ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 2 ΑΑΔ 201
10 Απριλίου, 2012
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
GARY JOHN ROBB,
Eφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 184/2011)
Ποινικός Κώδικας ― Κατοχή και χρήση ακίνητης ιδιοκτησίας τρίτου προσώπου χωρίς τη συναίνεση του εγγεγραμμένου ιδιοκτήτη ― Άρθρο 281(1)(α), Κεφ. 154 ― Επικύρωση ποινής φυλάκισης δέκα μηνών ― Εκρίθη μάλλον επιεικής ― Επρόκειτο για οργανωμένη και συνειδητή ενέργεια στέρησης Τουρκοκατεχόμενης γης από τους νόμιμους Ελληνοκύπριους ιδιοκτήτες της.
Ποινή ― Διακριτική ευχέρεια ― Η επιλογή του είδους, και του ύψους της ποινής εναπόκειται στο δικάσαν δικαστήριο και το εφετείο επεμβαίνει μόνο αν αυτή ήταν εκτός των επιτρεπομένων ορίων.
Ποινική Δικονομία ― Οι παράγοντες της δίκης, ο δημόσιος κατήγορος και ο δικηγόρος υπεράσπισης, έχουν καθήκον και υποχρέωση να θέτουν ενώπιον του δικαστηρίου, όλες τις παραμέτρους των επιχειρημάτων τους περιλαμβανομένης της νομολογίας επί της οποίας εδράζονται.
Ποινική Δικονομία ― Εφετήριο ― Άρθρο 144 Ποινικής Δικονομίας, Κεφ. 155 ― Το εφετείο εξετάζει την έφεση μόνο στη βάση των λόγων έφεσης που διατυπώνονται στο εφετήριο.
Εναντίον του εφεσείοντα εκδόθηκε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, το οποίο εκτελέστηκε και ο εφεσείων παραδόθηκε, από τις βρετανικές αρχές, στην Κυπριακή Αστυνομία στις 3 Αυγούστου, 2011. Ακολούθως καταδικάστηκε, κατόπιν παραδοχής, σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 10 μηνών, σε κατηγορίες για παράνομη κατοχή και χρήση γης στο όνομα άλλου χωρίς τη συναίνεση του εγκεκριμένου ιδιοκτήτη, κατά παράβαση του Άρθρου 281(1)(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Τα πραγματικά γεγονότα αφορούσαν σε αναπτύξεις χιλιάδων τ.μ. γης ιδιοκτησίας Ελληνοκυπρίων πολιτών στα κατεχόμενα εδάφη της Κυπριακής Δημοκρατίας στις οποίες, εταιρεία της οποίας ο εφεσείων, ως διευθυντικό στέλεχος εταιρείας, προχώρησε μεταξύ της περιόδου 18 Αυγούστου, 2004 και 28 Απριλίου, 2005, με οικοδομικές εργασίες για την ανέγερση 335 πολυτελών κατοικιών.
Με την έφεση ο εφεσείων αμφισβήτησε την επιβληθείσα ποινή ως υπέρμετρα ψηλή και ταυτοχρόνως εσφαλμένη.
Υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι:
α) Στις περιπτώσεις που αδικήματα μετατρέπονται σε αυστηρότερα, με βάση τροποποίηση της νομοθεσίας, όπως ήταν η περίπτωση, θα έπρεπε να είχε εξεταστεί από το δικαστήριο, το ενδεχόμενο επιβολής ποινής με βάση το προηγούμενο νομικό καθεστώς.
β) Το πρωτόδικο Δικαστήριο νομιμοποιείτο να επιβάλει ποινή μέχρι και 6 μήνες φυλάκιση, όχι όμως πέραν αυτού, όπως έγινε στην προκείμενη περίπτωση.
γ) Το μεγάλο χρονικό διάστημα που είχε διαρρεύσει από τη διάπραξη του αδικήματος μέχρι της επιβολής ποινής, περίπου 7 χρόνια, έπρεπε να είχε τη δική του απήχηση στο θέμα της επιβληθείσας ποινής, τόσο ως προς το εύρος, όσο και ως προς το είδος της.
δ) Υπήρχαν στοιχεία που κατά την εισήγηση του συνήγορου έπρεπε να ληφθούν υπόψη από το δικαστήριο, όπως το γεγονός ότι ο εφεσείων τήρησε μια στάση εποικοδομητική και δεν εκμεταλλεύτηκε πολιτικά το ζήτημα. Ως αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας ο ίδιος είχε απωλέσει ολόκληρη την περιουσία του και καταστραφεί οικονομικά.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Από τη φύση του το αδίκημα ήταν συνεχές, αφού κάλυπτε κάθε ημέρα της περιόδου που αναφερόταν στο κατηγορητήριο και παραδέχθηκε ο εφεσείων ότι έκαμε.
2. Δοθέντων των ιδιαιτέρων περιστατικών της υπόθεσης, όπως είχαν αναφερθεί, δε μπορούσε να διαχωριστεί η περίοδος και να επιχειρείτο διαφοροποίηση της μιας περιόδου από την άλλη. Δεν υπήρχε χρονικός ορίζοντας, σε συνάρτηση με την κατοχή και χρήση της εν λόγω ακίνητης περιουσίας, με τον οποίο θα μπορούσε να επιχειρηθεί κάτι τέτοιο.
3. Αποτελούσε κοινό έδαφος ότι η προβλεπόμενη από το Άρθρο 281(1)(α) του Κεφ. 154, ποινή, αυξήθηκε διαρκούντος του χρόνου εκδήλωσης της εγκληματικής συμπεριφοράς του εφεσείοντα. Το πρωτόδικο δικαστήριο σχολίασε το γεγονός, χωρίς όμως να προβεί σε οποιαδήποτε περαιτέρω ενέργεια. Με την επιβολή ποινής μέσα στο δικονομικό πλαίσιο του τροποποιηθέντος νόμου δεν υπήρξε οποιαδήποτε παραβίαση αρχής δικαίου, πλην, όμως, διαπιστώθηκε ένα δικονομικό ελάττωμα που έχρηζε περαιτέρω ανάλυσης.
4. Στις περιπτώσεις όπου διαρκούσης της περιόδου διάπραξης ενός αδικήματος, κάτι το οποίο συνήθως παρατηρείται κατά την εξέταση αδικημάτων που έχουν χρονική διάρκεια, όπως ένα συνεχιζόμενο αδίκημα κατακράτησης περιουσίας για μεγάλο διάστημα, που ήταν η περίπτωση, υπάρξει διαφοροποίηση της προβλεπόμενης από το Νόμο ποινής, η κατηγορούσα αρχή έχει υποχρέωση να καταχωρήσει δύο κατηγορίες, μια για κάθε περίοδο που καλύπτει η κάθε νομοθετική πρόνοια. Τούτου δοθέντος, θα προειδοποιηθεί καταλλήλως το δικαστήριο και θα τύχει ο κατηγορούμενος της αναλόγου αντιμετώπισης. Eνόψει της κατάληξης ότι, παρόλο το πιο πάνω δικονομικό ελάττωμα, δεν παραβιάστηκε αρχή δικαίου, το ύψος της επιβληθείσας ποινής δεν επηρεαζόταν.
5. Με το δοσμένο πλαίσιο πραγματικών γεγονότων δεν υπήρχε έρεισμα στο παράπονο του εφεσείοντα περί παρέλευσης μεγάλου χρόνου από τη διάπραξη του αδικήματος.
6. Υπήρξε μια συντονισμένη και οργανωμένη ενέργεια από πλευράς του εφεσείοντα να χρησιμοποιήσει προς όφελος του, ακίνητη περιουσία που ανήκει κυρίως σε ελληνοκύπριους στο χωριό Κλεπίνη. Η αδυναμία των ελληνοκυπρίων να χρησιμοποιήσουν την περιουσία τους, λόγω της κατοχής της γης τους από τα τουρκικά στρατεύματα συνδυαζόμενη με την έκταση της παραβίασης από τον εφεσείοντα ήταν ένα στοιχείο που δεν μπορούσε παρά να οδηγήσει σε επιβολή ποινής στερητικής της ελευθερίας.
7. Η προσπάθεια που έγινε, από τον εφεσείοντα να πείσει προτιθέμενους άγγλους «αγοραστές» των επαύλεων, στο χώρο που κατακρατούσε, με σεμινάριο που έγινε με τη βοήθεια δικηγόρου στα κατεχόμενα ιδιαιτέρως ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς της γης, καταδείκνυε την εμπλοκή του εφεσείοντα, και τη συνειδητή ενέργεια στέρησης της εν λόγω γης από τους νόμιμους ιδιοκτήτες της και υποστήριζε την ορθότητα του είδους και του ύψους της επιβληθείσας ποινής. Θα μπορούσε να κριθεί, η επιβληθείσα ποινή, μάλλον επιεικής, αλλά δεν υπήρξε αντέφεση.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
R. v. Brown a.o. [2001] All E.R. (D) 84,
Orams κ.ά. v. Αποστολίδη (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1402.
Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λεμεσού Λτδ v. Δήμου Λεμεσού (1994) 2 Α.Α.Δ. 145,
Μενελάου v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 450,
Ηλία v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 283,
Αυξεντίου, άλλως Μπίλλυς v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 5,
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Παντελή (2000) 2 Α.Α.Δ. 384,
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Ιωάννου (1999) 2 Α.Α.Δ. 603,
Κουτσούδης v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 574,
Αβραάμ v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 365.
Έφεση κατά της Καταδίκης και της Ποινής.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παπαϊωάννου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 30119/11), ημερομηνίας 27/9/11.
K. Κουκούνης, για τον Εφεσείοντα.
Ελ. Ζαχαριάδου, (κα), Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑTOΣ, Δ.: Tην ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κ. Παμπαλλής.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Στις 27 Σεπτεμβρίου, 2011, ο εφεσείων καταδικάστηκε, μετά από δική του παραδοχή, σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 10 μηνών, στις 11 εναπομείνασες κατηγορίες που αντιμετώπιζε, για παράνομη κατοχή και χρήση γης στο όνομα άλλου χωρίς τη συναίνεση του εγκεκριμένου ιδιοκτήτη, κατά παράβαση του Αρθρου 281(1)(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Από τα γεγονότα τα οποία κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, είχε καταδειχθεί ότι ο εφεσείων, ως διευθυντικό στέλεχος εταιρείας, προχώρησε, μεταξύ της περιόδου 18 Αυγούστου, 2004 και 28 Απριλίου, 2005, σε οικοδομικές εργασίες για την ανέγερση 335 πολυτελών κατοικιών σε γη εκτάσεως 273.800 τ.μ.. Η εν λόγω γη ανήκει κατά 261.589 τ.μ. σε ελληνοκύπριους, 4.661 τ.μ. στη Δημοκρατία και το υπόλοιπο 7.550 σε τουρκοκύπριους. Η υπό ανάπτυξη περιοχή βρίσκεται στο κατεχόμενο χωριό Κλεπίνη της επαρχίας Κερύνειας. Η εν λόγω ανέγερση στόχευε στην πώληση των συγκεκριμένων κατοικιών σε άγγλους υπηκόους, πράγμα το οποίο είχε επιτευχθεί κατά 85%.
Η συγκεκριμένη οικοδομική δραστηριότητα είχε διαπιστωθεί από επίσκεψη ελληνοκυπρίων στην κατεχόμενη περιοχή και ως αποτέλεσμα της έρευνας η οποία έγινε και των καταγγελιών που ακολούθησαν, εκδόθηκε, εναντίον του εφεσείοντα, ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, ημερ. 8 Ιουνίου, 2007. Το εν λόγω ένταλμα εκτελέστηκε και ο εφεσείων παραδόθηκε, από τις βρετανικές αρχές, στην Κυπριακή Αστυνομία στις 3 Αυγούστου, 2011.
Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων θεωρεί την επιβληθείσα ποινή ως υπέρμετρα ψηλή και ταυτοχρόνως εσφαλμένη. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα επεσήμανε, κάτι για το οποίο γίνεται μνεία και στην πρωτόδικη απόφαση ότι μέχρι τις 31 Μαρτίου, 2005 η προβλεπόμενη, από το Αρθρο 281(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, ποινή, ήταν φυλάκιση έξι μήνες και πρόστιμο £450. Με την τροποποίηση που έγινε, κατά την πιο πάνω ημερομηνία, η προβλεπόμενη από το Νόμο ποινή έχει αυξηθεί σε φυλάκιση μέχρι και δύο χρόνια, το δε πρόστιμο μέχρι €8.543.
Στις περιπτώσεις που αδικήματα μετατρέπονται σε αυστηρότερα, με βάση τροποποίηση της νομοθεσίας, ήταν εισήγηση του κ. Κουκούνη, αναφερόμενος και σε αγγλική νομολογία, και συγκεκριμένα στην υπόθεση R. v. Brown a.ο. [2001] All E.R. (D) 84, ότι θα έπρεπε να είχε εξεταστεί από το δικαστήριο, το ενδεχόμενο επιβολής ποινής με βάση το προηγούμενο νομικό καθεστώς. Αυτά, τα οποία χαρακτήρισε ως «straddle offences», είναι ιδιάζουσας μορφής και η μεταβληθείσα κατάσταση πραγμάτων δεν θα έπρεπε, όπως είπε, να προσμετρήσει εναντίον του εφεσείοντα. Είχε εξουσία, κατέληξε επί του προκειμένου, και το πρωτόδικο Δικαστήριο νομιμοποιείτο να επιβάλει ποινή μέχρι και 6 μήνες φυλάκιση, όχι όμως πέραν αυτού, όπως έγινε στην προκείμενη περίπτωση.
Είχαμε κατά το στάδιο της συζήτησης της υπόθεσης υποβάλει σχετικές ερωτήσεις με στόχο τη διευκρίνιση της θέσης του συνήγορου, αφού ουσιαστικώς η δέσμη γεγονότων που παρουσιάστηκαν στο πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επέτρεπαν τη διαφοροποίηση που επεχείρησε να κάνει, ιδιαιτέρως, ότι το αδίκημα είχε συντελεστεί πριν από τις 9 Ιανουαρίου, 2005. Από τα γεγονότα, όπως αυτά καταγράφονται στη πρωτόδικη απόφαση η εταιρεία στην οποία ο εφεσίβλητος είναι μέτοχος και διευθυντής παρουσίασε στα κατεχόμενα στις 18 Αυγούστου του 2004 μια «μακέτα» του τουριστικού χωριού Amaranda Valley σε έκταση 278.800 τ.μ. νοτιοδυτικά του χωριού Κλεπίνη της επαρχίας Κερύνειας. Το δικαστήριο επισημαίνει περαιτέρω ότι, οι εργασίες για τη διευθέτηση του χώρου περιλάμβαναν εκρίζωση δέντρων, και αναφέρεται ότι στις 9 Ιανουαρίου, 2005, παράλληλα με τις χωματουργικές εργασίες άρχισαν και οι πρώτες οικοδομικές εργασίες. Στη συνέχεια, σημειώνεται ότι οι οικοδομικές εργασίες συνεχίστηκαν με εντατικούς ρυθμούς και αρκετές από τις επαύλεις είχαν περατωθεί. Με βάση αυτά τα γεγονότα υποδείξαμε στο συνήγορο ότι δεν θα μπορούσαμε να αντιληφθούμε πώς θα ήταν βάσιμο το επιχείρημα ότι το αδίκημα για το οποίο παραδέχτηκε ο εφεσείων είχε διαπραχθεί πριν από την έναρξη των εργασιών ανέγερσης, η οποία προσδιορίζεται, όπως σημειώσαμε, στις 9 Ιανουαρίου, 2005. Ιδιαιτέρως, όταν, το αδίκημα της παράνομης κατοχής και χρήσης ήταν συνεχιζόμενο και διήρκεσε για περίοδο οκτώ και πλέον μηνών, όπως αναφέρεται στο κατηγορητήριο.
Η περαιτέρω εισηγήση του συνήγορου εδραζόταν στο γεγονός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν διαφοροποίησε τη ποινή για την περίοδο πριν την τροποποίηση του Νόμου και την μετά, ακολουθήσασα αύξηση της προβλεπόμενης ποινής, περίοδο. Σημειώνουμε στο σημείο αυτό ότι τέτοιο θέμα διαφοροποίησης της ποινής ή και ακόμη επιβολής ποινής με βάση τα προ της τροποποίησης ισχύοντα δεν τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ο συνήγορος αναγνώρισε αυτή τη διάσταση. Περαιτέρω ούτε με το εφετήριο και συγκεκριμένα με τους λόγους έφεσης 1 και 4 δόθηκε η πιο πάνω διάσταση.
Ο εφεσείων παραπονείται επίσης και για το μεγάλο χρονικό διάστημα που έχει διαρρεύσει από τη διάπραξη του αδικήματος μέχρι της επιβολής ποινής, περίπου 7 χρόνια. Τούτο έπρεπε, όπως είπε, να είχε τη δική του απήχηση στο θέμα της επιβληθείσας ποινής, τόσο ως προς το εύρος, όσο και ως προς το είδος της.
Περαιτέρω προβλήθηκε ότι ο εφεσείων παρέμεινε υπό κράτηση από τις 3 Αυγούστου, 2011 μέχρι και τις 27 Σεπτεμβρίου, 2011 γιατί, λόγω οικονομικής αδυναμίας, δεν μπόρεσε να καταβάλει την επιβληθείσα εγγύηση των €50.000. Αναγνώρισε προς τούτο, ο συνήγορος, ότι δεν αποτελεί παράγοντα για μη επιβολή ποινής απλώς είναι ένα μετριαστικό στοιχείο. Περαιτέρω, υπήρχαν στοιχεία που κατά την εισήγηση του συνήγορου έπρεπε να ληφθούν υπόψη από το δικαστήριο, όπως το γεγονός ότι ο εφεσείων τήρησε μια στάση εποικοδομητική και δεν εκμεταλλεύτηκε πολιτικά το ζήτημα. Ως αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας ο ίδιος έχει απολέσει ολόκληρη την περιουσία του και έχει καταστραφεί οικονομικά.
Η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία, επεσήμανε ότι το θέμα της διαφοροποίησης της προβλεπόμενης από το νόμο ποινής δεν τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, ούτε αποτελεί λόγο έφεσης. Ακόμη συνέχισε η συνήγορος, η υπόθεση Brown (ανωτέρω) που επικαλείται ο εφεσείων, αφορούσε το αδίκημα της συνομωσίας. Το συγκεκριμένο υπό εξέταση αδίκημα αφορά την κατοχή και χρήση γης, ένα συνεχιζόμενο αδίκημα το οποίο ξεκίνησε από τις 18 Αυγούστου, 2004 και συνεχίστηκε μέχρι και τις 28 Απριλίου, 2005. Το γεγονός ότι ο νομοθέτης θεώρησε αναγκαίο να προβεί σε τροποποίηση της υφιστάμενης νομοθεσίας καταδεικνύει, όπως είπε, τη σοβαρότητα του εξεταζόμενου αδικήματος.
Η επιβληθείσα ποινή χαρακτηρίστηκε, από τη συνήγορο της Δημοκρατίας, ως η επιεικέστερη που θα μπορούσε να επιβληθεί σε ένα άτομο που καταπάτησε την περιουσία τρίτων προσώπων και δη ελληνοκυπρίων στα κατεχόμενα εκτάσεως 260.000 τ.μ.. Ήταν μια μεγάλη επένδυση ύψους £3.500.000 και από τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, ο εφεσείων πραγματοποίησε, στις 14 Ιανουαρίου, 2005, με συνοδεία δικηγόρου, σεμινάριο στα κατεχόμενα με στόχο να πείσουν υποψήφιους αγοραστές ότι δεν υπάρχει οποιονδήποτε νομικό πρόβλημα στην υπό ανέγερση οικοδομή και ότι η παρούσα περίπτωση διαφοροποιείται από τα γεγονότα της γνωστής υπόθεσης καταπάτησης δικαιωμάτων ιδιοκτητών Orams κ.ά. v. Αποστολίδη (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1402.
Kατ' αρχήν θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η υπόθεση αφορά κατοχή και χρήση ακίνητης ιδιοκτησίας τρίτου προσώπου χωρίς τη συναίνεση του εγγεγραμμένου ιδιοκτήτη.
Το Άρθρο 281(1)(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε, προβλέπει:
«281.-(1) Όποιος κατέχει, καλλιεργεί, νέμεται ή χρησιμοποιεί με οποιοδήποτε τρόπο -
(α) γη εγγεγραμμένη επί ονόματι άλλου.
(β) ........
Χωρίς τη συναίνεση του εγγεγραμμένου ιδιοκτήτη ή των κληρονόμων του ή του αγοραστή από τους κληρονόμους του, ανάλογα με την περίπτωση, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δύο χρόνων ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές».
Από τη φύση του το αδίκημα είναι συνεχές, αφού καλύπτει κάθε ημέρα της περιόδου που αναφέρεται στο κατηγορητήριο και παραδέχεται ο εφεσείων ότι έκαμε. Την περίοδο από 18 Αυγούστου, 2004 μέχρι 28 Απριλίου, 2005 (κατηγορίες 2-13). Ως προς την έννοια του συνεχούς αδικήματος, αναφορά γίνεται στον Archbold, Criminal Pleading, Evidence and Practice 2006, παρ. 1-137 και 1-143a.
Στην υπόθεση Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λεμεσού Λτδ v. Δήμου Λεμεσού (1994) 2 Α.Α.Δ. 145, που αφορούσε την έκδοση διατάγματος κατεδάφισης, ως προς το χρόνο διάπραξης του αδικήματος της χρήσης οικοδομής άνευ αδείας, το εφετείο αναγνώρισε τη δυνατότητα προσδιορισμού του επίδικου χρόνου, την έναρξη των οικοδομικών εργασιών και μετά.
Δοθέντων των ιδιαιτέρων περιστατικών της υπόθεσης, όπως έχουν αναφερθεί, δε μπορεί να διαχωριστεί η περίοδος και να επιχειρηθεί διαφοροποίηση της μιας περιόδου από την άλλη. Δεν υπάρχει χρονικός ορίζοντας, σε συνάρτηση με την κατοχή και χρήση της εν λόγω ακίνητης περιουσίας, με τον οποίο θα μπορούσε να επιχειρηθεί κάτι τέτοιο.
Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι κατά το στάδιο της αγόρευσης προς μετριασμό της ποινής, ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, το θέμα της επέκτασης της προβλεπόμενης ποινής με την επελθούσα τροποποίηση του Αρθρου 281(1)(α) του Κεφ. 154, ουδόλως αναφέρθηκε.
Αναφορά στη διαφοροποίηση του ορίου της προβλεπόμενης ποινής, έγινε, σε πρώτο στάδιο, από το ίδιο το επαρχιακό δικαστήριο.
Στο σημείο αυτό θεωρούμε σημαντικό να επισημάνουμε ότι οι παράγοντες της δίκης, επί του προκειμένου ο δημόσιος κατήγορος και ο δικηγόρος υπεράσπισης, έχουν καθήκον και υποχρέωση να θέτουν ενώπιον του δικαστηρίου, όλες τις παραμέτρους των επιχειρημάτων τους περιλαμβανομένης της νομολογίας επί της οποίας εδράζονται. Βλ. Blackstone' s Criminal Practice (2009) παρ. Ε1.2 σελ. 2106.
Ταυτόχρονα, όπως επαναλήφθηκε στην υπόθεση Μενελάου v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 450, το εφετείο εξετάζει την έφεση μόνο στη βάση των λόγων έφεσης που διατυπώνονται στο εφετήριο (αρ. 144 Ποινικής Δικονομίας, Κεφ. 155).
Από το πρώτο λόγο έφεσης που εστιάζεται στην «υπέρμετρη ή υπερβαλλόντως αυστηρή» ποινή, γίνεται μεν αναφορά στο θέμα της αύξησης της προβλεπόμενης ποινής από έξι μήνες φυλάκιση σε δυο χρόνια φυλάκιση, πλην, όμως, τούτο γίνεται για να καταδειχθεί η αυστηρότητα και η υπέρβαση του «μέτρου» που, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, θα μπορούσε το δικαστήριο να επιβάλει. Τούτο καταφαίνεται και από την ανάλυση του λόγου έφεσης 4, όπου επισημαίνεται το γεγονός ότι, για το μεγαλύτερο μέρος της περιόδου που περιλαμβάνει η κατηγορία, η προβλεπόμενη ποινή ήταν φυλάκιση μέχρι έξι μήνες.
Είμαστε, συνεπώς, της γνώμης ότι το θέμα δεν μπορεί να συζητηθεί στην έκταση που το πρόβαλε ο συνήγορος του εφεσείοντα, ήτοι της ελλείψεως δικαιοδοτικού πλαισίου. Θα μπορούσε να εξεταστεί θέμα επιβολής ποινής πέραν του προβλεπόμενου ορίου, αν στοιχειοθετείτο (βλ. Ηλία v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 283), κάτι που δεν υφίσταται.
Υπάρχει, όμως, ένα δεδομένο που χρήζει περαιτέρω διερεύνησης. Αποτελεί κοινό έδαφος ότι η προβλεπόμενη από το Αρθρο 281(1)(α) του Κεφ. 154, ποινή, αυξήθηκε διαρκούντος του χρόνου εκδήλωσης της εγκληματικής συμπεριφοράς του εφεσείοντα.
Το πρωτόδικο δικαστήριο σχολίασε το γεγονός, όπως σημειώσαμε, χωρίς όμως να προβεί σε οποιαδήποτε περαιτέρω ενέργεια. Θεωρούμε ότι με την επιβολή ποινής μέσα στο δικονομικό πλαίσιο του τροποποιηθέντος νόμου δεν υπήρξε οποιαδήποτε παραβίαση αρχής δικαίου, πλην, όμως, διαπιστώνουμε ένα δικονομικό ελάττωμα που χρήζει περαιτέρω ανάλυσης.
Στις περιπτώσεις όπου διαρκούσης της περιόδου διάπραξης ενός αδικήματος, κάτι το οποίο συνήθως παρατηρείται κατά την εξέταση αδικημάτων που έχουν χρονική διάρκεια, όπως ένα συνεχιζόμενο αδίκημα κατακράτησης περιουσίας για μεγάλο διάστημα, που είναι η περίπτωσή μας, υπάρξει διαφοροποίηση της προβλεπόμενης από το Νόμο ποινής, η κατηγορούσα αρχή έχει υποχρέωση να καταχωρήσει δύο κατηγορίες, μια για κάθε περίοδο που καλύπτει η κάθε νομοθετική πρόνοια. Τούτου δοθέντος, θα προειδοποιηθεί καταλλήλως το δικαστήριο και θα τύχει ο κατηγορούμενος της αναλόγου αντιμετώπισης. Παρόμοιο θέμα εξετάστηκε από το εφετείο στην υπόθεση Αυξεντίου, άλλως Μπίλλυς v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 5. Βοήθεια επίσης έχουμε αντλήσει επί του θέματος και από τον Archbold Criminal Pleading Evidence and Practice 2007, para. 584.
Eνόψει της κατάληξής μας ότι, παρόλο το πιο πάνω δικονομικό ελάττωμα, δεν παραβιάστηκε αρχή δικαίου, το ύψος της επιβληθείσας ποινής δεν επηρεάζεται. Ενόψει τούτου θα εξετάσουμε και τους υπόλοιπους λόγους που προβλήθηκαν από την υπεράσπιση.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος εισηγήθηκε ότι το μεγάλο χρονικό διάστημα που έχει παρέλθει από τη διάπραξη των αδικημάτων (18 Αυγούστου, 2004 - 28 Απριλίου, 2005) μέχρι της καταδίκης του εφεσείοντα (27 Σεπτεμβρίου, 2011), επέβαλλε την επιβολή μικρότερης ποινής.
Η εικόνα εκ πρώτης όψεως φαίνεται να είναι αυτή, πλην όμως από τα γεγονότα της υπόθεσης αναφύεται ότι από τις 8 Ιουνίου, 2007, εκδόθηκε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εναντίον του εφεσείοντα η εκτέλεση του οποίου έγινε με καθυστέρηση και ο εφεσείων μεταφέρθηκε στην Κύπρο στις 3 Αυγούστου, 2011. Το κατηγορητήριο εναντίον του εφεσείοντα καταχωρήθηκε στις 11 Αυγούστου, 2011 και έγινε παραδοχή των κατηγοριών στις 15 Σεπτεμβρίου, 2011. Τελικώς τα γεγονότα είχαν εκτεθεί στο πρωτόδικο δικαστήριο στις 16 Σεπτεμβρίου, 2011 και η ποινή απαγγέλθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου, 2011. Με αυτό το δοσμένο πλαίσιο πραγματικών γεγονότων δεν βρίσκουμε έρεισμα στο παράπονο του εφεσείοντα επί του προκειμένου.
Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια συντονισμένη και οργανωμένη ενέργεια από πλευράς του εφεσείοντα να χρησιμοποιήσει προς όφελος του, ακίνητη περιουσία που ανήκει κυρίως σε ελληνοκύπριους στο χωριό Κλεπίνη. Η αδυναμία των ελληνοκυπρίων να χρησιμοποιήσουν την περιουσία τους, λόγω της κατοχής της γης τους από τα τουρκικά στρατεύματα συνδυαζόμενη με την έκταση της παραβίασης από τον εφεσείοντα ήταν ένα στοιχείο που δεν μπορούσε παρά να οδηγήσει σε επιβολή στερητική της ελευθερίας ποινή.
Η περίοδος κράτησης του εφεσείοντα, (13 Αυγούστου, 2011 - 27 Σεπτεμβρίου, 2011) προσμέτρησε, ως καταφαίνεται στην πρωτόδικη απόφαση στον προσδιορισμό της επιβληθείσας ποινής και δεν βρίσκουμε οποιοδήποτε έρεισμα στην εισήγηση του εφεσείοντα (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Παντελή (2000) 2 Α.Α.Δ. 384).
Η επιλογή του είδους, και του ύψους της ποινής εναπόκειται στο δικάσαν δικαστήριο και το εφετείο επεμβαίνει μόνο αν αυτή ήταν εκτός των επιτρεπομένων ορίων. (Βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Ιωάννου (1999) 2 Α.Α.Δ. 603, Κουτσούδης v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 574 και Αβραάμ v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 365).
Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση. Η προσπάθεια που έγινε, από τον εφεσείοντα να πείσει προστιθέμενους άγγλους «αγοραστές» των επαύλεων, στο χώρο που κατακρατούσε, με σεμινάριο που έγινε με τη βοήθεια δικηγόρου στα κατεχόμενα στις 14 Ιανουαρίου, 2005, ιδιαιτέρως ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς της γης, καταδεικνύει την εμπλοκή του εφεσείοντα, και τη συνειδητή ενέργεια στέρησης της εν λόγω γης από τους νόμιμους ιδιοκτήτες της, υποστηρίζει την ορθότητα του είδους και του ύψους της επιβληθείσας ποινής. Θα προσθέταμε ότι θα μπορούσε να κριθεί, η επιβληθείσα ποινή, μάλλον επιεικής, αλλά δεν υπάρχει αντέφεση ώστε να εξεταστεί περαιτέρω.
Η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται