ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 2 ΑΑΔ 851
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 5/2012, 6/2012, 7/2012, 8/2012 και 9/2012)
11 Δεκεμβρίου 2012
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π/ρος, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
(Ποινική Έφεση Αρ. 5/2012)
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων
- ν. -
ΑΝΔΡΕΑ ΔΡΑΚΟΥ,
Εφεσίβλητου
--------------------------------
(Ποινική Έφεση Αρ. 6/2012)
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων
- ν. -
ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ AJET AVIATION LIMITED
ΠΡΩΗΝ HELIOS AIRWAYS LIMITED
(ΥΠΟ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ) ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ ΩΣ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΥ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΤΑΡΕΙΑΣ,
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ,
Εφεσίβλητης
-------------------------------------
(Ποινική Έφεση Αρ. 7/2012)
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων
- ν. -
IANKO STOIMENOV,
Εφεσίβλητου
--------------------------------------
(Ποινική Έφεση Αρ. 8/2012)
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων
- ν. -
ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΑΝΤΑΖΗ,
Εφεσίβλητου
--------------------------------------
(Ποινική Έφεση Αρ. 9/2012)
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων
- ν. -
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΙΚΚΙΔΗ,
Εφεσίβλητου
-----------------------------------------
Ε. Ζαχαριάδου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας με
Π. Ευθυβούλου (κα), Δικηγόρο της Δημοκρατίας A´για τον
Εφεσείοντα σε όλες τις Ποινικές Εφέσεις.
Γ. Παπαϊωάννου με Β. Ιωάννου (κα), για τους Εφεσίβλητους στις
Ποινικές Εφέσεις αρ. 5/2012, 7/2012, 8/2012 και 9/2012.
Π. Πολυβίου, για την Εφεσίβλητη στην Ποινική Έφεση Αρ. 6/2012.
----------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Συμφωνώ πλήρως με την απόφαση του Αρτέμη, Π., ως προς όλα τα θέματα που ανέλυσε και το κατά Νόμο μη εφέσιμο των υπό κρίση εφέσεων που άσκησε ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας εναντίον της αθωωτικής από το εκ πρώτης όψεως στάδιο απόφασης του Κακουργιοδικείου, κατά πλειοψηφία ληφθείσας. Λόγω όμως της σοβαρότητας των εγερθέντων θεμάτων και της ιδιαιτερότητας της υπόθεσης και υπό το φως του γεγονότος ότι το ζήτημα του εφέσιμου ή μη συμπλέκεται με τα ίδια τα δεδομένα και τη μαρτυρία όπως παρουσιάστηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου, θεωρώ ότι μπορούν να συζητηθούν περαιτέρω και να απαντηθούν ορισμένα θεμελιώδη θέματα που έθεσε η Δημοκρατία κατά την έφεση της, χάριν περαιτέρω νομικής συζήτησης καταδεικνύοντας έτσι και επί της ουσίας της έφεσης το αβάσιμο της είτε από πλευράς εφέσιμων ζητημάτων, είτε από πλευράς των καθαυτών λόγων έφεσης.
Αρχίζω υπενθυμίζοντας ότι το εκ πρώτης όψεως στάδιο αποτελεί θεμελιώδες στάδιο της ποινικής δίκης προστατεύοντας τον κατηγορούμενο από τη συνέχιση της δίκης ασκόπως ή για λόγους που δεν άπτονται ή δεν αφορούν την καθαυτή και καλώς νοούμενη απονομή της δικαιοσύνης. Στο εκ πρώτης όψεως στάδιο, η κατηγορούσα αρχή έχει ήδη ολοκληρώσει την υπόθεση της. Έχει παραθέσει όλη τη μαρτυρία που έχει στη διάθεση της εναντίον του κατηγορουμένου, (Charalambos Savva "Pambos" v. Police (1986) 2 C.L.R. 30). Αν η μαρτυρία αυτή εκτιμώμενη στο απόγειο της δεν στοιχειοθετεί ή θεμελιώνει ένα ή περισσότερα από τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος ή είναι αντινομική και εγγενώς συγκρουόμενη μεταξύ της, σε βαθμό που κανένα λογικό Δικαστήριο δεν θα άφηνε την υπόθεση να προχωρήσει, τότε ο κατηγορούμενος δικαιούται απαλλαγής από το στάδιο αυτό. Όπως το θέτει ο Murphy on Evidence, 8η έκδ., σελ. 77:
«The case is fatally defective in law. The defendant could safely refuse to call any evidence, and if the judge found for the claimant, the judgment would be set aside on appeal.»
Σε μετάφραση:
«Η υπόθεση είναι θνησιγενώς ελαττωματική κατά νόμο. Ο κατηγορούμενος με ασφάλεια μπορεί να αρνηθεί να καλέσει οποιαδήποτε μαρτυρία, και αν ο δικαστής αποφασίσει υπέρ της κατηγορούσας αρχής, η απόφαση θα ακυρωθεί κατ΄ έφεση.»
Τόσο θεμελιώδες είναι το εκ πρώτης όψεως στάδιο που το ίδιο το Δικαστήριο, ακόμη και αν δεν θέσει ζήτημα ο κατηγορούμενος, είναι υποχρεωμένο να σταματήσει την υπόθεση εάν συντρέχουν τα προαναφερθέντα. Αυτό, διότι η κατηγορούσα αρχή δεν μπορεί να είναι βεβαίως σε καλύτερη μοίρα από απόψεως στοιχειοθέτησης της υπόθεσης ή αποτίμησης της μαρτυρίας, εάν ο κατηγορούμενος καταθέσει προς υπεράσπιση του και παρουσιάσει μαρτυρία. Άλλωστε, το εκ πρώτης όψεως βάρος που έχει να υπερπηδήσει η κατηγορούσα αρχή, μετατρέπεται στο αποδεικτικό βάρος απόδειξης της υπόθεσης της πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Και συμβαίνει, ενίοτε, κληθείς ο κατηγορούμενος να υπερασπιστεί τον εαυτό του, να αθωωθεί και να απαλλαγεί χωρίς καν να προσφέρει οποιαδήποτε μαρτυρία, με μόνη την εναπόθεση αυτού του μεγαλύτερου βάρους απόδειξης στην κατηγορούσα αρχή με την ολοκλήρωση της υπόθεσης.
