ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 2 ΑΑΔ 547
3 Oκτωβρίου, 2012
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
Eφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 164/2011)
Απόδειξη ― Μαρτυρία ― Λήψη γενετικού υλικού ― Άρθρο 25 του περί Αστυνομίας Νόμου του 2004 (Ν.73(Ι)/2004) ― Απόρριψη λόγων έφεσης με τους οποίους προβλήθηκε ότι το γενετικό υλικό, με τη μορφή των παρειακών επιχρισμάτων, το οποίο λήφθηκε από ύποπτο, ήταν αποτέλεσμα παράνομης ενέργειας ― Εφετειακή απόφανση ότι η σχετική νομοθετική πρόνοια δεν αποκλείει, να ληφθεί αποτύπωμα από πρόσωπο που δεν τελεί υπό νόμιμη κράτηση υπό την προϋπόθεση ότι αυτό δίδει οικειοθελώς τη συγκατάθεση του.
Αστυνομία ― Μετρήσεις, αποτυπώματα και άλλα δείγματα προσώπων που τελούν υπό κράτηση ― Άρθρο 25 του περί Αστυνομίας Νόμου του 2004 (Ν.73(Ι)/2004).
Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος ύστερα από ακροαματική διαδικασία, για τη διάπραξη δύο αδικημάτων το 2006, αναφορικά με διάρρηξη και κλοπή οικίας και κλοπή περιπτέρου και καταδικάστηκε σε φυλάκιση 12 μηνών για την πρώτη κατηγορία και 8 μηνών φυλάκιση στη δεύτερη κατηγορία. Οι δυο ποινές ήταν συντρέχουσες.
Στοιχείο σύνδεσης του εφεσείοντα με τη σκηνή των δύο αδικημάτων ήταν η ταύτιση γενετικού υλικού που βρέθηκε σε αντικείμενα εγκαταλειφθέντα στον τόπο του εγκλήματος, με γενετικό υλικό του ιδίου του εφεσείοντα, το οποίο είχε εξασφαλιστεί ύστερα από δική του συγκατάθεση, στα πλαίσια διερεύνησης άλλης υπόθεσης διάρρηξης και κλοπής, που έγινε μεταγενέστερα το 2007.
Η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης αμφισβητήθηκε με 4 λόγους έφεσης η επιχειρηματολογία των οποίων επικεντρώθηκε στο γεγονός ότι το γενετικό υλικό, με τη μορφή των παρειακών επιχρισμάτων, το οποίο λήφθηκε, ήταν αποτέλεσμα παράνομης ενέργειας, που συμπαρέσυρε και τις μετέπειτα ενέργειες της Αστυνομίας οι οποίες βασίστηκαν στην πιο πάνω παρανομία.
Με την έφεση υποστηρίχθηκε περαιτέρω μεταξύ άλλων ότι:
α) Όταν λήφθηκε το γενετικό υλικό του εφεσείοντα δεν ήταν υπό σύλληψη, ούτε είχε τεθεί υπό κράτηση. Αυτή η ενέργεια, βρισκόταν σε αντίθεση με το Άρθρο 15 του Συντάγματος και δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη.
β) Ήταν λανθασμένο το συμπέρασμα του δικαστηρίου, ότι ο εντοπισμός γενετικού υλικού σε τσαντάκι και σε κάλτσα οδηγούσε, κατ' ανάγκην, στον εφεσείοντα.
γ) Ήταν λανθασμένο το συμπέρασμα του δικαστηρίου ότι τα ψεύδη που αποδόθηκαν στον εφεσείοντα και οδήγησαν στο συμπέρασμα ενοχής, δεν μπορούσαν να τεκμηριωθούν. Ο εφεσείων έδωσε μια εκδοχή αναφορικά με το πώς, ενδεχομένως, να βρέθηκε το γενετικό του υλικό στην κάλτσα.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Υπήρχε μια σοβαρή διαφοροποίηση στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης από την υπόθεση Parpas, την οποία επικαλέστηκε η πλευρά του εφεσείοντα. Σε κανένα σημείο δεν είχε όχι μόνο διαφανεί, αλλά ούτε υποστηριχθεί ότι η ενέργεια των ανακριτικών αρχών, με τη λήψη των παρειακών δειγμάτων έγινε με απώτερο σκοπό τη στοιχειοθέτηση της παρούσας υπόθεσης.
2. Το ίδιο το Εφετείο στην υπόθεση Parpas, σημειώνει με σαφήνεια ότι δεν τίθεται γενικός κανόνας αποκλεισμού της δυνατότητας ανάκρισης ενός υπόπτου για άλλο αδίκημα, από αυτό, για το οποίο βρίσκεται υπό νόμιμη κράτηση. Εξαρτάται, επισημαίνεται από τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης.
3. Στην εξεταζόμενη υπόθεση ο τρόπος ενέργειας των ανακριτικών αρχών δεν παρουσίαζε οτιδήποτε το μεμπτό και η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, επί του προκειμένου, ήταν ορθή.
4. Ήταν αβάσιμη η θέση ότι ο εφεσείων έπρεπε να τεθεί υπό νομική κράτηση για να ληφθούν από αυτόν οποιαδήποτε αποτυπώματα. Το Άρθρο 25 του Νόμου του περί Αστυνομίας Νόμου του 2004 (Ν.73(Ι)/2004), δεν αποκλείει αυτή τη δυνατότητα στην περίπτωση που πρόσωπο δεν τελεί υπό νόμιμη κράτηση υπό την προϋπόθεση ότι αυτό δίδει οικειοθελώς τη συγκατάθεση του, όπως έγινε εδώ.
5. Η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής στηρίχθηκε σε περιστατική μαρτυρία. Όλα τα εκτεθέντα γεγονότα εύλογα δημιούργησαν ένα ισχυρό πλέγμα σύνδεσης, του εφεσείοντα με τη σκηνή διάπραξης των διαρρήξεων, τόσο στη μία όσο και στην άλλη περίπτωση.
6. Τούτα, συνδυαζόμενα με την απόρριψη της αόριστης, αναληθούς και προκατασκευασμένης μαρτυρίας του εφεσείοντα, όπως αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση, ορθά, οδήγησαν στην κατάληξη του δικαστηρίου. Οποιοδήποτε άλλο συμπέρασμα θα αντιστρατευόταν την κοινή λογική και την ανθρώπινη εμπειρία.
Το δε πρωτόδικο δικαστήριο έδωσε επαρκείς εξηγήσεις γιατί έκρινε την εκδοχή του εφεσείοντα αναξιόπιστη.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Parpas v. The Republic (1988) 2 C.L.R. 5,
Fournides v. Republic (1986) 2 C.L.R. 73,
Παφίτης ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 102,
Πεπέκκος ν. Δημοκρατίας, (2012) 2 A.A.Δ. 86,
Σαμπή ν. Δημοκρατίας, (2012) 2 Α.Α.Δ. 100,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Νικολάου (Αρ.1) (2010) 2 Α.Α.Δ. 525.
Έφεση εναντίον Kαταδίκης.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Τσιβιτανίδου-Κίζη, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 1178/09), ημερομηνίας 7/9/2011.
Α. Ευτυχίου, για τον Εφεσείοντα.
Ο. Σοφοκλέους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑTOΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Κ. Παμπαλλής.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Στις 25 Φεβρουαρίου, 2006, διαπιστώθηκε ότι έγινε διάρρηξη και κλοπή σε οικία, στην οδό Πανδώρας, στη Λάρνακα.
Στις 26 Ιανουαρίου, 2006, έγινε διάρρηξη σε περίπτερο στο Καλό Χωριό Λάρνακας.
Για τα δυο πιο πάνω αδικήματα κατηγορήθηκε ο εφεσείων ο οποίος, μετά από ακροαματική διαδικασία, βρέθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε φυλάκιση 12 μηνών για την πρώτη κατηγορία και 8 μηνών φυλάκιση για τη δεύτερη κατηγορία. Οι δυο ποινές ήταν συντρέχουσες.
Αποτελεί κοινό έδαφος ότι το στοιχείο σύνδεσης του εφεσείοντα με τη σκηνή των δύο αδικημάτων ήταν η ταύτιση γενετικού υλικού που βρέθηκε σε αντικείμενα εγκαταλειφθέντα στον τόπο του εγκλήματος, με γενετικό υλικό του ιδίου του εφεσείοντα, το οποίο είχε εξασφαλιστεί μετά από δική του συγκατάθεση που έγινε στις 16 Αυγούστου, 2007, στα πλαίσια διερεύνησης υπόθεσης διάρρηξης και κλοπής, που έγινε στο Στρόβολο στις 20 Μαΐου, 2006.
Με βάση τη μαρτυρία που κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου και έγινε αποδεκτή, στις 25 Φεβρουαρίου, 2006, καταγγέλθηκε στην Αστυνομία ότι άγνωστος διέρρηξε την κατοικία της Αγγελικής Κυριάκου από τη Λάρνακα και έκλεψε χρυσαφικά αξίας Λ.Κ.2.000 και χρηματικό ποσό Λ.Κ.350. Η ένοικος της οικίας είχε αναχωρήσει από το σπίτι μεταξύ των ωρών 6.00 μ.μ. και 9.00 μ.μ., κλειδώνοντας την πόρτα και τοποθετώντας το κλειδί κάτω από ένα καπνιστήρι το οποίο είχε αφήσει στο παράθυρο της κουζίνας. Κατά την επιστροφή της είχε διαπιστωθεί ότι το καπνιστήρι είχε μετακινηθεί από τη θέση του και εισερχόμενη στο σπίτι και κατευθυνόμενη στο κυρίως υπνοδωμάτιο της κατοικίας διαπίστωσε ότι υπήρχε ακαταστασία, τα συρτάρια ήταν ανοικτά, όπως και οι πόρτες των ερμαριών. Στο δε κρεβάτι υπήρχαν ένα μικρό τσαντάκι και μικρά κουτάκια εντός των οποίων φυλάσσοντο τα χρυσαφικά. Η Αγγελική Κυριάκου η οποία κατέθεσε στο Δικαστήριο, ανέφερε ότι ουδέποτε είχε γνωριστεί με τον εφεσείοντα, ούτε ποτέ τον είχε προσκαλέσει στο σπίτι της.
Κατά το στάδιο της διερεύνησης λήφθηκαν έξι δείγματα από το μικρό τσαντάκι που υπήρχε στο υπνοδωμάτιο, όπως και από ένα άλλο μικρό κουτάκι χρυσαφικών.
Αναφορικά με τη δεύτερη κατηγορία ο Δημήτρης Γιαννή, ιδιοκτήτης του περιπτέρου D & D στο Καλό Χωριό Λάρνακας, ανέφερε στο Δικαστήριο ότι στις 23.00 είχε αναχωρήσει αφού έκλεισε τις πόρτες και τα παράθυρα, ενεργοποιώντας ταυτοχρόνως το σύστημα συναγερμού. Στις 23.15 είχε κτυπήσει το τηλέφωνο του και ειδοποιήθηκε ότι ηχούσε ο συναγερμός του περιπτέρου. Εισερχόμενος στον προθάλαμο του περιπτέρου άκουσε ένα θόρυβο και αντιλήφθηκε κάποιο πρόσωπο να διαφεύγει από παράθυρο του περιπτέρου. Είδε ότι ένα συρτό αλουμινένιο παράθυρο ήταν ανοικτό και ειδοποίησε την Αστυνομία. Κατά τη διάρκεια των εξετάσεων στην παρουσία της Αστυνομίας, διαπιστώθηκε ότι το παράθυρο ήταν παραβιασμένο. Είχε περιγραφεί στο Δικαστήριο ότι το περίπτερο βρισκόταν σε κύριο δρόμο και η πίσω του πλευρά γειτνίαζε με χωράφι. Μεταξύ του περιπτέρου και του χωραφιού υπήρχε υψομετρική διαφορά, περίπου 2 μέτρων, και τοίχος αντιστήριξης. Στην πίσω πλευρά του περιπτέρου υπήρχε ένα παράθυρο σε ύψος 1,5 μέτρα από το έδαφος και εφαπτόταν στον τοίχο αντιστήριξης ένας πάσσαλος. Το παράθυρο αυτό βρέθηκε παραβιασμένο. Κατά την εξέταση που έγινε από τον αστυφύλακα 2360 Στυλιανού διαπιστώθηκε ότι ο εν λόγω πάσσαλος ήταν κεκλιμένος ενώ προγενέστερα ήταν ίσιος και εντοπίστηκε στην άκρη του πασσάλου μια κάλτσα. Η πορεία που ακολούθησε ο δράστης από το χωράφι προς τον τοίχο αντιστήριξης και στη συνέχεια στο περίπτερο είχε εντοπιστεί από τα ίχνη που άφησε στο υγρό έδαφος και στα χόρτα εντός του χωραφιού.
