ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2012) 2 ΑΑΔ 515

20 Σεπτεμβρίου, 2012

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΚΟΥΛΛΑ ΛΟΪΖΙΔΟΥ ΠΑΝΑΓΗ,

Εφεσείουσα,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (Αρ. 1),

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 87/2012)

 

Ποινή ― Κλοπή υπό αντιπροσώπου ― Άρθρα 270(β) και 255 του Ποινικού Κώδικα ― Επικύρωση ποινής φυλάκισης δώδεκα μηνών ― Κατά πόσο η συνολική ποινή των δύο χρόνων που θα προέκυπτε από τη διαδοχικότητα των ποινών θα ήταν, στο σύνολό της, υπέρμετρη και δυσανάλογη προς τα δύο αδικήματα που διέπραξε η εφεσείουσα η οποία ήδη εξέτιε ποινή φυλάκισης ενός χρόνου για ίδιας φύσης αδίκημα ― Επικύρωση διαταγής όπως η επιβληθείσα ποινή άρχιζε από την ημερομηνία επιβολής της.

Η εφεσείουσα αμφισβήτησε το ύψος ποινής φυλάκισης δώδεκα μηνών που της επεβλήθη αφού εκρίθη ένοχη κατόπιν παραδοχής της στην κατηγορία της κλοπής υπό αντιπροσώπου, κατά παράβαση των Άρθρων 270(β) και 255 του Ποινικού Κώδικα. 

Το πρωτόδικο δικαστήριο της επέβαλε δωδεκάμηνη ποινή άμεσης φυλάκισης η έκτιση της οποίας θα ήταν διαδοχική προς άλλη ποινή που ήδη εξέτιε. Με την προσβαλλόμενη ποινή, προστέθηκε στην ποινή που η εφεσείουσα ήδη εξέτιε (ύστερα από άλλη καταδίκη για ιδίας φύσης αδίκημα) περαιτέρω περίοδος φυλάκισης περίπου έξι μηνών.

Το πρωτόδικο δικαστήριο έστρεψε την προσοχή του στο κατά πόσο η συνολική ποινή των δύο χρόνων που θα προέκυπτε από τη διαδοχικότητα των ποινών θα ήταν, στο σύνολό της, υπέρμετρη και δυσανάλογη προς τα δύο αδικήματα που διέπραξε η εφεσείουσα. Έκρινε πως συνολική ποινή δύο χρόνων θα ήταν υπέρμετρη υπό τις περιστάσεις και προς τούτο διέταξε όπως η ποινή των δώδεκα μηνών, που επέβαλε για το παρόν αδίκημα, άρχιζε από την ημερομηνία επιβολής της, ώστε η εφεσείουσα να εκτίσει συνολική ποινή περίπου δεκαοχτώ μηνών και για τα δύο αδικήματα.

Με την έφεση που ασκήθηκε εναντίον της ποινής υποστηρίχθηκε ότι:

α) Η πρωτόδικη ποινή ήταν υπερβολική και εσφαλμένη για λόγους αρχής (wrong in principle).

β) Η επιβληθείσα ποινή θα μπορούσε να άρχιζε από την ημερομηνία που άρχιζε και η προηγούμενη ποινή που επιβλήθηκε στην εφεσείουσα.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η ποινή που επέβαλε το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν απόλυτα ορθή και δίκαιη. Δεν ήταν υπερβολική, ούτε καταστρατηγούσε την αρχή της συνολικότητας της ποινής, σύμφωνα με την οποία η ποινή θα πρέπει να είναι ανάλογη της συνολικής ποινικής ευθύνης της εφεσείουσας.

2.  Τα όσα ανέφερε το πρωτόδικο δικαστήριο αναφορικά με τη σοβαρότητα του αδικήματος της κλοπής υπό αντιπροσώπου, καθώς και τα όσα ανέφερε για την αρχή της συνολικότητας της ποινής  ήταν ορθά.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Ανδρονίκου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 486,

Barrick [1985] 81 Cr. App. R. 78,

Clark [1998] 2 Cr. App. R. (S) 95.

Έφεση κατά της Ποινής.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Κωνσταντίνου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 12487/10), ημερομηνίας 18/4/12.

Ν. Παναγιώτου με Β. Παναγιώτου, για την Εφεσείουσα.

Ν. Δημητρίου, για την Εφεσίβλητη.

Η Εφεσείουσα είναι παρούσα.

Ex-tempore

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Η εφεσείουσα, η οποία ήταν η πρώτη κατηγορούμενη ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, βρέθηκε ένοχη, μετά από δική της παραδοχή, η οποία έγινε σε προχωρημένο στάδιο, στην κατηγορία της κλοπής υπό αντιπροσώπου, κατά παράβαση των Αρθρων 270(β) και 255 του Ποινικού Κώδικα. Άλλες πέντε κατηγορίες που αντιμετώπιζε, διακόπηκαν από τον έντιμο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

Η εφεσείουσα ήταν ιδιοκτήτρια κτηματομεσιτικής εταιρείας και ασκούσε το επάγγελμα της κτηματομεσίτριας. Μεταξύ 5 και 19 Σεπτεμβρίου 2008, έκλεψε από τρίτο πρόσωπο το ποσό των €42.250.- που αποτελεί μέρος του συνολικού ποσού των €85.000.- που το τρίτο πρόσωπο εμπιστεύθηκε στην εφεσείουσα, με σκοπό την αγορά υπό ανέγερση οικοδομής. Παρόλο που ζητήθηκε από την εφεσείουσα η επιστροφή του προαναφερόμενου ποσού, η εφεσείουσα αρνήθηκε να το επιστρέψει.

Το πρωτόδικο δικαστήριο επέβαλε στην εφεσείουσα δωδεκάμηνη ποινή άμεσης φυλάκισης η έκτιση της οποίας θα ήταν διαδοχική προς άλλη ποινή που ήδη εξέτιε, πλην όμως η νέα ποινή θα άρχιζε από τις 18.4.2012, ημερομηνία επιβολής της. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι στις 18.4.2012 η εφεσείουσα εξέτιε άλλη δωδεκάμηνη ποινή φυλάκισης, η οποία της είχε επιβληθεί για παρόμοιο αδίκημα, στις 11.11.2011 (αλλά άρχιζε από 21.10.2011).  Επομένως με την προσβαλλόμενη ποινή προστέθηκε στην ποινή που ήδη εξέτιε η εφεσείουσα περαιτέρω περίοδος φυλάκισης περίπου έξι μηνών.

Με την παρούσα έφεση η πρωτόδικη ποινή προσβάλλεται ως υπερβολική. Η θέση της εφεσείουσας είναι ότι και η παρούσα ποινή θα μπορούσε να άρχιζε από 21.10.2011 που άρχιζε και η προηγούμενη  ποινή που της επιβλήθηκε στις 11.11.2011.

Το πρωτόδικο δικαστήριο σε μια προσεγμένη απόφαση παρατήρησε ότι το αδίκημα που διέπραξε η κατηγορούμενη είναι σοβαρό και ενδεικτική της σοβαρότητας του αδικήματος είναι και η ανώτατη προβλεπόμενη από το νόμο ποινή, που είναι η φυλάκιση δέκα χρόνων. Αναφέρθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο σε αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις οποίες τονίζεται η σοβαρότητα των οικονομικών εγκλημάτων, όπως είναι και η κλοπή υπό αντιπροσώπου. Προς όφελος της εφεσείουσας, για σκοπούς μετριασμού της ποινής, το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε υπόψη του την παραδοχή και την απολογία της, το λευκό της ποινικό μητρώο (παρόλο που εξέτιε ποινή φυλάκισης θεωρήθηκε ως λευκού ποινικού μητρώου διότι το παρόν αδίκημα ήταν προγενέστερο), την ηλικία της, ήταν 55 ετών, και τις προσωπικές και οικογενειακές της περιστάσεις. Μεταξύ αυτών των περιστάσεων ήταν και το ότι η εφεσείουσα απέτυχε ως επιχειρηματίας και έχασε πολύ μεγάλο ποσό χρημάτων. Στην επιμέτρηση της ποινής ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής έλαβε υπόψη του και την πάροδο είκοσι και πλέον μηνών από τη διάπραξη του αδικήματος μέχρι την καταχώριση της υπόθεσης, χωρίς να δοθεί οποιαδήποτε δικαιολογία από την Κατηγορούσα Αρχή.

Το πρωτόδικο δικαστήριο έστρεψε την προσοχή του και εξέτασε με προσοχή την αρχή της συνολικότητας της ποινής. Αυτό το έπραξε επειδή, όπως ήδη αναφέρθηκε, είχε επιβληθεί προηγούμενη ποινή φυλάκισης δώδεκα μηνών στην εφεσείουσα στις 11.11.2011. Αφού αναφέρθηκε σε σχετική νομολογία, το πρωτόδικο δικαστήριο διερωτήθηκε κατά πόσο η συνολική ποινή των δύο χρόνων που θα προέκυπτε από τη διαδοχικότητα των ποινών θα ήταν, στο σύνολό της, υπέρμετρη και δυσανάλογη προς τα δύο αδικήματα που διέπραξε η εφεσείουσα. Έκρινε πως συνολική ποινή δύο χρόνων θα ήταν υπέρμετρη υπό τις περιστάσεις γι' αυτό και διέταξε όπως η ποινή των δώδεκα μηνών, που επέβαλε για το παρόν αδίκημα, την οποίαν θεώρησε ως ορθή και δίκαιη, αρχίζει από την ημερομηνία επιβολής της, δηλαδή στις 18.4.2012 ώστε η εφεσείουσα να εκτίσει συνολική ποινή περίπου δεκαοχτώ μηνών και για τα δύο αδικήματα.

Ακούσαμε με προσοχή όσα ανέφερε ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας αλλά δεν θεωρήσαμε σκόπιμο να ακούσουμε και τον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσίβλητης. Με βάση όλα τα ενώπιον μας στοιχεία θεωρούμε την ποινή που επέβαλε το πρωτόδικο δικαστήριο απόλυτα ορθή και δίκαιη και ουδόλως υπερβολική.  Συμμεριζόμαστε τα όσα ανέφερε το πρωτόδικο δικαστήριο αναφορικά με τη σοβαρότητα του αδικήματος της κλοπής υπό αντιπροσώπου, καθώς και τα όσα ανέφερε για την αρχή της συνολικότητας της ποινής. Θεωρούμε πως ούτε υπερβολική είναι η ποινή, ούτε και καταστρατηγεί την αρχή της συνολικότητας της ποινής, σύμφωνα με την οποία η ποινή θα πρέπει να είναι ανάλογη της συνολικής ποινικής ευθύνης της εφεσείουσας.

Η εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσείουσας ότι η ποινή είναι εσφαλμένη για λόγους αρχής (wrong in principle) δεν ευσταθεί για τους λόγους που μόλις έχουν εξηγηθεί.

Όπως παρατήρησε το Ανώτατο Δικαστήριο σε σειρά αποφάσεων η κλοπή υπό αντιπροσώπου είναι σοβαρό αδίκημα και για το αδίκημα αυτό τα δικαστήρια θα πρέπει να επιβάλλουν αυστηρές και, όταν οι περιστάσεις το δικαιολογούν, και αποτρεπτικές ποινές. (Δέστε: Ανδρονίκου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 486, Barrick [1985] 81 Cr. App. R. 78 και Clark [1998] 2 Cr. App. R. (S) 95).

Με βάση τα προαναφερόμενα θεωρούμε την επιβληθείσα ποινή ως απόλυτα ορθή και δίκαιη και την έφεση κατά της πρωτόδικης  ποινής, ως αβάσιμη. Κατά συνέπεια η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο