ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Γενικός Εισαγγελέας ν. Μανώλη (1995) 2 ΑΑΔ 207
Kωνσταντίνου Aνδρέας Προδρόμου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 260
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Σωφρόνη Σωφρονίου (2000) 2 ΑΑΔ 151
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ανδρέα Ευσταθίου και Άλλων (2010) 2 ΑΑΔ 94
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Νεόφυτου Κωνσταντίνου Ιωάννου (2013) 2 ΑΑΔ 601
ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΟΙΖΙΔΗΣ κ.α. ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική ΄Εφεση αρ. 145/2013, 19/12/2014, ECLI:CY:AD:2014:D981
ΜΑΡΚΟΣ ΜΑΡΚΟΥ ν. ΤΑΚΗ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Ποινική Έφεση 58/2016, 16/3/2017, ECLI:CY:AD:2017:B89
Λοϊζίδης Ανδρέας και Άλλοι ν. Δημοκρατίας και Άλλων (2014) 2 ΑΑΔ 965, ECLI:CY:AD:2014:D981
(2011) 2 ΑΑΔ 519
16 Δεκεμβρίου, 2011
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
(Ποινική Έφεση Αρ. 94/2010)
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
v.
ΓΙΑΝΝΑΚΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Εφεσιβλήτου.
(Ποινική Έφεση Αρ. 95/2010)
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
v.
ΠΑΥΛΟΥ Χ"ΜΑΚΡΗ,
Εφεσιβλήτου.
(Ποινική Έφεση Αρ. 96/2010)
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
v.
ΑΝΤΟΥΑΝ ΜΠΑΛΛΑΝ,
Εφεσιβλήτου.
________________________
(Ποινική Έφεση Αρ. 97/2010)
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
v.
ΑΝΔΡΕΑ ΠΕΤΡΟΥ,
Εφεσιβλήτου.
(Ποινική Έφεση Αρ. 98/2010)
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
v.
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΑΡΚΟΥ,
Εφεσιβλήτου.
(Ποινική Έφεση Αρ. 99/2010
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
v.
GLENY ANTONIA REYES CASTILLO,
Εφεσίβλητης.
(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 94/2010, 95/2010,
96/2010, 97/2010, 98/2010, 99/2010)
Ποινική Δικονομία ― Έφεση από τον Γενικό Εισαγγελέα εναντίον αθωωτικής απόφασης ― Άρθρο 137 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, ως έχει τροποποιηθεί από τον περί Ποινικής Δικονομίας (Τροποποιητικός) Νόμο του 1998, (Ν. 54(Ι)/98) ― Κατά πόσο έφεση ασκηθείσα από τον Γενικό Εισαγγελέα εναντίον αθωωτικής απόφασης του Κακουργιοδικείου ήταν εκτός της εμβέλειας του Άρθρου 137 της Ποινικής Δικονομίας.
Ποινική Δικονομία ― Άρθρο 137, Κεφ.155 ― Το δικαίωμα υποβολής έφεσης από το Γενικό Εισαγγελέα περιορίζεται σε νομικά ζητήματα - Αποκλείεται η άσκηση έφεσης κατά της αξιολόγησης της μαρτυρίας ή οποιουδήποτε θέματος συναφούς προς αυτή, όπως αποκλείεται η προσβολή των ευρημάτων του δικαστηρίου επί των γεγονότων.
Σειρά ποινικών εφέσεων καταχωρήθηκαν από το Γενικό Εισαγγελέα εναντίον απόφασης Κακουργιοδικείου με την οποία αθωώθηκαν και απαλλάγηκαν έξι κατηγορούμενοι από κατηγορίες που σχετίζονταν μεταξύ άλλων με σεξουαλική εκμετάλλευση ενηλίκων προσώπων, μαστροπείας, εκμετάλλευσης πόρνης, εμπορίας ενηλίκου προσώπου, συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, διατήρησης οίκου ανοχής, νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες κ.ά.
Μεταξύ άλλων το Κακουργιοδικείο οδηγήθηκε στην απόρριψη της μαρτυρίας των παραπονουμένων ως αναξιόπιστης και αφού σημείωσε την απουσία οποιασδήποτε εκδοχής από πλευράς κατηγορουμένων 2 και 6, από την οποία θα μπορούσε να αναζητηθούν γεγονότα, κατέληξε ότι δεν μπορούσε να προβεί σε διαπιστώσεις ως προς την εκπόρνευση των παραπονουμένων.
Το Κακουργιοδικείο διαπίστωσε και κατέγραψε σειρά αντιφάσεων και κενών και σε σχέση με τη μαρτυρία της Μ.Κ. 2.
Με την έφεση υποστηρίχθηκαν μεταξύ άλλων τα εξής:
α) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε κατά την έκδοση της απόφασης καθ' ότι αποδεικτικό υλικό έγινε πλημμελώς δεκτό ή αποκλείστηκε σε σχέση με τη μαρτυρία της Μ.Κ. 1, της οποίας τη μαρτυρία απέκλεισε επικαλούμενο την έλλειψη αξιοπιστίας κατά τέτοιο τρόπο που να ισοδυναμούσε με ουσιαστικό αποκλεισμό απόδειξης.
β) Εσφαλμένα απέκλεισε αποδεικτικό υλικό το οποίο θα έπρεπε να λάβει υπόψη επικαλούμενο ευρήματα αξιοπιστίας τα οποία όμως ισοδυναμούν με εν τη ουσία αποκλεισμό, σε σχέση με τη Μ.Κ. 2.
γ) Εσφαλμένα απέκλεισε μαρτυρικό υλικό το οποίο θα έπρεπε να είχε γίνει αποδεκτό σε σχέση με την ενίσχυση της μαρτυρίας των Μ.Κ. 1 και Μ.Κ. 2.
δ) Εσφαλμένα απέρριψε το μαρτυρικό υλικό που αναφερόταν στο Μ.Κ. 21, το οποίο αποτελούσε την περιστατική μαρτυρία ενίσχυσης των ισχυρισμών της Μ.Κ. 1.
ε) Υπήρξε αντικανονικότητα της διαδικασίας.
στ) Πλημμελώς αποκλείστηκε μαρτυρία αναφορικά με το αδίκημα της εκμετάλλευσης πόρνης κατά παράβαση του Άρθρου 164(1) του Ποινικού Κώδικα.
ζ) Πλημμελώς αποκλείστηκε μαρτυρία μαρτύρων κατηγορίας, οι οποίοι κρίθηκαν από το δικαστήριο ως αξιόπιστοι.
Οι εφεσίβλητοι, έθεσαν ζήτημα παραδεκτού των εφέσεων ήτοι, ότι οι λόγοι των εφέσεων, δεν καλύπτονταν από το Άρθρο 137(1)(α)(ι) του Νόμου.
Υπέβαλαν ότι οι λόγοι 1 - 4 και 6 των εφέσεων, αν και ενδύθηκαν το μανδύα του λόγου είτε του πλημμελούς αποκλεισμού μαρτυρίας είτε της πλημμελούς αποδοχής της, στην πραγματικότητα εφεσίβαλλαν ευρήματα του Κακουργιοδικείου επί της αξιοπιστίας μαρτύρων, που είναι εκτός της εμβέλειας του Άρθρου 137 του Νόμου.
Με αναφορά σε νομολογία όπου εφέσεις του Γενικού Εισαγγελέα έγιναν δεκτές λόγω αποκλεισμού μαρτυρίας, υποστηρίχθηκε από την πλευρά του εφεσείοντα, ότι και στην παρούσα υπήρξε ανάλογος αποκλεισμός.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Εξέταση των λόγων 1 - 4 και 6 των εφέσεων καταδείκνυε ότι, με αυτούς, εμμέσως, πλην σαφώς, εκείνο που αμφισβητείτο ήταν η αξιολόγηση της μαρτυρίας των Μ.Κ. 1, Μ.Κ. 2 και Μ.Κ. 21, μαρτυρία που δεν προέκυπτε, σε οποιαδήποτε περίπτωση, το Κακουργοδικείο να απέκλεισε πλημμελώς ή άλλως, ώστε να μπορούσε να να γίνει αποδεκτή έφεση εναντίον αθωωτικής απόφασης.
2. Η μαρτυρία των παραπονουμένων Μ.Κ. 1 και Μ.Κ. 2 αλλά και η υπόλοιπη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής δεν αποκλείστηκε. Αυτή, αφού έγινε δεκτή ως αποδεκτή μαρτυρία, αναλύθηκε, αξιολογήθηκε και σχολιάστηκε σε έκταση, προτού απορριφθεί ως αναξιόπιστη. Η μαρτυρία που έγινε αποδεκτή ως αξιόπιστη ήταν χωρίς δυνατότητα απόδειξης των κατηγοριών.
3. Ειδικότερα, το Κακουργιοδικείο δεν απέκλεισε τη μαρτυρία των παραπονουμένων για το ποσό που, κατά τον ισχυρισμό τους, οι πελάτες πλήρωναν στους εφεσίβλητους για να έρχονται αυτές σε σεξουαλική επαφή μαζί τους και το ποσό που οι εφεσίβλητοι έδιδαν στις ίδιες. Αφού την αξιολόγησε, την έκρινε μη ικανοποιητική προς απόδειξη της κατηγορίας του Άρθρου 164(1) του περί Ποινικού Κώδικα Νόμου, Κεφ. 154, η οποία, λαμβανομένης υπόψη της υπόθεσης, δεν έχει ανεξάρτητη υπόσταση, αλλά είναι στενά συνδεδεμένη με τις κατηγορίες της μαστροπείας και τις υπόλοιπες κατηγορίες, για τις οποίες οι λόγοι των εφέσεων κρίθηκαν απαράδεκτοι. Καίτοι, η εκπόρνευση των παραπονουμένων δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος του Άρθρου 164(1)(α)- «εκμετάλλευση πόρνης» - το γεγονός ότι η μαρτυρία τους κρίθηκε αναξιόπιστη, δεν άφηνε άλλη κατάληξη.
4. Το Κακουργιοδικείο δεν απέκλεισε τη μαρτυρία τους ότι, όπως τους έλεγε η κατηγορούμενη 6 και οι πελάτες, γι' αυτές πλήρωναν τους εφεσίβλητους, αυτή, όμως, δεν κρίθηκε ικανοποιητική προς απόδειξη της κατηγορίας.
5. Η μαρτυρία, ειδικότερα, των Μ.Κ. 10 και Μ.Κ. 6, στην οποία αφορούσε ο συγκεκριμένος λόγος των εφέσεων, δεν πρόσθετε οτιδήποτε στην υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής, ύστερα από την απόρριψη της μαρτυρίας των Μ.Κ. 1 και Μ.Κ. 2 ως αναξιόπιστης.
6. Ούτε τα περί μη αιτιολόγησης της απόφασης ευσταθούσαν. Η απόρριψη της μαρτυρίας των παραπονουμένων, για σειρά λόγων - η ορθότητα ή μη της απόρριψής της ως αναξιόπιστης, βρισκόταν εκτός της εμβέλειας του Άρθρου 137(1)(α)(ι) του Νόμου, στο οποίο στηρίχτηκαν οι εφέσεις - ως και όλα όσα με λεπτομέρεια εξηγούνταν στην απόφαση, συνιστούσαν την αιτιολογία της.
Οι εφέσεις κρίθηκαν απαράδεκτες και απορρίφθηκαν.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 260,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου κ.ά. (2010) 2 Α.Α.Δ. 94,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Σωφρονίου (2000) 2 Α.Α.Δ. 151,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Μανώλη (1995) 2 Α.Α.Δ. 207.
Εφέσεις εναντίον Αθωωτικής Απόφασης.
Εφέσεις από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας (Γιασεμή, Π.Ε.Δ., Δημητριάδου-Ανδρέου, Α.Ε.Δ., Εφραίμ, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 14207/08), ημερομηνίας 28/5/10.
Π. Ευθυβούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας και Κρ. Κυθραιώτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.
Ν. Παναγιώτου, για τους Εφεσίβλητους.
Οι Εφεσίβλητοι είναι παρόντες.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Οι πιο πάνω εφέσεις καταχωρήθηκαν από το Γενικό Εισαγγελέα και στρέφονται εναντίον της αθωωτικής απόφασης στην Υπόθεση Αρ. 14207/08, του Κακουργοδικείου που συνεδριάζει στη Λευκωσία, με την οποία οι εφεσίβλητοι - κατηγορούμενοι 1-6 απαλλάγηκαν και αθωώθηκαν σε κατηγορίες συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος και συνωμοσίας προς διάπραξη πλημμελήματος, ήτοι της σεξουαλικής εκμετάλλευσης ενηλίκων προσώπων και της μαστροπείας - (κατηγορίες 1 και 2, αντίστοιχα) - κατηγορίες μαστροπείας, εκμετάλλευσης πόρνης, σεξουαλικής εκμετάλλευσης ενηλίκου προσώπου και εμπορίας ενηλίκου προσώπου - (κατηγορίες 11-14 και 19-22) - διατήρησης οίκου ανοχής και νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες - (κατηγορίες 23 και 24). Αρχικά, οι εφεσίβλητοι αντιμετώπιζαν και άλλες κατηγορίες, οι οποίες, όμως, στην πορεία της δίκης, διακόπηκαν από το Γενικό Εισαγγελέα, αφού οι παραπονούμενες σ' αυτές δεν προσήλθαν ως μάρτυρες κατηγορίας. Η διαδικασία ενώπιον του Κακουργιοδικείου ήταν μακρά. Τόσο από πλευράς Κατηγορούσας Αρχής όσο και από πλευράς Υπεράσπισης, κατέθεσε αριθμός μαρτύρων. Ο εφεσίβλητος στην Ποινική Έφεση Αρ. 95/10 - (ο «κατηγορούμενος 2») - και η εφεσίβλητη στην Ποινική Έφεση Αρ. 99/10 - (η «κατηγορούμενη 6» - αρνούμενοι τις κατηγορίες, κατέθεσαν ενόρκως, ενώ οι υπόλοιποι εφεσίβλητοι στις Ποινικές Εφέσεις Αρ. 94/10, 96/10, 97/10 και 98/10 - (οι «κατηγορούμενοι 1, 3, 4, και 5», αντίστοιχα) - πρόβαλαν την αθωότητα τους με ανώμοτες δηλώσεις.
Ήταν η εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής, όπως αυτή προκύπτει από την απόφαση του Κακουργοδικείου, ότι οι παραπονούμενες Μ.Κ. 1 - Charitin Altagracia Baez Nunez και Μ.Κ. 2 - Arisa Roxanna Nunez Alberto, οι οποίες είναι Δομινικανές και η μητρική τους γλώσσα είναι η Ισπανική, λόγω οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζαν στη χώρα τους, θέλησαν να μεταβούν στην Ισπανία. Προς το σκοπό αυτό, ανεξάρτητα η κάθε μια, τότε ακόμη δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους, ήλθαν, στη χώρα τους, σε επαφή με κάποια Μαρίτσα, η οποία θα τους εξασφάλιζε εργασία στην Κύπρο, μέχρι να μπορέσουν να μεταβούν, αν ήθελαν, στην Ισπανία. Η Μαρίτσα τις έφερε σε επαφή με κάποιο Οgando, ο οποίος τους παρουσιάστηκε ως ο εκεί πρόξενος της Κύπρου, στην παρουσία του οποίου υπέγραψαν συμβόλαιο για εργασία στην Κύπρο. Αυτό ήταν γραμμένο στην αγγλική γλώσσα, την οποία δε γνώριζαν. Όταν πληροφορήθηκαν από τη Μαρίτσα ότι στην Κύπρο θα εργάζονταν ως χορεύτριες, διαμαρτυρήθηκαν, οπόταν η Μαρίτσα τις διαβεβαίωσε ότι αυτό αναγραφόταν στο συμβόλαιο μόνο για σκοπούς εξασφάλισης άδειας εισόδου στην Κύπρο. Δανείστηκαν αρκετά χρήματα, τα οποία έδωσαν στη Μαρίτσα και έφτασαν στην Κύπρο αεροπορικώς στις 18/4/2008. Στο αεροδρόμιο, συνάντησαν τον κατηγορούμενο 5, στον οποίο ανέφεραν ότι είναι τα κορίτσια της Μαρίτσας, οπότε αυτός τις μετέφερε στο καμπαρέ Roxy. Στη συνέχεια, ο κατηγορούμενος 2 τις οδήγησε σε δωμάτιο για να κοιμηθούν, το οποίο, φεύγοντας, κλείδωσε. Ανησύχησαν, έβαλαν τις φωνές, οπότε η κατηγορούμενη 6, η οποία έμενε σε διπλανό δωμάτιο, ξεκλείδωσε και, από την επομένη, τους έδωσαν κλειδί.
Τα όσα διαδραματίστηκαν από τις 19/4/2008 μέχρι που οι παραπονούμενες Μ.Κ. 1 και Μ.Κ. 2 έφυγαν από το καμπαρέ Roxy - (16/5/2008 και 30/5/2008, αντίστοιχα) - μέσα στο εν λόγω καμπαρέ και την μπυραρία Spa, η οποία λειτουργεί απογευματινές ώρες με υπεύθυνο τον κατηγορούμενο 2, ή έξω από αυτά, τα οποία συνδέονταν με τους πιο πάνω χώρους και τους εφεσίβλητους, τέθηκαν στο Δικαστήριο με τις μαρτυρίες των Μ.Κ. 1 και Μ.Κ. 2. Η Μ.Κ.1, μετά που έφυγε από το καμπαρέ, έδωσε, στη γλώσσα της, δύο καταθέσεις - μία στις 30/5/2008 και μία στις 3/6/2008. Αυτές κατατέθηκαν στο Δικαστήριο, η μάρτυς συμφώνησε με το περιεχόμενό τους και μεταφράστηκαν. Κατέθεσε, επίσης, προφορικά και αντεξετάστηκε επί μακρόν. Η Μ.Κ. 2, η οποία, επίσης, έδωσε κατάθεση στην Αστυνομία, κατέθεσε προφορικά και αντεξετάστηκε, χωρίς να παρουσιαστεί η κατάθεσή της κατ' εκείνο το στάδιο, αφού η ίδια συμφωνούσε με τις θέσεις που τις υπέβαλλε ο συνήγορος και με τις οποίες δεχόταν ότι αναφορές της στην κατάθεσή της ήταν ψευδείς. Αυτή κατατέθηκε αργότερα από τη Μ.Κ. 16, η οποία την είχε λάβει.
Το Κακουργοδικείο, στην απόφασή του, αφού αναφέρθηκε στο σύνολο της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής και προσδιόρισε τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων - εξώθηση στην πορνεία παρά τη θέληση των παραπονουμένων, εξαναγκασμός τους μέσω απειλών σ' αυτή, στρατολόγησή τους με σκοπό την εκπόρνευσή τους μέσω δόλου και κατάχρησης εξουσίας - προχώρησε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας.
Αποδέχτηκε ως αληθινή τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής η οποία αφορούσε όχι στα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων αλλά σε ενέργειες αστυνομικών και άλλων μετά την καταγγελία των παραπονουμένων στην Αστυνομία, ως και τη μαρτυρία της Υπεράσπισης η οποία αφορούσε πληροφορίες για τις διάφορες διαδικασίες που ακολουθούνται σε σχέση με αλλοδαπές καλλιτέχνιδες που έρχονται στην Κύπρο να εργαστούν αλλά και σε σχέση με ό,τι ακολουθήθηκε για τις παραπονούμενες. Απέρριψε τη μαρτυρία των παραπονουμένων, την οποία, καθώς υπογραμμίζει, εξέτασε όχι αποσπασματικά αλλά έχοντας υπόψη τη μαρτυρία στο σύνολό της, για σειρά λόγων, οι οποίοι καταγράφονται στην απόφαση. Αφορούν σε σειρά αντιφάσεων, παραλείψεων και κενών σε ουσιώδη σημεία αναφορικά με τα αδικήματα. Στο πλαίσιο της αξιολόγησης της μαρτυρίας των παραπονουμένων αξιολόγησε και αναφορές που σχετίζονταν με την εκδοχή τους, έστω και αν αυτές προέρχονταν από άλλη μαρτυρία.
Για την Κατηγορούσα Αρχή κατέθεσε, επίσης, ο Δώρος Θεοδώρου, Μ.Κ. 21, ο οποίος, σύμφωνα με τη μαρτυρία της Μ.Κ. 1, ήταν το πρόσωπο με το οποίο αυτή, αφού εξαναγκάστηκε δύο φορές να μεταβεί στο σπίτι του, ήλθε σε σεξουαλική επαφή, τη μία φορά, μάλιστα, αυτός της έδωσε επιταγή €1.000,00 και εκείνη την έδωσε στον κατηγορούμενο 2. Το Κακουργοδικείο δεν αποδέχτηκε τη μαρτυρία αυτού του μάρτυρα, μαρτυρία η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει ενίσχυση στα όσα η Μ.Κ. 1 κατέθεσε, για λόγους που αφορούν τον τρόπο αναγνώρισής του από τη Μ.Κ. 1. Αυτή έγινε, όταν είχε, ήδη, καταθέσει η Μ.Κ. 1, μέσω φωτογραφιών στο facebook, που αυτός διατηρεί, σε άγνωστο χρόνο, ενώπιον του Υπαστυνόμου Αντωνίου, ο οποίος δεν κλήθηκε ως μάρτυρας. Ο εντοπισμός του Μ.Κ. 21 και η λήψη κατάθεσης από αυτόν - (23/6/2009 και 25/6/2009, αντίστοιχα) - έγιναν μετά που η Μ.Κ. 1 κατέθεσε στο Δικαστήριο. Το Κακουργιοδικείο δεν αποδέχτηκε τη μαρτυρία του Μ.Κ. 21, καίτοι διαπίστωσε σ' αυτή στοιχεία που συνέπιπταν με τη μαρτυρία της Μ.Κ. 1 - αυτός δεν αρνήθηκε ότι επισκέφτηκε διάφορα καμπαρέ, ότι αλλοδαπές καλλιτέχνιδες επισκέφτηκαν το σπίτι του, ότι το σπίτι του βρίσκεται στη Λακατάμια και αποτελείται από δύο υπνοδωμάτια και γραφείο, στο οποίο ο ίδιος διατηρεί ηλεκτρονικό υπολογιστή συνδεδεμένο με το διαδίκτυο με δική του ιστοσελίδα, ότι το Τεκμήριο 88 είναι οι φωτογραφίες που αυτός δημοσίευσε μέσω του facebook, που, επίσης, διατηρεί - για τους λόγους που αναφέραμε πιο πάνω, αλλά και γιατί, ενώ αυτός ήταν ύποπτος για διάπραξη σεξουαλικού αδικήματος σε βάρος της Μ.Κ. 1, δεν ακολουθήθηκε η διαδικασία αναγνώρισης υπόπτου. Έλαβε, επίσης, υπόψη του ότι ο εν λόγω μάρτυρας δε θυμόταν εάν η Μ.Κ. 1 τον επισκέφτηκε στο σπίτι του και ήλθε σε σεξουαλική επαφή μαζί του. Ούτε η περιγραφή που έδωσε γι' αυτόν η Μ.Κ. 1 - ψηλός, χοντρός, με μαύρα μαλλιά και γυαλιά - ήταν αρκετή. Η μάρτυρας δεν έδωσε οποιοδήποτε ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που θα επέτρεπε ταύτισή του με το πρόσωπο στο οποίο η ίδια αναφέρθηκε. Εξίσου γενική έκρινε ότι ήταν και η περιγραφή που η Μ.Κ. 1 έδωσε για το σπίτι του, η οποία το εμπόδιζε να καταλήξει σε ταύτιση.
Για τη σχέση του καθενός από τους εφεσίβλητους με το καμπαρέ Roxy και τη μπυραρία Spa, κατέληξε ότι: Ο κατηγορούμενος 2, σύμφωνα με όσα ο ίδιος κατέθεσε, χωρίς να ληφθούν υπόψη οι αναφορές των παραπονουμένων, είχε υπεύθυνη θέση στο καμπαρέ Roxy. Ήταν υπεύθυνος για τους σερβιτόρους και ένας από τους υπεύθυνους στο ταμείο. Είχε, επίσης, την αποκλειστική ευθύνη για το Spa, το οποίο ο ίδιος περιέγραψε ως ρωσικό εστιατόριο. Οι κατηγορούμενοι 3 και 4 ήταν απλά σερβιτόροι στο καμπαρέ. Στη βάση του συμβολαίου εργοδότησης των παραπονουμένων, κατέληξε ότι ο κατηγορούμενος 5 ήταν ο διευθυντής του καμπαρέ Roxy και ένας από τους υπεύθυνους του ταμείου. Η κατηγορούμενη 6 εργαζόταν στο εν λόγω καμπαρέ ως χορεύτρια, όπως και οι παραπονούμενες. Λόγω της σχέσης της, όμως, με τον κατηγορούμενο 2, τον οποίο, στη συνέχεια, παντρεύτηκε, και του γεγονότος ότι αυτή μετέφραζε όσες οδηγίες δίδονταν από τους εφεσίβλητους στις παραπονούμενες, είχε έναν αέρα εξουσίας. Σε ό,τι αφορά τον κατηγορούμενο 1, ο οποίος αρνείτο ότι ήταν ο ιδιοκτήτης του καμπαρέ Roxy, διαπίστωσε, λαμβάνοντας υπόψη τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής, ότι η σχέση του με αυτό ήταν ουσιαστική - αυτός ήταν ο ιδιοκτήτης του. Εξετάζοντας, στη συνέχεια, κατά πόσο η άρνηση της σχέσης του με το καμπαρέ (ψεύδος) μπορούσε να αποτελέσει ικανή περιστατική μαρτυρία για την ενοχή του και καθοδηγούμενο από την Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 260, κατέληξε ως εξής:-
«Ανεξάρτητα και από το γεγονός που, όπως αναφέρθηκε, δεν παρευρίσκετο συνεχώς στο καπαρέ κατά τις ώρες λειτουργίας του, υπήρχαν πάντοτε και άλλα πρόσωπα εκεί με υπεύθυνες θέσεις, όπως ο δεύτερος κατηγορούμενος και ο πέμπτος κατηγορούμενος που κατ' ονομάζεται στο συμβόλαιο εργασίας των καλλιτέχνιδων και ως ο διευθυντής του καπαρέ, γεγονός το οποίο επιβεβαίωσε με τη μαρτυρία του και ο λειτουργός του Κ.Ο.Τ. Σωτήρης Φιλίππου, Μ.Κ. 24. Ενώ όπως θα διαπιστώσουμε και στη συνέχεια αξιολογώντας τη μαρτυρία των παραπονουμένων Charitin και Arisa, αυτές δήλωσαν ότι ο πρώτος κατηγορούμενος ουδέποτε τις ανάγκασε να κάνουν σεξ με πελάτες του καπαρέ, ισχυριζόμενες ότι τις ανάγκαζαν οι υπαλλήλοι του. Θεωρούμε δε πως αυτές είναι περιστάσεις που δεν μας επιτρέπουν να οδηγηθούμε σε ασφαλές συμπέρασμα ότι το υπό αναφορά ψέμα του πρώτου κατηγορούμενου οδηγεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας σε συμπεράσματα ενοχής του. Θα πρέπει το ενδεχόμενο αυτό να αναζητηθεί πλέον σε άλλη μαρτυρία.»
Με την απόρριψη της μαρτυρίας των παραπονουμένων ως αναξιόπιστης και την απουσία οποιασδήποτε εκδοχής από πλευράς κατηγορουμένων 2 και 6, από την οποία θα μπορούσε να αναζητηθούν γεγονότα, το Κακουργοδικείο δεν μπορούσε να προβεί σε διαπιστώσεις ως προς την εκπόρνευση των παραπονουμένων.
Μεταξύ άλλων, για την απόρριψη της μαρτυρίας της Μ.Κ. 1, το Κακουργοδικείο έλαβε υπόψη του αντιφάσεις, παραλείψεις και κενά σε σχέση και με τα εννέα περιστατικά, που, όπως αυτή περιέγραψε, εξαναγκάστηκε να έλθει σε σεξουαλική επαφή με πελάτες του καμπαρέ. Οι αντιφάσεις αφορούν το χρόνο, τις συνθήκες εξαναγκασμού της και τα πρόσωπα που την εξανάγκασαν με τις απειλές τους. Εξετάζοντας τα όσα ανέφερε η Μ.Κ. 1 σε σχέση με την πληροφόρηση που οι παραπονούμενες έτυχαν από τον κατηγορούμενο 1 στις 19/4/2008 για τα καθήκοντά τους, διαπίστωσε ότι αυτή, ενώ στην κατάθεσή της στην Αστυνομία - (Έγγραφο 1) - ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος 1 τις πληροφόρησε ότι στο καμπαρέ θα εργάζονταν ως χορεύτριες, αλλά, αν ήθελαν, θα μπορούσαν να έρχονται σε σεξουαλική επαφή με πελάτες του καμπαρέ, καταθέτοντας στο Δικαστήριο, ισχυρίστηκε ότι είναι η ίδια που έθεσε πρώτη το θέμα σ' αυτόν, όταν πληροφορήθηκε από άλλες κοπέλες ότι έρχονταν σε σεξουαλική επαφή με πελάτες του καμπαρέ. Συγκεκριμένα, του δήλωσε ότι δε θα έβγαιναν με πελάτες, οπότε αυτός τις διαβεβαίωσε ότι δε θα τις ανάγκαζαν να βγαίνουν με πελάτες. Περιγράφοντας η Μ.Κ. 1 το πρώτο περιστατικό εξαναγκασμού της να έλθει σε σεξουαλική επαφή με κάποιον ονόματι Δώρο, στην κατάθεσή της στην Αστυνομία - (Έγγραφο 1) - είπε ότι το βράδυ της 19/4/2008 είδε το Δώρο να μιλά με τον κατηγορούμενο 2 και μετά ο κατηγορούμενος 3 της είπε να ντυθεί γιατί θα πήγαινε έξω μαζί του. Αυτή αρνήθηκε και τότε ο κατηγορούμενος 3 την απείλησε ότι θα την έστελλε σε κάποιο καμπαρέ στη Λάρνακα, όπου θα ήταν συνεχώς κλειδωμένη, και, στη συνέχεια, την πήρε στο γραφείο του κατηγορουμένου 1, ο οποίος, αφού την επέπληξε, της επανέλαβε την ίδια απειλή. Της μετέφραζαν όσα της έλεγαν οι κατηγορούμενοι 3 και 6. Τελικά, ο κατηγορούμενος 2 την έστειλε με ταξί στο σπίτι του Δώρου, όπου ήλθε σε σεξουαλική επαφή μαζί του για τρεις ώρες. Στην κατάθεσή της στο Δικαστήριο περιέγραψε το συμβάν διαφορετικά, χωρίς οποιαδήποτε αναφορά στους κατηγορούμενους 1 και 3. Αναφέρθηκε στους κατηγορούμενους 2 και 6, χωρίς αναφορά ότι αυτοί της μίλησαν για σεξουαλική επαφή. Ο Δώρος, της είπε η κατηγορούμενη 6, ήθελε να δειπνήσει μαζί της. �Όταν υποδείχθηκε, κατά την αντεξέταση, στη μάρτυρα η διαφορά των όσων αυτή είπε στην κυρίως εξέτασή της με όσα περιέγραψε στην κατάθεσή της - (Έγγραφο 1) - έδωσε εντελώς άσχετες απαντήσεις, διαφοροποιώντας και το χρόνο που συνέβη το περιστατικό. Αναφερόμενο το Κακουργιοδικείο στη μαρτυρία της Μ.Κ. 2, η οποία, επίσης, αναφέρθηκε στο περιστατικό με το Δώρο, κατέληξε, ενόψει κενών που διαπίστωσε, ότι η μαρτυρία της δεν μπορούσε να ενισχύσει την εκδοχή της Μ.Κ. 1 στο συγκεκριμένο σημείο. Επίσης, ενώ στην κατάθεσή της στο Δικαστήριο η Μ.Κ. 1 αναφέρθηκε και σε δεύτερο περιστατικό εξαναγκασμού της να μεταβεί για σεξουαλική επαφή στο σπίτι του Δώρου, του μόνου, που, κατά τον ισχυρισμό της, της φέρθηκε με βιαιότητα, στην κατάθεσή της στην Αστυνομία δε μίλησε για δεύτερο περιστατικό. Αυτή, αντεξεταζόμενη σε σχέση με το ρόλο του κατηγορούμενου 1, αναίρεσε προηγούμενο ισχυρισμό της ότι αυτός την απείλησε, προσθέτοντας ότι την απείλησαν οι υπάλληλοί του, χωρίς, όμως, να προσδιορίζει ποιοι από τους εφεσίβλητους.
Αντιφάσεις στη μαρτυρία της Μ.Κ. 1 το Κακουργιοδικείο διαπίστωσε και σε σχέση με το εάν οι εφεσίβλητοι είχαν τις παραπονούμενες κλειδωμένες στο δωμάτιό τους, όταν αυτές δεν εργάζονταν. Η Μ.Κ. 1, ενώ στην κατάθεσή της στην Αστυνομία - (Έγγραφο 1) - ισχυρίστηκε ότι οι εφεσίβλητοι τις εμπόδιζαν να φεύγουν από το καμπαρέ, στο Δικαστήριο, αντεξεταζόμενη, δέχθηκε ότι αυτές είχαν κλειδί του δωματίου τους, όμως, για να φύγουν, θα έπρεπε να πάρουν άδεια και, σε τέτοια περίπτωση, τις παρακολουθούσαν. Μια άλλη ουσιώδης αντίφαση στη μαρτυρία της είναι ότι, ενώ, για το σύνολο των εννέα περιστατικών εκπόρνευσής της, ως μόνο υπεύθυνο κατονόμασε τον κατηγορούμενο 3, σε άλλες αναφορές της έλεγε ότι ο κατηγορούμενος 2 έδιδε τις οδηγίες και οι κατηγορούμενοι 3 και 6 ήταν οι μεταφραστές.
Σειρά αντιφάσεων και κενών το Κακουργιοδικείο διαπίστωσε και κατέγραψε και σε σχέση με τη μαρτυρία της Μ.Κ. 2.
H αθωωτική απόφαση του Κακουργιοδικείου έχει εφεσιβληθεί από το Γενικό Εισαγγελέα, κατ' επίκληση των εξουσιών που του παρέχονται από το Άρθρο 137 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, όπως αυτός έχει τροποποιηθεί από τον περί Ποινικής Δικονομίας (Τροποποιητικός) Νόμο του 1998, (Ν. 54(Ι)/98), (ο «Νόμος»). Παραθέτουμε τους 7 λόγους που προβάλλονται με τις εφέσεις, όπως αυτοί διατυπώνονται:-
«ΠΡΩΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε κατά την έκδοση της Απόφασης καθότι αποδεικτικό υλικό έγινε πλημμελώς δεκτό ή αποκλείστηκε σε σχέση με τη μαρτυρία της Μ.Κ. 1, της οποίας τη μαρτυρία απέκλεισε επικαλούμενο την έλλειψη αξιοπιστίας κατά τέτοιο τρόπο που να ισοδυναμεί με ουσιαστικό αποκλεισμό απόδειξης.»
«ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέκλεισε αποδεικτικό υλικό το οποίο θα έπρεπε να λάβει υπόψη επικαλούμενο ευρήματα αξιοπιστίας τα οποία όμως ισοδυναμούν με εν τη ουσία αποκλεισμό, σε σχέση με τη Μ.Κ. 2.»
«ΤΡΙΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέκλεισε μαρτυρικό υλικό το οποίο θα έπρεπε να είχε γίνει αποδεκτό σε σχέση με την ενίσχυση της μαρτυρίας των Μ.Κ. 1 και Μ.Κ. 2 ...»
«ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε το μαρτυρικό υλικό που αναφερόταν στο Δώρο Θεοδώρου, Μ.Κ. 21, το οποίο αποτελούσε την περιστατική μαρτυρία ενίσχυσης των ισχυρισμών της Μ.Κ. 1.»
«ΠΕΜΠΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Υπήρξε αντικανονικότητα της διαδικασίας.»
«ΕΚΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Το Δικαστήριο πλημμελώς απέκλεισε μαρτυρία αναφορικά με το αδίκημα της εκμετάλλευσης πόρνης κατά παράβαση του Άρθρου 164(1) του Ποινικού Κώδικα.»
«ΕΒΔΟΜΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Το πρωτόδικο δικαστήριο πλημμελώς απέκλεισε μαρτυρία μαρτύρων κατηγορίας, οι οποίοι κρίθηκαν από το δικαστήριο ως αξιόπιστοι.»
Ο εφεσείων, στο Διάγραμμα Αγόρευσής του, σε σχέση με τους λόγους 1 - 4 των εφέσεων, αναφέρει και σχολιάζει αποσπάσματα από τη μαρτυρία των Μ.Κ. 1 και Μ.Κ. 2, με σκοπό να καταδειχθεί το εσφαλμένο της μη αποδοχής της μαρτυρίας τους και της μη αποδοχής της μαρτυρίας του Μ.Κ. 21, η οποία, κατά την εισήγησή του, αποτελεί ενίσχυση της μαρτυρίας των Μ.Κ. 1 και Μ.Κ. 2, ως, επίσης, το εσφαλμένο της μη θεώρησης του ψεύδους του κατηγορουμένου 1 ως προς τη σχέση του με το καμπαρέ ως ικανής περιστατικής μαρτυρίας για την ενοχή του.
Ο λόγος 5 των εφέσεων αφορά στην απουσία αιτιολογίας της απόφασης. Οι ένορκες μαρτυρίες των κατηγορουμένων 2 και 6, υπέβαλε ο εφεσείων, δεν αξιολογήθηκαν, όπως δεν αξιολογήθηκαν οι ανώμοτες δηλώσεις των υπολοίπων, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν απαντήσεις σε βασικά ερωτήματα, όπως εάν διεξαγόταν στο εν λόγω καμπαρέ πορνεία και αν αυτή ήταν με τη συγκατάθεση των παραπονουμένων.
Οι λόγοι 6 και 7 των εφέσεων αφορούν στον αποκλεισμό μέρους της μαρτυρίας των Μ.Κ. 1 και Μ.Κ. 2, με το αιτιολογικό ότι αυτή είναι εξ ακοής μαρτυρία και την αδικαιολόγητη παραγνώριση της αξιόπιστης μαρτυρίας των Μ.Κ. 10 - Αστυφύλακα στο Κλιμάκιο Αλλοδαπών, Ευθύμιου Μαμμίδη - και Μ.Κ. 6. - Ανώτερης Νοσηλευτικής Λειτουργού, Κωνσταντίνας Καρατζιά.
Οι εφεσίβλητοι, με το Διάγραμμα Αγόρευσή τους, έθεσαν ζήτημα παραδεκτού των εφέσεων.
Αγορεύοντας ενώπιόν μας, η κ. Ευθυβούλου, για τον εφεσείοντα, επικεντρώθηκε στο ζήτημα του παραδεκτού των εφέσεων, υιοθετώντας, ταυτόχρονα, τα όσα αναλύονται στο Διάγραμμα Αγόρευσης προς υποστήριξή της. Οι λόγοι των εφέσεων, εισηγήθηκε, καλύπτονται από το Άρθρο 137(1)(α)(ι) του Νόμου. Η χρονική σειρά, υπέβαλε, που ακολούθησε το Κακουργιοδικείο - ασχολήθηκε πρώτα με την αξιοπιστία των παραπονουμένων και, στη συνέχεια, αναζήτησε ενισχυτική μαρτυρία - δεν είναι η ορθή. Είναι η εισήγησή της ότι τα ευρήματα ως προς την αξιοπιστία των παραπονουμένων είναι σε τέτοιο βαθμό ακροσφαλή, ώστε παρέχεται δυνατότητα το Εφετείο όχι μόνο να τα παραμερίσει αλλά και να τα υποκαταστήσει με ευρήματα, που, εξ αντικειμένου, δικαιολογούνται από τη μαρτυρία και οδηγούν στην καταδίκη των εφεσιβλήτων. Με αναφορά στη μαρτυρία των παραπονουμένων αλλά και άλλων μαρτύρων κατηγορίας, υπέβαλε ότι ο τρόπος προσέγγισής της σε πολλά σημεία ήταν αποσπασματικός. Χρησιμοποιήθηκαν, κατά απομόνωση, λέξεις που ανέφεραν οι παραπονούμενες, με αποτέλεσμα αυτές να μην αξιολογηθούν ορθά στο πλαίσιο του συνόλου της μαρτυρίας. Το Κακουργιοδικείο, με προφανή αθωωτική διάθεση προς τους εφεσίβλητους, υπερέβη κάθε λογικά εσκαμμένο όριο. Επικαλούμενο έλλειψη αξιοπιστίας, απέκλεισε τη μαρτυρία των παραπονουμένων, κατά τρόπο που ισοδυναμεί με αποκλεισμό απόδειξης. Επίσης, μαρτυρία, η οποία υπήρχε και η οποία ήταν ενισχυτική της μαρτυρίας τους, αποκλείστηκε, όπως αποκλείστηκε το ψεύδος του κατηγορουμένου 1, το οποίο πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις* για να χρησιμοποιηθεί ως ενίσχυση στη μαρτυρία τους. Τα ίδια, εισηγήθηκε, αφορούν και τη μαρτυρία του Μ.Κ. 21 - Δώρου Θεοδώρου, του πρόσωπου, δηλαδή, με το οποίο η παραπονούμενη Μ.Κ. 1, σύμφωνα με τη μαρτυρία της, εξαναγκάστηκε να έλθει σε σεξουαλική επαφή και για το σκοπό αυτό μεταφέρθηκε στο σπίτι του. Η περιγραφή που η Μ.Κ. 1 έδωσε για το Μ.Κ. 21, καίτοι ήταν πλήρης και συνέπιπτε με την εμφάνισή του - (ψηλός, χοντρός, με μαύρα μαλλιά και γυαλιά) - αποκλείστηκε, όπως αποκλείστηκε η περιγραφή που αυτή έδωσε για το σπίτι του - (μεγάλο σπίτι, με χώρο υποδοχής, πάνω τα δωμάτια και γραφείο) - και η οποία συνέπιπτε με την περιγραφή που ο ίδιος ο Μ.Κ. 21 έδωσε γι' αυτό. Με αναφορά στη Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ανδρέα Ευσταθίου κ.ά. (2010) 2 Α.Α.Δ. 94, όπου εφέσεις του Γενικού Εισαγγελέα έγιναν δεκτές λόγω αποκλεισμού μαρτυρίας, εισηγήθηκε ότι και στην παρούσα υπήρξε ανάλογος αποκλεισμός.
Εκ διαμέτρου αντίθετη είναι η θέση των εφεσιβλήτων, οι οποίοι αμφισβήτησαν, με το Διάγραμμα Αγόρευσής τους, το παραδεκτό των εφέσεων, καθ' όλην τους την έκταση. Οι λόγοι 1 - 4 και 6 των εφέσεων, υπέβαλαν, αν και ενδύθηκαν το μανδύα του λόγου είτε του πλημμελούς αποκλεισμού μαρτυρίας είτε της πλημμελούς αποδοχής της, στην πραγματικότητα εφεσιβάλλουν ευρήματα του Κακουργιοδικείου επί της αξιοπιστίας μαρτύρων, που είναι εκτός της εμβέλειας του Άρθρου 137 του Νόμου.
Ο συνήγορος των εφεσιβλήτων, με αναφορά σε νομολογία ως προς το δικαιοδοτικό πλαίσιο που θέτει το Άρθρο 137(1)(α) του Νόμου για την άσκηση έφεσης εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα εναντίον αθωωτικής απόφασης και την ερμηνεία των διατάξεων του κατά τρόπο περιοριστικό του δικαιώματός του, ενόψει της συνταγματικής επιταγής του Άρθρου 12.2 ότι ο απαλλαγείς ή ο καταδικασθείς δε δικάζεται εκ δευτέρου για το αυτό αδίκημα, μας κάλεσε να απορρίψουμε τις εφέσεις. Ούτε, υπέβαλε, οι λόγοι 5 και 7 των εφέσεων, περί του αναιτιολόγητου της απόφασης και του αποκλεισμού μαρτυρίας που έγινε δεκτή ως αξιόπιστη, ευσταθούν. Όλα τα ευρήματα αιτιολογούνται με επάρκεια. Η δε μαρτυρία, την οποία το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε και αποδέχτηκε ως αληθινή, δεν πρόσθετε οποιαδήποτε ενίσχυση σε μαρτυρία που δεν έγινε αποδεκτή ως αξιόπιστη.
Το Άρθρο 137(1)(α) του Νόμου προβλέπει τα εξής:-
«137.-(1) Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται -
(α) να ασκήσει έφεση ή να εγκρίνει την άσκηση έφεσης από αθωωτική απόφαση Κακουργιοδικείου ή Επαρχιακού Δικαστηρίου για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:
(ι) ότι δεν υπήρξε απόδειξη βάσει της οποίας το Δικαστήριο μπορούσε εύλογα να διαπιστώσει πραγματικό γεγονός ή γεγονότα αναγκαία για τη θεμελίωση της απόφασης αυτής·
(ιι) ότι απόδειξη έγινε πλημμελώς δεκτή ή αποκλείστηκε·
(ιιι) ότι ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων·
(ιv) ότι υπήρξε αντικανονικότητα διαδικασίας·»
Στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Σωφρονίου (2000) 2 Α.Α.Δ. 151, υπογραμμίστηκε ότι:- (σελ. 159)
«Πρόδηλο είναι από το κείμενο του Άρθρου 137(1)(α), κρινόμενο στην ολότητά του, ότι το δικαίωμα υποβολής έφεσης από το Γενικό Εισαγγελέα περιορίζεται σε νομικά ζητήματα. Αποκλείεται η άσκηση έφεσης κατά της αξιολόγησης της μαρτυρίας ή οποιουδήποτε θέματος συναφούς προς αυτή, όπως αποκλείεται η προσβολή των ευρημάτων του δικαστηρίου επί των γεγονότων.»
Το τι συνιστά αποκλεισμό μαρτυρίας απασχόλησε στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Μανώλη (1995) 2 Α.Α.Δ. 207, όπου το Δικαστήριο, απορρίπτοντας εισήγηση του συνηγόρου του εφεσείοντα, ανέφερε τα εξής:- (σελ. 213)
«Πέραν αυτών όμως, αντιλαμβανόμεθα πως ο δικηγόρος του εφεσείοντα με τις προαναφερθείσες επικρίσεις του ήθελε να υποστηρίξει την άποψη πως υπήρξε από μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου πλημμελής αποκλεισμός μαρτυρίας.
Η εισήγηση αυτή του δικηγόρου του εφεσείοντα δεν μας βρίσκει σύμφωνους, γιατί η μερική ή ολική απόρριψη μαρτυρίας των δύο μαρτύρων κατηγορίας, του Μ.Κ. 1 και του Μ.Κ. 3, αντίστοιχα, ήταν το αποτέλεσμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και κατ' επέκταση της απόρριψής της και όχι του πλημμελούς αποκλεισμού της. Ο πλημμελής αποκλεισμός μαρτυρίας είναι η μη αποδοχή αποδεκτής μαρτυρίας και όχι η αποδοχή αποδεκτής μαρτυρίας και η μετέπειτα απόρριψή της σαν αναξιόπιστης.»
Ανάλογα αποφασίστηκαν στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Σωφρονίου, (πιο πάνω).
Εξέταση των λόγων 1 - 4 και 6 των εφέσεων καταδεικνύει ότι, με αυτούς, εμμέσως, πλην σαφώς, εκείνο που αμφισβητείται είναι η αξιολόγηση της μαρτυρίας των Μ.Κ. 1, Μ.Κ. 2 και Μ.Κ. 21, μαρτυρία που δεν προκύπτει, σε οποιαδήποτε περίπτωση, το Κακουργιοδικείο να απέκλεισε πλημμελώς ή άλλως, ώστε να μπορεί να στηριχτεί η θέση ότι υπήρξε πλημμελής αποκλεισμός αποδεκτής μαρτυρίας, ένας από τους λόγους για τους οποίους μπορεί να γίνει αποδεκτή έφεση εναντίον αθωωτικής απόφασης. Η μαρτυρία των παραπονουμένων Μ.Κ. 1 και Μ.Κ. 2 αλλά και η υπόλοιπη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής δεν αποκλείστηκε. Αυτή, αφού έγινε δεκτή ως αποδεκτή μαρτυρία, αναλύθηκε, αξιολογήθηκε και σχολιάστηκε σε έκταση, προτού απορριφθεί ως αναξιόπιστη - (μαρτυρία παραπονουμένων και Μ.Κ. 21). Η μαρτυρία που έγινε αποδεκτή ως αξιόπιστη ήταν χωρίς δυνατότητα απόδειξης των κατηγοριών. Ειδικότερα, το Κακουργιοδικείο δεν απέκλεισε τη μαρτυρία των παραπονουμένων για το ποσό που, κατά τον ισχυρισμό τους, οι πελάτες πλήρωναν στους εφεσίβλητους για να έρχονται αυτές σε σεξουαλική επαφή μαζί τους και το ποσό που οι εφεσίβλητοι έδιδαν στις ίδιες. Αφού την αξιολόγησε, την έκρινε μη ικανοποιητική προς απόδειξη της κατηγορίας του Άρθρου 164(1) του περί Ποινικού Κώδικα Νόμου, Κεφ. 154, η οποία, λαμβανομένης υπόψη της υπόθεσης, δεν έχει ανεξάρτητη υπόσταση, αλλά είναι στενά συνδεδεμένη με τις κατηγορίες της μαστροπείας και τις υπόλοιπες κατηγορίες, για τις οποίες οι λόγοι των εφέσεων κρίθηκαν απαράδεκτοι. Καίτοι η εκπόρνευση των παραπονουμένων δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος του Άρθρου 164(1)(α)* - «εκμετάλλευση πόρνης» - το γεγονός ότι η μαρτυρία τους κρίθηκε αναξιόπιστη, δεν άφηνε άλλη κατάληξη. Το Κακουργιοδικείο δεν απέκλεισε τη μαρτυρία τους ότι, όπως τους έλεγε η κατηγορούμενη 6 και οι πελάτες, γι' αυτές πλήρωναν τους εφεσίβλητους, αυτή, όμως, δεν κρίθηκε ικανοποιητική προς απόδειξη της κατηγορίας. Αναφορές που αποδόθηκαν από την παραπονούμενη Μ.Κ. 1 στην κατηγορούμενη 6, ότι, δηλαδή, αυτή της έλεγε ότι οι πελάτες πλήρωναν γι' αυτές €60,00 και στις ίδιες έδιναν €17.00, ορθά δεν έγιναν αποδεκτές ως μαρτυρία εναντίον των συγκατηγορουμένων της. Η δε μαρτυρία της Μ.Κ. 1 ότι ο Μ.Κ. 21 της έδωσε επιταγή €1.000,00, όταν αυτή ήλθε σε σεξουαλική επαφή μαζί του και η ίδια την έδωσε στον κατηγορούμενο 2, ορθά κρίθηκε ότι δεν ήταν αρκετή, αφού η επιταγή δεν έφερε όνομα δικαιούχου, ούτε προέκυψε εάν αυτή εξαργυρώθηκε και από ποιον. Κατέληξε, συγκεκριμένα, στα πιο κάτω, από τα οποία προκύπτει, με σαφήνεια, ο λόγος απαλλαγής των εφεσιβλήτων από την εν λόγω κατηγορία:-
«Όπως η περιγραφή του αδικήματος του Άρθρου 164 (1), ανωτέρω υποδηλοί, 'εκμετάλλευση πόρνης', δεν είναι αναγκαίο συστατικό στοιχείο η εκπόρνευση της παραπονούμενης από τον κατηγορούμενο (βλ. Βασιλείου ν. Αστυνομίας**, ανωτέρω). Αλλά θα πρέπει να αποδειχθεί ότι αυτός αποζεί, έστω μερικώς, από το προϊόν της πορνείας, στην οποία η παραπονούμενη επιδίδεται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Βέβαια, στην προκειμένη περίπτωση επειδή η όλη υπόθεση βασίστηκε στο ότι οι κατηγορούμενοι εκπόρνευαν τις παραπονούμενες και επειδή η πτυχή αυτή δεν έχει αποδειχθεί, συνακόλουθα αποτυγχάνουν και οι κατηγορίες για εκμετάλλευση πόρνης.
Όμως, για το θέμα αυτό να παρατηρήσουμε περαιτέρω, ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε αναφορά από τη Charitin και την Arisa ότι αντιλήφθηκαν οποιοσδήποτε από τους κατηγορούμενους να εισέπραξε ποτέ οποιοδήποτε ποσό από την ισχυρισθείσα από αυτές εκπόρνευση τους. Οι αναφορές τους σχετικά ότι οι πελάτες πλήρωναν σε συγκεκριμένους κατηγορουμένους κάποια χρηματικά ποσά και ότι αυτές έπαιρναν είτε €17 είτε €50, αναλόγως της περίπτωσης, δεν είναι προϊόν της δικής τους προσωπικής γνώσης. Αλλά από πληροφόρηση που είχαν, όπως έλεγαν, από την Gleny ή και από πελάτες που τους έλεγαν ότι είχαν πληρώσει γι' αυτές. Δεν υπάρχει επομένως ικανοποιητική μαρτυρία προς απόδειξη του πιο πάνω συστατικού στοιχείου αφού οι αναφορές τους σχετικά είναι γενικές και αόριστες ενώ δεν κλήθηκε και οποιοσδήποτε πελάτης να καταθέσει σε σχέση με το θέμα αυτό. Όσον αφορά τις αναφορές σχετικά που αποδόθηκαν στην Gleny δεν αποτελούν αποδεκτή μαρτυρία εναντίον των συγκατηγορούμενων της πέραν και της γενικότητας με την οποία αυτή χαρακτηρίζεται. Όσο για την επιταγή των €1.000 που ο Δώρος φέρεται να έδωσε στη Charitin και αυτή την έδωσε στον Παύλο δεν αναγράφετο σ' αυτήν το όνομα του δικαιούχου και δεν έγινε γνωστό αν αυτή τελικά εξαργυρώθηκε και ποιος έλαβε το προϊόν της.»
Η μαρτυρία, ειδικότερα, των Μ.Κ. 10 και Μ.Κ. 6, στην οποία αφορά ο λόγος 7 των εφέσεων, δεν πρόσθετε οτιδήποτε στην υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής, μετά την απόρριψη της μαρτυρίας των Μ.Κ. 1 και Μ.Κ. 2 ως αναξιόπιστης.
Στη Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ανδρέα Ευσταθίου κ.ά., (πιο πάνω), στην οποία η κα Ευθυβούλου μας παρέπεμψε, τα δεδομένα ήταν εντελώς διαφορετικά. Εκεί είχε αποκλεισθεί βιντεοταινία ως μη αυθεντική, επειδή θεωρήθηκε η εξ ακοής μαρτυρία του Γενικού Εισαγγελέα και του Ποινικού Ανακριτή ως μη ισχυρή για την απόδειξη της αυθεντικότητάς της. Το πρόσωπο το οποίο βιντεογράφησε τα γεγονότα δεν παρουσιάστηκε στη δίκη. Ο αποκλεισμός της βιντεοταινίας ως μη αυθεντικής είχε ως αποτέλεσμα και τον αποκλεισμό της μαρτυρίας των εκεί παραπονουμένων και άλλων μαρτύρων ως προς τις αναγνωρίσεις των κατηγορουμένων, στην έκταση που αυτές διέρχονταν μέσα από την παρακολούθηση της βιντεοταινίας. Επίσης, διάφορες μαρτυρίες κρίθηκαν αυτοτελώς, χωρίς συσχετισμό της μιας προς την άλλη, όπως επιβαλλόταν, μαρτυρία δε εμπειρογνωμόνων θεωρήθηκε αντιφατική, ενώ δεν ήταν τέτοια. Ετίθετο επομένως εκεί θέμα περί της ορθότητας ή μη του αποκλεισμού μαρτυρίας κατά λανθασμένη ή πλημμελή αξιολόγηση εντός της εννοίας του νομικού σημείου με αναφορά στη νομολογία.
Ούτε τα περί μη αιτιολόγησης της απόφασης ευσταθούν. Η απόρριψη της μαρτυρίας των παραπονουμένων, για σειρά λόγων - η ορθότητα ή μη της απόρριψής της ως αναξιόπιστης εκφεύγει της εμβέλειας του Άρθρου 137(1)(α)(ι) του Νόμου, στο οποίο στηρίχτηκαν οι εφέσεις - ως και όλα όσα με λεπτομέρεια εξηγούνται στην απόφαση συνιστούν την αιτιολογία της.
Οι εφέσεις κρίνονται απαράδεκτες και απορρίπτονται.
Οι εφέσεις κρίνονται απαράδεκτες και απορρίπτονται.