ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 2 ΑΑΔ 520
20 Σεπτεμβρίου, 2012
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΝΑΓΗ, Δ/στές]
ΕΥΡΟΣ ΒΙΟΛΑΡΗΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 31/2012)
Ποινικός Κώδικας ― Απαγωγή με σκοπό τη συνουσία ― Παράνομη συνουσία ― Άρθρα 148 και 144 ― Επικύρωση καταδίκης ― Απόρριψη εισήγησης εφεσείοντα περί ύπαρξης δυναμικής δημιουργίας μιας αμφιβολίας για την αξιοπιστία της μαρτυρίας της παραπονούμενης.
Ο Εφεσείων στράφηκε με την έφεση εναντίον της καταδίκης του από Κακουργιοδικείο το οποίο τον έκρινε ένοχο κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας στις κατηγορίες, απαγωγής με σκοπό τη συνουσία και της παράνομης συνουσίας.
Αξιολογώντας τη μαρτυρία της παραπονούμενης, το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε και στην παρουσία μαρτυρίας η οποία ενίσχυε τη μαρτυρία της και πρωτίστως τα όσα η παραπονούμενη ανέφερε σε στρατιώτες αμέσως μετά το συμβάν τα οποία αποτελούσαν πρώτο παράπονο.
Το ίδιο ίσχυε για τα όσα η παραπονούμενη ανέφερε αμέσως μετά και στις Μ.Κ.3 και Μ.Κ.4. Αυτά, σε συνδυασμό με τη θετική εικόνα που το Κακουργιοδικείο είχε σχηματίσει για τη μαρτυρία της παραπονούμενης, οδήγησαν το Κακουργιοδικείο στην κατάληξη αποδοχής της εκδοχής της παραπονούμενης και ακόλουθης καταδίκης επ΄αυτής του Εφεσείοντα και στις δύο κατηγορίες.
Ο δε εφεσείων είχε περιοριστεί σε ανώμοτη δήλωση.
Με την έφεση υποστηρίχθηκε ότι:
α) Εντοπίζονταν στοιχεία που είχαν τη δυναμική της δημιουργίας μιας αμφιβολίας για την αξιοπιστία της μαρτυρίας της παραπονούμενης.
β) Το Δικαστήριο δεν αναζήτησε ενισχυτική μαρτυρία υπό τη μορφή της μαρτυρίας άντρα στον οποίο είχε αναφερθεί η παραπονούμενη και ο οποίος θα μπορούσε να είχε περιγράψει τα διαδραματισθέντα.
γ) Εντοπίζονταν συγκεκριμένες αδυναμίες στη δοθείσα μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Μάρτυρας δεν κλήθηκε αν και περιλαμβανόταν στο κατηγορητήριο, εφ' όσον η Δημοκρατία έκρινε ότι από την κατάθεσή του δεν προέκυπτε ότι είχε δει τα διαδραματισθέντα. Δεν υπήρξε εν πάση περιπτώσει αποφυγή παρουσίασης μαρτυρίας η οποία να ήταν σημαντική για την υπόθεση. Πέραν τούτου η πλευρά του εφεσείοντα δε ζήτησε να κληθεί ο μάρτυρας εφ' όσον είχε πληροφορηθεί ότι ο μάρτυρας δεν επιθυμούσε να προσέλθει. Η πορεία αυτή, την οποία επέλεξε η υπεράσπιση, απέληγε στο ότι η μη κλήτευση του μάρτυρα αυτού ήταν ουσιαστικά δική της τελική επιλογή.
2. Η όλη μαρτυρία της παραπονούμενης για τις συνθήκες υπό τις οποίες κατέβηκε από το αυτοκίνητο του εφεσείοντα ήταν απόλυτα φυσική και πειστική. Δεν ήταν ορθή η εισήγηση ότι η παραπονούμενη είχε επιλεκτική μνήμη. Υπό τις συνθήκες θα εξέπληττε μάλλον αν η παραπονούμενη μπορούσε στην κατάστασή της να ήταν πιο επακριβής.
3. Δεν υφίστατο διάσταση μεταξύ της μαρτυρίας της Μ.Κ.3 και εκείνης της Εφεσείουσας.
4. Αναφορικά με την εισήγηση ότι, παρά την αναφορά της παραπονούμενης σε πάλη μεταξύ της και του Εφεσείοντα στο έδαφος, στο εσώρουχο της δεν υπήρχε χώμα ούτε σχισίματα στα ενδύματά της, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν ήταν επόμενο ότι θα υπήρχαν σχισίματα στα ενδύματα ούτε και χώμα στο εσώρουχο, ενώ σημαντικό ήταν αντιθέτως το ότι υπήρχαν εκδορές στα γόνατα και στις κνήμες της Εφεσείουσας όπως και στον αριστερό της βραχίονα.
5. Η εισήγηση σχετικά με την ιατρική μαρτυρία, ότι οι ρήξεις του πρωκτού δεν μπορούσαν να αποδείξουν ότι η επαφή ήταν μη ηθελημένη δε βοηθούσε την υπεράσπιση. Παρά το ότι το Κακουργιοδικείο βασίσθηκε και σε αυτό το σημείο για να θεωρήσει ότι η πρωκτική επαφή ήταν βίαιη, ότι η σημασία αυτού του στοιχείου ήταν μόνο ότι υπήρχε πρωκτική επαφή και τίποτε περαιτέρω ώστε το στοιχείο αυτό να είναι ουδέτερο ως προς τη θεληματικότητα της επαφής.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Έφεση κατά της Καταδίκης.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας (Χριστοδούλου, Π.Ε.Δ., Παναγιώτου, Α.Ε.Δ. και Σταύρου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 8224/09), ημερομηνίας 13/1/12.
Σπ. Σπύρου, για τον Εφεσείοντα.
Ο. Σοφοκλέους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Ex Tempore
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Δ. Χατζηχαμπή.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Ο Εφεσείων ευρέθη ένοχος από το Κακουργιοδικείο κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας σε δύο κατηγορίες, της απαγωγής με σκοπό τη συνουσία και της παράνομης συνουσίας. Η καταδίκη εβασίσθη στην αποδοχή της μαρτυρίας της παραπονούμενης, καταγόμενης από το Καμερούν και συζύγου Ρουμάνου, σύμφωνα με την οποία, ενώ αυτή ευρίσκετο σε στάση λεωφορείου στα Λατσιά για να μεταβεί σε φιλικό της πρόσωπο, ο Εφεσείων σταμάτησε το αυτοκίνητό του και τη ρώτησε αν πάει στη Λευκωσία. Αυτή απάντησε καταφατικά και δέχθηκε την πρόταση του να τη μεταφέρει. Φθάνοντας όμως στον κυκλικό κόμβο του νοσοκομείου, ο Εφεσείων με μεγάλη ταχύτητα έστριψε προς άλλη κατεύθυνση και ακολούθως βγαίνοντας από το δρόμο μπήκε μέσα στο δάσος της Αθαλάσσας όπου ελάττωσε ταχύτητα. Επιχείρησε τότε η παραπονούμενη, η οποία είχε από ώρα ανησυχήσει, να βγει από το αυτοκίνητο και έτρεξε προς το δρόμο, ο Εφεσείων όμως την εμπόδισε με το αυτοκίνητό του κάνοντας ελιγμούς και τελικά σταματώντας το την καταδίωξε και φθάνοντάς την την έσπρωξε στο έδαφος μπρούμυτα κλείνοντας το στόμα της και πιέζοντας τα χέρια της από πίσω. Η παραπονούμενη δεν μπόρεσε να αντεπεξέλθει στην πάλη που έγινε και αυτός της ανέβασε τη φούστα, κατέβασε το παντελονάκι και το εσώρουχο και, συνεχίζοντας να της κρατά κλειστό το στόμα με το ένα χέρι, τη βίασε πρωκτικά. Όταν μετά από λίγα λεπτά «τελείωσε», η παραπονούμενη πρόσεξε κάποιο άνδρα μακριά στο δάσος με δύο σκύλους και φώναξε για βοήθεια. Ο άντρας αυτός δεν αντέδρασε όμως παρά μόνο σήκωσε το κινητό του και φάνηκε να τηλεφωνεί. Ο Εφεσείων ζήτησε τότε τα χαρτιά της παραπονούμενης λέγοντας της ότι ήταν αστυνομικός και, όταν αυτή του είπε ότι δεν είχε χαρτιά, εκείνος της απολογήθηκε γι' αυτό που έκανε αποδίδοντας το σε κοκαΐνη την οποία είχε πάρει και λέγοντάς της αν ήθελε θα μπορούσε να φύγει, ενώ ο ίδιος μπήκε στο αυτοκίνητό του και έφυγε. Η παραπονούμενη κατευθύνθηκε τότε προς τον άνθρωπο που είχε δει αλλά αυτός πήρε το αυτοκίνητό του και έφυγε και η παραπονούμενη προχωρώντας προς τον κύριο δρόμο είδε μια γυναίκα και ένα στρατιωτικό όχημα να έρχεται. Σταμάτησε το όχημα και είπε στους στρατιώτες ότι κάποιος την είχε βιάσει δείχνοντας του το αυτοκίνητο του Εφεσείοντα που έβγαινε από το πάρκο με μεγάλη ταχύτητα. Οι στρατιώτες κάλεσαν την αστυνομία η οποία ήρθε επί τόπου.
Τη συνομιλία της παραπονούμενης με τους στρατιώτες την είδε η Μ.Κ. 4 η οποία αντελήφθη ότι είχε εκδορές και χώματα στα πόδια. Η Μ.Κ. 4 είδε και το αυτοκίνητο του άντρα που είχε δει η παραπονούμενη και σημείωσε τους αριθμούς του, όπως είδε και το αυτοκίνητο του Εφεσείοντα αρχικώς σταματημένο και μετά να φεύγει με μεγάλη ταχύτητα καθώς η παραπονούμενη το υπεδείκνυε στους στρατιώτες. Η παραπονούμενη κάθισε σε μια πέτρα κλαίγοντας και της εξήγησε ότι την είχε βιάσει ο άνδρας που είχε φύγει με το αυτοκίνητο εκείνο. Παρούσα τότε ήταν και άλλη μάρτυρας, η Μ.Κ. 3, η οποία είχε δει το αυτοκίνητο του Εφεσείοντα να μπαίνει στο δάσος, ακολούθως δε, κατά την επιστροφή της από περίπατο στο πάρκο, η Μ.Κ. 4 της ανέφερε ότι υπήρχε μια κοπέλα που φαινόταν κτυπημένη, οπότε η παραπονούμενη και τους είπε τι είχε συμβεί.
Η ιατρική εξέταση της παραπονούμενης έδειξε εκδορές στα γόνατα και στις κνήμες όπως και στον αριστερό βραχίονα και πολλαπλές ρήξεις του δέρματος στον πρωκτικό δακτύλιο.
Ο Εφεσείων εντοπίσθηκε από την Αστυνομία μέσω του αριθμού του αυτοκινήτου το οποίο οδηγούσε και τον οποίο η παραπονούμενη είχε συγκρατήσει και αναγνωρίσθηκε από την παραπονούμενη μετά από τη σύλληψη του. Η εκδοχή του, την οποία προώθησε σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, ήταν ότι η παραπονούμενη τον σταμάτησε και τον ρώτησε αν πάει στη Λευκωσία. Αυτός προσφέρθηκε να τη μεταφέρει και καθ' οδόν η παραπονούμενη άρχισε να του χαϊδεύει το πόδι. Εκείνος ενδιαφέρθηκε για περαιτέρω οικειότητες και, όταν σταμάτησε το αυτοκίνητο στο δάσος, η παραπονούμενη πήρε την πρωτοβουλία και του ζήτησε να της δώσει χρήματα και να κατεβούν από το αυτοκίνητο γιατί εκεί δεν την βόλευε. Αφού της έδωσε €20, αυτή του έκανε στοματικό έρωτα και στη συνέχεια του ζήτησε να κάνουν πρωκτικό έρωτα, όπως και έγινε. Όταν τελείωσαν όμως η παραπονούμενη άρχισε να καλεί σε βοήθεια και σε ερώτησή του ποιο ήταν το πρόβλημα αυτή δεν απάντησε, οπότε μπήκε στο αυτοκίνητό του και έφυγε κανονικά. Ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι, λόγω της σύγχυσής του που επήλθε με την αντίδραση της παραπονούμενης, έφυγε αμέσως από τη σκηνή.
Το Κακουργιοδικείο δέχθηκε τη μαρτυρία της παραπονούμενης και των άλλων μαρτύρων ως αξιόπιστη και απέρριψε την εκδοχή του Εφεσείοντα η οποία είχε περιορισθεί σε ανώμοτη δήλωση. Αξιολογώντας τη μαρτυρία της παραπονούμενης, το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε και στην παρουσία μαρτυρίας η οποία ενίσχυε τη μαρτυρία της και πρωτίστως τα όσα η παραπονούμενη ανέφερε στους στρατιώτες τα οποία ανάγοντο σε πρώτο παράπονο. Το ίδιο ίσχυε για τα όσα η παραπονούμενη ανέφερε αμέσως μετά και στις Μ.Κ.3 και Μ.Κ.4. Αυτά, σε συνδυασμό με τη θετική εικόνα που το Κακουργιοδικείο είχε σχηματίσει για τη μαρτυρία της παραπονούμενης, οδήγησαν το Κακουργιοδικείο στην κατάληξη αποδοχής της εκδοχής της παραπονούμενης και ακόλουθης καταδίκης επ' αυτής του Εφεσείοντα και στις δύο κατηγορίες.
Οι εισηγήσεις του Εφεσείοντα ενώπιον μας επικεντρώνονται, όπως ο ευπαίδευτος συνήγορος επανειλημμένα μας ανέφερε, στον εντοπισμό στοιχείων που είχαν, κατά την εισήγησή του, τη δυναμική της δημιουργίας μιας αμφιβολίας για την αξιοπιστία της μαρτυρίας της παραπονούμενης.
Συγκεκριμένα, εισηγήθηκε ότι το Δικαστήριο δεν αναζήτησε ενισχυτική μαρτυρία υπό τη μορφή της μαρτυρίας του άντρα στον οποίο είχε αναφερθεί η παραπονούμενη και ο οποίος θα μπορούσε να είχε περιγράψει τα διαδραματισθέντα εις τρόπον ώστε να ενισχύετο ή να αναιρείτο η εκδοχή της παραπονούμενης περί της μη συγκατάθεσής της στη συνουσία. Ο μάρτυς αυτός, αν και ευρίσκετο στο κατηγορητήριο, δεν εκλήθη ως μάρτυρας εφ' όσον η Δημοκρατία έκρινε ότι από την κατάθεσή του δεν προέκυπτε ότι είχε δει τα διαδραματισθέντα. Αυτό είναι ορθό και επομένως δεν υπήρξε εν πάση περιπτώσει αποφυγή παρουσίασης μαρτυρίας η οποία να ήταν σημαντική για την υπόθεση. Πέραν τούτου όμως να παρατηρήσουμε ότι κατά το πέρας της υπόθεσης της και ενώ η συνήγορος της Δημοκρατίας ανέφερε ότι αν ήταν επιθυμητή η παρουσία άλλου μάρτυρα από το κατηγορητήριο αυτός θα μπορούσε να προσέλθει, ο τότε συνήγορος του Εφεσείοντα, αν και δήλωσε ότι θα ήθελε τη μαρτυρία του μάρτυρα αυτού, στη συνέχεια δεν ζήτησε να κληθεί ο μάρτυρας εφ' όσον είχε πληροφορηθεί ότι ο μάρτυρας δεν επιθυμούσε να προσέλθει. Η πορεία αυτή, την οποία επέλεξε η υπεράσπιση, απολήγει στο ότι η μη κλήτευση του μάρτυρα αυτού ήταν ουσιαστικά δική της τελική επιλογή.
Άλλη εισήγηση του Εφεσείοντα αφορά σε δήλωση της δικηγόρου της Δημοκρατίας στην αγόρευσή της πρωτοδίκως την οποία ο ίδιος ερμηνεύει ότι αποτελεί παραδοχή ότι η παραπονούμενη είχε χαϊδεύσει το πόδι του Εφεσείοντα. Η εισήγηση αυτή βασίζεται πάνω σε καθαρή παρερμηνεία της δήλωσης της δικηγόρου της Δημοκρατίας, η αναφορά της οποίας ήταν στο ότι, είτε ήταν ορθή η εκδοχή του Εφεσείοντα ότι η παραπονούμενη του είχε χαϊδεύσει το πόδι, είτε ήταν ορθή η εκδοχή της παραπονούμενης ότι κάτι τέτοιο δεν είχε συμβεί.
Εισήγηση έγινε και για τις αναφορές για τις συνθήκες υπό τις οποίες η παραπονούμενη κατέβηκε από το αυτοκίνητο. Δεν διαπιστώνουμε οποιαδήποτε αδυναμία στις αναφορές αυτές και οποιοδήποτε έρεισμα στα ερωτήματα που διατύπωσε ο Εφεσείων. Η όλη μαρτυρία της για τις συνθήκες αυτές ήταν απόλυτα φυσική και πειστική και είναι καθαρό ότι κατέβηκε από το αυτοκίνητο μόλις είχε την πρώτη ευκαιρία όταν ο Εφεσείων ελάττωσε την ταχύτητά του. Ούτε συμφωνούμε με την περαιτέρω εισήγηση ότι η παραπονούμενη είχε επιλεκτική μνήμη διότι ορισμένα πράγματα δεν μπορούσε να τα θυμηθεί ακριβώς και τα οποία, σύμφωνα με την εισήγηση, αφορούσαν επακριβείς προσδιορισμούς χρόνου και αποστάσεων. Υπό τις συνθήκες θα εξέπληττε μάλλον αν η παραπονούμενη μπορούσε στην κατάστασή της να ήταν πιο επακριβής.
Εισήγηση γίνεται και για διάσταση μεταξύ της μαρτυρίας της Μ.Κ.3 και εκείνης της Εφεσείουσας ως προς τη συμπεριφορά του αυτοκινήτου του Εφεσείοντα, είναι όμως φανερό ότι δεν υπάρχει τέτοια διάσταση αφού η Μ.Κ.3 είχε περάσει από το χώρο χωρίς να σταματήσει και επανήλθε μετά που όλα είχαν τελειώσει.
Τέλος υπάρχει εισήγηση ότι, παρά την αναφορά της παραπονούμενης σε πάλη μεταξύ της και του Εφεσείοντα στο έδαφος, στο εσώρουχο της δεν υπήρχε χώμα ούτε σχισίματα στα ενδύματά της. Δεν ήταν όμως επόμενο ότι θα υπήρχαν σχισίματα στα ενδύματα ούτε και χώμα στο εσώρουχο, ενώ σημαντικό ήταν αντιθέτως το ότι υπήρχαν εκδορές στα γόνατα και στις κνήμες της Εφεσείουσας όπως και στον αριστερό της βραχίονα.
Συμπληρωματικά να αναφέρουμε ότι, το γεγονός ότι η παραπονούμενη όπως ανέφερε είχε πάντοτε τη τσάντα της κάτω από τη μασχάλη της, δεν αναιρεί την εκδοχή της όπως εισηγήθηκε ο συνήγορος του Εφεσείοντα, και μάλιστα σημειώνουμε ότι όπως η ίδια ανέφερε η τσάντα της ήταν γεμάτη χώματα αφού είχε πέσει στο έδαφος.
Ως προς την ιατρική μαρτυρία, έγινε εισήγηση ότι οι ρήξεις του πρωκτού δεν μπορούσαν να αποδείξουν ότι η επαφή ήταν μη ηθελημένη. Η εισήγηση αυτή δεν βοηθά την υπεράσπιση. Παρά το ότι το Κακουργιοδικείο βασίσθηκε και σε αυτό το σημείο για να θεωρήσει ότι η πρωκτική επαφή ήταν βίαιη, θα περιοριστούμε να πούμε ότι η σημασία αυτού του στοιχείου ήταν μόνο ότι υπήρχε πρωκτική επαφή και τίποτε περαιτέρω ώστε το στοιχείο αυτό να είναι ουδέτερο ως προς τη θεληματικότητα της επαφής.
Εισήγηση κάνει ο Εφεσείων και ως προς τη νομική πτυχή της υπόθεσης και δη το κατά πόσο η πρωκτική επαφή συνιστά συνουσία. Την εισήγηση αυτή όμως δεν την ανέπτυξε με οποιοδήποτε τρόπο με αναφορά σε νομολογία ή άλλως πως και δεν έχουμε οποιοδήποτε λόγο να αμφιβάλλουμε ότι ο ορισμός της συνουσίας στο Άρθρο 144 καλύπτει και την πρωκτική επαφή.
Η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.