Η παραληφθείσα από τη σκηνή κάλτσα παραδόθηκε στο Ινστιτούτο Γενετικής.
Στις 11 Σεπτεμβρίου, 2007, ο κατηγορούμενος είχε συλληφθεί δυνάμει εκδοθέντος εντάλματος σύλληψης και την ιδία ημέρα εκδόθηκε εναντίον του διάταγμα προσωποκράτησης για 4 ημέρες. Την επομένη 12 Σεπτεμβρίου, 2007, ο εφεσείων έδωσε γραπτή συγκατάθεση για την παραλαβή αποτσίγαρου, για σκοπούς περαιτέρω εξετάσεων.
Ο Δρ. Μάριος Καριόλου, διευθυντής του εργαστηρίου Δικανικής Γενετικής ανέφερε ότι από τη κάλτσα, που όπως είναι παραδεχτό γεγονός, του είχε παραδοθεί, εντοπίστηκε μεικτό γενετικό υλικό με κύρια συνεισφορά άγνωστου άνδρα. Ταυτοχρόνως, ο μάρτυρας ανέφερε ότι από επίχρισμα στο μικρό τσαντάκι, που επίσης αποτελεί παραδεκτό γεγονός του παραδόθηκε, απομονώθηκε γενετικό υλικό άγνωστου άνδρα. Το γενετικό υλικό που απομονώθηκε από το επίχρισμα στο μικρό τσαντάκι ταυτίζεται με την κύρια συνεισφορά του γενετικού υλικού που απομονώθηκε από την κάλτσα.
Στις 17 Αυγούστου, 2007, είχαν παραδοθεί στον κ. Καριόλου ένας φάκελος στον οποίο περιείχοντο δύο παρειακά επιχρίσματα που λήφθηκαν από τον εφεσείοντα. Από τις εξετάσεις που έκανε διαπίστωσε ότι το γενετικό υλικό που απομονώθηκε και από τα 4 μέρη της κάλτσας ταυτιζόταν με το γενετικό υλικό που απομονώθηκε από το παρειακό επίχρισμα του εφεσείοντα. Ταυτοχρόνως το γενετικό υλικό που απομονώθηκε από το μικρό τσαντάκι ταυτίζεται επίσης με το προφίλ του γενετικού υλικού που απομονώθηκε από το παρειακό επίχρισμα του εφεσείοντα.
Στις 14 Σεπτεμβρίου, 2007, παραδόθηκε, στον κ.Καριόλου, όπως είναι αποδεχτό, ένας φάκελος ο οποίος περιείχε ένα αποτσίγαρο που κάπνισε ο εφεσείων. Από εξετάσεις που έγιναν διαπιστώθηκε ότι, το γενετικό υλικό που απομονώθηκε και από τα 4 μέρη της κάλτσας, ταυτιζόταν με το προφίλ του γενετικού υλικού που απομονώθηκε από το αποτσίγαρο. Ταυτοχρόνως, το πλήρες ανδρικό προφίλ του γενετικού υλικού που απομονώθηκε από το επίχρισμα στο μικρό τσαντάκι, ταυτιζόταν με το προφίλ του γενετικού υλικού που απομονώθηκε από το αποτσίγαρο, όπως επίσης και με το μερικό ανδρικό προφίλ του γενετικού υλικού που απομονώθηκε από το επίχρισμα στο μικρό κουτί των χρυσαφικών.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε την προσαχθείσα, από πλευράς κατηγορούσας αρχής μαρτυρία, ως αποδεκτή, τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα κ. Καριόλου ως αξιόπιστη και απέρριψε ως αναληθή και αναξιόπιστη την ένορκη μαρτυρία του εφεσείοντα. Ως αποτέλεσμα τούτου, ο εφεσείων καταδικάστηκε και για τις δυο κατηγορίες που αντιμετώπιζε.
Η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης αμφισβητείται με 4 λόγους έφεσης. Επίκεντρο της επιχειρηματολογίας του ευπαιδεύτου συνηγόρου ήταν το γεγονός ότι το γενετικό υλικό, με τη μορφή των παρειακών επιχρισμάτων, το οποίο λήφθηκε στις 16 Αυγούστου, 2007, ήταν αποτέλεσμα παράνομης ενέργειας, που συμπαρασύρει και τις μετέπειτα ενέργειες της Αστυνομίας οι οποίες βασίστηκαν στην πιο πάνω παρανομία.
Συγκεκριμένα ο κ. Ευτυχίου ανέφερε ότι ο εφεσείων, όταν λήφθηκε το γενετικό του υλικό, δεν ήταν υπό σύλληψη, ούτε είχε τεθεί υπό κράτηση. Το γενετικό υλικό λήφθηκε τότε με σκοπό να χρησιμοποιηθεί για μια διερευνόμενη υπόθεση διάρρηξης που έγινε στον Στρόβολο η οποία τελικώς δεν προχώρησε. Αυτή η ενέργεια, είπε, έρχεται σε αντίθεση με το Άρθρο 15 του Συντάγματος και δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη. Ο συνήγορος έκαμε αναφορά επί του προκειμένου στην υπόθεση Parpas v. The Republic (1988) 2 C.L.R. 5, για να υποστηρίξει ότι η χρήση υλικού που λήφθηκε σε μια υπόθεση δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε βάρος ενός κατηγορούμενου σε άλλη υπόθεση.
Η ευπαίδευτη συνήγορος της Δημοκρατίας υποστήριξε ότι τα παρειακά επιχρίσματα τα οποία λήφθηκαν από τον εφεσείοντα στις 16 Αυγούστου, 2007, ήταν μετά από τη γραπτή του συγκατάθεση, τεκμ. 8. Παράλληλα, η συνήγορος υποστήριξε ότι δεν είναι επιτρεπτό να επικαλείται παρανομία ο συνήγορος σ' αυτό το στάδιο όταν κατά την ακροαματική διαδικασία και κατά το στάδιο της εισαγωγής της εν λόγω μαρτυρίας δεν προβλήθηκε ένσταση. Καμιά μαρτυρία συνέχισε, δεν έχει προσαχθεί για να καταδειχθεί αλλότριο κίνητρο εκ μέρους της κατηγορούσας αρχής, ούτε παραβίαση ανθρωπίνου δικαιώματος του εφεσείοντα, τεκμηριώθηκε.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης ο συνήγορος υποστήριξε ότι ήταν λανθασμένο το συμπέρασμα του δικαστηρίου, ότι ο εντοπισμός γενετικού υλικού στο τσαντάκι και στην κάλτσα οδηγεί, κατ' ανάγκην, στον εφεσείοντα. Ο εντοπισμός τους ήταν παράνομος και εν πάση περιπτώσει δεν διαπιστώθηκε, όπως είπε, πότε αφέθηκε η εν λόγω κάλτσα στο σημείο κοντά στο περίπτερο, τη στιγμή που ο εφεσείων έδωσε κάποιες εξηγήσεις επί τούτου.
Η συνήγορος της Δημοκρατίας υποστήριξε ότι με την εκκαλούμενη απόφαση διευκρινίζονται σαφώς οι συνθήκες κάτω από τις οποίες βρέθηκε το γενετικό υλικό και πώς αυτό συνδεόταν με τον εφεσείοντα.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης ο συνήγορος ισχυρίστηκε ότι η λήψη των παρειακών επιχρισμάτων που έγινε στις 16 Αυγούστου, 2007, ήταν παράνομη και συμπαρασύρει σε ακύρωση τη διαδικασία που ακολούθησε στις 12 Σεπτεμβρίου, 2007, με τη σύλληψη του εφεσείοντα. Η σύλληψη ήταν παράνομη, όπως είπε. Η συνήγορος της Δημοκρατίας ισχυρίστηκε ότι η λήψη του γενετικού υλικού από τον εφεσείοντα έγινε μετά τις 12 Σεπτεμβρίου, 2007, όταν αυτός ήταν υπό νόμιμη κράτηση.
Με τον 4ο λόγο έφεσης ο συνήγορος ισχυρίστηκε ότι το συμπέρασμα του δικαστηρίου ότι τα ψεύδη που αποδόθηκαν στον εφεσείοντα και οδήγησαν στο συμπέρασμα ενοχής, δεν μπορούσαν να τεκμηριωθούν αφού ο εφεσείων έδωσε μια εκδοχή στο πώς, ενδεχομένως, να βρέθηκε το γενετικό του υλικό στην κάλτσα.
Η αξιολόγηση που έγινε από το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν σωστή, υποστήριξε η συνήγορος της Δημοκρατίας.
Υπάρχει μια σοβαρή διαφοροποίηση στα γεγονότα της παρούας υπόθεσης από την υπόθεση Parpas (ανωτέρω) την οποία επικαλέστηκε ο συνήγορος του εφεσείοντα.
Στην υπόθεση Parpas ο τότε εφεσείων είχε καταδικαστεί για πλαστογραφία, κυκλοφορία πλαστού εγγράφου και εξασφάλιση χρημάτων δια ψευδών παραστάσεων. Με σκοπό την εξασφάλιση γραπτού κειμένου για υλοποίηση της δυνατότητας σύγκρισης του γραφικού χαρακτήρα του εφεσείοντα, με τα πλαστογραφημένα, η αστυνομία εξασφάλισε ένταλμα έρευνας στο σπίτι του εφεσείοντα στο χωριό Παλαιχώρι, με το δικαιολογητικό ότι εκεί υπήρχαν κρυμμένα όπλα. Συνελήφθηκε μετά την έρευνα και στη συνέχεια στον αστυνομικό σταθμό έδωσε δείγμα της γραφής του. Δυο ώρες μετά που δόθηκαν τα δείγματα, ο εφεσείων απελύθη αναφορικά με την υπόθεση της κατοχής όπλων.
Το εφετείο, κατέληξε στο συμπέρασμα, κάτω από τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης, ότι η προβληθείσα υποψία για κατοχή όπλων από τον εφεσείοντα, που οδήγησε στην έκδοση του εντάλματος έρευνας και τη συνακόλουθη σύλληψη του, έγιναν με απώτερο σκοπό να καταστεί ευκολότερο για την αστυνομία να εξασφαλίσει, από αυτόν, τα δείγματα γραφής, που ήταν απαραίτητα για τη στοιχειοθέτηση της υπόθεσης της πλαστογραφίας.
Στην παρούσα υπόθεση υπήρχε υπό διερεύνηση υπόθεση διάρρηξης κατοικίας που διαπράχθηκε στις 20.5.2006 στην οδό Περγάμου 4 στο Στρόβολο. Κλήθηκε ο εφεσείων για ανάκριση, και στις 16 Αυγούστου, 2007 όταν του ζητήθηκε έδωσε τη γραπτή του συγκατάθεση (τεκμ. 18) και ελήφθησαν δυο παρειακά επιχρίσματα. Αυτά στάληκαν για επιστημονική εξέταση. Προέκυψε, ως αποτέλεσμα των εξετάσεων σύνδεση του εφεσείοντα με την τότε διερευνώμενη υπόθεση διάρρηξης, κατηγορήθηκε γραπτώς (τεκ.19), και καταχωρήθηκε ποινική υπόθεση που τελικώς ανεστάλη.
Τα πιο πάνω καταδεικνύουν, όπως σημειώσαμε εμφανή διαφορά με τα γεγονότα της Parpas. Σε κανένα σημείο δεν έχει όχι μόνο διαφανεί, αλλά ούτε υποστηριχθεί ότι η ενέργεια των ανακριτικών αρχών, με τη λήψη των παρειακών δειγμάτων έγινε, με απώτερο σκοπό, τη στοιχειοθέτηση της παρούσας υπόθεσης.
Αφήνουμε που το ίδιο το εφετείο στην υπόθεση Parpas σημειώνει με σαφήνεια ότι δεν τίθεται γενικός κανόνας αποκλεισμού της δυνατότητας ανάκρισης ενός υπόπτου για άλλο αδίκημα, από αυτό, για το οποίο βρίσκεται υπό νόμιμη κράτηση. Εξαρτάται, επισημαίνεται στη σελίδα 8, από τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης.
Στην εξεταζόμενη υπόθεση θεωρούμε ότι ο τρόπος ενέργειας των ανακριτικών αρχών δεν παρουσιάζει οτιδήποτε το μεμπτό και η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, επί του προκειμένου, ήταν ορθή. Να σημειωθεί ότι ήταν αβάσιμη η θέση του κ. Ευτυχίου εδραζόμενη επί του Άρθρου 25 του περί Αστυνομίας Νόμου του 2004 (Ν. 73(Ι)/2004), ότι ο εφεσείων έπρεπε να τεθεί υπό νομική κράτηση για να ληφθούν από αυτόν οποιαδήποτε αποτυπώματα. Η πιο πάνω πρόνοια σαφώς προνοεί ότι είναι δυνατή η λήψη διαφόρων αποτυπωμάτων από ένα πρόσωπο που τελεί υπό νόμιμη κράτηση. Αυτή η πρόνοια προστατεύει τα μέλη της αστυνομίας αλλά και τους ίδιους τους ύποπτους. Δεν αποκλείεται, όμως, να ληφθεί αποτύπωμα από πρόσωπο που δεν τελεί υπό νόμιμη κράτηση υπό την προϋπόθεση ότι αυτό δίδει οικειοθελώς τη συγκατάθεση του, όπως έγινε εδώ. Το Άρθρο 25 του Νόμου, δεν αποκλείει αυτή τη δυνατότητα. Συναφώς, οι 1ος και 3ος λόγοι έφεσης που είναι σχετικοί με το θέμα, κρίνονται αβάσιμοι.
Η ανεύρεση της κάλτσας σε πάσσαλο, έξω από το περίπτερο στο καλό Χωριό που διαπράχθηκε το αδίκημα της διάρρηξης περιπτέρου δεν μπορούσε να οδηγήσει σε συμπέρασμα ενοχής, υποστήριξε ο συνήγορος του εφεσείοντα με το 2ο λόγο έφεσης.
Η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής στηρίχθηκε σε περιστατική μαρτυρία. Ως προς την αξία και σημασία της περιστατικής μαρτυρίας, ειδομένης μέσα από την κοινή λογική και την ανθρώπινη εμπειρία, και της παρεχόμενης δυνατότητας να αποτελέσει τη βάση καταδίκης, σχετικές είναι οι υποθέσεις: Fournides v. Republic (1986) 2 C.L.R. 73, Παφίτης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 102, Πεπέκκος v. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 86 και Σαμπή v. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 100.
Στην προκείμενη περίπτωση, η Ελ.Κυριάκου, ιδιοκτήτρια της οικίας στην οδό Πανδώρας στη Λάρνακα, έφυγε από το σπίτι της και αφού επέστρεψε σε τρεις περίπου ώρες, βρήκε μεταξύ άλλων, ένα τσαντάκι όπου φύλαγε χρήματα και χρυσαφικά, όπως και κουτάκια φύλαξης χρυσαφικών, εκτός του ερμαριού, ανοικτά και τα χρυσαφικά να λείπουν. Τον εφεσείοντα δεν τον γνώριζε, ούτε ποτέ τον προσκάλεσε στο σπίτι της. Στα πιο πάνω αντικείμενα εντοπίστηκε γενετικό υλικό, που μετά από εξετάσεις διαπιστώθηκε ότι ταυτίζεται με το προφίλ του γενετικού υλικού του εφεσείοντα.
Πανομοιότυπες εξετάσεις για εντοπισμό γενετικού υλικού έγιναν και μετά την ανεύρεση της κάλτσας σε πάσσαλο, που εφαπτόταν στο σημείο εισόδου του δράστη, για την παραβίαση παραθύρου στο περίπτερο D & D στο Καλό Χωριό.
Τα πιο πάνω εύλογα, δημιούργησαν ένα ισχυρό πλέγμα σύνδεσης, του εφεσείοντα με τη σκηνή διάπραξης των διαρρήξεων, τόσο στη Λάρνακα, όσο και στο Καλό Χωριό. (Βλ. Γενικός Εισαγγελέας v. Νικολάου (Αρ. 1) (2010) 2 Α.Α.Δ. 525, όπου αναλύεται η νομολογία, σχετικά με τη σημασία του D.N.A. και τη διασύνδεση του με τους υπόπτους). Τούτα, συνδυαζόμενα με την απόρριψη της αόριστης, αναληθούς και προκατασκευασμένης μαρτυρίας του εφεσείοντα, όπως αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση, ορθά, κατά την κρίση μας, οδήγησαν στην κατάληξη του δικαστηρίου. Θεωρούμε ότι οποιοδήποτε άλλο συμπέρασμα θα αντιστρατευόταν την κοινή λογική και την ανθρώπινη εμπειρία. Συνακόλουθα, ο 2ος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος.
Αναφορικά με τον 4ο λόγο έφεσης κρίνουμε ότι δεν έχει έρεισμα. Το πρωτόδικο δικαστήριο έδωσε επαρκείς εξηγήσεις γιατί έκρινε την εκδοχή του εφεσείοντα αναξιόπιστη.
Η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.