ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 2 ΑΑΔ 619
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 111/2011 )
16 Οκτωβρίου 2012
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΝΑΓΗ, Δ/στές.]
ΕΦΟΡΟΣ ΦΠΑ
Εφεσείοντας
ν.
1. HELLENIC BANK PUBLIC COMPANY LIMITED
2. PRICEWATERHOUSECOOPERS LTD
3. COLY SECRETARIAL LTD
Εφεσιβλήτων
_________________
Ν. Γρηγορίου (κα), για τον Εφεσείοντα.
Χ. Βελάρης, για τον Εφεσίβλητο 1.
Σπ. Ευαγγέλου με Ι. Κούππα, για τους Εφεσίβλητους 2 και 3.
_________________
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου δίδεται
από το Δικαστή Χατζηχαμπή.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Ex Tempore)
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ: Ο Εφεσείων, που είναι ο Έφορος ΦΠΑ, είχε εξουσιοδοτηθεί, ως Εισαγγελική Αρχή, να εκτελέσει αίτημα της Ρωσικής Ομοσπονδίας για εξασφάλιση στοιχείων τραπεζικών λογαριασμών και συναφών εγγράφων στην Ελληνική Τράπεζα, η οποία είναι η Εφεσίβλητη 1, όπως και πληροφορίες από τους Εφεσίβλητους 2 και 3, οι οποίοι συνδέοντο με δραστηριότητες της εταιρείας TBS Enterprises Ltd.
Ο Εφεσείων, προς υλοποίηση της υποχρέωσής του, υπέβαλε μονομερή αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με την οποία ζήτησε την έκδοση τριών διαταγμάτων πρόσβασης σε καταχωρημένες πληροφορίες που αφορούσαν την εν λόγω εταιρεία σε σχέση αντιστοίχως με τους Εφεσίβλητους 1, 2 και 3. Η αίτηση συνοδεύετο από ένορκη δήλωση στην οποία ανεφέρετο ότι το αίτημα συναρτάτο προς διατάγματα του γενικού ανακριτή της διεύθυνσης εσωτερικών υποθέσεων της Αγίας Πετρούπολης και αφορούσαν την εν λόγω εταιρεία.
Το Δικαστήριο απόρριψε την αίτηση του Εφεσείοντα. Κατά της απόρριψης της αιτήσεως αυτής είναι που στρέφεται η ενώπιον μας έφεση.
Υπάρχουν δύο λόγοι έφεσης. Ο ένας αφορά την ουσία του πράγματος με την έννοια ότι εσφαλμένα νομικά απερρίφθη η αίτηση και ο άλλος αφορά την έλλειψη αιτιολογίας της απόφασης.
Το Δικαστήριο είπε τα ακόλουθα σε σχέση με την αίτηση που είχε ενώπιόν του:
«Ο κ. Ησαΐας στην ένορκη δήλωση του παραπέμποντας στα Παρ. 1 και 2 αναφέρει ότι η εν λόγω υπόθεση για την οποία ζητούν τα σχετικά διατάγματα βρίσκεται στο ανακριτικό στάδιο. Με όλο το σεβασμό προς τον ενόρκως δηλών θα διαφωνήσω με τη θέση αυτή. Από μελέτη των αιτημάτων νομικής συνδρομής φαίνεται ότι η υπόθεση 171471 κινήθηκε την 2.2.2010 βάσει των ενδείξεων εγκλήματος που προβλέπονται από συγκεκριμένα άρθρα του Ποινικού Κώδικα της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Πέραν τούτου οι επιστολές στις οποίες στηρίζεται ο κ. Ησαΐας αναφέρονται σε «pre-trial investigation» (έρευνα πριν τη δίκη) φράση η οποία δεν θεωρώ, έχοντας φυσικά κατά νου το περιεχόμενο των αιτημάτων που επισυνάπτονται και την παράλειψη οποιωνδήποτε περαιτέρω διευκρινίσεων προς το Δικαστήριο, ότι η σχετική υπόθεση βρίσκεται σε ανακριτικό στάδιο. Πέραν τούτου σε όλες τις δικαστικές αποφάσεις που επισυνάπτονται αναγράφεται ξεκάθαρα ότι η ποινική υπόθεση καταχωρήθηκε στις 2.2.10.
Με τα πιο πάνω δεδομένα και λαμβάνοντας υπόψη τις πρόνοιες του άρθρου 9 του Νόμου που προνοεί για τη Διεθνή Συνεργασία σε Ποινικά Θέματα 23(1)/2009 θεωρώ ότι η ακολουθητέα διαδικασία δεν είναι η ενδεδειγμένη εφόσον το παρόν Δικαστήριο στερείται αρμοδιότητας να επιληφθεί τη σχετική αίτηση.»
Δεν μπορούμε να εκφράσουμε ευαρέσκεια για την απόφαση η οποία εφεσιβάλλεται από την άποψη ότι η απόφαση στερείται της νοητικής διεργασίας του Δικαστηρίου η οποία μεσολαβεί μεταξύ της εκθέσεως του θέματος το οποίο έχει ενώπιον του και της κατάληξης του. Η δυνατότητα εξασφάλισης μαρτυρίας δυνάμει του σχετικού νόμου 23(Ι)/2001 για χρήση εκτός της Δημοκρατίας διέπεται από το άρθρο 9 του εν λόγω νόμου το οποίο έχει σειρά προνοιών σε σχέση με τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί και τις δυνατότητες οι οποίες παρέχονται. Η μόνη αναφορά την οποία το Δικαστήριο έχει κάμει στο άρθρο 9 είναι, όπως παραθέσαμε το απόσπασμα ανωτέρω, η αναφορά ότι «λαμβάνοντας υπόψη τις πρόνοιες του άρθρου 9 του Νόμου που προνοεί για τη Διεθνή Συνεργασία σε ποινικά θέματα 23(1)/2009 θεωρώ ότι η ακολουθητέα διαδικασία δεν είναι η ενδεδειγμένη εφόσον το παρόν Δικαστήριο στερείται αρμοδιότητας να επιληφθεί τη σχετική αίτηση». Μας ελέχθη ότι πρέπει να θεωρήσουμε ότι η κατάληξη αυτή συσχετίζεται προς τις πρόνοιες του άρθρου 9(2) που κάνουν διάκριση μεταξύ της περίπτωσης που έχει αρχίσει διαδικασία ενώπιον Δικαστηρίου της ξένης χώρας οπότε η εξασφάλιση της μαρτυρίας ανατίθεται από το Ανώτατο Δικαστήριο σε Επαρχιακό Δικαστή και της περίπτωσης που διεξάγεται ανάκριση οπότε η αρμόδια αρχή, που είναι το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, αναθέτει την εκτέλεση του εντάλματος σε εισαγγελική αρχή, και ότι το Δικαστήριο θεώρησε ότι εδώ ήταν η δεύτερη περίπτωση οπότε δεν έπρεπε να είχε ανατεθεί το πράγμα στην εισαγγελική αρχή υπό τη μορφή του Εφόρου ΦΠΑ, αλλά να είχε ακολουθηθεί η άλλη διαδικασία.
Δεν συμφωνούμε. Η απόφαση έχει πρωταρχική ευθύνη να εκθέτει την πλήρη συλλογιστική του Δικαστηρίου με αναφορά στην ακριβή πρόνοια του νόμου την οποία έχει υπόψη το Δικαστήριο και να τη συσχετίζει με τα ευρήματα των γεγονότων τα οποία έχει ενώπιον του. Η υποχρέωση ως προς αυτό δεν έχει τηρηθεί στην παρούσα περίπτωση και η απλή αναφορά ότι το Δικαστήριο διαφωνεί με τη θέση ότι η υπόθεση βρίσκεται στο ανακριτικό στάδιο, δεν είναι αρκετή να μας διαφωτίσει για την αιτιολογία της απόφασης. Οι πρόνοιες του άρθρου 9 εξ άλλου διαλαμβάνουν ότι είναι η αρμόδια Αρχή της Δημοκρατίας που θα πρέπει να έχει ικανοποιηθεί για το κατά πόσο έχει αρχίσει η διαδικασία ή διεξάγεται ανάκριση για το αδίκημα και αναλόγως να ζητήσει την ανάθεση σε Επαρχιακό Δικαστή ή να αναθέσει η ίδια σε εισαγγελική αρχή της Δημοκρατίας. Ούτε αυτή η πτυχή του πράγματος δεν φαίνεται να έχει απασχολήσει καθόλου το Δικαστήριο ή ευρύτερα.
Η δεύτερη πτυχή της έφεσης που αφορά ο άλλος λόγος έφεσης, και συγκεκριμένα η ορθότητα της απόφασης του Δικαστηρίου, δεν είναι δυνατό να αποτελέσει αντικείμενο της απόφασής μας ενόψει της κατάληξής μας στον εξετασθέντα λόγο έφεσης. Θα πρέπει η υπόθεση αυτή να τεθεί στις σωστές της βάσεις από την αρχή ενώπιον άλλου Δικαστή ούτως ώστε να μπορέσει να γίνει η ορθή εξέταση των θεμάτων τα οποία προκύπτουν και να μπορέσει, όπως έχει ευθέως αναγνωρίσει και ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Εφεσίβλητους 1, να υπάρχει πλήρης αντίληψη των γεγονότων αλλά και της συλλογιστικής του Δικαστηρίου.
Θέλουμε να υπενθυμίσουμε ότι κατά την προηγούμενη συζήτηση του θέματος είχαμε εγείρει και μια άλλη πτυχή του νόμου η οποία αφορά το κατά πόσον η εξασφάλιση μαρτυρίας στην οποία αναφέρεται το άρθρο 9(1)(β) περιλαμβάνει μαρτυρία υπό τη μορφή διαταγμάτων προς αποκάλυψη μαρτυρίας ή περιορίζεται στη λήψη μαρτυρίας σε σχέση με τον τρόπο λήψης της, δηλαδή ενώπιον Δικαστηρίου ή από εισαγγελική αρχή, όπως είναι οι δύο περιπτώσεις που προνοεί περαιτέρω το άρθρο 9(2)(β). Στο θέμα αυτό όμως, παρά το ότι το θέσαμε, δεν υπήρξε σαφής τοποθέτηση και, εφ΄όσον δεν εγείρεται είτε από τους λόγους έφεσης είτε άλλως πως από τους Εφεσίβλητους, δεν θα θέλαμε σε αυτό το στάδιο να προχωρήσουμε πέραν τούτου και να επιληφθούμε του θέματος, περιοριζόμενοι στην ανεπάρκεια της εφεσιβαλλόμενης απόφασης ως προς την αιτιολογία της. Θέλουμε όμως να επισημάνουμε αυτό ώστε να απασχολήσει και το Γενικό Εισαγγελέα και το αρμόδιο Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως ως προς τα περαιτέρω.
Η έφεση λοιπόν επιτυγχάνει. Παραμερίζεται η πρωτόδικη απόφαση και η αίτηση θα επανεξετασθεί.
Δ. Χατζηχαμπής, Δ.
Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
Π. Παναγή, Δ.
/ΚΧ»Π