε ότι η ποινή των οκτώ ετών η οποία έχει επιβληθεί εδώ είναι επιεικής όπως δεν θα λέγαμε ότι ένα Δικαστήριο δεν θα μπορούσε, ενδεχομένως, να επιβάλει και χαμηλότερη ποινή. Μπορεί η ποινή υπό αυτές τις συνθήκες να ακούεται κάπως αυστηρή, όμως το Εφετείο δεν παρεμβαίνει σε περιπτώσεις όπου η ποινή μπορεί να είναι αυστηρή αλλά μόνο σε περιπτώσεις όπου η ποινή θα ήταν εκδήλως υπερβολική. Εκδήλως υπερβολική όμως δεν είναι και δεν έχουμε τις ίδιες δυνατότητες να παρέμβουμε σε περιπτώσεις όπου ακόμα και εμείς οι ίδιοι αισθανόμεθα ότι θα μπορούσαμε, λόγω ιδιαιτέρως και της παραδοχής, να είχαμε επιβάλει κάποια χαμηλότερη ποινή. Για τους λόγους αυτούς η έφεση απορρίπτεται.
Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
/μσιαμπαρτα