Δεν υπάρχει λοιπόν εγγενώς οποιοδήποτε νομικό πρόβλημα ή εμπόδιο για ένα Δικαστήριο να απαλλάξει τον κατηγορούμενο από το εκ πρώτης όψεως στάδιο, εφόσον καθοδηγείται ορθά από τις νομολογιακές παραμέτρους. Αντίθετα επιβάλλεται, όταν οι συνθήκες της υπόθεσης το απαιτούν. Είναι εντελώς εσφαλμένη η υιοθέτηση από τη Δημοκρατία της γραμμής ότι το Κακουργιοδικείο δεν έπραξε ορθά, μη αφήνοντας την υπόθεση να προχωρήσει πέραν του εκ πρώτης όψεως σταδίου. Όπως επί λέξει κατέγραψε στο διάγραμμα της, σελ. 17:
«Το ζήτημα που υπερτονίζεται δεν αφορά αν αξιολόγησε ορθά ή λανθασμένα την ενώπιον του μαρτυρία, αλλά αν είχε σε αυτό το στάδιο νομική δυνατότητα να προχωρήσει σε αξιολόγηση. Η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι αρνητική». (διατηρείται η έμφαση του κειμένου).
Αποδοχή της πιο πάνω θέσης της Δημοκρατίας ισοδυναμεί με κατάργηση του εκ πρώτης όψεως σταδίου και της δυνατότητας βάσιμης υποβολής σχετικής αίτησης. Άλλωστε, το Κακουργιοδικείο εδώ, όπως θα εξηγηθεί στη συνέχεια, δεν αξιολόγησε τη μαρτυρία, αλλά την ανέλυσε, καθηκόντως, στα πλαίσια της εξέτασης της υποβολής ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση.
Αναμφίβολα, το πλαίσιο εξέτασης του εφέσιμου ή μη από το εκ πρώτης όψεως στάδιο, είναι βεβαίως συρρικνωμένο ακριβώς διότι δεν υπάρχουν γεγονότα επί των οποίων να εφαρμοστεί η νομοθετική πρόνοια του άρθρου 137(1)(α)(iii) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Και επί τούτου, η θέση των δικηγόρων των εφεσιβλήτων, όπως ανεπτύχθη από τον κ. Πολυβίου, είναι ορθή και λογικά και νομικά.
Αυτό δεν σημαίνει όπως εσφαλμένα διατείνεται η Δημοκρατία ότι δεν χωρεί ποτέ έφεση από αθώωση στο εκ πρώτης όψεως στάδιο. Βεβαίως χωρεί, στην κατάλληλη όμως περίπτωση. Η Δημοκρατία εδώ επέλεξε να εστιάσει τις εφέσεις της στο άρθρο 137(1)(α)(iii), ότι ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων. Στην Attorney-General of the Republic v. Kyriakos Chrysanthou Petrou (1972) C.L.R. 81, μια περίπτωση όπου πρωτοδίκως ο κατηγορούμενος αθωώθηκε στο εκ πρώτης όψεως στάδιο, η έφεση η οποία επίσης βασίστηκε στο άρθρο 137(1)(α)(iii), επετράπη διότι ως θέμα νόμου, δηλαδή στη συγκεκριμένη περίπτωση, και πρέπει να τονισθεί αυτό, ο κανόνας πρακτικής αναφορικά με τη μαρτυρία παραπονουμένης σε σεξουαλικής φύσεως αδικήματα, είχε εφαρμοστεί λανθασμένα («πλημμελώς»), εξ αιτίας της παράλειψης του Δικαστηρίου να ασχοληθεί με γεγονός ουσιώδες, δηλαδή, μαρτυρία από τρίτο άτομο που πιθανόν να συνιστούσε ενισχυτική μαρτυρία. Κρίθηκε λοιπόν λανθασμένη η ενέργεια του Δικαστηρίου να θεωρήσει ότι δεν μπορούσε να στηριχθεί στη μαρτυρία της παραπονούμενης χωρίς ενίσχυση, ενώ τέτοια μαρτυρία υπήρχε, αλλά αγνοήθηκε εντελώς.
Δέχεται η Δημοκρατία ότι το Κακουργιοδικείο παρέθεσε ορθά τις αρχές του εκ πρώτης όψεως, και επομένως δεν υπάρχει πλημμελής αντίληψη του Νόμου στο θέμα, ενώ βεβαίως «νόμος» στην έννοια του άρθρου 137(1)(α)(iii), (και δεν υπάρχει αντίθετη περί τούτου εισήγηση από την εφεσείουσα Δημοκρατία), εννοείται με απλή ερμηνευτική άσκηση που αναδύει τη γραμματική έννοια της λέξης, τον ισχύοντα νόμο κατά περίπτωση, ανάλογα, δηλαδή, με το συγκεκριμένο κατηγορητήριο και το αδίκημα. Και πράγματι το Κακουργιοδικείο με πολλή επιμέλεια, σχολαστικότητα και εντρύφηση στο ζήτημα, κατέγραψε πλείστες όσες αυθεντίες για το εκ πρώτης όψεως στάδιο και συζήτησε το όλο θέμα σε έκταση καταλαμβάνοντας αρχικά τέσσερεις σελίδες της απόφασης του, αναφέροντας τις υποθέσεις Γενικός Εισαγγελέας ν. Θεοδώρου (2002) 2 Α.Α.Δ. 9, R v. Hipson (1969) Cr. L.R. 85, Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133, Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 191, Wiseman and Another v. Boreman and Others (1969) 3 All E.R. 275 και Azinas v. Police (1981) 2 C.L.R. 9. Δεν έμεινε όμως μέχρι εδώ. Υπενθύμιζε τον εαυτό του σε κάθε στάδιο κατά την αναδίπλωση του εκτεταμένου σκεπτικού του, ότι το ζητούμενο ήταν η συζήτηση της μαρτυρίας μέσα στο επιτρεπτό και αποδεκτό πεδίο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης. Στη σελ. 2535 των πρακτικών, (μέρος της απόφασης του), παρέθεσε εκ νέου απόσπασμα για το εκ πρώτης όψεως από τον Archbold: Criminal Practice & Evidence του 1999, παρ. 4-245, αλλά και από τον Blackstone´s Criminal Practice του 2003, σελ. 1431-1433.
Εκείνο το οποίο η Δημοκρατία έθεσε κατ΄ έφεση, είναι η κατ΄ ισχυρισμόν πλημμελής εφαρμογή αυτών των νομικών αρχών, διότι: (α) έγινε αποσπασματική ή επιλεκτική αναφορά στη μαρτυρία και (β) έγινε υπερβολική και σε βάθος αξιολόγηση. Συγχίζοντας έτσι το εκ πρώτης όψεως στάδιο με το τελικό. Ούτε το ένα όμως ισχύει, ούτε το άλλο. Όσον αφορά το πρώτο, το πλειοψηφούν Κακουργιοδικείο, δεν παρέλειψε να αναφερθεί, κατά διεξοδικό μάλιστα τρόπο, σ΄ ολόκληρη την παρατεθείσα από πλευράς της κατηγορούσας αρχής μαρτυρία. Το ζήτημα κατά τη Δημοκρατία είναι ότι αγνοήθηκε πλήρως η μαρτυρία για τα αίτια της πτώσης. Αυτό ελέγχεται ως εντελώς λανθασμένο. Όλη η σχετική μαρτυρία έτυχε αναφοράς και μάλιστα πλήρους. Η μαρτυρία αυτή προήλθε από τους Malcom Fowler, Μ.Κ.15, (σχολιάστηκε στις σελ. 2384-2386), Manfred Passing, Μ.Κ.6, (σχολιάστηκε στις σελ. 2400) Ηλία Νικολαΐδη, Μ.Κ.5, (έγινε αναφορά στις σελ. 2402-2405), Michael Williams, Μ.Κ. 16, (σελ. 2397-2398), Θεοφάνη Καραθανάση, Μ.Κ. 2, (σελ. 2394-2397), Mark Lord, Μ.Κ. 41, (σελ. 2409-2411), Ιορδάνη Σπύρογλου, Μ.Κ. 42, (σελ. 2411), Christophe Menez, Μ.Κ. 4, (σελ. 2399), Μάριο Φραγκίσκο, Μ.Κ. 12, (σελ. 2387-2388) και Βασίλη Κουκόπουλο, Μ.Κ. 10, (σελ. 2405-2408).
Οι πιο πάνω 10 μάρτυρες αναφέρθηκαν σε διάφορες ενδεχόμενες παραλείψεις ή λάθη των κυβερνητών του αεροσκάφους κατά τη διάρκεια της πτήσης. Η Δημοκρατία εξισώνει αυτή τη μαρτυρία ως αποδεικνύουσα τα αίτια της πτώσης με αναφορά στην καταλληλότητα και ανεπάρκεια των Merten και Χαραλάμπους, κυβερνήτη και συγκυβερνήτη, αντίστοιχα. Διαφεύγει όμως της Δημοκρατίας η πολύ ορθή, κατά την άποψη μου, θέση του Κακουργιοδικείου στην πλειοψηφική του απόφαση, θέση την οποία ανέδειξε ιδιαιτέρως στη δική του επιχειρηματολογία ο κ. Παπαϊωάννου, ότι τα αίτια της πτώσης θα είχαν σημασία μόνο αφού προηγουμένως κρινόταν ορθή, έστω εκ πρώτης όψεως με την παρουσίαση της κατάλληλης μαρτυρίας, των όσων η Δημοκρατία καταλόγιζε στο κατηγορητήριο εναντίον των κατηγορουμένων, το οποίο η ίδια συνέταξε. Θα έρθω αργότερα στο κατηγορητήριο, αλλά επί του παρόντος είναι ατράνταχτο κατά την ταπεινή μου άποψη, η καθόλα λογική θέση που έλαβε το Κακουργιοδικείο στη σελ. 2475, ότι:
«Θα πρέπει να καταδειχθεί, αν εκ πρώτης όψεως, υπάρχει μαρτυρία περί της ακαταλληλότητας ή/και ανεπάρκειας των πιλότων, ως απαραίτητο συστατικό στοιχείο των κατηγοριών, και στη συνέχεια να διαπιστωθεί αν οι Κατηγορούμενοι γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν το γεγονός αυτό. Αν με τη μαρτυρία αποδεικνύονται εκ πρώτης όψεως τα στοιχεία αυτά, κατά λογική και νομική σειρά, θα πρέπει τέλος να εξεταστεί η αιτιώδης συνάφεια της αμέλειας ή παράλειψης των Κατηγορουμένων, με το δυστύχημα. Για να διαφανεί τελικά, στο σύνολο της μαρτυρίας που προσκομίστηκε, αν έχουν αποδειχθεί τα συστατικά στοιχεία των κατηγοριών.»
Χωρίς την επίλυση αυτού του θεμελιακού θέματος, ποια έννοια είχε η οποιαδήποτε απόφαση περί των ακριβών αιτιών της πτώσης του αεροπλάνου; Εν ολίγοις, έστω ότι ο κυβερνήτης και συγκυβερνήτης διέπραξαν ένα καλόπιστο ανθρώπινο λάθος που πιθανόν να ήταν η μη διάγνωση της θέσης του κομβίου μετά την απογείωση. Έστω ακόμη ότι το λάθος αυτό αναγόταν σε αμέλεια. Την οποία μοιραίως πλήρωσαν και οι ίδιοι με τη ζωή τους. Αυτό το σενάριο οδηγούσε σε ποινική ευθύνη των κατηγορουμένων; Οι οποίοι στην ουσία είναι κατηγορούμενοι ως έχοντες εκ προστήσεως ευθύνη. Να σημειωθεί εδώ ότι η κυρίαρχη θέση της Δημοκρατίας ήταν ότι η μη αναγνώριση του γεγονότος ότι ο επιλογέας (κομβίο), από τους κυβερνήτες ήταν στη χειροκίνητη θέση, και το γεγονός ότι απέτυχαν να το αναγνωρίσουν έγκαιρα, (σελ. 18 του διαγράμματος της Δημοκρατίας), οφειλόταν στην ακαταλληλότητα ή ανεπάρκεια των κυβερνητών στη γνώση των κατηγορουμένων. Άρα, πρωταρχικής σημασίας ήταν η διάγνωση αυτής της κατ΄ ισχυρισμόν ανεπάρκειας ή ακαταλληλότητας. Με δοσμένη την παρουσίαση ολόκληρης της υπόθεσης της κατηγορούσας αρχής, έχει νομική σημασία αν η αθώωση επισυμβεί από το εκ πρώτης όψεως στάδιο, όταν η μαρτυρία αυτή κριθεί εξ ολοκλήρου ανεπαρκής ή αντινομική;
Ένα παράδειγμα σ΄ αυτό το στάδιο, που είναι κραυγαλέο. Η θέση της ανεπάρκειας περνούσε μέσα από τη μαρτυρία που δόθηκε από άλλους μάρτυρες ότι ο μηχανικός αεροσκαφών Alan Irwin προέβη σε έλεγχο της συμπίεσης της καμπίνας πριν την πτήση προς επίλυση σχετικής παρατήρησης που είχε γίνει από το πλήρωμα της προηγούμενης πτήσης. Ο έλεγχος αυτός προϋπέθετε την τοποθέτηση του επιλογέα στη χειροκίνητη θέση. Η κατηγορούσα αρχή δεν κάλεσε όμως ως μάρτυρα τον Alan Irwin. Επαναφέρθη ή όχι ο επιλογέας μετά τον έλεγχο στην αυτόματη θέση, ως θα έπρεπε να ήταν από τον μηχανικό αυτό; Ουδείς απάντησε το ερώτημα. Ήταν ή όχι η τοποθέτηση του επιλογέα σε χειροκίνητη θέση το έναυσμα για την υποξία των κυβερνητών, του πληρώματος και των επιβατών; Όταν το σήμα για τη θέση του επιλογέα σε χειροκίνητη θέση, ήταν στη βάση του συστήματος κατασκευής του αεροσκάφους, λόγω της ομαδοποίησης διαφόρων ηλεκτρικών κυκλωμάτων, ίδιο με τον ήχο του take off warning. Και επανέρχομαι στο ερώτημα που έθεσαν διάφοροι μάρτυρες ότι δηλαδή οι κυβερνήτες μπορούσαν να αντιληφθούν το πραγματικό πρόβλημα μέσα από τη διαδικασία των check lists, (πρόβλημα ας σημειωθεί που αντιμετώπισαν διάφορα πληρώματα, να συγχύσουν δηλαδή την προειδοποιητική σειρήνα). Η μη αντίληψη και έγκαιρη επίλυση του προβλήματος, δεν παρέπεμπε σε ανθρώπινο λάθος των χειριστών του αεροσκάφους, που το πλήρωσαν και με τη ζωή τους; Πώς αυτό οδηγεί σε διαχρονική, όπως το έθεσε ουσιαστικά η κατηγορούσα αρχή, ανεπάρκεια και ακαταλληλότητα, στη γνώση των κατηγορουμένων;
Όσον αφορά το δεύτερο, τη σε βάθος και υπερβολική αξιολόγηση, πρέπει να τονιστεί με τον πλέον εμφαντικό τρόπο, ότι η υπόθεση ενώπιον του Κακουργιοδικείου δεν ήταν μια απλή, στερεότυπη ή συνήθης ποινική κατηγορία. Αφορούσε τον τραγικό απολογισμό της απώλειας μεγάλου αριθμού αθώων προσώπων που επέβαιναν στη μοιραία πτήση. Επιλέγοντας η Δημοκρατία, να ασκήσει ποινική δίωξη εναντίον των κατηγορουμένων, (κάτι που ίσως και να αντεδείκνυται σε υποθέσεις του είδους, ιδιαιτέρως όταν κατηγορούμενοι δεν είναι οι ίδιοι οι κυβερνήτες του αεροσκάφους, αλλά οι εργοδότες τους - δέστε Ashworth: Principles of Criminal Law, 3η έκδ., σελ. 315), προσέφερε ουκ ολίγη μαρτυρία, η οποία κατά το πλείστο μέρος της ήταν ιδιαιτέρως τεχνικής φύσεως. Αποτελεί καθήκον ενός Δικαστηρίου, το οποίο κρίνει ότι πρέπει να απαλλάξει κατηγορούμενο από το εκ πρώτης όψεως στάδιο, να προβεί σε επαρκή καταγραφή της μαρτυρίας και να εξηγήσει τους λόγους αθώωσης, με αναφορά είτε στην μη στοιχειοθέτηση συστατικού στοιχείου ή στοιχείων της κατηγορίας ή των κατηγοριών, ή, στην αντινομική μαρτυρία ή και στις δύο πτυχές.
Το Κακουργιοδικείο με περισσή επιμέλεια κατέγραψε την πολύπλοκη αυτή μαρτυρία και την ανέλυσε, για να καταδείξει ότι ούτε στοιχειοθετείτο ποινική υπόθεση εναντίον των κατηγορουμένων, ούτε και η μαρτυρία ήταν τόσο συμπαγής ή εστιασμένα αποδεικτική της εμπλοκής, πόσο μάλλον της ενοχής των κατηγορουμένων. Ανέλυσε τη μαρτυρία και δεν την αξιολόγησε. Και εάν στην αναδίπλωση του σκεπτικού του ασχολήθηκε λίγο περισσότερο, από ότι ίσως θα έπρεπε με τη μαρτυρία ορισμένων μαρτύρων, αυτό ποσώς δεν εκθεμελιώνει την όλη στόχευση του Κακουργιοδικείου, ούτε πρέπει, όπως είναι παγίως νομολογημένο, να εξετάζεται μια απόφαση τόσο μικροσκοπικά που να χάνεται η ουσία του ζητούμενου. Μια απόφαση έκτασης 170 σελίδων πρέπει αναμφιβόλως να αναγνωσθεί και να κατανοηθεί στο σύνολο της.
Ερχόμενος τώρα στη μαρτυρία περί ακαταλληλότητας του κυβερνήτη και συγκυβερνήτη και πάλι το Κακουργιοδικείο προέβη σε πλήρη καταγραφή της δοθείσας μαρτυρίας και δεν χρειάζεται, χάριν οικονομίας λόγου, να παρατεθεί όπως προηγουμένως, η μαρτυρία εκάστου μάρτυρα με τις αντίστοιχες σελίδες σχολιασμού της μαρτυρίας τους. Περιορίζομαι εδώ να πω ότι όλη αυτή η μαρτυρία δείχνει στο ανώτατο της επίπεδο δύο πράγματα: πρώτον, ότι τα όποια λάθη ή παραλείψεις είχαν ο κυβερνήτης και συγκυβερνήτης ήσαν του απώτερου παρελθόντος σε σχέση με την εργοδότηση τους στην εταιρεία Ήλιος και ιδιαιτέρως σε σχέση με τη συγκεκριμένη ημερομηνία πτώσης του αεροσκάφους. Δεύτερο, πέραν των ιδίων των αδειών που αμφότεροι κυβερνήτης και συγκυβερνήτης κατείχαν, που είναι καίριας σημασίας διότι οι άδειες παραχωρούντο από το Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας - ένα ανεξάρτητο και εξωγενές σώμα από την ίδια την εταιρεία Ήλιος και τους κατηγορουμένους, η μαρτυρία που προσήχθη για ανεπάρκεια ή ακαταλληλότητα ήταν ισχνότατη για τους λόγους που εξήγησε το Κακουργιοδικείο και προσέκρουε σε δύο αντικειμενικά προβλήματα: (i) ότι η μαρτυρία αυτή ερχόταν σε αντίθεση με τις ίδιες τις άδειες που κατείχαν οι χειριστές του μοιραίου αεροσκάφους και (ii) δεν υπήρχε καμιά θεσμική ή άλλη διά πρακτικής υποχρέωση των ιθυνόντων της Ήλιος να ζητούν κατά την εργοδότηση οποιαδήποτε στοιχεία από προηγούμενους εργοδότες.
Όσον αφορά τις άδειες και την κατοχή τους, είναι αδιανόητο, κατά την άποψη μου, να προωθείται εισήγηση ότι από τη στιγμή που ο κυβερνήτης και συγκυβερνήτης είχαν όλες τις σχετικές και συναφείς αδειοδοτήσεις τους, μπορούσε βάσιμα να γίνεται λόγος για ακαταλληλότητα και ανεπάρκεια και μάλιστα διαρκή. Οι δύο έννοιες είναι βέβαια εξόφθαλμα αντιφατικές. Η ίδια η μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής έδειξε ότι μετά την απόκτηση της γενικής άδειας πιλότου, ATPL Licence, ο πιλότος ελεγχόμενος από την Αρχή Πολιτικής Αεροπορίας του Ηνωμένου Βασιλείου, αποκτά άδεια τύπου Type Rating Licence για να πλοηγεί συγκεκριμένο τύπο αεροσκάφους, εδώ, το Boeing 737-300. Η άδεια ανανεώνεται κατ΄ έτος αφού ο πιλότος υπόκειται σε licence proficiency checks - LPC, διεξαγόμενους από εγκεκριμένους εκπαιδευτές και εξεταστές του Ηνωμένου Βασιλείου. Πέραν αυτών, οι πιλότοι υπόκεινται σε εξαμηνιαίους ελέγχους OPC («operator´s proficiency checks») στους εξομοιωτές, καθώς και ετησίους ελέγχους επί γραμμής («line checks»).
Οι μαρτυρίες ήσαν ποικιλοτρόπως συγκλίνουσες στο θέμα αυτό. Η Patricia Richardron, Μ.Κ. 30, ουσιώδης μάρτυρας λόγω του γεγονότος ότι κατά τον επίδικο χρόνο ήταν η Διευθύντρια του Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας του Ηνωμένου Βασιλείου, με άδεια πιλότου πολιτικής αεροπορίας, κατέθεσε ότι ο κυβερνήτης Merten είχε ελεγχθεί το 2004 από τον Andy Lee, που ήταν εγκεκριμένος εξεταστής που διεκπεραίωνε ελέγχους για λογαριασμό του UK Civil Aviation, και εκρίθη ικανός με την υπογραφή του LPC που πιστοποιεί την εν γένει ικανότητα του πιλότου. Το ίδιο ίσχυε και για τον συγκυβερνήτη Χαραλάμπους που ηλέγχθηκε το 2004 από τον κυβερνήτη Stoimenov, επίσης εγκεκριμένο εξεταστή της Αρχής Πολιτικής Αεροπορίας του Ηνωμένου Βασιλείου και του Andy Lee.
Γενικώς η μαρτυρία της Δημοκρατίας βρίθει από το γεγονός ότι και οι δύο πιλότοι ήσαν ικανοί και επαρκείς, όχι μόνο διότι είχαν τις απαραίτητες άδειες, αλλά και γιατί περνούσαν με επιτυχία τις νενομισμένες ετήσιες και εξαμηνιαίες εξετάσεις και εκπαιδεύσεις, (μαρτυρία Andrew Lee, Μ.Κ. 27, Άριστου Σωκράτους, Μ.Κ. 28, Στέλιου Μαυρογένη, Μ.Κ. 34, κ.ά.). Προβλήματα που είχαν αντιμετωπιστεί κατά καιρούς είχαν λυθεί, ο Merten ακολουθούσε ευλαβικά τα check lists, ήταν έμπειρος και ικανός πιλότος και δεν υπήρχε πρόβλημα επικοινωνίας μαζί του στην Αγγλική γλώσσα. Ο Χαραλάμπους είχε επιδείξει κάποια περισσότερα προβλήματα, αλλά αυτά δεν σήμαιναν ότι δεν ήταν ικανός πιλότος, μαρτυρία Miroslav Srnec, M.K. 14, που έκρινε τον Χαραλάμπους από τους ελέγχους που έκανε ως ένα κανονικό μέτριο πρώτο αξιωματικό, ικανό για τη θέση που είχε προσληφθεί. Ο Χαραλάμπους μπορεί να μην έφθανε τα πρότυπα του κυβερνήτη αεροσκάφους, αλλά ποτέ αφενός δεν αξιολογήθηκε γι΄ αυτά, ενώ ήταν, αφετέρου, κατά τις πτήσεις του με την Ήλιος, συγκυβερνήτης και όχι κυβερνήτης.
Υπήρχε πληθώρα μαρτυρίας αναφορικά με την επάρκεια και καταλληλότητα του κυβερνήτη και του συγκυβερνήτη. Όλα τα εντοπισθέντα λάθη ή παραλείψεις σε συγκεκριμένες πτήσεις σε ορισμένες περιπτώσεις δεν σήμαιναν ότι οι πιλότοι δεν ήταν επαγγελματίες ή ικανοί. Η επάρκεια και η ικανότητα πλοήγησης αεροσκάφους, όπως εξήγησε για παράδειγμα ο Βασίλειος Κουκόπουλος, Μ.Κ. 10, ήταν απότοκο των ανανεωμένων αδειών, της πτητικής άδειας γενικής ή συγκεκριμένης και της επιτυχούς εξέτασης στις εξετάσεις εξομοιωτή και επί γραμμής. Αποτυχία σ΄ αυτά ανά πάσα στιγμή, στερεί την άδεια πλοήγησης για ορισμένο χρόνο ή εντελώς. Η μαρτυρία κατέδειξε ότι οι πιλότοι ανήκουν σε μια ιδιαίτερη κατηγορία, διότι ελέγχονται συνεχώς και αυστηρώς και επομένως το «πτυχίο» τους μπορεί να αποσυρθεί ή να χαθεί ανά πάσα στιγμή μέσα από τις ετήσιες ή εξαμηνιαίες εξετάσεις.
Ως επαγγελματίες κρίνονται με πολύ αυστηρότερους όρους από ό,τι οποιοσδήποτε άλλος επαγγελματίας, ο οποίος λαμβάνει το πτυχίο του και δεν το χάνει εκτός αν δεοντολογικά συμπεριφερθεί ασυμβίβαστα με τα θέσμια του επαγγέλματος ή του λειτουργήματος του. Ούτε βέβαια σημαίνει ότι η μη επακριβής τήρηση κανονισμών ή λεπτομερειών, ή ακόμη και λάθη στην παρουσίαση μιας υπόθεσης για παράδειγμα από ένα δικηγόρο, ή στο χειρισμό ενός περιστατικού, από ένα γιατρό, τους καθιστά ανίκανους επαγγελματίες. Υπάρχουν διαβαθμίσεις επαγγελματισμού για κάθε αδειούχο επαγγελματία.
Είναι μέσα στα πιο πάνω πλαίσια που πρέπει και η μαρτυρία των Nicholas James Hayter, Μ.Κ.19, και Shireen McVicker, Μ.Κ. 29, να ιδωθεί. Του Hayter ήταν η μοναδική μαρτυρία που προσφέρθηκε για να αποδειχθεί η ύπαρξη τουλάχιστον μιας πρακτικής ότι οι κατηγορούμενοι έπρεπε να είχαν ζητήσει συστάσεις πριν την εργοδότηση τους στην Ήλιος. Και αυτό έγινε, όπως φανερώνει η μαρτυρία του υπαινικτικά και μόνο και μάλιστα ούτε καν προωθήθηκε το ζήτημα των συστάσεων κατά την αγόρευση της κατηγορούσας αρχής, όπως το ίδιο το Κακουργιοδικείο σημειώνει στην απόφαση του σελ. 2487, ούτε καν έγινε αναφορά στην αόριστη και ασαφή μαρτυρία του Hayter. Ήταν το ίδιο το Κακουργιοδικείο που με περισσή επιμέλεια συζήτησε το θέμα για να καταδείξει, καθηκόντως, το ασαφές και αόριστο της γενικευμένης αυτής θέσης του Hayter, ο οποίος ούτε ο ίδιος δεν ζήτησε από τους προηγούμενους εργοδότες του Merten, (Bluebird και Ήλιος) συστάσεις, όταν ο ίδιος του πήρε επιτυχώς συνέντευξη για να τον εργοδοτήσει η εταιρεία J2. Τι αξία είχε λοιπόν τέτοια αντινομική μαρτυρία εν μέσω πλήρους ανυπαρξίας νομοθετικού πλαισίου αναζήτησης συστάσεων, ή και παγκόσμιας σχετικής πρακτικής, θεσμοθετημένης ή άλλης. Και το Κακουργιοδικείο προέβηκε και στην εξής σημαντική επισήμανση. Ότι η όποια μαρτυρία ή πληροφορίες αναφορικά με την προηγούμενη εργοδότηση του κυβερνήτη δεν ήταν προσβάσιμες στους κατηγορούμενους και παρέμεναν άγνωστες.
Όσον αφορά την McVicher, ήταν εύλογο για το Κακουργιοδικείο σε μιας τέτοιας φύσεως υπόθεση να καταγράψει ότι η μάρτυρας απέφευγε συστηματικά να απαντά σε καίριες ερωτήσεις, ενώ κρίθηκε ως μαρτυρία μη αξιολογήσιμη, δίδοντας παραδείγματα για αυτή την κρίση. Αξιολογήσιμη, υπό την έννοια της ανίχνευσης ουσιωδών στοιχείων που να ενέπλεκαν τους κατηγορούμενους πέραν του εκ πρώτης όψεως. Ήταν μια εκπαιδευόμενη που έκαμε κάποιες παρατηρήσεις σε σχέση με τον τρόπο πλοήγησης του Merten. Οι παρατηρήσεις της δεν οδήγησαν πουθενά, ούτε οι παρατηρήσεις της επί εξειδικευμένων ζητημάτων πλοήγησης και επί θεμάτων συνεργασίας του Merten με το πλήρωμα, χρησιμοποιήθηκαν ποτέ ως εργαλείο διερεύνησης εναντίον του.
Ουσιαστικά, το παράπονο της κατηγορούσας αρχής είναι γιατί το Κακουργιοδικείο, έστω εκ πρώτης όψεως, δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία κάποιων από τους μάρτυρες της. Παράπονο εντελώς εσφαλμένο, αφού η μαρτυρία ήταν σαφώς αντιφατική μεταξύ της και αποτελεί κλασσική υποχρέωση ενός ποινικού Δικαστηρίου, εν μέσω αντιφατικής μαρτυρίας, να μην καλεί τον κατηγορούμενο σε απολογία. Όταν μάρτυρες της ίδιας της κατηγορούσας αρχής (Βασίλης Κουκόπουλος, Andy Lee, Ξάνθος Γερολέμου, Frederic Pantillon, Patricia Richardson, μαρτυρία Απόστολου Πραστίτη, με το Τεκμ. 38Α αλλά και άλλοι), κατέθεσαν απερίφραστα και ευθέως για την ικανότητα και την επάρκεια των πιλότων και δήλωσαν ότι αμφότεροι είχαν την πτητική ικανότητα, με ποιο νομικό κριτήριο έπρεπε το Κακουργιοδικείο να δεχθεί την αντίθετη (και ισχνή ταυτόχρονα), μαρτυρία; Απλώς και μόνο διά να κληθούν οι κατηγορούμενοι σε απολογία; Δεν είναι ασφαλώς αυτό το έργο και το καθήκον του Δικαστηρίου.
Αναφορικά με το κατηγορητήριο, αυτό ως γνωστό πρέπει να ερμηνεύεται αυστηρά και η κατά περίπτωση αμφιβολία ή ασάφεια επενεργεί προς όφελος του κατηγορουμένου. Η Δημοκρατία επέλεξε να συντάξει το κατηγορητήριο κατά ένα συγκεκριμένο τρόπο και αυτό τη δεσμεύει πολλαπλώς. Καταγράφεται εκ νέου η κατηγορία 1 (ενδεικτική για όλες τις 1190 κατηγορίες), για να διαφανεί ακριβώς πώς η κατηγορούσα αρχή αντελήφθη την υπόθεση της, στη βάση της οποίας και την προώθησε:
« Έκθεση Αδικήματος
1η Κατηγορία
ΑΝΘΡΩΠΟΚΤΟΝΙΑ ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 205(1)(2)(3) ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ, ΚΕΦ. 154,
ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΝΟΜΟ 3/62
ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ
Ο Κατηγορούμενος 1, με παράνομη παράλειψη που συνιστά υπαίτια αμέλεια παράλειψης εκτέλεσης καθήκοντος, ήτοι τη διασφάλιση ασφαλούς πτήσεως, στις 14/08/2005, στην κωμόπολη Γραμματικού της Ελλάδος, επέφερε το θάνατο του Αναστάσιου ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΟΥ τέως εκ Λακατάμειας, ο οποίος ήταν επιβάτης στο αεροσκάφος τύπου B737-300 και με αριθμό νηολογίου 5B-DBY, εκμετάλλευσης της Κατηγορουμένης 2 και το οποίο στις 14/08/2005 εκτελούσε την προγραμματισμένη πτήση HCY522, Λάρνακα-Αθήνα-Πράγα, αφού, υπό την ιδιότητα του ως Εκτελεστικός Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Κατηγορουμένης 2, παρέλειψε να παρεμποδίσει ή/και να ενεργήσει για την παρεμπόδιση της πλοήγησης του πιο πάνω αεροσκάφους, από ανεπαρκές ή/και ακατάλληλο Πλήρωμα Θαλάμου Διακυβέρνησης, ήτοι τον Κυβερνήτη Hans-Jurgen Merten και τον Ανώτερο Συγκυβερνήτη Χαράλαμπο (Πάμπο) Χαραλάμπους, την ανεπάρκεια ή/και ακαταλληλότητα των οποίων γνώριζε ή/και όφειλε να γνωρίζει, με αποτέλεσμα η πτήση να μην ήταν ασφαλής και το αεροσκάφος αυτό να καταπέσει στην τοποθεσία Λιθάρι, του Συνοικισμού Σέσι, της κωμόπολης Γραμματικού, του Νομού Αττικής, Ελλάδα.»
Προκύπτουν δύο δεδομένα, δεσμευτικά για την κατηγορούσα αρχή. Το πρώτον είναι η επιλογή της συγκεκριμένης ημερομηνίας, 14.8.2005. Όλες οι σχετικές λεπτομέρειες αναφορικά με την παράλειψη εκτέλεσης καθήκοντος για την ασφαλή πτήση του αεροσκάφους, που κατ΄ ισχυρισμόν επέδειξαν οι κατηγορούμενοι, είχαν αναγωγή σ΄ αυτή τη συγκεκριμένη ημερομηνία. Η Δημοκρατία λέγει ότι η διατύπωση του κατηγορητηρίου είναι ορθή με αναφορά στον Archbold: Criminal, Pleading, Evidence and Practice του 1999, παρ. 19-114, υποδεικνύοντας ότι πανομοιότυπη αναφορά υπάρχει και στον αντίστοιχο Archbold του 2011. Η υπόδειξη είναι ότι σε κατηγορίες ανθρωποκτονίας, η ημερομηνία που πρέπει να αναγράφεται στο κατηγορητήριο είναι η ημερομηνία του θανάτου επειδή προηγουμένως δεν είχε συντελεστεί το αδίκημα.
Η Δημοκρατία όμως ξεχνά ότι οι κατηγορούμενοι εδώ δεν είναι οι καθαυτό εκτελεστές ή αυτουργοί του θανάτου των επιβατών του αεροσκάφους. Διερωτώμαι γιατί στο διάγραμμα της η Δημοκρατία δυσκολεύεται να αντιληφθεί την ορθότατη θέση του Κακουργιοδικείου ότι η διατύπωση της κατηγορίας στο πρότυπο του Archbold, αφορά τον καθαυτό δράστη του εγκλήματος, που δεν είναι οι παρόντες κατηγορούμενοι. Διαβάζουμε στον Archbold του 2007, τα εξής στη σελ. 1825, παρ. 19-85, σε σχέση με την κατηγορία της δολοφονίας:
« STATEMENT OF OFFENCE
Murder
Particulars of Offence
A.B, on the ..... day of ....... 20....., murdered JN.
The date specified is the date of death, the offence not being complete until such date.»
Τα ίδια καταγράφονται και σε σχέση με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας («manslaughter») στις σελ. 1833-1834, παρ. 19-114.
Και το ερώτημα προκύπτει ευθέως: οι κατηγορούμενοι, ιθύνοντες της εταιρείας Ήλιος υπό διάφορες ιδιότητες, προκάλεσαν οι ίδιοι αυτοχειρί ή με ενέργειες ή εντολές τους, το θάνατο των επιβατών του αεροσκάφους, συμπεριλαμβανομένων των εργοδοτουμένων τους, των δύο πιλότων; Όχι βέβαια. Για να μπορούσε να στοιχειοθετηθεί τέτοιο κατηγορητήριο, έπρεπε να υπήρχε άμεση μαρτυρία ότι, για παράδειγμα, οι κατηγορούμενοι τη συγκεκριμένη ημερομηνία στις 14.8.2005, ενώ γνώριζαν ότι οι άδειες και των δύο πιλότων είχαν για κάποιο λόγο προηγουμένως ανακληθεί, δεν τους εμπόδισαν από του να πλοηγήσουν το αεροσκάφος. Σ΄ άλλο σενάριο, ότι ενώ τους είδαν το πρωΐ της 14.8.2005 να είναι μεθυσμένοι, (ένδειξη ίσως ακαταλληλότητας, όχι διαχρονικά αλλά την ημέρα εκείνη), αποπειρώμενοι να επιβιβαστούν στο αεροσκάφος για να το πλοηγήσουν, παρέλειψαν να τους εμποδίσουν. Η κατηγορούσα αρχή δεν μπορούσε να ξεφύγει από το σαφώς διατυπωμένο κατηγορητήριο. Προς τι να ζητούντο λεπτομέρειες από την υπεράσπιση, όπως ανεφέρθη από τη Δημοκρατία κατά την έφεση. Επί τινος δεδομένου να ζητούντο λεπτομέρειες; Ιδιαιτέρως, όταν τα λάθη διατύπωσης οφείλει να τα υποστεί η κατηγορούσα αρχή.
Ένα ορθό κατηγορητήριο στην περίπτωση θα ήταν του τύπου ή παραπλήσιο αυτού, που ο κ. Παπαϊωάννου παρέθεσε στη σελ. 18 του διαγράμματος του, το οποίο και μεταφέρω αυτούσιο:
«Ο κατηγορούμενος .., με παράνομη παράλειψη που συνιστά υπαίτια αμέλεια παράλειψης εκτέλεσης καθήκοντος, ήτοι τη διασφάλιση ασφαλούς πτήσης, μεταξύ . και 14/8/05, υπό την ιδιότητα του ως ., παρέλειψε να παρεμποδίζει ή και να ενεργεί για την παρεμπόδιση της πλοήγησης του αεροσκάφους από ανεπαρκές ή/και ακατάλληλο πλήρωμα θαλάμου διακυβέρνησης, την ανεπάρκεια ή/και ακαταλληλότητα του οποίου γνώριζε ή/και όφειλε να γνωρίζει, με αποτέλεσμα στις 14/8/05 να επιφέρει το θάνατο του ., ο οποίος ήταν επιβάτης στην πτήση . του αεροσκάφους, το οποίο κατέπεσε ..»
Και πολύ ορθά το Κακουργιοδικείο έθεσε ερωτήματα που σχετίζονται με το χρόνο ή την επακριβή περίοδο που έπρεπε η μαρτυρία που παρουσίασε η κατηγορούσα αρχή να λογισθεί. Που εν πάση περιπτώσει το Κακουργιοδικείο δεν παρέλειψε να παραθέσει και να σχολιάσει. Λογιζόταν περίοδος πριν το 2005, το 2004, η εργοδότηση του Merten σ΄ άλλες εταιρείες;
Κατά δεύτερο λόγο, το κατηγορητήριο όπως συντάχθηκε αφορούσε όντως την πλοήγηση του αεροσκάφους από τους Merten και Χαραλάμπους, μαζί, ως δίδυμο. Είναι τόσο καθαρό το σημείο και αυταπόδεικτο από το ίδιο το λεκτικό του κατηγορητηρίου, που δεν χωρεί άλλη συζήτηση. Και εδώ σημειώνεται η ιδιαίτερη σημασία της μαρτυρίας που δόθηκε ότι σε 22 προηγούμενες φορές, το δίδυμο αυτό συνέπεσε, κατά τυχαίο τρόπο, να πλοηγήσει μαζί το αεροσκάφος κατά το 2004 μέχρι και το μοιραίο συμβάν. Πού είναι λοιπόν η ακαταλληλότητα ή ανεπάρκεια αυτού του διδύμου; Διαχρονικά; Παρά τον τρόπο διατύπωσης του κατηγορητηρίου, το Κακουργιοδικείο, επιμελώς και ορθά πράττοντας, εξέτασε και τη μαρτυρία περί ανεπάρκειας και ακαταλληλότητας των πιλότων χωριστά, όπως ανωτέρω ήδη αναφέρθηκε, χωρίς να εντοπίσει μαρτυρία που στοιχειοθετούσε τα αδικήματα είτε από πλευράς των συστατικών στοιχείων τους, είτε με αναφορά στη γνώση των κατηγορουμένων.
Όλα τα ανωτέρω συζητηθέντα, καταδεικνύουν, κατά την άποψη μου, ότι ούτε το κατηγορητήριο στοιχειοθετήθηκε έστω εκ πρώτης όψεως και άρα δεν είναι εφέσιμο το όλο ζήτημα διότι δεν υπάρχει πλημμελής εφαρμογή του Νόμου, ούτε η προσαχθείσα μαρτυρία έδειχνε οτιδήποτε πέραν από σκόρπιες αιτιάσεις και θέσεις περί ανεπάρκειας και ακαταλληλότητας. Τα βέλη της κατηγορούσας αρχής δεν άγγιξαν καν τους κατηγορούμενους ώστε να μην χρειάζεται να επεκταθώ και στο θέμα της νομικής ευθύνης της εταιρείας Ήλιος και των ιθυνόντων αυτής. Ό,τι το Κακουργιοδικείο έκρινε ήταν τη μαρτυρία και όπως αυτή παρουσιάστηκε από την κατηγορούσα αρχή. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι εφέσεις αποτελούν συγκαλυμμένη και ταυτόχρονα ανεπίτρεπτη προσπάθεια ανατροπής της εξέτασης και ανάλυσης της μαρτυρίας από το Κακουργιοδικείο, το οποίο σε καμιά περίπτωση δεν προέβη σε ευρήματα γεγονότων.
Θα απέρριπτα λοιπόν τις εφέσεις και για τους πρόσθετους λόγους που ανέπτυξα στο παρόν σκεπτικό.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