ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2012) 2 ΑΑΔ 742

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 26/2011

 

 

19 Νοεμβρίου, 2012

 

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

ASOLTANEI CRISTINEL

Εφεσείων

 

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσίβλητης

 

............................

 

Κ. Πιερούδη (κα)  για τον εφεσείοντα

Μ. Χαραλάμπους (κα) για την εφεσίβλητη

Εφεσείων παρών.

..................................

 

Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Π:  Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου

θα δώσει ο Δικαστής Παρπαρίνος

 

...............................

 

 

 

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

 

Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ:  Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο που συνεδριάζει στη Λευκωσία, στις 16/2/2011 επέβαλε στον εφεσείοντα, κατόπιν παραδοχής του, ποινή φυλάκισης 9 ετών για το αδίκημα της διενέργειας πράξεων που σκοπεύουν την πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης κατά παράβαση του άρθρου 228(ζ) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.  Ουδεμία ποινή του επιβλήθηκε στην 2η κατηγορία που παραδέχθηκε και αφορούσε την πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης κατά παράβαση του άρθρου 231 του πιο πάνω νόμου.  Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι τα γεγονότα της εμπεριέχοντο στα γεγονότα της πρώτης κατηγορίας όπου επιβλήθηκε ποινή.

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης όπως αυτά αναφέρονται στην πρωτόδικη απόφαση είναι τα ακόλουθα:

 

Ο εφεσείων και η παραπονούμενη, αμφότεροι από την Ρουμανία, διέμεναν  μαζί στη Λευκωσία και διατηρούσαν δεσμό από το 2006 μέχρι τέλος του 2009.  Στις 13/4/10 και ενώ η παραπονούμενη πεζή μετέβαινε στην εργασία της, ο εφεσείων την ακολούθησε και της επιτέθηκε ρίχνοντας στο πρόσωπο της, κεφάλι και σ' ολόκληρο το σώμα της καυστικό υγρό (acid) το οποίο μετέφερε μαζί του σε πλαστικό δοχείο.  Ο εφεσείων παρέμεινε στην σκηνή λέγοντας στην παραπονούμενη «καλά σου έκανα» ενώ σε τρίτο πρόσωπο που έτυχε να περνά από το μέρος παραδέχτηκε ότι ήθελε να την σκοτώσει.  Σε θεληματική του κατάθεση ο εφεσείων ανέφερε ότι είχε αποφασίσει από πριν να «κρούσει τα μούτρα» της παραπονουμένης  αν αυτή δεν αποδέχετο την επανασύνδεση τους.  Για το σκοπό αυτό μάζευε καυστικό υγρό (acid) από μπαταρίες αυτοκινήτων που ευρίσκοντο πίσω από γκαράζ αυτοκινήτων.  Με τον τρόπο αυτό σιγά-σιγά γέμισε ένα πλαστικό δοχείο (παγούρι) ενός λίτρου περίπου το οποίο χρησιμοποίησε ως ανωτέρω.  Η παραπονούμενη ως αποτέλεσμα της επίθεσης υπέστη χημικά εγκαύματα ολικού πάχους συνολικής επιφάνειας σώματος 20% κυρίως στο πρόσωπο, άνω άκρα, δεξιά κροταφικής χώρα, τριχωτό της κεφαλής, δεξιό μαστό και σε διάφορες μικρές διεσπαρμένες εστίες.  Κατά τη νοσηλεία της μεταξύ 13/4/10-2/7/10 έτυχε χειρουργικής αποκατάστασης με χειρουργικό καθαρισμό και ακρωτηριασμό δεξιού ωτός και τοποθέτησης μερικού πάχους δερματικών μοσχευμάτων όπως και υδροθεραπεία.  Η κατάσταση της κρίθηκε σοβαρή και αναμένεται να υποβληθεί σε επανειλημμένες χειρουργικές επεμβάσεις.  Σήμερα φέρει μόνιμες εγκαυματικές ουλές στο πρόσωπο, άνω άκρα και δεξιά κροταφική χώρα.  Παρακολουθείται στα εξωτερικά ιατρεία και κάνει χρήση ενυδατικής κρέμας στις εγκαυματικές επιφάνειες και πιεστικών ενδυμάτων στα άνω άκρα.  Περαιτέρω υποβάλλεται σε φυσιοθεραπεία και παρακολουθείται από ψυχολόγο.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής έλαβε υπόψη του ακόμη μια υπόθεση που παραδέχθηκε ο εφεσείων.  Αυτή αφορούσε το αδίκημα της κοινής επίθεσης.

