ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2012) 2 ΑΑΔ 134

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 54/2012)

 

6 Μαρτίου, 2012

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

 

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ  ΚΥΡΙΑΚΑΚΗΣ,

Εφεσείοντας,

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

_________________________

 

Ν. Πελεκάνου (κα.) με Λ. Κάρνο, για τον Εφεσείοντα.

Α. Κωνσταντίνου (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

__________________________

 

Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.

 

 

 


Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Ex-tempore)

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:    Ο εφεσείων μετά από δική του παραδοχή βρέθηκε ένοχος στην κατηγορία της οδήγησης μηχανοκινήτου οχήματος με ταχύτητα μεγαλύτερη του ανωτάτου ορίου.  Το αδίκημα διαπράχθηκε στις 16.7.2011 στον αυτοκινητόδρομο Λευκωσίας-Λεμεσού εντός των ορίων της επαρχίας Λάρνακας όταν ο εφεσείων οδηγούσε το μηχανοκίνητο όχημα του με ταχύτητα 202 χ.α.ω. αντί 100χ.α.ω.  Η ώρα διάπραξης του αδικήματος ήταν η 22.40, όταν η τροχαία κίνηση στο δρόμο ήταν αραιή.  Ο εφεσείων ανακόπηκε από την Αστυνομία, πληροφορήθηκε για το αδίκημα που διέπραξε και ότι θα κατηγορηθεί και του επιστήθηκε η προσοχή στο νόμο.   Αυτός απάντησε «παραδέχομαι».  Ο εφεσείων δεν βαρύνεται με προηγούμενες καταδίκες,  δεν έχει βαθμούς ποινής και είναι επαγγελματίας οδηγός.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού έλαβε υπόψη τόσο τις συνθήκες υπό τις οποίες διαπράχθηκε το αδίκημα όσο και τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα του επέβαλε ποινή φυλάκισης 15 ημερών και στέρηση του δικαιώματος κατοχής αδείας οδηγού, για περίοδο 30 ημερών, η οποία θα αρχίζει από την ημερομηνία της αποφυλάκισης του.

 

Με την παρούσα έφεση η πρωτόδικη ποινή προσβάλλεται ως έκδηλα υπερβολική.  Κατά τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε επαρκώς υπόψη της ιδιάζουσες συνθήκες υπό τις οποίες διαπράχθηκε το αδίκημα καθώς και τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα.  Σύμφωνα με την εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα η ποινή που επιβλήθηκε είναι και λανθασμένη ως προς τη φύση της και υπέρμετρα ψηλή. 

 

Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος επέμβασης στην πρωτόδικη ποινή.  Κατά την εκτίμηση μας το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά συνυπολόγισε όλους τους σχετικούς παράγοντες και τους απέδωσε την ανάλογη βαρύτητα.  Ως προς τις συνθήκες υπό τις οποίες διαπράχθηκε το αδίκημα το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε δεόντως υπόψη τη θέση του εφεσείοντα ότι η συμβία του, η οποία βρισκόταν στο αυτοκίνητο κατά το χρόνο της διάπραξης του αδικήματος, και η οποία έχει κάποιο πρόβλημα υγείας αναφορικά με το θυροειδή της, εκείνη τη στιγμή, είχε ταχυπαλμία και δύσπνοια και ως εκ τούτου υπό το βάρος αυτών των γεγονότων ο εφεσείων παρασύρθηκε στη διάπραξη του αδικήματος.  Παρατηρούμε όμως ότι ο εφεσείων, όταν ανακόπηκε από την Αστυνομία, ανέφερε στον αστυνομικό απλά ότι παραδέχεται, χωρίς να του αναφέρει οποιονδήποτε πρόβλημα υγείας της συνεπιβάτιδας και συμβίας του, η οποία επισκέφθηκε γιατρό την επομένη ημέρα, στις 17.7.11, οπόταν και διαπιστώθηκε το προαναφερόμενο πρόβλημα υγείας.  Οι συνθήκες αυτές, παρά το ότι δεν αναφέρθηκαν κατά την ανακοπή του εφεσείοντος από την Αστυνομία, εν τούτοις θεωρήθηκαν δεδομένες και λήφθηκαν δεόντως υπόψη από το δικαστήριο.  Επίσης λήφθηκαν δεόντως υπόψη από το πρωτόδικο δικαστήριο οι προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντος, δηλαδή το λευκό του ποινικό μητρώο, ότι είναι επαγγελματίας οδηγός, η παραδοχή του και η μεταμέλεια του.  Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ούτε οι προσωπικοί παράγοντες ούτε και οι συνθήκες διάπραξης του αδικήματος θα πρέπει να εξουδετερώσουν μια ποινή η οποία, υπό τις περιστάσεις, θα πρέπει να είναι αυστηρή και αποτρεπτική.  Στην προκειμένη περίπτωση η ποινή δικαιολογείτο να είναι αυστηρή και αποτρεπτική ένεκα του ύψους της ταχύτητας, που ήταν υπερδιπλάσια του επιτρεπομένου ορίου, του γεγονότος ότι τέτοια αδικήματα βρίσκονται σε έξαρση και έχουν καταστροφικές συνέπειες σε ανθρώπινες ζωές και του γεγονότος ότι ο εφεσείων πράγματι επέδειξε εγωϊστική αδιαφορία για την ασφάλεια άλλων προσώπων που χρησιμοποιούσαν το δρόμο κατά τον ουσιώδη χρόνο.   Σημειώνουμε πρόσθετα ότι ο εφεσείων είναι επαγγελματίας οδηγός, ο οποίος θα έπρεπε να ήταν, ως εκ τούτου, ιδιαίτερα προσεκτικός. 

 

Στην υπόθεση Χαράλαμπος Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 109, στην οποία ακολουθήθηκαν ουσιαστικά οι κατευθυντήριες γραμμές που δόθηκαν στην Guilfoyle (1973) 2 All E.R. 844, τονίστηκε ότι η επιβολή ποινής φυλάκισης ενδείκνυται κατ΄αρχήν στις περιπτώσεις εκείνες που η αμέλεια του κατηγορούμενου εμπεριέχει και το στοιχείο της αδιαφορίας για την ασφάλεια άλλων προσώπων που χρησιμοποιούν το δρόμο.  Η επιβολή ποινής φυλάκισης αντενδείκνυται στις περιπτώσεις που το κύριο χαρακτηριστικό της αμέλειας του κατηγορούμενου είναι στιγμιαία αβλεψία ή απροσεξία σε συνδυασμό με λευκό ή καλό ποινικό μητρώο. Στην παρούσα περίπτωση, θεωρούμε ότι η συμπεριφορά του εφεσείοντος δείχνει εγωϊστική αδιαφορία για την ασφάλεια των άλλων προσώπων που χρησιμοποιούν το δρόμο και δεν συνιστά απλά στιγμιαία απροσεξία. 

 

Υπό τις περιστάσεις κρίνουμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια καθοδηγούμενο από τις ορθές αρχές της νομολογίας και μέσα στα ορθά πλαίσια.  Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

                                                      Δ.

 

 

                                                      Δ.

 

 

                                                      Δ.

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο