ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2012) 2 ΑΑΔ 942

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 237/2012)

 

19 Δεκεμβρίου, 2012

 

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,  ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ  ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,

Εφεσείοντας,

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

_________________________

 

Π. Κλεοβούλου με Λ. Νεοφύτου, για τον Εφεσείοντα.

Ν. Κέκκος, για την Εφεσίβλητη.

Ο εφεσείων είναι παρών.

__________________________

 

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει

ο Δικαστής Νικολάτος.

 


Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Ex-tempore)

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:   Ο εφεσείων μαζί με άλλα δύο άτομα εμφανίστηκαν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου στο οποίο υποβλήθηκε αίτηση για έκδοση διατάγματος προσωποκράτησης 8 ημερών.  Προς υποστήριξη της αίτησης έδωσε μαρτυρία ο Α/Αστυφ. 1690 Δημήτρης Δημητρίου, ο οποίος αναφέρθηκε στα γεγονότα σε σχέση με υπό διερεύνηση αδικήματα:  (α)  Συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, (β)  εμπορίας προσώπων, (γ)  σεξουαλικής εκμετάλλευσης ενηλίκων προσώπων, (δ) μαστροπείας, (ε) απαγωγής και (στ) εκμετάλλευσης πόρνων. 

 

Σύμφωνα με τη μαρτυρία του προαναφερόμενου αστυφύλακα η παραπονούμενη, η οποία κατάγεται από την Δομινικανή Δημοκρατία,  εντοπίστηκε από μέλος της Οργάνωσης για την Προστασία Θυμάτων Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης, στις 3.8.2012, κτυπημένη και ανέφερε στο μέλος της οργάνωσης ότι εξωθείτο στην πορνεία από πρόσωπο ελληνοκυπριακής καταγωγής.  Στις 20.8.2012 η παραπονούμενη προέβηκε σε κατάθεση στην οποία ανέφερε τις λεπτομέρειες αναφορικά με το πώς «στρατολογήθηκε» στην  πατρίδα της το Φεβρουάριο του 2012, μεταφέρθηκε στην Τουρκία, από εκεί στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου και στη συνέχεια στις ελεύθερες περιοχές. 

Από τη μαρτυρία της παραπονούμενης, την οποίαν ανέφερε στο δικαστήριο ο προαναφερόμενος αστυφύλακας, εμπλέκονταν τόσο η πρώτη ύποπτη όσο και ο τρίτος ύποπτος, αλλά και ο δεύτερος ύποπτος, εφεσείων στην παρούσα διαδικασία.  Για τον εφεσείοντα συγκεκριμένα λέχθηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ήταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο διαχειριστής του ξενοδοχειακού συγκροτήματος MARIALLA, συνεργαζόταν με την πρώτη ύποπτη, η οποία είναι ομοεθνής της παραπονούμενης και κατά τον ισχυρισμό της την ανάγκαζε να έρχεται σε σεξουαλική επαφή με πελάτες παρά τη θέληση της σε συγκεκριμένα διαμερίσματα του εν λόγω ξενοδοχείου, και ο ίδιος ο εφεσείων έστελνε και αυτός πελάτες στην παραπονούμενη.  Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου κατατέθηκε ότι, μετά τον ουσιώδη χρόνο, ο εφεσείων παραιτήθηκε από τη θέση του διαχειριστή των διαμερισμάτων του ξενοδοχείου.  

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο με ex-tempore  απόφαση του, αφού αναφέρθηκε στα γεγονότα της υπόθεσης και σε κυπριακή νομολογία και σχετικές νομοθετικές πρόνοιες, ανέφερε ότι η Αστυνομία όφειλε να αποδείξει ότι διαπράχθηκαν τα αδικήματα για τα οποία ζητήθηκε η κράτηση, ότι υπήρχε μαρτυρία που δημιουργεί εύλογες υποψίες ότι οι ύποπτοι συνδέονται με αυτά τα αδικήματα, ότι υπάρχει ανακριτικό έργο που δεν συμπληρώθηκε και ότι η απόλυση των υπόπτων είναι δυνατόν να επηρεάσει τις ανακρίσεις.  Συναφώς το δικαστήριο θα πρέπει να ικανοποιηθεί, όπως ανέφερε ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, ότι οι υπόνοιες της Αστυνομίας είναι ειλικρινείς και εύλογες.  Ως προς αυτό το σημείο το δικαστήριο θα πρέπει να πειστεί ότι οι υποψίες της Αστυνομίας είναι και γνήσιες και εύλογες.  Με βάση την ενώπιον του μαρτυρία το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι όλα τα προαναφερόμενα στοιχεία ικανοποιούνταν.  Αναφορικά με τη διάπραξη των προαναφερόμενων αδικημάτων έκρινε ότι, με τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του, δημιουργήθηκε υπόνοια διάπραξης των αδικημάτων.  Δεν χρειάζεται η απόδειξη της διάπραξης των αδικημάτων στον ίδιο βαθμό που χρειάζεται σε ποινική υπόθεση.  Η μαρτυρία και  μόνον της παραπονούμενης, η οποία ισχυρίστηκε ότι παρά τη θέληση της και υπό καθεστώς στέρησης της ελευθερίας της έγινε αντικείμενο σεξουαλικής εκμετάλλευσης, ήταν ικανοποιητική, στο στάδιο αυτό, για να δημιουργηθεί η υπόνοια της διάπραξης όλων των προαναφερόμενων αδικημάτων.

 

Ως προς την εμπλοκή του εφεσείοντα το πρωτόδικο δικαστήριο ικανοποιήθηκε ότι με τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του, ότι δηλαδή ο εφεσείων, διαχειριστής του προαναφερόμενου συγκροτήματος, συνεργαζόταν με την πρώτη ύποπτη και έστελνε πελάτες στην  παραπονούμενη, ενώ η πρώτη ύποπτη ήταν το πρόσωπο που κατ΄ ισχυρισμό εξανάγκαζε την παραπονούμενη να έρχεται σε σεξουαλική επαφή με πελάτες, παρά τη θέληση της, ενώ ήταν υπό καθεστώς περιορισμού της ελευθερίας της στα προαναφερόμενα διαμερίσματα, αποδείχθηκε η εμπλοκή του εφεσείοντα στο βαθμό που ήταν απαραίτητο.

Αναφορικά με το συνεχιζόμενο ανακριτικό έργο της Αστυνομίας και τον κίνδυνο επηρεασμού μαρτυρίας και μαρτύρων αν δεν εκδιδόταν το διάταγμα προσωποκράτησης το πρωτόδικο δικαστήριο επίσης αποφάσισε ότι και τα δύο αυτά στοιχεία ικανοποιούνταν.

 

Με την έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με τρεις λόγους έφεσης:

 

1.     Ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του αποκαλύπτουν τη διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων.

2.    Ότι εσφαλμένα έκρινε ότι ικανοποιείται η προϋπόθεση της εύλογης υποψίας ότι ο εφεσείων συνδέεται με τα υπό διερεύνηση αδικήματα, και

3.    Ότι εσφαλμένα έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η κράτηση του εφεσείοντα είναι αναγκαία για τη διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων.

 

Θεωρούμε την έφεση ως αβάσιμη.  Το πρωτόδικο δικαστήριο, με βάση την προαναφερόμενη μαρτυρία, θεωρούμε ότι ορθά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρχε εύλογη υπόνοια διάπραξης των προαναφερόμενων αδικημάτων και ότι ο εφεσείων είχε ανάμειξη στη διάπραξη τους.  Όπως τονίστηκε στη Σιμιλλίδης ν. Αστυνομίας (1997) 2 ΑΑΔ 160 το κριτήριο είναι το εύλογο της υπόνοιας για ανάμειξη του υπόπτου στο έγκλημα.   Στην Stamataris v. Police (1983) 2 CLR 107 τονίστηκε ότι οι υποψίες της Αστυνομίας πρέπει να είναι γνήσιες και εύλογες.  Εύλογες είναι οι υποψίες που πηγάζουν από τα στοιχεία που βρίσκονται στη διάθεση της Αστυνομίας και δικαιολογούνται από αυτά.  Στην Economides and Another v. Police (1983) 2 CLR 301 υπογραμμίστηκε ότι το δικαστήριο που εξετάζει αίτηση προσωποκράτησης εξετάζει μόνον το κατά πόσον η πηγή της μαρτυρίας στην οποίαν βασίζεται η αίτηση, είναι βάσιμη και αξιόπιστη, αλλά δεν κρίνει την αποδεικτική αξία της μαρτυρίας αυτής.  Στην Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 375 τονίστηκε ότι εκείνο που είναι απαραίτητο είναι η δημιουργία εύλογης υπόνοιας τέλεσης των αδικημάτων και σύνδεσης του υπόπτου με αυτά.

 

Στην προκείμενη περίπτωση κρίνουμε ότι η πηγή της μαρτυρίας της Αστυνομίας που ήταν η ίδια η παραπονούμενη είναι τέτοια στην οποίαν το δικαστήριο μπορούσε να βασιστεί.   Σύμφωνα με εκείνη τη μαρτυρία δημιουργούνταν εύλογες υπόνοιες ότι τα προαναφερόμενα αδικήματα είχαν διαπραχθεί και ότι ο εφεσείων είχε εμπλοκή σ΄ αυτά και επίσης υπήρχε περαιτέρω μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι το ανακριτικό έργο της Αστυνομίας βρισκόταν σε εξέλιξη, δεν είχε συμπληρωθεί, και ότι σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης προσωποκράτησης υπήρχε ενδεχόμενο επηρεασμού μαρτύρων, αφού ήταν σε γνώση των υπόπτων περιλαμβανομένου και του εφεσείοντα, σε ποια κατεύθυνση θα κινείτο η Αστυνομία.  Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά προσέγγισε τα θέματα αυτά και έδωσε επαρκή αιτιολογία για την απόφαση του.

Για τους προαναφερόμενους λόγους η έφεση απορρίπτεται.

 

 

                                                        Δ.

 

                                                        Δ.

 

                                                        Δ.

 

 

 

/ΕΑΠ.

                                   

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο