ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 2 ΑΑΔ 1
20 Ιανουαρίου, 2012
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 214/2011)
Ποινική Δικονομία ― Διαταγή για κράτηση κατηγορουμένου μέχρι τη δίκη του από το Κακουργιοδικείο, λόγω ύπαρξης κινδύνου επηρεασμού μαρτύρων ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης περί συμπτωμάτων εξαιρετικά ύποπτης κατάστασης λόγω διαδοχικών αναιρέσεων ενοχοποιητικών καταθέσεων ― Εντός της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου το σχετικό συμπέρασμα.
Πρωτόδικη διαδικασία που αφορούσε αίτηση για κράτηση κατηγορουμένων μέχρι τη δίκη που αντιμετώπιζαν ενώπιον Κακουργιοδικείου, αμφισβητήθηκε στο Εφετείο τόσο από κατηγορούμενο όσο και από την Εισαγγελία.
Το Εφετείο με άλλη σύνθεση, δέχθηκε την έφεση του κατηγορούμενου 1 όσο και εκείνη της Εισαγγελίας, καταλήγοντας ότι δεν απεδείχθη πιθανότητα μη προσέλευσης, αλλά υπήρχε ικανοποιητική μαρτυρία για το ενδεχόμενο επηρεασμού μαρτύρων.
Ακολούθως το Κακουργιοδικείο όρισε την υπόθεση για ακρόαση και επιλήφθηκε αιτήματος της Κατηγορούσας Αρχής για κράτηση των κατηγορουμένων 1 και 2 (εφεσείων) και ενέκρινε το αίτημα επί τω ότι υπήρχε κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων.
Kατά το χρόνο του διατάγματος κράτησης από το παραπέμπον Δικαστήριο, ένας από τους μάρτυρες κατηγορίας είχε ανασκευάσει την ενοχοποιητική για τους κατηγορούμενους κατάθεσή του και ακολούθως, μέχρι και το επίδικο διάταγμα κράτησης από το Κακουργιοδικείο, αριθμός άλλων μαρτύρων έπραξαν το ίδιο.
Με την έφεση υποστηρίχθηκε ότι:
α) η εκκαλούμενη απόφαση δεν ήταν αιτιολογημένη, αφού σε αυτή δεν γινόταν καμία αναφορά στον εφεσείοντα-κατηγορούμενο 2, παρά μόνο στον κατηγορούμενο 1.
β) ήταν εσφαλμένη η κρίση ότι υπήρχε κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων από τον εφεσείοντα.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Στην απόφαση αναφερόταν ρητώς ότι το θέμα εξετάστηκε σε συνάρτηση και με τους δύο κατηγορούμενους 1 και 2 και ως εκ τούτου ότι αναφερόταν στην υπό κρίση απόφαση, αφορούσε και στον εφεσείοντα.
2. Το τι είχε να κρίνει το Δικαστήριο ήταν εάν ευσταθούσαν οι φόβοι της Αστυνομίας, ότι δυνατό να υπήρξε επηρεασμός των μαρτύρων, και όχι αν υπήρξε απόδειξη που οδηγούσε σε θετικό συμπέρασμα περί του λόγου αλλαγής των καταθέσεων.
3. Ήταν ορθή η θέση του Κακουργιοδικείου ότι στην προκειμένη περίπτωση υπήρξαν διαδοχικές αναιρέσεις ενοχοποιητικών καταθέσεων, οι συνθήκες αναίρεσης των οποίων διερευνούνταν και ανέδυαν συμπτώματα εξαιρετικά ύποπτης κατάστασης, τα οποία όχι μόνο τεκμηρίωναν ότι οι φόβοι της αστυνομίας ήταν εύλογα δικαιολογημένοι αλλά τους επιβεβαίωναν. Ήταν εντός της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Ψύλλας v. Δημοκρατίας (Aρ. 3) (2002) 2 Α.Α.Δ. 388,
Ντούμα v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 1,
Μιχαηλίδης v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 306.
Έφεση κατά του Διατάγματος Κράτησης.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας (Χριστοδούλου, Π.Ε.Δ., Παναγιώτου, Α.Ε.Δ., Σταύρου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 30823/11), ημερομηνίας 6/12/11.
Α. Γιαλελής, για τον Εφεσείοντα.
Ν. Κέκκος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Π..
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Ο εφεσείων είναι συγκατηγορούμενος με άλλα πρόσωπα στην Ποινική Υπόθεση Αρ. 30823/11, αντιμετωπίζοντας πολυάριθμες κατηγορίες σχετικά με συνομωσία προς διάπραξη κακουργημάτων και πλημμελημάτων και άλλων αδικημάτων και παραπέμφηκε σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου από Επαρχιακή Δικαστή στις 10.10.11.
Η Κατηγορούσα Αρχή ζήτησε την κράτηση τριών κατηγορουμένων, συμπεριλαμβανομένου και του παρόντος εφεσείοντα. Ο συνήγορός του ανέφερε ότι για τον εφεσείοντα δεν είχε ένσταση, δεδομένου ότι αυτός εξέτιε ποινή φυλάκισης και βρισκόταν ούτως ή άλλως υπό κράτηση.
Η αίτηση για κράτηση για τους υπόλοιπους κατηγορούμενους στηρίχθηκε στον κίνδυνο μη προσέλευσης στο Δικαστήριο και στον κίνδυνο επηρεασμού μαρτύρων. Η παραπέμπουσα Δικαστής απέρριψε την ύπαρξη πιθανότητας επηρεασμού μαρτύρων, αλλά δέχθηκε την ύπαρξη κινδύνου μη προσέλευσης και διέταξε την κράτηση του εφεσείοντα και των συγκατηγορουμένων του μέχρι την ημέρα εμφάνισης στο Κακουργιοδικείο, δηλαδή τις 2.12.2011.
Ο κατηγορούμενος 1, συγκατηγορούμενος του εφεσείοντα, εφεσίβαλε την απόφαση κράτησης από την παραπέμπουσα Δικαστή και ταυτόχρονα η Εισαγγελία καταχώρησε έφεση κατά της απόρριψης της κράτησης για το λόγο επηρεασμού μαρτύρων.
Το Εφετείο με άλλη σύνθεση, δέχθηκε την έφεση του κατηγορούμενου 1 όσο και εκείνη της Εισαγγελίας, καταλήγοντας ότι δεν απεδείχθη πιθανότητα μη προσέλευσης, αλλά υπήρχε ικανοποιητική μαρτυρία για το ενδεχόμενο επηρεασμού μαρτύρων.
Στις 2.12.2011, το Κακουργιοδικείο όρισε την υπόθεση για ακρόαση στις 23.1.12 και επιλήφθηκε αιτήματος της Κατηγορούσας Αρχής για κράτηση των κατηγορουμένων 1 και 2(εφεσείων). Στη βάση ότι αν αφήνοντο ελεύθεροι θα υπήρχε κίνδυνος να επηρεάσουν μάρτυρες, το Κακουργιοδικείο ενέκρινε το αίτημα.
Ο εφεσείων, αφού εν τω μεταξύ είχε εκτίσει την ποινή φυλάκισης του, με την έφεσή του πρόβαλε δύο λόγους έφεσης ως ακολούθως:
1. «Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα διέταξε την κράτηση του κατηγορούμενου 2 αφού η απόφαση δεν ήταν αιτιολογημένη» και
2. «Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι υπάρχει κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων από τον κατηγορούμενο αρ. 2».
Προτού προχωρήσουμε, επισημαίνουμε πως κατά το χρόνο του διατάγματος κράτησης από το παραπέμπον Δικαστήριο, ένας από τους μάρτυρες κατηγορίας είχε ανασκευάσει την ενοχοποιητική για τους κατηγορούμενους κατάθεσή του και ακολούθως, μέχρι και το υπό κρίση διάταγμα κράτησης από το Κακουργιοδικείο, αριθμός άλλων μαρτύρων έπραξαν το ίδιο.
