ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 2 ΑΑΔ 89
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 10/2013 και Ποινική ΄Εφεση Αρ. 11/2013)
22 Ιανουαρίου, 2013
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥΔ/στες]
(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 10/2013
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ Γ. ΣΠΑΝΟΥ,
Εφεσείοντας,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
____________
(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 11/2013
ΑΝΔΡΕΑΣ ΟΝΟΥΦΡΙΟΥ,
Εφεσείοντας,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
____________
O Εφεσείων στην 10/2013, παρουσιάζεται αυτοπροσώπως.
Ο Εφεσείων στην 11/2013, παρουσιάζεται αυτοπροσώπως.
Ν. Κέκκος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη (και στις δύο εφέσεις).
_____________
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ. : Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα απαγγείλει η Δικαστής Μιχαηλίδου.
____________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Οι εφεσείοντες, κατηγορούμενοι 1 και 2 μαζί με ένα ακόμη πρόσωπο, κατηγορούμενος 3, παραπέμφθηκαν σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου που συνεδριάζει στη Λευκωσία στις 9.1.2013, για σειρά κατηγοριών: διάπραξη κακουργήματος συνωμοσίας για φόνο, κατοχή εκρηκτικών υλών, σφαιρών και πυροβόλου όπλου χωρίς άδεια, καθώς και άλλες συναφείς κατηγορίες.
Οι κατηγορούμενοι έφεραν ένσταση στη κράτηση τους, όπως έπραξαν και προηγουμένως ενώπιον του παραπέμποντος Δικαστηρίου, που διέταξε την κράτηση τους μέχρι την ημέρα που θα παρουσιάζονταν ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Σημειώνουμε πως εναντίον της απόφασης του παραπέμποντος Δικαστηρίου ασκήθηκε έφεση από τον 1ο Κατηγορούμενο, εδώ Εφεσείοντα 1, η οποία και απορρίφθηκε. Αντρέας Ονουφρίου v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 234/2012 ημερομηνίας 18/12/2012.
Στην ενώπιον του Κακουργιοδικείου διαδικασία η κατηγορούσα αρχή ζήτησε όπως όλοι οι κατηγορούμενοι παραμείνουν υπό κράτηση μέχρι τη δίκη τους: 1.2.2012. Στήριξε το αίτημά της σε δύο παράγοντες: (α) Στον κίνδυνο μη προσέλευσης των κατηγορουμένων στο δικαστήριο και (β) την πιθανότητα διάπραξης άλλων αδικημάτων. Θα εξετάσουμε μόνο το δεύτερο παράγοντα την πιθανότητα διάπραξης άλλων αδικημάτων, εφ΄ όσον για τον άλλο λόγο το Δικαστήριο με την απόφασή του έκρινε ότι δεν ήταν διατεθειμένο να ασκήσει αυτοτελώς την διακριτική ευχέρεια που του παρείχετο παρά τη διαπίστωση του ότι η σοβαρότητα των αδικημάτων, ιδίως των τριών τελευταίων κατηγοριών ήταν δεδομένη, όπως δεδομένη ήταν και η αυστηρή τιμωρία των κατηγορουμένων σε περίπτωση καταδίκης τους.
Το Κακουργιοδικείο έκρινε με αναφορά σε τρεις προηγούμενες καταδίκες του κατηγορουμένου 1 και σε μια προηγούμενη καταδίκη του κατηγορουμένου 2, ότι τεκμηριωνόταν ο κίνδυνος διάπραξης νέων αδικημάτων συναφών με αυτά που τους καταλογίζονταν στην υπόθεση ενώπιον του Κακουργιοδικείου.
Ο δεύτερος εφεσείων, του οποίου την αγόρευση και επιχειρηματολογία υιοθέτησε και ο πρώτος εφεσείων, εισηγήθηκε ότι το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα στηρίχθηκε στην μαρτυρία προσώπου το οποίο εκτίει ποινή φυλάκισης, τα κίνητρα του οποίου έντονα αμφισβήτησε, χαρακτηρίζοντας την ως παντελώς αναξιόπιστη, ενώ ταυτόχρονα παρέλειψε να εξετάσει άλλες καταθέσεις και μαρτυρικό υλικό το οποίο είχε ενώπιόν του, για να πιθανολογήσει κατά πόσο ο εφεσείων 1 συνδεόταν με οποιονδήποτε τρόπο με τη διάπραξη των αδικημάτων για τα οποία κατηγορείται.
Είναι καλά γνωστό ότι η κράτηση κατηγορουμένου μπορεί να διαταχθεί για συγκεκριμένους λόγους, οι οποίοι μπορεί να κριθούν και αξιολογηθούν ανεξάρτητα και αυτόνομα, ή/και κατά συρροή. Η συνδρομή οποιουδήποτε από αυτούς, όπως ο κίνδυνος μη προσέλευσης, η πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων και η πιθανότητα διάπραξης άλλων αδικημάτων, μπορεί να δικαιολογήσει την κράτηση κατηγορουμένου. (βλ. Κωνσταντινίδης v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109 και Χρυσόστομος Σκούρος v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 61/2011). Οι αρχές που διέπουν το θέμα της κράτησης ή μη κατηγορουμένου μέχρι τη δίκη του, έχουν καταγραφεί σε μεγάλο αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου και έχουν συνοψισθεί εύληπτα και συνοπτικά στην Μαλά v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 135.
Η άποψη ότι σε κάθε περίπτωση πρέπει να υπάρχει συρροή όλων των παραγόντων που καθιέρωσε η νομολογία δεν βρίσκει έρισμα ούτε στη λογική ούτε στη νομολογία. (Βασιλείου v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7 και Νικόλας Νικολάου v. Αστυνομίας Ποινική Έφεση 217/2012, 7 Δεκεμβρίου 2012).
Το Κακουργιοδικείο αφού συνεκτίμησε τα αντικειμενικά δεδομένα που άπτονται της σοβαρότητας των κατηγοριών, και την πιθανολόγηση καταδίκης στη βάση του μαρτυρικού υλικού που είχε τεθεί ενώπιον του, καθώς και τα υποκειμενικά δεδομένα του κατηγορουμένου 3 και των εφεσειόντων 1 και 2, τις οικογενειακές, επαγγελματικές και άλλες προσωπικές συνθήκες, συνδέοντάς τα αναλόγως με την ύπαρξη κινδύνου μη προσέλευσης κατά τη δίκη τους, για λόγους που δεν μας ενδιαφέρουν στην παρούσα διαδικασία, κατέληξε ότι δεν στοιχειοθετείται ο κίνδυνος μη προσέλευσης των εφεσειόντων. Στράφηκε στη συνέχεια να εξετάσει τον δεύτερο παράγοντα, την πιθανότητα διάπραξης άλλων αδικημάτων. Με αναφορά στη νομολογία που απορρέει από τις Οικονομίδης ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 492, Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130 και Τσιάκκας κ.α. ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 164, διαπίστωσε ότι η πιθανότητα διάπραξης αδικήματος στο μέλλον δεν αποδεικνύεται με την αυστηρή έννοια του όρου, αλλά εκείνο που μετρά είναι, αν, στη βάση όλων των ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχείων, δημιουργείται ισχυρή εντύπωση ότι υπάρχει τέτοια πιθανότητα. Δεν απαιτείται κατέληξε το Κακουργιοδικείο, ακριβής μαρτυρία για την ύπαρξη πιθανότητας διάπραξης άλλων αδικημάτων. Έκρινε ότι η προηγούμενη εγκληματική δράση των εφεσειόντων 1 και 2, στην οποία αναφέρθηκε με λεπτομέρεια στην απόφασή του, πρόβαλλε ως λογικοφανή την πιθανότητα διάπραξης άλλων αδικημάτων αν οι εφεσείοντες αφήνονταν ελεύθεροι.
Τα ίδια επαναλαμβάνονται στη Χριστούδια ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 689, όπου, με αναφορά στη μαρτυρία η οποία είχε αποτελέσει το βάθρο του κατηγορητηρίου και της παραπομπής του εφεσείοντα στο Κακουργιοδικείο, διατάχθηκε, στη βάση της πιθανότητας διάπραξης νέων αδικημάτων, η κράτησή του μέχρι τη δίκη. Εκεί είχαν διαπραχθεί κατ΄ επανάληψη τα αδικήματα της πλαστογραφίας, της πλαστοπροσωπίας και της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου.
Κρίνουμε ότι το Κακουργιοδικείο δικαιολογημένα, αυτοτελώς και στη βάση μόνο του παράγοντα διάπραξης νέων αδικημάτων διέταξε την κράτηση των εφεσειόντων χωρίς να παραβλέπεται, βέβαια, ότι το μαρτυρικό υλικό ήταν ενώπιόν του, όπως και το ίδιο καταγράφει στην απόφασή του, όταν κρίθηκε ότι αυτό δικαιολογούσε την παραπομπή των εφεσειόντων στο Κακουργιοδικείο. Στο στάδιο αυτό το Δικαστήριο περιορίζεται αυστηρά στην εξέταση της δύναμης του αποδεικτικού υλικού που τίθεται ενώπιον του, με σκοπό να διαπιστώσει κατά πόσον πιθανολογείται καταδίκη χωρίς να προβαίνει σε αξιολόγηση μαρτυρίας ή αξιοπιστίας της μαρτυρίας, ζήτημα που κρίνεται σε μεταγενέστερο στάδιο. Όπως έχει αναφερθεί στην Κωνσταντινίδης (ανωτέρω), και υιοθετήθηκε στην Μαλά (ανωτέρω) αυτό συνιστά μια απόλυτη θεμιτή διαδικασία, δεν έχει σχέση με την εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης και δεν την επηρεάζει με οποιοδήποτε τρόπο. Το μαρτυρικό υλικό για σκοπούς της διαδικασίας εκτιμάται στην όψη του και μόνο χωρίς συμπεράσματα και οριστικές απαντήσεις σε ερωτήματα.
Ενόψει των πιο πάνω δεν έχουμε πεισθεί ότι δικαιολογείται η επέμβασή μας στον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του εξουσία.
Οι εφέσεις απορρίπτονται.
Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
/ΜΔ