ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Ανδρέου Μάριος ν. Αστυνομίας (2016) 2 ΑΑΔ 1147, ECLI:CY:AD:2016:B529
MAΡΙΟΥ ΑΝΔΡΕΟΥ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ , Ποινική Έφεση Αρ. 182/2015, 18/11/2016, ECLI:CY:AD:2016:B529
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ν. ΒΡΥΩΝΗΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 92/2017, 93/2017, 19/7/2019, ECLI:CY:AD:2019:B336
(2011) 2 ΑΑΔ 385
22 Σεπτεμβρίου, 2011
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΤΡΕΑΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 154/2009)
Ποινικός Κώδικας ― Απάτη ― Απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις ― Συγκάλυψη ― Άρθρα 300, 298 του Ποινικού Κώδικα ― Ο περί Συγκάλυψης, Έρευνας και Δήμευσης Εσόδων από Ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμος αρ. 61(1)/96.
Απόδειξη ― Αξιολόγηση αξιοπιστία Μαρτύρων ― Το έργο της αποτίμησης της αξιοπιστίας των μαρτύρων κατ' εξοχήν ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο ― Είναι μόνο για ειδικούς λόγους επιτρεπτή η επέμβαση του Εφετείου.
Ποινική Δικονομία ― Ανώμοτη δήλωση ― Δεν αποτελεί μαρτυρία αλλά μπορεί να βοηθήσει στη θεώρηση της μαρτυρίας, ως πειστικής και όχι αποδεικτικής αξίας, από κάποια διαφορετική σκοπιά.
Ποινική Δικονομία ― Είναι επιτρεπτή η μη κλήτευση από την Κατηγορούσα Αρχή μάρτυρα κατηγορίας που αναφέρεται στο Κατηγορητήριο, και η μη προσφορά του για αντεξέταση ― Δεν παρεμβάλλεται οποιοδήποτε εμπόδιο για την κλήτευση αυτού του προσώπου ως μάρτυρα από την υπεράσπιση.
Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος από το κακουργιοδικείο σε κατηγορίες για απάτη, απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις και συγκάλυψη. Του επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης τριών και έξι χρόνων οι οποίες ορίστηκε να συντρέχουν.
Εισέπραξε από τον παραπονούμενο το συνολικό ποσό των £3.725.800 το οποίο προέκυπτε από επιταγές που κάλυπταν το μεγαλύτερο μέρος του και από περαιτέρω τραπεζιτική και άλλη γραπτή και προφορική μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου.
Ο εφεσείων παρέστησε στον παραπονούμενο πως ήταν εξουσιοδοτημένος από Τουρκοκύπριους να πωλήσει ακίνητά τους στην ελεύθερη περιοχή, παρουσιάζοντας του τοπογραφικά, αντίγραφα τίτλων εγγραφής, πληρεξούσια και διαβατήρια με τη διαβεβαίωση πως όλα θα γίνονταν νόμιμα.
Ο εφεσείων άσκησε έφεση κατά της καταδίκης του.
Με την έφεση υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι:
α) Υπήρξε σφάλμα στις αναφορές του Κακουργιοδικείου στην ανώμοτη δήλωση.
β) Ήταν εσφαλμένη η εκτίμηση του κακουργιοδικείου ότι ο παραπονούμενος, η σύζυγος, ο υιός και οι κουμπάροι του, ήταν αξιόπιστοι ως επίσης και η αποδοχή μαρτυρίας Υπαστυνόμου ο οποίος, κατά την εισήγηση, όντας προκατειλημμένος κατά του εφεσείοντα, παρέλειψε να ερευνήσει αντικειμενικά και με πληρότητα ουσιώδεις πτυχές της υπόθεσης, ιδίως με τη λήψη καταθέσεων και από άλλα πρόσωπα.
γ) Παρέμειναν κενά και ελλείψεις που θα έπρεπε να καλυφθούν με μαρτυρία που δεν προσήχθη από την κατηγορούσα αρχή και δεν υπήρξε διεξαγωγή δίκαιης δίκης.
δ) Ήταν εσφαλμένη η εκτίμηση του κακουργιοδικείου ότι δεν ήταν ασφαλές να στηριχτεί στη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα που κάλεσε ο εφεσείων.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Δεν αναδείχθηκαν αντιφάσεις, ασάφειες, ελλείψεις ή αδυναμίες τέτοιες που να καθιστούσαν επιτρεπτή την ανατροπή των εκτιμήσεων του κακουργιοδικείου αναφορικά με την αξιοπιστία του παραπονούμενου και των άλλων βασικών μαρτύρων κατηγορίας.
2. Η θέση του εφεσείοντα, όχι όμως με μαρτυρία, ήταν πλήρης άρνηση και, ουσιαστικά απόδοση στον παραπονούμενο και τους άλλους, συνωμοσίας που εξυφάνθηκε σε βάρος του. Ήταν δε και λανθασμένοι οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα περί λανθασμένων αναφορών του Κακουργιοδικείου στο περιεχόμενο της ανώμοτης δήλωσης.
3. Ο εφεσείων δεν αντέτεινε οτιδήποτε το συγκεκριμένο στο πλαίσιο του λόγου έφεσης για τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα του. Δεν υπήρχε, ανέφερε στο διάγραμμά του, μαρτυρία ότι η φωτοτυπία του τεκμηρίου που εξέτασε ο μάρτυρας, επέφερε ουσιώδεις αλλαγές στη διαστίχωση των γραμμάτων, αυτό όμως, κατά παραγνώριση της ουσίας των επισημάνσεων του κακουργιοδικείου, με παραπομπή σε όσα ακριβώς αναγνώρισε ο ίδιος ο μάρτυρας. Τα οποία και ευλόγως αξιολόγησε το κακουργιοδικείο, ασφαλώς χωρίς να αναλαμβάνει ρόλο εμπειρογνώμονα.
4. Ο ισχυρισμός ότι λανθασμένα εκρίθη αξιόπιστος ο υπαστυνόμος Σωτηριάδης, προβλήθηκε χωρίς να υποδεικνυόταν οτιδήποτε από τη μαρτυρία του που θα ήταν αφ' εαυτού σχετικό προς τα διαδραματισθέντα. Δεν τέθηκαν πρωτοδίκως οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα ότι ο υπαστυνόμος δεν διερεύνησε με αντικειμενικότητα την υπόθεση και ότι παρέλειψε να πάρει καταθέσεις, από το κτηματολόγιο και άλλους ή ακόμα και να εξετάσει έγγραφα και πληρεξούσια και ότι περαιτέρω δεν φρόντισε να εξετάσει αν στο τεκμήριο 5 υπήρχε DNA του εφεσείοντα.
5. Το θέμα της μη κλήτευσης από την Κατηγορούσα Αρχή μάρτυρα κατηγορίας που αναφερόταν στο Κατηγορητήριο, αλλά και της μη προσφοράς του για αντεξέταση, εξετάστηκε ειδικά από το κακουργιοδικείο που έκρινε την πρόθεση της κατηγορούσας αρχής επιτρεπτή με την παρατήρηση πως δεν παρεμβαλλόταν οποιοδήποτε εμπόδιο για την κλήτευση αυτού του προσώπου ως μάρτυρα από την υπεράσπιση. Ο εφεσείων δεν αξιοποίησε αυτή τη δυνατότητα και ενώπιον του Εφετείου, δεν αναφέρθηκε καν στη σχετική ενδιάμεση απόφαση του κακουργιοδικείου.
6. Το κακουργιοδικείο απέρριψε την εκδοχή περί αλλότριων κινήτρων του Υπαστυνόμου Σωτηριάδη, δεν εντόπισε κενά ή ελλείψεις διερεύνησης και δεν στοιχειοθετείτο λόγος για παρέμβασή του Εφετείου.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λεμεσού (Πασχαλίδη, Π.Ε.Δ., Σωκράτους, Α.Ε.Δ., Μάρκου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 2070/08), ημερομηνίας 16/7/09.
Α. Ευτυχίου με Χρ. Χατζηλοΐζου, για τον Εφεσείοντα.
Δ. Θεοδώρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος από το κακουργιοδικείο σε οκτώ κατηγορίες για απάτη, αντίστοιχες οκτώ για αποσπάσεις χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις και δυο κατηγορίες για συγκάλυψη. Στις κατηγορίες για απάτη του επιβλήθηκαν ποινές τριετούς φυλάκισης. Στις κατηγορίες για απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις δεν του επιβλήθηκε ποινή. Στις κατηγορίες για συγκάλυψη του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 6 ετών. Όλες οι ποινές ορίστηκε να συντρέχουν. Ο εφεσείων άσκησε έφεση κατά της καταδίκης του.
Ο εφεσείων, κατά το μικρό χρονικό διάστημα μεταξύ των αρχών του Ιουλίου 2007 και των μέσων του Σεπτεμβρίου 2007 εισέπραξε από τον παραπονούμενο Λ. Σιδερά το συνολικό ποσό των £3.725.800. Αυτό προέκυπτε από τις επιταγές που κάλυπταν το μεγαλύτερο μέρος του και από περαιτέρω τραπεζιτική και άλλη γραπτή και προφορική μαρτυρία. Η είσπραξη του ποσού από τον εφεσείοντα δεν αμφισβητήθηκε ούτε και εγείρονται ζητήματα σε σχέση με την επί μέρους αναφορά των ποσών και της συναφούς αντιστοίχησής τους στις λεπτομέρειες των κατηγοριών. Επίσης δεν είχαν εγερθεί πρωτοδίκως ούτε εγείρονται με την έφεση οποιαδήποτε ζητήματα σε σχέση με την κατά νόμο στοιχειοθέτηση των κατηγοριών, εφόσον η μαρτυρία για την κατηγορούσα αρχή θα κρινόταν αξιόπιστη. Ό,τι αποτέλεσε το αντικείμενο της δίκης ήταν οι λόγοι για τους οποίους ο παραπονούμενος κατέβαλε προς τον εφεσείοντα το ποσό.
Το κακουργιοδικείο εξήγησε στη λεπτομέρειά της, την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής με αναφορά σε ημερομηνίες και επί μέρους ποσά που σταδιακά καταβλήθηκαν σύμφωνα με τη μαρτυρία του παραπονούμενου, όπως αυτή ενισχυόταν από τη σύζυγό του Ελ. Σιδερά, τον υιό του Δ. Σιδερά και δυο κουμπάρους του, το ζεύγος Γεωργίου. Ο πυρήνας ήταν πως ο εφεσείων παρέστησε στον παραπονούμενο πως ήταν εξουσιοδοτημένος από Τουρκοκύπριους να πωλήσει ακίνητά τους στην ελεύθερη περιοχή. Στην πορεία του έδειχνε τοπογραφικά, αντίγραφα τίτλων εγγραφής, πληρεξούσια και διαβατήρια με τη διαβεβαίωση πως όλα θα γίνονταν νόμιμα, πολύ περισσότερο αφού η κυβέρνηση ευνοούσε τέτοιες συναλλαγές. Επισκέφθηκαν και περιοχές όπου ο εφεσείων του επιδείκνυε τέτοια ακίνητα και συζήτησε μαζί του και την παροχή είδους εγγύησης με τη «δέσμευση», με γραπτή συμφωνία, δικής του ακίνητης ιδιοκτησίας, μεγαλύτερης αξίας όπως τον διαβεβαίωνε. Διευθετήθηκε και συνάντηση με Τουρκοκύπριους στο σπίτι του εφεσείοντα στην Παραμύθα αλλά τους επισκέφθηκαν κιόλας μαζί με τον εφεσείοντα, στην Κερύνεια. Ο εφεσείων ήταν πειστικός και από τις ενέργειες και τις διαβεβαιώσεις του οι όποιες ανησυχίες αίροντο. Σ' αυτό συνέτεινε εκτός από τα άλλα και η επίσκεψη τους στο Κτηματολόγιο Λεμεσού όπου ο εφεσείων, υποτίθεται, αντί της συζητηθείσας συμφωνίας «δέσμευσης» του μεταβίβασε ακίνητο στο Σούνι υποτιθέμενης αξίας £2.270.000 με τη συμφωνία να το επιστρέψει στον εφεσείοντα όταν θα του μεταβιβάζονταν τα ακίνητα των Τουρκοκυπρίων. Ενώ θα ήταν δε παρών στο Κτηματολόγιο, ο εφεσείων τον συμβούλευσε, και έτσι έγινε, να του υπογράψει πληρεξούσιο για την εκ μέρους του αποδοχή της μεταβίβασης. Αν, όπως του είπε, τον έβλεπαν στο Κτηματολόγιο ότι ήταν παρών, θα άρχιζαν ερωτήσεις και επειδή ήταν άπειρος θα τα θαλάσσωναν. Μετέβησαν λοιπόν στο Κτηματολόγιο αλλά έμεινε μερικά μέτρα μακριά. Το χειρισμό τον έκαμε ο εφεσείων ο οποίος και τον διαβεβαίωσε ότι οι τίτλοι θα εκδίδονταν σε δυο μήνες περίπου. Ακολούθως πήγαν και στο Σούνι και του έδειξε το ακίνητο.
Κατά την εξέλιξη αυτής της αδιαμφισβήτητης διαρκούς έκδοσης επιταγών, που όλες, με ορισμένες εξαιρέσεις που εξηγήθηκαν, εξαργυρώθηκαν από τον εφεσείοντα ή χρησιμοποιήθηκαν για τους σκοπούς του, ο εφεσείων προθυμοποιήθηκε να δωρίσει στη σύζυγο του παραπονούμενου οκτώ τεμάχια γης στο Σούνι. Το μόνο, θα πλήρωνε ο παραπονούμενος τα τέλη μεταβίβασης τα οποία, λόγω της μεγάλης αξίας των τεμαχίων θα ανέρχονταν στις £250.000. Ο παραπονούμενος έκδωσε δυο επιταγές γι' αυτό το ποσό και υπογράφηκε πληρεξούσιο, (το τεκμήριο 64), από τη σύζυγό του, πιστοποιημένο, όπως στις περιπτώσεις άλλων εγγράφων, από πιστοποιούντα υπάλληλο. Και σε εκείνη την περίπτωση μετέβησαν στο Κτηματολόγιο αλλά ο παραπονούμενος και η σύζυγός του παρέμειναν στο αυτοκίνητο. Υποτίθεται ότι έγινε η μεταβίβαση και, αργότερα, ο εφεσείων κάλεσε τον παραπονούμενο στο σπίτι του για να του δώσει τους τίτλους. Ο παραπονούμενος πρόσεξε πως σ' αυτούς αναγραφόταν ότι τα τεμάχια βρίσκονταν όχι στο Σούνι αλλά στη Δορά. Ρώτησε τον εφεσείοντα πού ήταν η Δορά. Του είπε δίπλα από το Σούνι αλλά την επομένη ο παραπονούμενος, με τη βοήθεια χάρτη, διαπίστωσε πως η Δορά δεν είναι κοντά στο Σούνι αλλά μια απόμακρη περιοχή. Επισκέφθηκε τον εφεσείοντα μαζί με τη σύζυγό του και τον υιό του, ζήτησε εξηγήσεις πληροφορώντας τον εφεσείοντα πως θα ερευνούσε το θέμα με το Κτηματολόγιο. Ο εφεσείων τον προέτρεψε να μην προχωρήσει προειδοποιώντας για κινδύνους, ως ακολούθως:
«μεν πάεις να ανακατώσεις γιατί κινδυνεύεις και εσύ και εγώ, διότι όλες οι τουρκοκυπριακές περιουσίες περνούν πρώτα από τον Φανιέρο για να πιάσει την προμήθεια του πριν παν στο Υπουργείο. Τίποτα δεν πουλιέται χωρίς να εισπράξει πρώτα ο Φανιέρος και αν το μάθει ότι τον ντραμπάραμε θα εξαφανιστείς και εσύ και εγώ. Θα μπλέξεις σε βαθιά νερά».
Ο παραπονούμενος πήγε στο Κτηματολόγιο. Είπε στον υπάλληλο τι έγινε και για τα «μεταβιβαστικά». Αυτός το συμβούλευσε να διορίσει δικηγόρο. Επισκέφθηκε και το γραφείο «του φόρου εισοδήματος» όπου ρώτησε για τους τίτλους. Εκεί του είπαν να καταγγείλει την υπόθεση στην αστυνομία. Όπως και έκαμε. Διόρισε δικηγόρο και στις 4.2.2008 κατήγγειλε την υπόθεση στην αστυνομία. Προηγουμένως επιδίωξε μέσω τρίτων την αποκατάσταση της ζημιάς του. Τους εφοδίασε με χειρόγραφο του, το τεκμήριο 118. Σ' αυτό γινόταν αναφορά στο μικρότερο ποσό του £1.600.000 που οι τρίτοι εξουσιοδοτήθηκαν να εισπράξουν. Ντρεπόταν να αποκαλύψει όλο το ύψος της ζημιάς, το οποίο δεν ήθελε ούτε η σύζυγός του να πληροφορηθεί.
Αυτά είναι αρκετά για το σχηματισμό της γενικής εικόνας στη βάση της υπόθεσης για την κατηγορούσα αρχή. Σε ορισμένες λεπτομέρειες θα χρειαστεί να αναφερθούμε μετά, κατά τη συζήτηση της εκδοχής του εφεσείοντα. Συμπληρώνουμε όμως πως δεν μεταβιβάστηκε στο όνομα του παραπονούμενου οποιοδήποτε κτήμα από τα υποτιθέμενα και περαιτέρω πως τα κτήματα στο Σούνι που έδειξε ο εφεσείων στον παραπονούμενο, σύμφωνα με τη μαρτυρία, όπως διαπιστώθηκε, ανήκαν σε τρίτους.
Ο εφεσείων προέβη σε τρεις καταθέσεις στην αστυνομία. Στην πρώτη και στη δεύτερη παρατίθενται οι ισχυρισμοί του ως προς τα χρήματα που εισέπραξε και το σκοπό αυτών των εισπράξεων. Η τρίτη σχετιζόταν προς τις κατηγορίες για συνωμοσία και για παρέμβαση στη δικαστική διαδικασία που κρίθηκε πως, στη βάση της μαρτυρίας της κατηγορούσας αρχής, δεν στοιχειοθετούνταν. Ενώπιον του κακουργιοδικείου ο εφεσείων επέλεξε να προβεί σε ανώμοτη δήλωση και κάλεσε τρεις μάρτυρες υπεράσπισης.
Συνοψίζουμε και τον πυρήνα των ισχυρισμών του εφεσείοντα. Γνώρισε τον παραπονούμενο το 2006. Του είχε πωλήσει τότε ο ίδιος και ο υιός του ένα κτήμα στην Παραμύθα. Έκτοτε είχαν σειρά συναλλαγών όχι όμως σε σχέση με αγορά γης, πολύ λιγότερο με αγορά γης που ανήκε σε Τουρκοκύπριους. Ούτε Τουρκοκύπριους γνωρίζει ούτε κτήματά τους και ουδέποτε μίλησε για τέτοιο θέμα με τον παραπονούμενο. Δεν έγιναν συναντήσεις με Τουρκοκύπριους και ουδέποτε επισκέφθηκαν τις κατεχόμενες περιοχές μαζί με τον παραπονούμενο, σε σχέση με αγορά γης. Πήγαν μαζί πράγματι εκεί μια φορά αλλά μόνο για να επισκεφθεί ο παραπονούμενος κάποιο φίλο του, από την Αγγλία. Δεν έχει κτήματα στο Σούνι και η μαρτυρία του παραπονούμενου και της συζύγου του ήταν ψευδής. Ο παραπονούμενος του εξέδιδε πράγματι επανειλημμένα επιταγές, αλλά για άλλους σκοπούς. Για παράδειγμα, όπως ισχυρίστηκε, έναντι μετρητών που του έδινε. Δεν μπορούσε όμως να ξεχωρίσει ποια επιταγή δόθηκε για ένα και ποιό σκοπό και ποιά για άλλο. Υπήρχαν όμως τρεις πράξεις για τις οποίες υπήρχε έγγραφη μαρτυρία, την οποία και επικαλείται, ως ακολούθως:
Στις 6.7.07 ο παραπονούμενος του έκαμε δώρο £1.100.000, όπως βεβαιώνει το τεκμήριο 121 το οποίο φέρει την υπογραφή του παραπονούμενου πιστοποιημένο από τον Πρόεδρο του Κοινοτικού Συμβουλίου Παραμύθας. Παρεμβάλλουμε ότι είναι η μαρτυρία του παραπονούμενου πως ουδέποτε έκαμε τέτοιο δώρο στον εφεσείοντα ούτε και υπέγραψε τέτοια δήλωση. Στις 6.7.07 είχε συνάντηση με τον εφεσείοντα, έκαμε συμφωνίες για την αγορά κτημάτων Τουρκοκυπρίων και υπεγράφησαν έγγραφα. Εκείνη την ημέρα του είχε εκδώσει τέσσερις επιταγές για το συνολικό ποσό £1.100.000 και ο εφεσείων είχε υπογράψει έγγραφο «υπό μορφή δανείου». Προφανώς του εγχείρησε και τη δήλωση που την υπέγραψε χωρίς να τη διαβάσει, υποθέτοντας πως ήταν άλλου περιεχομένου. Μετά την καταγγελία της υπόθεσης στην αστυνομία βρήκε στο γραμματοκιβώτιο του σπιτιού του ένα έγγραφο, το τεκμήριο 40, υπογραμμένο από τον εφεσείοντα, με την πιστοποίηση του Προέδρου του Κοινοτικού Συμβουλίου Παραμύθας, σύμφωνα με το οποίο ο εφεσείων έλαβε από τον ίδιο, «υπό μορφή δανείου», το ποσό των £1.100.000. Αν αυτό δεν εξοφλείτο στο χρόνο, ο εφεσείων θα του μεταβίβαζε τρία χωράφια στη Δορά που περιγράφονταν. Ο παραπονούμενος διαφωνούσε ως προς την τοποθεσία των κτημάτων που αναφέρονταν στο έγγραφο που είχε υπογράψει. Τα κτήματα ήταν στο Σούνι.
Το δεύτερο έγγραφο (τεκμήριο 119) που επικαλείται ο εφεσείων, είναι «συμφωνητικό» που φέρονται να υπέγραψαν μαζί με τον παραπονούμενο στις 30.8.07, πάλιν με την πιστοποίηση του Προέδρου του Κοινοτικού Συμβουλίου Παραμύθας. Σύμφωνα με αυτό το έγγραφο ο παραπονούμενος του έδωσε ως δάνειο το ποσό του £1.600.000 το οποίο θα εξοφλούσε «μετά από τρία έτη με νόμιμο τόκο», χωρίς άλλα.
Το τρίτο έγγραφο (τεκμήριο 120) ήταν συμφωνία αγοράς από τον παραπονούμενο του σπιτιού της συζύγου του εφεσείοντα στην Παραμύθα. Ήταν εκτάσεως τριών δεκαρίων και 345 τ.μ. με οικία 380 τ.μ. Ως συμφωνηθείσα τιμή αναφερόταν το ποσό του £1.600.000 και υποτίθεται ότι ο εφεσείων του κατέβαλε τότε £600.000 ως προκαταβολή. Προσάχθηκε μαρτυρία εκτιμητή του κλάδου εκτιμήσεων του Κτηματολογίου Λεμεσού, αναντίλεκτη όπως σημειώνει το κακουργιοδικείο, σύμφωνα με την οποία αυτό το κτήμα, στο οποίο όμως η οικία ήταν 258 τ.μ., ήταν αξίας μόλις €630.000. Ήταν η μαρτυρία του παραπονούμενου πως ουδέποτε υπέγραψε έγγραφα ως τα τεκμήρια 119 και 120. Θεωρεί ότι η υπογραφή σ' αυτά, πάντοτε πιστοποιημένη όπως αναφέρθηκε, αποσπάστηκε με τον ίδιο τρόπο όπως και στην περίπτωση του τεκμηρίου 121, δηλαδή του «δώρου» του £1.100.000.
Υποστήριξε, λοιπόν, ο εφεσείων στις καταθέσεις και στην ανώμοτη δήλωση του πως τίποτε δεν έκαμε από όσα του καταλογίζονταν και, περαιτέρω, πως στην πραγματικότητα ήταν ο παραπονούμενος που του όφειλε χρήματα. Επικαλέστηκε συναφώς τρεις επιταγές που βρίσκονταν στην κατοχή του, τις οποίες παρουσίασε και δεν πληρώθηκαν. Οι επιταγές ήταν για το συνολικό ποσό των £530.000 (230+260+40 χιλιάδες αντιστοίχως) ποσό το οποίο είχε δώσει στον παραπονούμενο σε μετρητά, για τις οποίες επιταγές όπως και για άλλες, για το ποσό των £204.000 ημερομηνίας 10.10.07, έδωσε οδηγίες στο δικηγόρο του για καταχώρηση αγωγής. Παρεμβάλλουμε πως ήταν η μαρτυρία του παραπονούμενου ότι οι τρεις πρώτες από τις πιο πάνω επιταγές είχαν εκδοθεί προς αντικατάσταση άλλων, για τα ίδια ποσά. Ο εφεσείων είχε αναλάβει να τις καταστρέψει, αλλά αντ' αυτού επιχείρησε την είσπραξή τους. Μεσολάβησε όμως η καταγγελία στην αστυνομία και ο λογαριασμός εκείνος είχε ήδη κλείσει. Υποστήριξε συναφώς ο εφεσείων πως απλώς έτυχε να είχαν εκδοθεί οι τρεις επιταγές στις οποίες αναφέρθηκε ο παραπονούμενος ακριβώς για τα ίδια ποσά. Εκείνες ήταν δάνειο και επικαλέστηκε το τεκμήριο 18 σύμφωνα με το οποίο είχε εισπράξει στις 11.8.07 από τον παραπονούμενο το ποσό των £530.000 ως δάνειο, ποσό το οποίο θα επέστρεφε μέχρι το Σεπτέμβριο, διαφορετικά θα του μεταβίβαζε αριθμό τεμαχίων στη Λόφου που καταγράφονταν. Ψευδώς κατά τον παραπονούμενο. Σημειώνουμε προς συμπλήρωση της γενικής εικόνας την αναφορά του εφεσείοντα στο τεκμήριο 40 με τη συμπληρωματική του κατάθεση στην αστυνομία. Ρωτήθηκε τι είχε να πει γι' αυτό και γιατί ο παραπονούμενος του έδωσε ως δάνειο το ποσό των £1.100.000 και απάντησε πως ό,τι είχε να πει θα το έλεγε στο Δικαστήριο.
Το κακουργιοδικείο αξιολόγησε τη μαρτυρία και εκτίμησε πως δεν έπρεπε να αποδοθεί οποιαδήποτε βαρύτητα στην ανώμοτη δήλωση του εφεσείοντα. Περαιτέρω, αφού έκρινε πως η μαρτυρία των Π. Κουρσάρου, Μ.Υ.1 και Σ. Αγαθοκλέους, Μ.Υ.2 του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λεμεσού δεν πρόσθετε οτιδήποτε αφού ήδη καλυπτόταν από άλλη αναντίλεκτη μαρτυρία και παραδεχτά γεγονότα στα οποία είχε αναφερθεί, απέρριψε τη μαρτυρία του Α. Παναγιώτου (Μ.Υ.3) εμπειρογνώμονα σε γραφολογικά θέματα. Όχι σε σχέση με το ότι η υπογραφή που φαινόταν σε διάφορα τεκμήρια που αναφέρθηκαν ήταν γνήσια αλλά σε σχέση με το κατά πόσο η λέξη «Δορά» στο τεκμήριο 64 είχε ή όχι προστεθεί εκ των υστέρων.
Ως προς την αξιοπιστία του παραπονούμενου, της συζύγου του, του υιού του και του ζεύγους Γεωργίου το κακουργιοδικείο δεν είχε κανένα ενδοιασμό. Αντεξετάστηκαν επίμονα και εξαντλητικά και επί της ουσίας ήταν σαφείς, συγκεκριμένοι και σταθεροί. Απέρριψε την εισήγηση πως υπήρχε οτιδήποτε το μεμπτό ή το κατασκευασμένο στη μαρτυρία τους και ήταν, όπως εκτίμησε, αξιόπιστοι. Ορισμένες διαφορές στη μαρτυρία τους, όπως σημείωσε το κακουργιοδικείο, ήταν φυσιολογικές ενόψει της φύσης των γεγονότων, του τρόπου της εξέλιξής τους και του χρόνου μέσα στον οποίο αυτά διαδραματίστηκαν. Επίσης δέχτηκε και την υπόλοιπη μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής.
Διατυπώθηκαν εννέα λόγοι έφεσης. Αφορούν στην αξιολόγηση της μαρτυρίας αλλά και στο ζήτημα της ανώμοτης δήλωσης του εφεσείοντα. Επίσης αφορούν στον τρόπο με τον οποίο ο Υπαστυνόμος Ι. Σωτηριάδης διερεύνησε την υπόθεση.
Ως προς την ανώμοτη δήλωση (λόγος έφεσης 1) ο εφεσείων καταλογίζει σφάλματα στο κακουργιοδικείο. Το κακουργιοδικείο σημείωσε πως ο εφεσείων «ενώ στην κατάθεση του τεκμήριο 44, καθορίζει το συνολικό ύψος του ποσού που ο παραπονούμενος του κατέβαλε σε ΛΚ3.300.000,00, με τα έγγραφα τεκμήρια 18, 40, 119, 120 και 121 που ο ίδιος επικαλείται, ανεβάζει το εν λόγω ποσό περίπου σε ΛΚ5.000.000,00, δηλαδή σχεδόν ενάμιση φορά μεγαλύτερο». Περαιτέρω, ενώ προώθησε τη θέση πως το ποσό των £530.000 του καταβλήθηκε ως δάνειο στις 13.8.07, το τεκμήριο 18 που επικαλείτο συναφώς αυτό αναφέρει ως ημερομηνία του δανείου την 11.8.07. Ως προς την πρώτη πτυχή της αξιολόγησης ο εφεσείων υποστηρίζει πως το κακουργιοδικείο λανθασμένα εξέλαβε ότι «τα ποσά που αναφέρονται στο τεκμήριο 40 και τεκμήριο 121 ως χωριστά ποσά δανείων ενώ είναι ένα και το ίδιο ποσό» δανείου. Ως προς τη δεύτερη πτυχή της αξιολόγησης επικαλέστηκε τη μαρτυρία του υιού του παραπονούμενου πως ήταν στις 13.8.07 που έγινε η πληρωμή οπότε και πιστοποιήθηκε η υπογραφή στο τεκμήριο 18 το οποίο και παρέλαβε ο υιός του παραπονούμενου.
Το θέμα συζητήθηκε με αναφορά στη νομολογία σε σχέση με τη βαρύτητα της ανώμοτης δήλωσης στην οποία και το κακουργιοδικείο παρέπεμψε. Η ανώμοτη δήλωση δεν είναι μαρτυρία στην υπόθεση αλλά μπορεί να βοηθήσει στη θεώρηση της μαρτυρίας, ως πειστικής και όχι αποδεικτικής αξίας, από κάποια διαφορετική σκοπιά. Ζητήσαμε από τον ευπαίδευτο συνήγορο για τον εφεσείοντα να προσδιορίσει αυτή τη διαφορετική σκοπιά που είχε υπόψη του σε υπόθεση της φύσης της παρούσας και δεν ήταν με οποιονδήποτε τρόπο συγκεκριμένος. Εδώ έχουμε κατ' ευθείαν μαρτυρία για συγκεκριμένες πράξεις, σε συγκεκριμένους χρόνους, με αναφορά σε συγκεκριμένες επιταγές και άλλες που αποδείχθηκαν. Η θέση η δική του, όχι όμως με μαρτυρία, ήταν πλήρης άρνηση και, ουσιαστικά απόδοση στον παραπονούμενο και τους άλλους συνωμοσίας που εξυφάνθηκε σε βάρος του. Δεν θα μπορούσαμε λοιπόν να δούμε την άλλη σκοπιά στην οποία αορίστως αναφέρθηκε ο εφεσείων, άλλο αν η μαρτυρία για την κατηγορούσα αρχή κρινόταν αναξιόπιστη.
Όμως είναι και λανθασμένες οι επισημάνσεις του εφεσείοντα. Όπως ορθά εισηγείται η εφεσίβλητη, τα τεκμήρια 40 και 121, στα οποία έχουμε ήδη αναφερθεί, σαφώς δεν ήταν δυνατό να θεωρηθεί ότι παραπέμπουν στην ίδια. Υπενθυμίζουμε ότι το τεκμήριο 121 αφορούσε στο «δώρο» του £1.100.000 και το τεκμήριο 40 σε δάνειο επίσης για £1.100.000. Εμφανίζουν δηλαδή τον παραπονούμενο, την ίδια μέρα, στις 6.7.07 να καταβάλλει δυο ξεχωριστά ποσά, για διαφορετικούς λόγους, δώρο και δάνειο. Ως προς το τεκμήριο 18 σημειώνουμε πως πράγματι αναφέρονται σε δάνειο που δόθηκε στις 11.8.07 και όχι στις 13.8.07, ημερομηνία της πιστοποίησης της υπογραφής, όπως ακριβώς αναφέρεται στην απόφαση του κακουργιοδικείου. Τα υπόλοιπα δεν είναι δυνατό να αποσυνδεθούν από τη μαρτυρία του παραπονούμενου πως άλλος ήταν ο λόγος της έκδοσης των τριών επιταγών για το συνολικό ποσό των £530.000. Αυτό, αφού υπό συζήτηση εν προκειμένω, δεν ήταν απλώς το πότε εισπράχθηκε το ποσό αλλά το πότε το τεκμήριο 18, την ορθότητα του οποίου εν γένει αμφισβήτησε ο παραπονούμενος, αναφέρει ως ημερομηνία πληρωμής για δάνειο.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά στην εκτίμηση του κακουργιοδικείου ότι ο παραπονούμενος είναι αξιόπιστος. Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά στην αποδοχή της μαρτυρίας του Υπαστυνόμου Ι. Σωτηριάδη ο οποίος, κατά την εισήγηση, όντας προκατειλημμένος κατά του εφεσείοντα παρέλειψε να ερευνήσει αντικειμενικά και με πληρότητα ουσιώδεις πτυχές της υπόθεσης, ιδίως με τη λήψη καταθέσεων και από άλλα πρόσωπα. Ο τέταρτος λόγος έφεσης κινείται στα ίδια. Είναι η εισήγηση του εφεσείοντα πως παρέμειναν κενά και ελλείψεις που θα έπρεπε να καλυφθούν με μαρτυρία που δεν προσάχθηκε από την κατηγορούσα αρχή. Με ειδική αναφορά σε υπαλλήλους του Κτηματολογίου, ιδιοκτήτες ορισμένων κτημάτων αλλά και του Σ. Σοφοκλέους ο οποίος αναφέρεται από την εφεσίβλητη ως θείος του εφεσείοντα. Ο πέμπτος λόγος έφεσης αφορά και πάλιν σε κατ' ισχυρισμό κενά και παραλείψεις και συνακολούθως σε διεξαγωγή μη δίκαιης δίκης. Οι λόγοι έφεσης 6, 7 και 8 αφορούν στην εκτίμηση του κακουργιοδικείου ότι η σύζυγος, ο υιός και οι κουμπάροι του παραπονούμενου, δηλαδή το ζεύγος Γεωργίου, ήταν αξιόπιστοι. Ο ένατος λόγος έφεσης αφορά στην εκτίμηση του κακουργιοδικείου ότι δεν ήταν ασφαλές να στηριχτεί στη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα που κάλεσε ο εφεσείων σε σχέση με την κατ' ισχυρισμό προσθήκη της λέξεις «Δορά» στο τεκμήριο 64.
Αρχίζοντας από αυτό το τελευταίο θέμα, εκείνο του λόγου έφεσης 9, παρατηρούμε κατ' αρχάς πως, στο πλαίσιο της υπόθεσης για την κατηγορούσα αρχή αυτή η λεπτομέρεια της λέξης «Δορά» στο τεκμήριο 64 ήταν το έναυσμα για τη δημιουργία των ανησυχιών του παραπονούμενου, με επακόλουθο την εν τέλει καταγγελία στην αστυνομία. Χωρίς δηλαδή να αποδίδεται στο θέμα κάποια αυτοτελής αποδεικτική αξία. Εν πάση περιπτώσει, ελέγξαμε τα δεδομένα. Όπως σημειώνει το κακουργιοδικείο, ο μάρτυρας δεν εξέτασε το τεκμήριο 64 αλλά φωτοαντίγραφό του, δέχτηκε πως αυτό παρουσιάζει «δυσκολία», γιατί «δεν μπορεί να εκφράσει ο εμπειρογνώμονας απόλυτα τη γνώμη του και να καταλήξει σε ασφαλές συμπέρασμα για το λόγο ότι με τη φωτοτύπιση επέρχονται ουσιώδεις αλλαγές». Δέχτηκε ακόμα ότι η διαστίχωση κάποιων στηλών του εγγράφου, στοιχείο σημαντικό κατά τη μαρτυρία του, παρουσίαζε ατέλειες και είναι για όλα τα πιο πάνω που το κακουργιοδικείο κατέληξε στην αναφερθείσα εκτίμησή του. Ο εφεσείων δεν αντιτείνει οτιδήποτε το συγκεκριμένο στο πλαίσιο του λόγου έφεσης. Δεν υπήρχε, αναφέρει στο διάγραμμά του, μαρτυρία ότι η φωτοτυπία επέφερε ουσιώδεις αλλαγές στη διαστίχωση των γραμμάτων, αυτό όμως, κατά παραγνώριση της ουσίας των επισημάνσεων του κακουργιοδικείου, με παραπομπή σε όσα ακριβώς αναγνώρισε ο ίδιος ο μάρτυρας. Τα οποία και ευλόγως αξιολόγησε το κακουργιοδικείο, ασφαλώς χωρίς να αναλαμβάνει ρόλο εμπειρογνώμονα, όπως περαιτέρω παραπονείται ο εφεσείων.
Οι θέσεις του εφεσείοντα σε σχέση με τους λόγους που αφορούσαν στην αξιοπιστία των βασικών μαρτύρων κατηγορίας, στους οποίους έχουμε αναφερθεί, αναπτύχθηκαν με προϋπάρχουσα την επίκληση των εγγράφων που φέρουν την υπογραφή του παραπονούμενου περί δώρου, δανείου, πώλησης, όπως τα περιγράψαμε προηγουμένως. Αυτή η μαρτυρία, λέγει ο εφεσείων, κατά το ίδιο το κακουργιοδικείο ήταν αναντίλεκτη και, επομένως, τίθεται θέμα ως προς τη λογική της αποδοχής της μαρτυρίας, κατά πρώτο λόγο του παραπονούμενου αλλά στη συνέχεια και των άλλων. Δεν πρέπει, όμως, να παραπλανηθούμε. Αδιαμφισβήτητο ήταν πως οι υπογραφές στα έγγραφα εκείνα πράγματι ανήκαν στον παραπονούμενο και τη σύζυγό του, αναλόγως. Δεν ήταν όμως αυτό το θέμα. Ασφαλώς ο παραπονούμενος και η σύζυγός του αρνούνται πως έγιναν πράξεις όπως οι αναφερόμενες στα έγγραφα εκείνα και, βεβαίως, το θέμα πλέον ήταν ευθέως συναρτημένο προς την αξιοπιστία τους.
Ο εφεσείων παραπέμπει στη συνέχεια σε ορισμένες λεπτομέρειες σχετικά με τη μαρτυρία του παραπονούμενου αλλά και των άλλων. Γιατί να είχε πάρει ο παραπονούμενος από τον εφεσείοντα μόνο το τοπογραφικό τεκμήριο 5, και όχι και άλλα έγγραφα, γιατί δεν αναφέρθηκε στο ζήτημα της Δοράς με την κατάθεση του στην αστυνομία, αλλά αυτό χωρίς αναφορά στην εξήγηση που έδωσε αλλά και στην αναφορά στο θέμα εκείνο στην κατάθεση της συζύγου του παραπονούμενου, που ήταν το πρόσωπο που υπέγραψε το πληρεξούσιο τεκμήριο 64 και όχι ο παραπονούμενος. Ακόμα, γιατί να μην είχε ζητήσει τη μια ή την άλλη απόδειξη ή το ένα ή το άλλο έγγραφο και γιατί να μην είχε αντιδράσει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο κατά τις διάφορες φάσεις των διαδραματισθέντων. Στη συνέχεια, αναφορικά με τις περιστάσεις έκδοσης ορισμένων επιταγών. Περαιτέρω γιατί να μην είχε αναφερθεί εξ αρχής σε σχέση με ένα κτήμα στην Παλώδια και πώς ήταν δυνατό να αρνείται αγορά σπιτιού στην Παραμύθα όταν στις δηλώσεις μεταβίβασης, ως διεύθυνσή του ακριβώς αναφέρεται αυτό το σπίτι. Το τελευταίο χωρίς αναφορά, πράγμα που επισημαίνει η εφεσίβλητη, πως και αυτές τις δηλώσεις τις συμπλήρωσε ο εφεσείων και πως εκείνη η διεύθυνση ήταν η δική του. Ειδικά σε σχέση με τη μαρτυρία των υπολοίπων επικαλείται ο εφεσείων τη συγγένεια ή τη στενή σχέση τους με τον παραπονούμενο ως κίνητρο για ψευδή μαρτυρία και, ομοίως, ορισμένες λεπτομέρειες σχετικά με τις περιστάσεις υπογραφής ορισμένων εγγράφων.
Έχουμε μελετήσει όλα τα δεδομένα, μεταξύ τους και την ιδιαίτερη επισήμανση για το κάθε ένα από τα σημεία που θίγηκαν από την εφεσίβλητη. Αν επρόκειτο να εκτιμηθεί η ειλικρίνεια του παραπονούμενου αλλά και των άλλων στη βάση απλώς των ενεργειών ή των παραλείψεων ή των αντιδράσεων, ασφαλώς κατά πρώτο λόγο θα σημειωνόταν η ούτως ή άλλως αφροσύνη της καταβολής τεράστιων ποσών χωρίς καμιά απολύτως εξασφάλιση. Που δεν θα αναπληρωνόταν από την παραλαβή ενός ακόμα ή περισσοτέρων εγγράφων. Ήταν όμως ο παραπονούμενος και οι άλλοι βασικοί μάρτυρες συνωμότες που κατασκεύασαν μια ψεύτικη εκδοχή για να κερδίσει χρήματα ο παραπονούμενος από τον εφεσείοντα; Στόχευση που εκδηλώθηκε και με την καταχώριση συναφώς αγωγής; Ο οποίος εφεσείων, στη βάση της δικής του πραγματικά απίστευτης εκδοχής, απλώς πήρε, μάλιστα την ίδια μέρα, στις 6.7.07, δώρο £1.100.000 και δάνειο χωρίς καμιά απολύτως εξασφάλιση για άλλο τόσο ποσό; Ενώ μετά, στη βάση των τεκμηρίων 119 και 120, πάλιν την ίδια μέρα, στις 30.8.07, πήρε πρόσθετο δάνειο ύψους £1.600.000 και αγόρασε το ακίνητο στην Παραμύθα μάλιστα της μικρής σχετικά αξίας όπως σημειώσαμε, πάλιν για το ποσό του £1.600.000, έναντι του οποίου υποτίθεται ότι κατέβαλε £600.000; Ασφαλώς υπήρχαν ορισμένες διαφορές μεταξύ της μαρτυρίας του παραπονούμενου και του ενός ή του άλλου από τους υπόλοιπους βασικούς μάρτυρες, όπως και ορισμένες ασάφειες. Αυτά δεν τα παρέβλεψε το κακουργιοδικείο, τα εξέτασε στο πλαίσιο του συνόλου της μαρτυρίας και τα έκρινε επουσιώδη, όπως έχουμε ήδη σημειώσει. Είναι στοιχειώδες πως το έργο της αποτίμησης της αξιοπιστίας των μαρτύρων κατ' εξοχήν ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο και πως είναι για ειδικούς λόγους επιτρεπτό εμείς να παρέμβουμε. Δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι αναδείχθηκαν αντιφάσεις, ασάφειες, ελλείψεις ή αδυναμίες τέτοιες που να καθιστούν επιτρεπτή την ανατροπή των εκτιμήσεων του κακουργιοδικείου αναφορικά με την αξιοπιστία του παραπονούμενου και των άλλων βασικών μαρτύρων κατηγορίας για τους οποίους έγινε η συζήτηση.
Υπάρχει ένα τελευταίο θέμα. Αφορά στον Υπαστυνόμο Σωτηριάδη. Με τον τρίτο λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι λανθασμένα το κακουργιοδικείο εκτίμησε ότι ήταν αξιόπιστος. Χωρίς όμως και να υποδεικνύεται οτιδήποτε από τη μαρτυρία του που θα ήταν αφ' εαυτού σχετικό προς τα διαδραματισθέντα. Κάτω από αυτό το λόγο έφεσης παρέχεται άλλη αιτιολογία: Ότι δεν διερεύνησε με αντικειμενικότητα την υπόθεση και πως παρέλειψε να πάρει καταθέσεις τις οποίες και να διέθετε στον εφεσείοντα, από το κτηματολόγιο και άλλους όπως και από πωλητές, πιστοποιούντες υπαλλήλους ή ακόμα και να εξετάσει διάφορα έγγραφα όπως τα τεκμήρια 95 και 96 και πληρεξούσια. Περαιτέρω πως δεν φρόντισε να εξετάσει αν στο τεκμήριο 5 υπήρχε DNA του εφεσείοντα. Θέμα, πρέπει να σχολιάσουμε, όπως παρατηρεί η εφεσίβλητη, δεν είχε καν εγερθεί πρωτοδίκως είτε με ερωτήσεις προς τον Ι. Σωτηριάδη είτε με τη θεμελίωση οποιουδήποτε υπόβαθρου. Αυτά επειδή ο Ι. Σωτηριάδης θεωρούσε τον εφεσείοντα ως ύποπτο για την εξαφάνιση συγγενούς του. Όπως ήταν και ο συναφής λόγος έφεσης 4 αλλά και 5 για δίκαιη δίκη. Με πρόσθετη αναφορά στο γιατί, εν τέλει, η κατηγορούσα αρχή δεν κάλεσε ως μάρτυρα κατηγορίας τον πιστοποιούντα υπάλληλο Ε. Μάππα, ενώ αυτός ήταν μάρτυρας κατηγορίας στο κατηγορητήριο.
Ως προς τον Ε. Μάππα, επισημαίνει η εφεσίβλητη πως το θέμα της μη κλήτευσής του ως μάρτυρα κατηγορίας αλλά και της μη προσφοράς του για αντεξέταση, το εξέτασε ειδικά το κακουργιοδικείο. Σε αιτιολογημένη απόφασή του με την οποία παραπέμπει και στη σχετική νομολογία, έκρινε την πρόθεση της κατηγορούσας αρχής επιτρεπτή με την παρατήρηση πως δεν παρεμβαλλόταν οποιοδήποτε εμπόδιο για την κλήτευση αυτού του προσώπου ως μάρτυρα από την υπεράσπιση. Ο εφεσείων δεν αξιοποίησε αυτή τη δυνατότητα και ενώπιόν μας δεν αναφέρθηκε καν στη σχετική ενδιάμεση απόφαση του κακουργιοδικείου. Δυνατότητα που ασφαλώς είχε ο εφεσείων σε σχέση με όσα υποτίθεται ο Ι. Σωτηριάδης παρέλειψε να κάμει. Σημειώνουμε πως όλα αυτά δεν αφορούσαν σε μαρτυρία η οποία, επειδή δεν λήφθηκε εξ αρχής, δεν υπήρχε πλέον. Αν ο εφεσείων, αντίθετα προς την άλλη πλευρά, τη θεωρούσε σχετική μπορούσε να την παρουσιάσει. Το κακουργιοδικείο απέρριψε την εκδοχή περί αλλότριων κινήτρων του Ι. Σωτηριάδη, πάντως δεν εντόπισε κενά ή ελλείψεις διερεύνησης και δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι στοιχειοθετήθηκε λόγος για παρέμβασή μας.
Οι λόγοι έφεσης είναι αβάσιμοι. Η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.