Σε ερώτημα του Δικαστηρίου κατά πόσο οι αποφάσεις στις υποθέσεις Ψύλλας v. Δημοκρατίας (Αρ. 3) (2002) 2 Α.Α.Δ. 388, Ντούμα v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 1 και Μιχαηλίδης v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 306, όπου λέχθηκε πως διαταγή για κράτηση που δεν εφεσιβάλλεται δεν αναθεωρείται εκ των υστέρων στο πλαίσιο έφεσης αφορώσας περαιτέρω διαταγή, σε σχέση με στοιχεία που δεν είναι μεταβλητά, είχε καθόλου εφαρμογή και επηρέαζε την παρούσα περίπτωση, οι συνήγοροι των διαδίκων δεν ήταν σε θέση να απαντήσουν ουσιαστικά ή να προβάλουν οποιοδήποτε επιχείρημα. Έχοντας υπόψη το γεγονός αυτό, ότι η κράτηση από το παραπέμπον Δικαστήριο αναφορικά με τον εφεσείοντα διατάχθηκε στη βάση της μη ύπαρξης ένστασης εκ μέρους του, το ότι με τους λόγους έφεσης δεν εγέρθηκε τέτοιο θέμα και, τέλος, ενόψει του γεγονότος της μεταβολής στα στοιχεία, δηλαδή τις περαιτέρω ανασκευασθείσες καταθέσεις, δεν θα ασχοληθούμε περισσότερο με το θέμα.
Στο πρώτο λόγο έφεσης που επικαλείται ο εφεσείων, δηλαδή τον ισχυρισμό ότι η απόφαση δεν ήταν αιτιολογημένη, επιχειρηματολόγησε πως τούτο προκύπτει σαφώς από την απόφαση, αφού σε αυτή δεν γίνεται καμία αναφορά στον εφεσείοντα-κατηγορούμενο 2, παρά μόνο στον κατηγορούμενο 1.
Αφού εξετάσαμε με προσοχή το σύνολο της απόφασης, καταλήγουμε πως η θέση αυτή δεν ευσταθεί. Στην απόφαση αναφέρεται ρητώς ότι το θέμα εξετάζεται σε συνάρτηση και με τους δύο κατηγορούμενους, 1 και 2 και ως εκ τούτου, ότι λέγεται στην υπό κρίση απόφαση αφορά και τον παρόντα εφεσείοντα. Έτσι, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί.
Με το δεύτερο λόγο, όπως ήδη επισημάναμε, αμφισβητείται η ορθότητα της κατάληξης του Δικαστηρίου ότι υπάρχει κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων από τον εφεσείοντα. Επιχειρηματολόγησε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα πως δεν υπήρξε οποιαδήποτε μαρτυρία ότι η αλλαγή των καταθέσεων ήταν αποτέλεσμα επηρεασμού, αλλά αντίθετα, υπήρξε μαρτυρία εκ μέρους των ιδίων των μαρτύρων για τους λόγους αλλαγής, που δεν αφορούσαν τον εφεσείοντα. Επισημαίνουμε πως το γεγονός αυτό, δηλαδή οι λόγοι που έδωσαν οι ίδιοι οι μάρτυρες, δεν αποτελεί απόδειξη στο στάδιο αυτό και για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, δηλ. ότι αυτοί ήταν πράγματι οι λόγοι αλλαγής. Το τι είχε να κρίνει το Δικαστήριο ήταν εάν ευσταθούσαν οι φόβοι της Αστυνομίας, ότι δυνατό να υπήρξε επηρεασμός των μαρτύρων, και όχι αν υπήρξε απόδειξη που οδηγούσε σε θετικό συμπέρασμα περί του λόγου αλλαγής των καταθέσεων.
Αναφέρει το Κακουργιοδικείο στη σελ. 12 της απόφασής του, τα ακόλουθα:
«Στην περίπτωση όμως που εδώ εξετάζεται υπήρξαν διαδοχικές αναιρέσεις ενοχοποιητικών καταθέσεων, οι συνθήκες αναίρεσης των οποίων διερευνώνται και όπως έχει τονισθεί αναδύουν συμπτώματα εξαιρετικά ύποπτης κατάστασης, τα οποία όχι μόνο τεκμηριώνουν ότι οι φόβοι της αστυνομίας είναι εύλογα δικαιολογημένοι αλλά τους επιβεβαιώνουν.»
Η πιο πάνω θέση μας βρίσκει σύμφωνους και καταλήγουμε πως ήταν εντός της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό. Κατά συνέπεια, δεν χωρεί οποιαδήποτε επέμβαση εκ μέρους μας.
Η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.