 

Στην απόφαση του το Κακουργιοδικείο ανάλυσε σε έκταση τη σοβαρότητα των αδικημάτων αυτής της μορφής τα οποία όπως ανέφερε τείνουν να υπονομεύσουν το αίσθημα προσωπικής ασφάλειας το οποίο είναι ουσιώδες για την ευημερία των πολιτών.  Παρατήρησε επίσης στηριζόμενο στη δικαστική του γνώση ότι εγκλήματα εναντίον της ζωής προσώπου παρουσιάζουν ιδιαίτερη έξαρση τον τελευταίο καιρό, γεγονός που καθιστά επιτακτική την επιβολή αποτρεπτικών ποινών.  Περαιτέρω αναφέρει και τα ακόλουθα:

 

«Εκτός από το εγγενώς σοβαρό των κατηγοριών τις οποίες παραδέχθηκε ο Κατηγορούμενος, με ενδεικτική την ποινή της δια βίου φυλάκισης που προνοεί ο νόμος (1η κατηγορία), προκειμένου περί σοβαρής παραβίασης της σωματικής ακεραιότητας αναγόμενης στο ίδιο το δικαίωμα της ζωής και από το ότι η παρούσα περίπτωση είναι πολύ σοβαρή και δη από την άποψη της φύσης της σωματικής βλάβης η οποία επήλθε με ιδιαίτερα βάρβαρο, σκληρό, αποκρουστικό και επώδυνο τρόπο, στην επιμέτρηση της ποινής λαμβάνουμε υπόψη και τα κίνητρα με τα οποία ενήργησε ο Κατηγορούμενος ο οποίος, έχοντας καταντήσει φορτικά επίμονος στη συμπεριφορά του, παραβίασε με την καταληκτική αυτή πράξη του την ίδια την προσωπικότητα και την αξιοπρέπεια της Παραπονούμενης και το δικαίωμα της να κάνει τις επιλογές της στην ιδιωτική ζωή (Γενικός Εισαγγελέας ν. Αντρέου (2008) 2 Α.Α.Δ. 207).

 

Επιβαρυντικό στοιχείο είναι επίσης και οι συνέπειες στην Παραπονούμενη - εκτός του κλονισμού και της δραματικής αγωνίας και απελπισίας που ασφαλώς βιώνει κατά το χρόνο ρίψης acid στο σώμα του το θύμα τέτοιας ενέργειας, η Παραπονούμενη πέρασε μια μακρά και επώδυνη δοκιμασία κατά την ανάρρωση της και θα έχει να ζει με τα κατάλοιπα των τραυμάτων της, όπως και την ανάμνηση των συνθηκών της πρόκλησης τους, για όλη της τη ζωή.  Αυτές οι παράμετροι δε δύνανται να αδυνατίσουν ουσιαστικά είτε ως εκ της έλλειψης προηγούμενης εγκληματολογικής συμπεριφοράς του Κατηγορούμενου είτε ως εκ της εξαρχής συνεργασίας με την αστυνομία και ακολούθως παραδοχής του στο Δικαστήριο είτε ως εκ της συναισθηματικής φόρτισης υπό την οποία ο ίδιος είχε θέσει τον εαυτό του.  Τέλος, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήματος ο Κατηγορούμενος προσέγγισε την Παραπονούμενη από πίσω καταλαμβάνοντας την εξ απήνης, με αποτέλεσμα η τελευταία να μη μπορεί να ενεργήσει προς υπεράσπιση του εαυτού της.  Επιβαρυντικό είναι και το γεγονός ότι το επεισόδιο έγινε σε δημόσιο χώρο ενώπιον τρίτων (Ευθυμίου ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 581).»

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσείοντα στην αγόρευση της ασχολήθηκε κυρίως με το υλικό που χρησιμοποίησε ο εφεσείων κατά τη  διάπραξη του αδικήματος για να προβάλει ότι ακριβώς η χρήση αυτού του υλικού κατατάσσει το αδίκημα του εφεσείοντα σε σπάνια περίπτωση, η οποία δεν παρουσιάζει έξαρση.  Τόνισε δε ότι δεν βρήκε ανάλογη υπόθεση στη νομολογία μας.  Αναφέρθηκε επίσης στη ψυχολογική φόρτιση κάτω από την οποία έδρασε ο εφεσείων.  Ειδικότερα ανέφερε ότι η παραπονούμενη του έγινε «έμμονη ιδέα» και δεν μπορούσε να ξεπεράσει το ενδεχόμενο ότι θα την έχανε.  Εισηγήθηκε ως αποτέλεσμα ότι η ποινή της φυλάκισης 9 ετών που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα δεν δικαιολογείται για σκοπούς μόνο αποτροπής αλλά θα έπρεπε να γίνει εξατομίκευση της ποινής και να επιβληθεί η ανάλογη ποινή.

 

Αντίθετη ήταν η θέση της ευπαιδεύτου συνηγόρου για την εφεσίβλητη.  Αφού αναφέρθηκε στα επιβαρυντικά στοιχεία που έλαβε υπόψη του το πρωτόδικο δικαστήριο χωρίς να παραβλέπει τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα, εισηγήθηκε ότι η ποινή της φυλάκισης 9 ετών δεν είναι υπερβολική.

 

Όπως αναφέρθηκε πολλές φορές από το Ανώτατο Δικαστήριο, ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής, αποτελεί πρωταρχική ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου.  Η έφεση αποσκοπεί στον έλεγχο της ορθότητας και όχι στον επανακαθορισμό της ποινής.  Το Εφετείο επεμβαίνει, μόνο όπου κρίνει ότι η ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, θεωρείται είτε έκδηλα ανεπαρκής είτε έκδηλα υπερβολική ή όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής (Βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Λάμπρου (2009) 2 Α.Α.Δ. 686 και Μακρής ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 42, 47).

 

Στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, όπως τα έχουμε σκιαγραφήσει πιο πάνω, δεν έχουμε πειστεί ότι η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης 9 ετών στην πρώτη κατηγορία είναι έκδηλα υπερβολική.  Η σοβαρότητα του αδικήματος όπως αντικατοπτρίζεται από το ύψος της προβλεπόμενης ποινής και που είναι ισόβια (βλ. άρθρο 228(ζ) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154) είναι δεδομένη.  Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Τόκκαλλου (2001) 2 Α.Α.Δ. 95 λέχθηκαν τα ακόλουθα (σελ. 98-99):

 

«Η χρήση βίας κατά του συνανθρώπου συνιστά αδίκημα ιδιάζουσας σοβαρότητας. Πλήττει το θεμελιώδες δικαίωμα της σωματικής ακεραιότητας του ατόμου το οποίο κατοχυρώνει το Άρθρο 7.1 του Συντάγματος και καταρρακώνει την αξιοπρέπειά του.  Η ωμή χρήση βίας είτε ως μέσο επικράτησης, είτε ως μέσο εκδίκησης, είτε ως μέσο τιμωρίας, δεν έχει θέση στην κοινωνία των ανθρώπων.  Η εκδήλωση της πρέπει να τιμωρείται με την αυστηρότητα που επιβάλλει η σοβαρότητα του εγκλήματος και η ανάγκη για τη γενική καταστολή τέτοιας συμπεριφοράς.»

 

 

Σύμφωνα με τη νομολογία η ποινή εξατομικεύεται ώστε να αρμόζει εκτός από το έγκλημα και στο άτομο τον παραβάτη.  Στην προκειμένη περίπτωση ορθά κατά την κρίση μας συνυπολογίστηκαν στον καθορισμό της ποινής όλοι οι μετριαστικοί παράγοντες υπό του Δικαστηρίου.  Ειδικότερα για τα ψυχολογικά προβλήματα του εφεσείοντα το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρει τα ακόλουθα:

 

«Ως προς τα ψυχολογικά προβλήματα του Κατηγορουμένου, τα οποία λαμβάνουμε υπόψη, λέμε τα ακόλουθα.  Τα ιδιαίτερα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει ένας κατηγορούμενος αποτελούν παράγοντα που πρέπει να συνυπολογίζεται κατά την επιλογή της κατάλληλης ποινής και την επιμέτρηση της.  Όμως τα οποιαδήποτε προβλήματα υγείας τα οποία αντιμετωπίζει ένας κατηγορούμενος δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο για την αποφυγή επιβολής ποινής φυλάκισης, όταν ο νόμος και οι περιστάσεις διάπραξης του αδικήματος καθιστούν επιτακτική τέτοια φυλάκιση (Attonrey-General v. Mavrokefalos (1966) 2 C.L.R. 93).

 

Επισημαίνουμε επίσης ότι ο Κατηγορούμενος, αν και συναισθηματικά φορτισμένος ως εκ της δικής του επιμονής και απόρριψης του από την Παραπονούμενη, έδρασε με προσχεδιασμό για τη διάπραξη ενός πραγματικά αποτρόπαιου εγκλήματος με σοβαρές συνέπειες στην Παραπονούμενη.  Όπως ανέφερε ο ίδιος στη θεληματική του κατάθεση στην Αστυνομία είχε προαποφασίσει να κρούσει την Παραπονούμενη και προς το σκοπό αυτό μάζευε acid από μπαταρίες αυτοκινήτων».

 

Συμφωνούμε πλήρως με την προσέγγιση του Κακουργιοδικείου.  Στην υπόθεση Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 540, 544 λέχθηκε ότι:

 

«...Η ανάγκη για την αυστηρή αντιμετώπιση των αδικημάτων αυτών έχει τονισθεί επανειλημμένα από το Ανώτατο Δικαστήριο.  Από την άλλη είναι καλά θεμελιωμένο ότι οι προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου και τα ιδιαίτερα ψυχολογικά προβλήματα που αντιμετωπίζει είναι παράγοντες που πρέπει να συνυπολογίζονται κατά την επιμέτρηση της ποινής.  Σε σοβαρά όμως αδικήματα όπου η συχνότητα διάπραξής τους επιβάλλει την επιβολή αποτρεπτικής και αυστηρής ποινής, οι παράγοντες αυτοί είναι ήσσονος σημασίας.  Προέχει η αυστηρή τιμωρία για την προστασία της κοινωνίας.»

 

Η εισήγηση της συνηγόρου του εφεσείοντα ότι δεν παρατηρείται συχνά η διάπραξη του εγκλήματος αυτού με την χρήση καυστικού υγρού ώστε να παρίσταται ανάγκη αποτροπής δεν είναι ορθή προσέγγιση.  Παραγνωρίζει εντελώς τους άλλους παράγοντες που συναποτελούν τη σοβαρότητα του αδικήματος.  Η χρήση βίας κατά συνανθρώπου συνιστά αδίκημα ιδιάζουσας σοβαρότητας, όπως έχει τονιστεί και θα πρέπει να τιμωρείται με αυστηρή και αποτρεπτική ποινή.   Από την εξέταση μας διαπιστώνουμε ότι το Κακουργιοδικείο καθόρισε την ποινή μετά τη στάθμιση και συνεκτίμηση όλων των σχετικών παραγόντων.  Δεν έχουμε εντοπίσει οποιαδήποτε στοιχεία έκδηλης υπερβολής.

 

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται.

 

                                                                            Π. Αρτέμης, Π.

 

                                                                            Κ. Παμπαλλής, Δ.

 

                                                                            Λ. Παρπαρίνος, Δ.

 

/ΚΑΣ

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο