ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 2 ΑΑΔ 26
7 Φεβρουαρίου, 2011
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 132/2010)
Διάταγμα προσωποκράτησης ― Διάταγμα προσωποκράτησης υποδίκου με σκοπό την ολοκλήρωση των ανακρίσεων, την παρεμπόδιση καταστροφής τεκμηρίων, την αποτροπή κινδύνου επηρεασμού μαρτύρων και την παρεμπόδιση διαφυγής του για δεύτερη φορά ― Έφεση εναντίον σχετικού διατάγματος ― Δεν τεκμηριώθηκε λόγος επέμβασης του Εφετείου στην διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Έφεση απορρίφθηκε ως έχουσα απωλέσει το αντικείμενό της.
Διάταγμα προσωποκράτησης ― Δικαίωμα κατηγορουμένου να διεκδικήσει αποζημιώσεις ― Κατά πόσο συναρτάται με την ακυρότητα του επίδικου διατάγματος προσωποκράτησής του.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε διάταγμα κράτησης του εφεσείοντος, με βάση μαρτυρία η οποία τον έφερε να εμπλέκεται στη διάπραξη αριθμού αδικημάτων, με σοβαρότερο αυτό του φόνου εκ προμελέτης του Άντη Χατζηκωστή.
Στις 15.1.2010 είχε εξασφαλιστεί ένταλμα σύλληψης του εφεσείοντος του οποίου όμως δεν κατέστη δυνατή η εκτέλεση λόγω διαφυγής του στο εξωτερικό, συγκεκριμένα στη Μολδαβία. Στις 18.8.2010 παραδόθηκε από τη χώρα αυτή στις Κυπριακές Αρχές κατόπιν ενεργοποίησης του προβλεπόμενου για την έκδοση του εφεσείοντος μηχανισμού με βάση τις πρόνοιες της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εκδόσεως Φυγοδίκων του 1957, η οποία κυρώθηκε στην Κύπρο με το Νόμο 95/1970. Την ίδια μέρα, ο εφεσείων συνελήφθη στο αεροδρόμιο Λάρνακας με βάση το ένταλμα σύλληψης που εκκρεμούσε εναντίον του. Την επομένη οδηγήθηκε στο Δικαστήριο, όπου η Αστυνομία ζήτησε την κράτησή του για έξι μέρες με σκοπό την ολοκλήρωση των ανακρίσεων, την παρεμπόδιση καταστροφής τεκμηρίων, την αποτροπή κινδύνου επηρεασμού μαρτύρων και την παρεμπόδιση διαφυγής του για δεύτερη φορά. Τελικά εκδόθηκε διάταγμα κράτησής του για πέντε μέρες.
Ο εφεσείων αμφισβητεί την εγκυρότητα του εκδοθέντος διατάγματος με την παρούσα έφεσή του, υποστηρίζοντας ουσιαστικά ότι εφόσον αυτός είχε εκδοθεί από τις αρχές της Μολδαβίας ως καταδιωκόμενο πρόσωπο - όπως ο εν λόγω όρος χρησιμοποιείται στο Άρθρο 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Έκδοση Φυγοδίκων (Κυρωτικού) Νόμου (Ν. 95/70) - η μεταχείρισή του ως ύποπτου προσώπου και η κράτησή του για σκοπούς διευκόλυνσης των αστυνομικών ανακρίσεων, συνιστά παράβαση των προνοιών της εν λόγω Σύμβασης, όπως και αυτών του περί Έκδοσης Φυγοδίκων Νόμου 97/70. Παράλληλα, συνιστά κατάχρηση της δικαστικής εξουσίας. Είναι επίσης η θέση του εφεσείοντος ότι ενόψει όλων των περιστάσεων και ιδιαίτερα του μαρτυρικού, στα χέρια των ανακριτικών αρχών, υλικού και της ολιγωρίας που οι εν λόγω αρχές έδειξαν στη διερεύνηση των αδικημάτων, η έκδοση του επίδικου διατάγματος ήταν εσφαλμένη.
Ο συνήγορος του εφεσείοντος επικαλούμενος το δικαίωμα του πελάτη του να αξιώσει αποζημιώσεις, συνάρτησε την άσκησή του με την ύπαρξη δικαστικής κρίσης αναφορικά με την εγκυρότητα του επίδικου διατάγματος. Ισχυρίστηκε συναφώς πως η ακυρότητα του επίδικου διατάγματος συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για σκοπούς διεκδίκησης από τον εφεσείοντα αποζημιώσεων.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η θέση του συνηγόρου του εφεσείοντος επί του δικαιώματος του πελάτη του για διεκδίκηση αποζημιώσεων, συναρτάται, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, με την τελική έκβαση της ποινικής υπόθεσης για την οποία ο εφεσείων έχει παραπεμφθεί σε δίκη και για σκοπούς της οποίας τελεί υπό κράτηση, ως υπόδικος, εφόσον, σε περίπτωση που κριθεί ότι δικαιούται σε αποζημιώσεις η περίοδος της πενθήμερης κράτησής του θα συνυπολογισθεί για σκοπούς αποζημιώσεων με τον υπόλοιπο χρόνο κράτησής του. Σε περίπτωση δε καταδίκης του, η πενθήμερη κράτησή του, θα συνυπολογιστεί στην οποιαδήποτε ποινή φυλάκισης του επιβληθεί.
2. Η υπόθεση Παντελής Ιωάννου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 495, στην οποία παρέπεμψε ο συνήγορος για επίρρωση της πιο πάνω θέσης του, ουδόλως βοηθά την υπόθεσή του. Εδώ, ο εφεσείων συνέχισε να είναι υπό κράτηση και μετά την παρέλευση της πενθήμερης περιόδου κράτησής του, ως υπόδικος, γεγονός που όχι μόνο διαφοροποιεί την παρούσα περίπτωση ουσιωδώς από την υπόθεση Ιωάννου, αλλά και καθιστά τη συζήτηση του θέματος καθαρά ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος.
3. Η αξία της μαρτυρίας που έχει περιέλθει στα χέρια της Αστυνομίας κατά τη διάρκεια της πενθήμερης κράτησης του εφεσείοντος, συναρτάται με τις συνθήκες λήψης της και όχι με την εγκυρότητα του διατάγματος κράτησης του εφεσείοντος, όπως διατείνετο ο συνήγορός του. Εξάλλου, στην υπό κρίση περίπτωση το γεγονός ότι, ανακρινόμενος ο εφεσείων από την Αστυνομία κατά τη διάρκεια της πενθήμερης κράτησής του επέλεξε να μην απαντήσει σε οποιαδήποτε από τις ερωτήσεις του υποβλήθηκαν, καθιστά το θέμα καθαρά ακαδημαϊκό.
Η έφεση απορρίφθηκε ως έχουσα
απωλέσει το αντικείμενό της.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Ιωάννου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 495.
Έφεση εναντίον Διατάγματος Προσωποκράτησης.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον του διατάγματος προσωποκράτησής του, το οποίο εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας (Χαραλάμπους, Ε.Δ.), (Αίτηση Αρ. 712/10), στις 20/8/10.
Ρ. Βραχίμης, για τον Εφεσείοντα.
Ε. Παπαγαπίου (κα) με Μ. Πασιαρδή (κα), Δικηγόροι της Δημοκρατίας και Κ. Λουκά, ασκούμενο δικηγόρο, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με αίτηση της που καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, η Αστυνομία επεδίωξε και πέτυχε την κράτηση του εφεσείοντα, με βάση μαρτυρία η οποία τον έφερε να εμπλέκεται στη διάπραξη αριθμού αδικημάτων, με σοβαρότερο αυτό του φόνου εκ προμελέτης.
Τα γεγονότα στα οποία η Αστυνομία βάσισε το αίτημα της, στο βαθμό και την έκταση που αυτά είναι σχετικά με την παρούσα έφεση, έχουν ως πιο κάτω:
Το βράδυ της 11/1/2010 δολοφονήθηκε στη Λευκωσία ο Άντης Χατζηκωστής. Οι έρευνες της Αστυνομίας οδήγησαν στη σύλληψη πέντε προσώπων, τρία από τα οποία παραπέμφθηκαν σε απ' ευθείας δίκη από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας, στη βάση κατηγορητηρίου που καταχωρήθηκε στις 5/2/2010. Με βάση τη μαρτυρία που είχε συλλέξει η Αστυνομία, εξασφαλίστηκε στις 15/1/2010, ένταλμα σύλληψης και εναντίον του εφεσείοντα, του οποίου όμως δεν κατέστη δυνατή η εκτέλεση γιατί ο εφεσείων, το προηγούμενο της έκδοσης του εντάλματος σύλληψης βράδυ, διέφυγε στο εξωτερικό. Τελικά ο εφεσείων κατέληξε στη Μολδαβία. Για σκοπούς εντοπισμού και σύλληψης του εφεσείοντα, η Αστυνομία προέβη στην έκδοση ευρωπαϊκού και διεθνούς εντάλματος σύλληψης.
Η σύλληψη του εφεσείοντα κατέστη δυνατή στις 14/6/2010 από τις Αστυνομικές Αρχές της Μολδαβίας, οι οποίες και ενημέρωσαν σχετικά την Κυπριακή Αστυνομία. Η τελευταία, ενεργοποιώντας τον προβλεπόμενο για την έκδοση του εφεσείοντα μηχανισμό, με βάση τις πρόνοιες της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εκδόσεως Φυγοδίκων του 1957, η οποία κυρώθηκε στην Κύπρο με το Νόμο 95/1970, προέβη στην έκδοση του εφεσείοντα, ο οποίος παραδόθηκε στις Κυπριακές Αρχές στις 18/8/2010. Την ίδια μέρα, ο εφεσείων συνελήφθη στο αεροδρόμιο Λάρνακας με βάση το ένταλμα σύλληψης που εκκρεμούσε εναντίον του. Την επομένη οδηγήθηκε στο Δικαστήριο, όπου η Αστυνομία ζήτησε την κράτηση του για έξι μέρες με σκοπό την ολοκλήρωση των ανακρίσεων, την παρεμπόδιση καταστροφής τεκμηρίων, την αποτροπή κινδύνου επηρεασμού μαρτύρων και την παρεμπόδιση διαφυγής του εφεσείοντα για δεύτερη φορά. Τελικά εκδόθηκε διάταγμα κράτησης του εφεσείοντα για πέντε μέρες.
Κατά τη διάρκεια της πενθήμερης κράτησης του, ο εφεσείων ανακρίθηκε από την Αστυνομία γραπτώς. Συνιστά κοινό έδαφος ότι αυτός αρνήθηκε να απαντήσει σε οποιαδήποτε από τις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν.
Η εγκυρότητα του επίδικου διατάγματος αμφισβητείται με επτά λόγους έφεσης, οι οποίοι σε αρκετά σημεία τους συμπίπτουν και σε σημαντικό βαθμό αλληλοκαλύπτονται, όλοι τους δε περιστρέφονται ουσιαστικά γύρω από τη θέση ότι, εφόσον ο εφεσείων είχε εκδοθεί από τις αρχές της Μολδαβίας ως καταδιωκόμενο πρόσωπο - όπως ο εν λόγω όρος χρησιμοποιείται στο Άρθρο 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Έκδοση Φυγοδίκων (Κυρωτικού) Νόμου (Ν. 95/70) - η μεταχείριση του ως ύποπτου προσώπου και η κράτηση του για σκοπούς διευκόλυνσης των αστυνομικών ανακρίσεων, συνιστά παράβαση των προνοιών της εν λόγω Σύμβασης, όπως και αυτών του περί Έκδοσης Φυγοδίκων Νόμου 97/70. Παράλληλα, συνιστά κατάχρηση της δικαστικής εξουσίας. Είναι επίσης η θέση του εφεσείοντα ότι ενόψει όλων των περιστάσεων και ιδιαίτερα του μαρτυρικού στα χέρια των ανακριτικών αρχών υλικού και της ολιγωρίας που οι εν λόγω αρχές έδειξαν στη διερεύνηση των αδικημάτων, η έκδοση του επίδικου διατάγματος ήταν εσφαλμένη.
Με δεδομένο το γεγονός ότι ο εφεσείων δεν απελύθη, αλλά ενώ τελούσε υπό κράτηση παραπέμφθηκε σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου και με διάταγμα του παραπέμποντος δικαστηρίου παρέμεινε υπό κράτηση, έκτοτε δε κρατείται στις Κεντρικές Φυλακές ως υπόδικος, τέθηκε από το Εφετείο στον ευπαίδευτο συνήγορο του το ερώτημα κατά πόσο η εξέλιξη των γεγονότων έχει καταστήσει την έφεση άνευ αντικειμένου. Σ' αυτό το στάδιο κρίνουμε σκόπιμο να σημειώσουμε ότι ο εφεσείων δεν εφεσίβαλε το διάταγμα του παραπέμποντος δικαστηρίου για κράτηση του, από ότι δε έχουμε αντιληφθεί, ούτε και έφερε ένσταση στο διάταγμα κράτησης του από το Κακουργιοδικείο.
Ήταν η θέση του κου Βραχίμη ότι το συγκεκριμένο γεγονός δεν αναιρεί την έφεση ούτε και την αποστερεί του αντικειμένου της, καθότι επίδικο θέμα της έφεσης ήταν και συνεχίζει να είναι η εγκυρότητα του διατάγματος προσωποκράτησης την οποία ο εφεσείων αμφισβητεί με την παρούσα έφεση. Η ακυρότητα του διατάγματος συνιστά, σύμφωνα με τον κ. Βραχίμη, απαραίτητη προϋπόθεση για σκοπούς διεκδίκησης από τον εφεσείοντα αποζημιώσεων.
Συμφωνούμε με τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα ως προς την ορθότητα της αρχής που επικαλείται. Δεν συμφωνούμε όμως με τη θέση του ότι η εξέλιξη των γεγονότων στην υπό κρίση περίπτωση δεν αποστέρησε την παρούσα έφεση από το αντικείμενό της.
Ο κ. Βραχίμης, επικαλούμενος το δικαίωμα του εφεσείοντα να αξιώσει αποζημιώσεις, συνάρτησε την άσκηση του με την ύπαρξη δικαστικής κρίσης αναφορικά με την εγκυρότητα του επίδικου διατάγματος. Όπως έχουμε ήδη επισημάνει, ο κ. Βραχίμης ισχυρίστηκε ότι η ακυρότητα του επίδικου διατάγματος συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για σκοπούς διεκδίκησης από τον εφεσείοντα αποζημιώσεων. Με όλο το σέβας, δεν συμφωνούμε με τη συγκεκριμένη θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσείοντα. Έχουμε την άποψη ότι το συγκεκριμένο δικαίωμα του εφεσείοντα συναρτάται, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, με την τελική έκβαση της ποινικής υπόθεσης για την οποία ο εφεσείων έχει παραπεμφθεί σε δίκη και για σκοπούς της οποίας τελεί υπό κράτηση, ως υπόδικος, εφόσον, σε περίπτωση που κριθεί ότι δικαιούται σε αποζημιώσεις η περίοδος της πενθήμερης κράτησης του θα συνυπολογισθεί για σκοπούς αποζημιώσεων με τον υπόλοιπο χρόνο κράτησης του. Σε περίπτωση δε καταδίκης του, η πενθήμερη κράτηση του θα συνυπολογιστεί στην οποιαδήποτε ποινή φυλάκισης του επιβληθεί.
Η υπόθεση Παντελής Ιωάννου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 495, στην οποία ο κ. Βραχίμης μας έχει παραπέμψει για επίρρωση της πιο πάνω θέσης του, ουδόλως βοηθά την υπόθεσή του. Στην εν λόγω υπόθεση, η κράτηση του εφεσείοντα τερματίστηκε εκκρεμούσης της έφεσης, με την απόλυση του εφεσείοντα πριν την εκπνοή της περιόδου κράτησης του και συνεπώς ορθά κρίθηκε ότι η απόλυση του δεν αποστέρησε την έφεση του αντικειμένου της. Στην περίπτωση μας όμως η κράτηση του εφεσείοντα στην ουσία δεν τερματίστηκε. Ο εφεσείων συνέχισε να είναι υπό κράτηση και μετά την παρέλευση της πενθήμερης περιόδου κράτησης του, ως υπόδικος, γεγονός που όχι μόνο διαφοροποιεί την παρούσα περίπτωση ουσιωδώς από την υπόθεση Ιωάννου, αλλά και καθιστά τη συζήτηση του θέματος καθαρά ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος.
Δεν μας διαφεύγει επίσης ότι ο κ. Βραχίμης συναρτά το αποδεκτό ή μη της μαρτυρίας που έχει περιέλθει κατά τη διάρκεια της πενθήμερης κράτησης του εφεσείοντα, στα χέρια της Αστυνομίας, με την εγκυρότητα του διατάγματος κράτησης του. Η εν λόγω θέση του κ. Βραχίμη δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Όπως έχουμε υποδείξει στον κ. Βραχίμη, η αξία τέτοιας μαρτυρίας συναρτάται με τις συνθήκες λήψης της και όχι με την εγκυρότητα του διατάγματος κράτησης του εφεσείοντα. Εξάλλου, στην υπό κρίση περίπτωση το γεγονός ότι, ανακρινόμενος ο εφεσείων από την Αστυνομία κατά τη διάρκεια της πενθήμερης κράτησης του επέλεξε να μην απαντήσει σε οποιαδήποτε από τις ερωτήσεις του υποβλήθηκαν, καθιστά το θέμα καθαρά ακαδημαϊκό.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται ως έχουσα απωλέσει το αντικείμενό της.
Η έφεση απορρίπτεται ως έχουσα
απωλέσει το αντικείμενό της.